Πηγή: Διαδικτυακή έκδοση Alternatives Économiques
Μεταφράζει και επιμελείται η Αντωνία Πάνου
Ο Μουσολίνι «έκανε πολλά καλά πράγματα», δήλωσε ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Πιο πρόσφατα, ο αρχηγός της Λέγκας του Βορρά, Ματέο Σαλβίνι, υιοθέτησε τις διατυπώσεις και εν πολλοίς τη στάση του Ντούτσε.
Και οι δύο έχουν δεσμούς με το νεοφασιστικό κόμμα Οι Αδελφοί της Ιταλίας (Fratelli d’Italia), της Τζόρτζια Μελόνι και βρίσκονται στο επίκεντρο των εκλογών που διεξάγονται σήμερα, 25 Σεπτεμβρίου 2022. Πρόκειται για μια εξαιρετικά δεξιά πολιτική συμμαχία, που βρίθει νοσταλγών του Μουσολίνι, αποδίδοντας του μια εξαιρετικά κολακευτική εικόνα τόσο στον οικονομικό όσο και στον κοινωνικό τομέα, ακριβώς έναν αιώνα μετά την, εκ μέρους του, κατάκτηση της χώρας.
Τα πρώτα φιλελεύθερα βήματα
Ο Μπενίτο Μουσολίνι κατέλαβε την εξουσία στις 30 Οκτωβρίου 1922 μετά τη διοργάνωση, με τους μελανοχίτωνες του, της «πορείας προς τη Ρώμη». Τότε ήταν επικεφαλής του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος (PNF), το οποίο ίδρυσε τον Νοέμβριο του 1921 για να βάλει τάξη στο εθνικολαϊκιστικό κράμα των Faisceaux[i] (Ιταλικών Δεσμών Μάχης). Στις ένοπλες δηλ. συμμορίες που εξαπέλυαν επιθέσεις στους εργάτες και τα μέλη των αγροτικών οργανώσεων με στόχο να τις εξωραΐσει και έτσι να αποκτήσει το κόμμα του ένα ελαφρώς πιο εμφανίσιμο πρόσωπο απέναντι στους ψηφοφόρους. Ένα κόμμα που το όριζε ως εξής: «Εμείς, οι φιλελεύθεροι στα οικονομικά, δεν θα είμαστε φιλελεύθεροι στην πολιτική». Θα τηρήσει την υπόσχεσή του, καταλύοντας όλες τις δημοκρατικές ελευθερίες.
Και από την οικονομική πλευρά; Εγγράφεται αρχικά στην φιλελεύθερη πτέρυγα, ως να ευχαριστεί την μεγάλη εργοδοσία και την οργάνωσή της, την Κονφιντούστρια, που τον υποστήριξαν και τον χρηματοδότησαν για να συντρίψει την ιταλική αριστερά.
Επιδιώκει επίσης να δοθούν εγγυήσεις σε ιταλικούς και ξένους οικονομικούς κύκλους, για να τους αποδείξει ότι οι φασίστες, σε αντίθεση με την προηγούμενη αντικαπιταλιστική φρασεολογία τους, θέλουν να απελευθερώσουν την ιδιωτική επιχείρηση από κάθε κρατική εξάρτηση.
Τυχόν υπολείμματα οικονομικού ελέγχου από την εποχή του πολέμου εξαρθρώνονται.
Μεταξύ 1922 και 1925, πήρε μια σειρά φορολογικών μέτρων που αποσκοπούσαν τυπικά στην ενίσχυση των επενδύσεων. στην πραγματικότητα όμως ευνοούσαν τις εταιρείες και τις μεγάλες περιουσίες: καταργήθηκε το σύνολο σχεδόν του φόρου επί των πολεμικών κερδών, τoυ πρόσθετου φόρου στα μεγάλα εισοδήματα, του φόρου στις κληρονομιές, απαλλάχθηκαν από τον φόρο τα κτίρια.
Αυτές οι φοροαπαλλαγές στους πλούσιους συνεπάγονταν μείωση των δημοσίων δαπανών. Ο ιστορικός Ρόλφ Πέτρι επισημαίνει ότι ο υπουργός Οικονομικών, Αλμπέρτο ντε Στέφανι, ένας βαμμένος φασίστας και φιλελεύθερος, «διόρθωσε τους λογαριασμούς της ταχυδρομικής και σιδηροδρομικής διοίκησης αυξάνοντας τα τιμολόγιά και μειώνοντας το εργατικό δυναμικό. Επιπλέον, το 1923 καταργήθηκαν 65.000 θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα».
Μειώνονται επίσης οι στρατιωτικές δαπάνες καθώς και οι κοινωνικές δαπάνες. Καταργείται η επιδότηση για τη μείωση της τιμής του ψωμιού. Έτσι το 1925, ο προϋπολογισμός ήταν ισοσκελισμένος για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο.
Αλλά το ισοζύγιο εξωτερικού εμπορίου ήταν διαρθρωτικά ελλειμματικό. Κακές σοδειές το 1922 και το 1924 εξανάγκασαν την κυβέρνηση να εισάγει μεγάλες ποσότητες σιταριού που πληρώνονταν σε χρυσό και σκληρό νόμισμα. Αυτό αποδυνάμωσε την ιταλική λίρα και έκανε όλες τις εισαγωγές πιο ακριβές, με απόρροια να αυξηθούν οι τιμές.
Η «μάχη της ιταλικής λίρας»
Αυτή η κατάσταση οδηγεί τον Ντούτσε να θεωρήσει τη «μάχη της ιταλικής λίρας» θέμα προτεραιότητας, ζήτημα γοήτρου: σε ένα ισχυρό έθνος, ένα ισχυρό νόμισμα! Στις αρχές του 1926, η κυβέρνηση ξεκίνησε την ισοτιμία 90, με στόχο να σταθεροποιήσει τη λίρα με το επιτόκιο που όρισε ο ίδιος ο Μουσολίνι στις 90 λίρες για μια λίρα στερλίνα[ii], που στη συνέχεια ανταλλασσόταν με 155. Αυτό επέβαλε μια αυστηρή αποπληθωριστική πολιτική, μείωση της συναλλαγματικής κυκλοφορίας και της εγχώριας κατανάλωσης.
Η κυβέρνηση λαμβάνει ανομοιογενή μέτρα: αποσύρει από την κυκλοφορία τα χαρτονομίσματα των 5, 10 και 25 λιρών που τα αντικαθιστά με κέρματα, στην περίπτωση που τα ζητήσουν οι κάτοχοι, κάτι που ισχύει μόνο εν μέρει. Σε αυτό προστίθενται και διάφορα αυταρχικά μέτρα: ο περιορισμός των εισαγωγών σιτηρών και η υποχρέωση παραγωγής ενός μόνο τύπου ψωμιού με περιεκτικότητα σε σιτάρι 85% το πολύ, η υποχρέωση της χαλυβουργίας να χρησιμοποιεί μόνο εθνικά μεταλλεύματα, η μείωση του αριθμού σελίδων των εφημερίδων για εξοικονόμηση κυτταρίνης, κατάργηση 95 νομαρχιακών υποκαταστημάτων κ.λπ.
Το Κράτος στήριξε τη μείωση των μισθών κατά 10% στην κλωστοϋφαντουργία ενώ μείωσε αντίστοιχα και αυτούς των δημοσίων υπαλλήλων. Στα τέλη Ιουλίου 1927, η ιταλική λίρα σταθεροποιήθηκε στις 92,46 για μία λίρα στερλίνα. Ο Μουσολίνι το διακήρυσσε με περηφάνια.
Ωστόσο, δεν μπορούσε να καυχιέται για το οικονομικό και κοινωνικό αποτέλεσμα:
Τη μείωση των εξαγωγών που πρόσβαλε η υπερβολικά υψηλή ιταλική λίρα,
Τη μείωση της παραγωγής,
Την αύξηση της ανεργίας, η οποία σε ένα χρόνο από 181.000, έφτασε 414.000 άτομα.
Αυτή η μάχη για μια ισχυρή λίρα προϋποθέτει πάντα τη διατήρηση καλών αποθεμάτων σε χρυσό ή σε ξένα νομίσματα (εν προκειμένω λίρες στερλίνες ή δολάρια) και μείωση των εκροών για τη στήριξη του νομίσματος. Εξ ου και περιορίστηκαν οι αγορές από το εξωτερικό και προέκυψε η ανάγκη παραγωγής ιταλικών προϊόντων. Αυτό απαιτούσε σημαντικές δημόσιες επενδύσεις που χρηματοδοτούνταν από φόρους. Η τάση προς μια αυταρχική πολιτική έχει αρχίσει.
Η μετάβαση στην αυταρχική διακυβέρνηση
Ο τομέας των τροφίμων είναι το πρώτο μεγάλο έργο. Η «μάχη του σιταριού», που ξεκίνησε το 1925, διευρύνθηκε στη συνέχεια μέσω της προπαγάνδας και της οργάνωσης για την εκπαίδευση των αγροτών. Ο Μουσολίνι φωτογραφίζεται και κινηματογραφείται χωρίς πουκάμισο, στη συγκομιδή. Η μάχη κερδήθηκε το 1931, όταν οι ανάγκες της χώρας καλύφθηκαν κατά 100%. Όμως η τιμή του ιταλικού σιταριού είναι υψηλότερη από τις παγκόσμιες τιμές, γεγονός που αυξάνει την τιμή του ψωμιού.
Ταυτόχρονα, το καθεστώς ξεκίνησε τη «μάχη για το νερό», για να αποστραγγίσει και να κάνει καλλιεργήσιμες μεγάλες ελώδεις εκτάσεις και να εγκαταστήσει εκεί αποίκους από την πιο φτωχή ύπαιθρο. Το αποτέλεσμα ήταν πολύ «υποδεέστερο των ελπίδων που γεννούσε η προπαγανδιστική δραστηριότητα και που κατέληξε να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα της οικονομικής προσπάθειας που αντιστοιχούσε», γράφει ο ιστορικός Ρέντζο ντε Φελίτσε.
Τέλος υπήρξε η «μάχη για τα δημόσια έργα». Επρόκειτο για την καταπολέμηση της αυξανόμενης ανεργίας αλλά και για μια επιχείρηση γοήτρου του καθεστώτος:
έναρξη της ηλεκτροδότησης του σιδηροδρομικού δικτύου, κατασκευή νέων σηράγγων, επέκταση οδικού δικτύου και, κυρίως, μεγάλων αυτοκινητοδρόμων, αυτοκινητοδρόμων με διόδια, των πρώτων στην Ευρώπη, γύρω από το Μιλάνο παρόλο που, το 1926, η χώρα είχε λιγότερα από 200.000 αυτοκίνητα.
Επιχειρήσεις γοήτρου και πάλι με μεγάλες εργασίες αποκατάστασης (Κολοσσαίο, φόρουμ του Τραϊανού) και πολεοδομικό σχεδιασμό στη Ρώμη, για να υπενθυμίζει στον κόσμο το μεγαλείο της Ρώμης και της Ιταλίας.
Η τάση που οδήγησε στην αυταρχική διακυβέρνηση, στα μέσα της δεκαετίας του 1930, ενισχύθηκε από την παγκόσμια οικονομική κρίση και τη σοβαρή συρρίκνωση του διεθνούς εμπορίου.
Το κράτος προσπάθησε να περιορίσει τις στρεβλωτικές επιπτώσεις επενεργώντας στις δομές:
Στη δημιουργία του Ινστιτούτου Βιομηχανικής Ανασυγκρότησης (IRI) το 1933, στη συγκέντρωση των εταιρειών και στήριξη των προβληματικών, χάρη στα έσοδα που παρέχονταν από τις αυξήσεις φόρων και τον δανεισμό από τον πληθυσμό.
Όμως η εθνική παραγωγή δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού, όπως και η αδυναμία των εισαγωγών που περιορίζονταν από τους τελωνειακούς δασμούς και το πολύ υψηλό επιτόκιο της ιταλικής λίρας. Μετά τον πόλεμο της Αιθιοπίας, οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν από την Κοινωνία των Εθνών (πρόδρομος του ΟΗΕ) διόγκωσαν τις ελλείψεις και βάθυναν ακόμη περισσότερο τη λιτότητα, ενώ ένα αυξανόμενο μερίδιο των – πενιχρών – πόρων εκτρέπονταν προς όφελος της πολεμικής βιομηχανίας.
Συνολικά, όταν η Ιταλία μπήκε στον πόλεμο, το κράτος ήταν χρεωμένο, το βιοτικό επίπεδο των εργατών και των αγροτών είχε πέσει, η ανεργία είχε αυξηθεί περαιτέρω, οι αγροτικές δομές του Νότου δεν είχαν εκσυγχρονιστεί και η βιομηχανία ήταν συγκεντρωμένη γύρω από λίγους μεγάλους ομίλους που ελέγχονταν από το κράτος. Το μεταπολεμικό ιταλικό «θαύμα», που χαρακτηρίζεται από τον δυναμισμό ενός νέου βιομηχανικού ιστού, οφείλει ελάχιστα στην κληρονομιά του φασισμού.
* Ο Gérard Vindt, διδάκτoρaς ιστορίας και ειδικός στην οικονομική και κοινωνική ιστορία, είναι υπεύθυνος για την ενότητα «Ιστορία» του περιοδικού Alternatives Économiques
[i] Οι ιταλικές δέσμες μάχης ήταν παραστρατιωτικές ομάδες. Δημιουργήθηκαν στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μουσολίνι και δεν δίστασαν να προβούν σε βίαιες ενέργειες εναντίον συνδικαλιστών, κομμουνιστών και σοσιαλιστών.
[ii] Η λίρα στερλίνα και το δολάριο μοιράζονταν, κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, το αποθεματικό νόμισμα.