Πηγή: The Press Project
Το TPP μίλησε με τη δημοσιογράφο ΑϋτένΟζτούρκ, η οποία έγινε γνώστή όταν το 2018 απήχθη από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες στον Λίβανο και βασανίστηκε επί 6 μήνες στην Άγκυρα, χωρίς κανένας να γνωρίζει που βρίσκεται. Πριν λίγες μέρες, η Αϋτέν κατήγγειλε την εισβολή της αστυνομίας και των ειδικών δυνάμεων, στο σπίτι που σήμερα βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Για τις ανάγκες της συνέντευξης βρεθήκαμε στα γραφεία του Λαϊκού Μετώπου – Επιτροπή Αλληλεγγύης για τους πολιτικούς κρατούμενους στην Τουρκία και το Κουρδιστάν. Η Κωνσταντίνα Καρτσιώτη, μέλος του ελληνικού τομέα του Αντιιμπεριαλιστικού Μετώπου, μας βοήθησε με τη διερμηνεία. Στην άλλη άκρη της σύνδεσής μας, η Αϋτεν μας υποδέχτηκε από το Σπίτι της Αντίστασης, στην γειτονιά Αρμουτλού στην Κωνσταντινούπολη, όπου που διαμένουν Τούρκοι αγωνιστές. Τα βασανιστήρια δεν έχουν σβήσει το χαμόγελό της.
Γεννημένη στη φτώχεια, μεγαλωμένη στον αγώνα
Πριν μας περιγράψει τα όσα φριχτά πέρασε, της ζητήσαμε να αναφέρει μερικά βιογραφικά στοιχεία, ώστε να τη γνωρίσουμε καλύτερα. «Είμαι γεννημένη στην Αττάκεια από μια πολυμελή και φτωχή οικογένεια Αλεβιτών. Από μικρή ηλικία εγώ και η οικογένεια μου ενταχθήκαμε στον πολιτικό αγώνα και αντιληφθήκαμε τις κοινωνικές αδικίες. Όλη μου η οικογένεια ήταν αγωνιστές και είχαν αυτή την πολιτική κατεύθυνση. Έτσι μεγάλωσα και μέσα σε αυτή την οικογένεια και την αγωνιστική μου πάλη, συνελήφθησα και έμεινα 13 χρόνια στη φυλακή. Στη συνέχεια έζησα 10 χρόνια στο εξωτερικό, καθώς στην Τουρκία βιώσαμε διώξεις, αδικία, συνεχιζόμενες παραβιάσεις των δικαιωμάτων μας και μια συνεχόμενη δικονομική ομηρία. Όταν το 2018 συνελήφθησα, απήχθησα ουσιαστικά, στο αεροδρόμιο του Λιβάνου, ζούσα στη Συρία».
Αναφερόμενη στην περιπέτεια της, μας εξηγεί πως την ημέρα που απήχθη την κράτησαν 6 μέρες στον Λίβανο και από εκεί και πέρα τη μετέφεραν παράνομα και μυστικά στην Τουρκία, όπου κρατήθηκε επί 6 μήνες σε μια πλήρως μυστική περιοχή. Αργότερα μεταφέρθηκε στις τουρκικές φυλακές όπου κρατήθηκε για 3 χρόνια και σήμερα βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό. «Όλα αυτά γιατί έχω αντιιμπεριαλιστικές και αντιφασιστικές πεποιθήσεις».
Η απαγωγή στον Λίβανο
Τα όσα συνέβησαν στο αεροδρόμιο του Λιβάνου, όπως ό,τι ακολούθησε, μοιάζουν με απαγωγή παρά με σύλληψη. «Αρχικά το ότι απήχθησα στο αεροδρόμιο του Λιβάνου, σύμφωνα με την επαναστατική μου συνείδηση, αποτελεί μια παράδοση από μεριάς της κυβέρνησης του Λιβάνου στην Τουρκία», εξηγεί. «Ουσιαστικά στο αεροδρόμιο, με τη συμμετοχή των αρχών του Λιβάνου, μου έδεσαν τα μάτια, μου έβαλαν χειροπέδες, χωρίς να μου δίνουν καμία πληροφορία. Με κρατούσαν σε ένα μέρος στον Λίβανο επί 6 μέρες, μέχρι που ήρθε ένας Τούρκος αξιωματικός και με ανέκρινε. Στη συνέχεια με μετέφεραν παράνομα στην Τουρκία», προσθέτει.
«Με βάλανε στο αεροπλάνο για Τουρκία με χειροπέδες και δεμένα τα μάτια μου. Μετά από 1,5 ώρα που έκανε να προσγειωθεί, μου έκλεισαν το στόμα, καθώς φώναζα συνθήματα για να γίνω ορατή μιας και δεν ήξερα που βρίσκομαι. Όταν προσγειωθήκαμε μου πήραν όλα τα ρούχα μου και μου έβαλαν αναγκαστικά ρούχα δικά τους, ενώ με πετάξανε σε ένα κελί με κλειστά τα μάτια και χειροπέδες για 25 συνεχόμενες ημέρες, κατά τις οποίες προσπαθούσαν να μου κάνουν ερωτήσεις που εγώ δεν απαντούσα».
Εκεί υπέστη φριχτά βασανιστήρια: ψυχολογικά, σωματικά, σεξουαλικά. Από μεριάς μας κάνουμε τη διαπίστωση πως η Δύση εργαλειοποιεί συχνά τα ανθρώπινα δικαιώματα σε βάρος λαών και κυβερνήσεων που βάζει στο στόχαστρο. Δεν βλέπουμε όμως να κάνει το ίδιο για συμμάχους της, όπως η Τουρκία. Και όταν το κάνει, αυτό δεν αφορά ποτέ την καταπάτηση δικαιωμάτων των επαναστατών. Με αυτή τη σκέψη, ζητάμε από την Αϋτέν, αν της είναι εύκολο να αναφερθεί σε αυτές τις απάνθρωπες μεθόδους που χρησιμοποιεί το τουρκικό κράτος για την καταστολή των αγωνιστών, με τις πλάτες των δυτικών συμμάχων της. «Από τη στιγμή που με έπιασαν δεν δεχόμουν φαγητό και εκείνοι μου έκαναν βασανιστήριο με το νερό, με αποτέλεσμα να βγάλω πολλά εκζέματα από την ξηρασία. Μου έλεγαν ότι για να έκανε αυτή την επιχείρηση το κράτος μας, αυτό σημαίνει πως συμβαίνει κάτι πολύ σημαντικό, οπότε μην έχεις την εντύπωση ότι θα βγεις ζωντανή αν δεν μιλήσεις».
Η ίδια συνειδητοποίησε πως στο κολαστήριο αυτό βρίσκονταν αλλά 7 άτομα, τα οποία βίωναν επίσης βασανιστήρια. «Ξεκίνησαν τα συνεχόμενα ψυχολογικά βασανιστήρια, έρχονταν με ορό για να μου κάνουν αναγκαστική σίτιση, ενώ μου διατηρούσαν δεμένα τα μάτια και έρχονταν να κάνουν πάνω μου διάφορα», διηγείται. Όταν μετά από πολλές μέρες της άνοιξαν τα μάτια, συνειδητοποίησε πως το πολύ κελί ήταν πολύ μικρό, με ένα αντίστοιχου μεγέθους κλειστό μέρος για προαυλισμό, ενώ μέσα είχε μόνο μια κάμερα που την παρακολουθούσε επί 24 ώρες τη μέρα. «Ένα συνηθισμένο βασανιστήριο ήταν να μου εναλλάσσουν πολύ κρύο και πολύ ζεστό αέρα στο κελί, πολύ δυνατή ασταμάτητη μουσική και φώτα. Αυτό που είδα όταν μου άνοιξαν τα μάτια, είναι ότι οι βασανιστές φορούσαν όλοι κουκούλες fullface και μαύρα ρούχα. Συνήθως είχαν ένα ομοιόμορφο παρουσιαστικό, ενώ πολύ σπάνια φορούσαν πολιτικά ρούχα. Ήταν 10 άνδρες που άλλαζαν βάρδιες, οι 2 προσπαθούσαν να μου αποσπάσουν πληροφορίες, ενώ όλοι συμμετείχαν στους βασανισμούς», θυμάται. «Στα πλαίσια του βασανισμού ήταν, πως όταν πήγαινα τουαλέτα ή να κάνω μπάνιο, με κοιτούσαν από μια πολύ λεπτή κουρτίνα. Για το λόγο αυτό αρνούμουν να κάνω μπάνιο επί ένα μήνα, οπότε άρχισαν να με κάνουν αναγκαστικά».
Μετά άρχισαν τα σωματικά βασανιστήρια. «Με είχαν με δεμένα πίσω τα χέρια σε ένα δωμάτιο και μου έκαναν ηλεκτροσόκ. Μου δημιουργούσαν πληγές με μαστίγια και μετά μου πετούσαν ζαχαρόνερο και άλλες ουσίες στις πληγές. Σε όλη αυτή τη διαδικασία είχα χάσει πολλά κιλά από την απεργία πείνας και εκείνοι συνέχιζαν την αναγκαστική σίτιση, ώστε όποτε σηκώνομαι να συνεχίζουν τα βασανιστήρια». Η ίδια θυμάται πως συνεχώς κάποιος ερχόταν για να αποσπάσει πληροφορίες και αφού τις περιέθαλπαν τις πληγές, έρχονταν για νέα βασανιστήρια. Πριν ξεκινήσουν τα φυσικά βασανιστήρια, την ρωτούσαν αν θα μιλήσει και όταν εκείνη αρνούταν ξεκινούσε ο βασανισμός. «Με κρέμασαν με τις χειροπέδες, μου έβγαλαν τα ρούχα, ρωτώντας με συνεχώς αν θα μιλήσω. Ξεκινούσαν ηλεκτροσόκ σε όλα τα μέρη του σώματος με μία μανία στα δάκτυλα, καθώς έχουν διάφορα νεύρα που διαχέουν τον ηλεκτρισμό. Συνέχιζαν το ηλεκτροσόκ μέχρι να φτάσω στα πρόθυρα να λιποθυμήσω. Ήταν ένα πείραμα αντοχής, όταν έβλεπαν ότι δεν μπορώ να αναπνεύσω με άφηναν».
Η φωνή της Αϋτέν σπάει συχνά κατά την απαρίθμηση των μαρτυρίων της, αλλά η διήγησή της συνεχίζει πρόθυμα. «Μετά με έπαιρναν στο μπάνιο όπου μου πετούσαν κρύα νερά και προσπαθούσαν να μου βάλουν νερό από τη μύτη και το στόμα ταυτόχρονα. Αυτό γινόταν κάθε μέρα. Μετά με έκλειναν σε ένα μέρος σαν κοτέτσι που οριακά χωρούσα μέσα και με άφηναν εκεί για να δουν αν θα σπάσω. Με κρατούσαν όρθια για να μην μπορώ να κοιμηθώ. Εκτός του ηλεκτροσόκ είχαν άλλο ένα μηχάνημα, το οποίο έμπαινε στα νύχια μου και προωθούσαν ηλεκτρισμό μάλλον από απόσταση. Αυτό ήταν ακόμα πιο ισχυρό από το ηλεκτροσόκ, γιατί πήγαινε απευθείας στα νεύρα και άρα περνούσε ηλεκτρισμός από το κεφάλι μέχρι τα δάκτυλα. Τα νύχια μου είχαν μεγαλώσει πάρα πολύ και ξεκινούσαν να μου τα βγάζουν. Μου είπαν πως θα μου βγάλουν όλα τα νύχια και όλα τα δόντια. Εντέλει μου έβγαλαν 3 νύχια».
Στην συνέχεια ξεκίνησαν το βασανιστήριο με το γκλοπ. «Με ξεγύμνωναν τελείως, με χτυπούσαν με το γκλοπ και μου το έβαζαν παντού, βιάζοντας με ακόμα με αυτό. Αφού με χτυπούσαν με ένα παλαιάς εποχής μαστίγιο, μου έκαναν φάλαγγα, ενώ με έδεναν από τα πόδια ανάποδα και με άφηναν. Αυτά γίνονταν σε καθημερινή βαθμό, ώστε να με σπάσουν και να μιλήσω, ενώ εκνευρίζονταν πολύ που δεν συνεργαζόμουν. Όταν προσπαθούσα να αντισταθώ με τη φωνή μου με συνθήματα, μου έβαζαν το γκλοπ στο στόμα. Μέχρι σήμερα έχω πρόβλημα στα μάτια από τον φωτισμό πολλών βολτ. Τουλάχιστον 3 φορές τη μέρα άνοιγε το κελί και ο καθένας που είχε βάρδια με βασάνιζε».
Αγάπα το κελί σου
Η ίδια μας επαναφέρει στη μνήμη της πως κατάφερε να καταστήσει το κελί της βιώσιμο. «Όταν συνειδητοποίησα πως θα μείνω εκεί για καιρό άρχισα να φτιάχνω ένα πρόγραμμα στο μυαλό μου, ώστε να διατηρήσω κάποιες ανθρώπινες μνήμες. Μετέτρεψα το κελί μου σε ένα μέρος με πολύ κόσμο, αγαπημένους ανθρώπους, την αδερφή και τον αδερφό μου, τους συντρόφους και τις συντρόφισσές μου, για να κρατήσω τη μνήμη μου ζωντανή. Το πρόγραμμά μου ξεκινούσε με τραγούδια των GrupYorum, τα βιβλία που είχα διαβάσει και άλλες δραστηριότητες που έκανα στο παρελθόν και με κρατούσαν σε πολιτική εγρήγορση. Προσπάθησα να εφαρμόσω την πολιτική παιδεία που είχα σε σχέση με τη διαλεκτική και τον υλισμό και το πως η ορθή πολιτική σκέψη και η ιδεολογία μπορεί να σε βοηθήσει σε τέτοιες καταστάσεις. Έφτιαχνα παιχνίδια με το μυαλό μου, προσπαθούσα να θυμηθώ ονόματα βιβλίων, να παίρνω μια λέξη και να κάνω συνδυασμούς με τραγούδια, να έχω στο μυαλό μου ονόματα των μαρτύρων μας, ποιητών, συγγραφέων κα. Με αυτό το τρόπο έσπαγα την απομόνωση, ένιωθα ότι δεν είμαι μόνος μου και με αυτό το τρόπο ανέβαινε το ηθικό μου και αντλούσα αυτοπεποίθηση να συνεχίσω».
Θυμάται ότι μια μέρα της έφεραν έναν καθρέπτη και είδε τον εαυτό της μετά από πολλούς μήνες. «Είδα πως το κεφάλι μου ήταν πρησμένο από τα βασανιστήρια, ήμουν πολύ αδυνατισμένη από την απεργία πείνας και σε όλο μου το σώμα είχα μώλωπες και εγκαύματα. Όταν μου έφεραν το καθρέπτη μου είπαν να δω πως είμαι και με ρώτησαν αν θα μιλήσω. Εγώ αρνήθηκα και εκείνοι συνέχισαν τις επόμενες ημέρες το ίδιο τροπάριο, εστιάζοντας στη βίαιη σίτιση. Με ρωτούσαν συνέχεια αν είμαι καταβεβλημένη και εγώ έδειχνα πως δεν είμαι. Δεν ζήτησα ποτέ τίποτα. Ότι και να μου έδιναν δεν το έπαιρνα. Με ρωτούσαν αν είμαι κουρασμένη και εγώ απαντούσα αρνητικά. Κατάλαβα, ότι ήθελαν να με σπάσουν για να παρουσιάσω κάποια αδυναμία και χτυπήσουν περισσότερο». Η ίδια εξηγεί πως «δεν αποδέχτηκα ποτέ όλη αυτή την πίεση που μου ασκείτο και με το τρόπο μου έδειχνα πως παρότι το κελί μου είναι μικρό και βιώνω όλη αυτή τη συνθήκη, δεν θα σπάσω με τίποτα». Εξηγεί πως αυτά που βίωσε τα βλέπουμε συχνά στις αμερικανικές ταινίες, εν τέλει δεν απέχουν από την πραγματικότητα, ενώ μάλλον οι ταινίες αυτές γίνονται για να τα διαφημίζουν.
Οι τουρκικές αρχές καλύπτουν τα βασανιστήρια και συνεχίζουν να εκδικούνται την Αϋτέν
«Όταν είδαν ότι δεν έσπαγα, μου έβαζαν με το ζόρι κρέμες για να επουλωθούν οι πληγές και μια μέρα ήρθαν να μου κάνουν τη τελική συζήτηση. Καθ’ όλη αυτή διαδικασία σκεφτόμουν πως θέλουν να πάρω τα πάνω μου για να με ξαναβασανίσουν. Τελικά μου είπανε για τελευταία φορά αν έχω να πω κάτι και εγώ αρνήθηκα ξανά», θυμάται. «Μετά από αυτή τη συζήτηση μου έβαλαν πλαστικές χειροπέδες τάι ραπ, μου έδεσαν τα μάτια και με έβαλαν σε ένα αμάξι. Μου έβαλαν ακουστικά στα αυτιά για να ακούω ήχο μηχανής και μετά από 1,5 ώρα περίπου φτάσαμε κάπου, όπου με πέταξαν στο δρόμο και δεν τους ξαναείδα ποτέ. Μετά από πολύ λίγο ήρθε η πολιτική αστυνομία της Άγκυρας, η οποία με συνέλαβε με τη λογική πως με βρήκε εκεί και με κράτησαν 3 μέρες στην αστυνομική διεύθυνση της Άγκυρας. Καθώς στεκόμουν με το ζόρι όρθια, προσπαθούσα να εξηγήσω τα βασανιστήρια που βίωσα με τον εισαγγελέα να αποφαίνεται πως δεν είναι δικό του θέμα να εξετάσει αυτό, αλλά τα αδικήματα που υποτίθεται είχα διαπράξει εγώ. Ούτε καν κοίταξαν τα σημάδια από τα βασανιστήρια».
Μας εξηγεί ότι στη δίωξή της δεν αναφερόταν τίποτε άλλο, παρά το ότι διάφορες οργανώσεις έδειξαν αλληλεγγύη και την έψαχναν κατά την εξαφάνισή της. «Όταν οδηγήθηκα στη φυλακή, οι συγκρατούμενές μου μέτρησαν 889 μώλωπες και τραυματισμούς στο σώμα μου. Όταν με απήγαγαν ήμουν 65 κιλά και όταν έφτασα στην φυλακή ήμουν 40 και μετά βίας περπατούσα. Σωματικά και από θέμα υγείας ήμουν σε άθλια κατάσταση. Της ζητήσαμε να αναφερθεί στο τι είναι αυτό που σύμφωνα με τις τουρκικές αρχές δικαιολογεί την κόλαση που έζησε «Παλιότερα είχα μια υπόθεση στην Κωνσταντινούπουλη, για την οποία όταν πήγα στο δικαστήριο, ενώ ήμουν φυλακισμένη, αφέθηκα ελεύθερη. Αργότερα άνοιξαν την υπόθεση στην Άγκυρα και συνένωσαν τις δύο υποθέσεις, με αποτέλεσμα να έχω συνεχόμενα δικαστήρια στα οποία δυσκολευόμουν και να πάω καθώς υπέφερα από τους πόνους. Τελικά, αφού κρατήθηκα 3,5 χρόνια στη φυλακή για μια εντελώς άδικη υπόθεση, με απελευθέρωσαν με κατ’ οίκον περιορισμό.
Ωστόσο οι τουρκικές αρχές συνεχίζουν να στοχοποιούν πολιτικά την Αϋτέν. «Πριν μερικές μέρες μπήκαν κουκουλοφόροι της αντιτρομοκρατικής με όπλα στο σπίτι που μένω, για να κάνουν έρευνα με ψευδείς εικασίες, διαρρέοντας ακόμα ψέματα πως με συνέλαβαν. Πρόκειται για κρατική τρομοκρατία, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα που αγωνίζομαι να αρθεί ο κατ’ οίκον περιορισμός μου». Η έφοδος πραγματοποιήθηκε, ενώ οι σύντροφοι της Αϋτέν σε όλο το κόσμο έχουν οργανώσει καμπάνια ενημέρωσης για το μαρτύριό της.
Η αλληλεγγύη έσπασε το καθεστώς ομηρίας
Η Αϋτέν καταλήγει πως αυτό που την απελευθέρωσε από την 6μηνη ομηρία και τα βασανιστήρια ήταν η αλληλεγγύη από τους συντρόφους και τις συντρόφισσες της και η λαϊκή κινητοποίηση. «Το ίδιο θα συμβεί με τον κατ’ οίκον περιορισμό που αποτελεί συνέχεια των βασανιστηρίων μου» προειδοποίησε, σημειώνοντας πως θα συνεχίσει να αγωνίζεται. «Σε πολλά μέρη του κόσμου στέκονται άνθρωποι στο πλευρό μου και συνεχίζουν τις κινητοποιήσεις. Αυτό μπορεί να φτάσει στα αυτιά του υπουργείου Δικαιοσύνης. Έχει ξεκινήσει μια καμπάνια υπογραφών για την αποφυλάκισή μου από τον κατ’οίκον περιορισμό, μεταφρασμένη σε πολλές γλώσσες. Ωστόσο μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να εισακουγόμαστε».
Με τη σειρά μας ευχαριστούμε την Αϋτέν που μας μίλησε, ευχόμενοι η αλληλεγγύη να σπάσει ξανά τα τείχη του εγκλεισμού της, ώστε όπως η ίδια κατέληξε «Η φωνή αυτή θα φτάσει παντού και θα αποκαλύψει τις μεθόδους των βασανιστηρίων που χρησιμοποιούν».