21.1 C
Athens
Σάββατο, 21 Σεπτεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Η νέα μεταπανδημική μεταναστευτική πολιτική και οι προκλήσεις για τον κόσμο της εργασίας, του Απόστολου Καψάλη


Το παρόν αποτελεί απόσπασμα προδημοσίευσης από το βιβλίο Μετανάστες Εργάτες Γης, (υπό έκδοση Μάρτιος 2023) εκδόσεις Άπαρσις.

 

Στην Ελλάδα των επάλληλων κρίσεων, ή μάλλον της μόνιμα κρισιακής συγκυρίας, οι εκπλήξεις στα πεδία τόσο της μετανάστευσης όσο και της εργασίας δεν σταματούν στιγμή. Στο περιβάλλον ωστόσο της πανδημίας αναδεικνύονται νέες, πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές. Οι περισσότερες μεταναστευτικού περιεχομένου κρατικές παρεμβάσεις την τριετία 2020-2022 αφορούν κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στους εργάτες γης. Παράλληλα, υπό το πρόσχημα της αντιμετώπισης των προκλήσεων που γεννά σε εθνικό επίπεδο η σημαντική έλλειψη γεωργικών μισθωτών, η τάση απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων διεισδύει με γοργούς ρυθμούς και σε άλλους, πιο προστατευμένους, κλάδους απασχόλησης.

Στις αρχές του 2023, σε συνθήκες προεκλογικής περιόδου, ο γρίφος μοιάζει δυσεπίλυτος μέσα σε ένα δυσμενέστατο δημογραφικό περιβάλλον, όπως επικυρώνεται και από τα πορίσματα της πρόσφατης απογραφής 2021-2022. Από τη μια, οι εκτιμήσεις για εκτόξευση των ελλείψεων σε εργατικά χέρια κατά την επερχόμενη θερινή περίοδο αφορούν πλέον σε εκατοντάδες χιλιάδες κενές θέσεις εργασίας αθροιστικά στον πρωτογενή τομέα, στις κατασκευές, στον τουρισμό, στον επισιτισμό και στη μεταποίηση. Ταυτόχρονα, η ανεργία, ιδίως στις τάξεις των νέων ηλικιών, διατηρείται «παραδόξως» πολύ υψηλή, όπως όμως και η τάση εγκατάλειψης της χώρας από γηγενείς και αλλοδαπούς με σκοπό την αναζήτηση αξιοπρεπών όρων απασχόλησης στο εξωτερικό.

Από την άλλη, δημιουργείται η ανάγκη να δοθεί μια πειστική εικόνα ότι τάχα λαμβάνεται η κατάλληλη μέριμνα για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων, με τρόπο όμως που δεν συνεπάγεται την έκπτωση από τις νεοφιλελεύθερης αντίληψης προτεραιότητες της υποβάθμισης των όρων και των συνθηκών εργασίας. Ούτε όμως και υπαναχώρηση από τις ασφαλειοκεντρικού περιεχομένου δεσμεύσεις περί μηδενικής ανοχής απέναντι στις παράτυπες μεταναστεύσεις, άρα και από τις υποσχέσεις στο ακροδεξιό ακροατήριο περί πάση θυσία διαφύλαξης της καθαρότητας του έθνους.

Η πανδημική κρίση επιτάσσει άμεσες διορθωτικές κινήσεις, αλλά συνάμα αποτελεί μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για τη δικαιολόγηση του «έξω από δω», δηλαδή της νομιμοποίησης της μετανάστευσης με όρους πολιτικούς, ιδεολογικούς και κατ’ επέκταση νομικούς. Η μαζική εργασία αλλοδαπών πολιτών είναι σήμερα μια πανθομολογούμενη αδήριτη αναγκαιότητα, η μετανάστευση δεν είναι πλέον πρόβλημα αλλά μέρος της λύσης, ενώ το κράτος δεν καλείται απλά να τακτοποιεί τη διαμονή στη χώρα, αλλά και να οργανώνει νέες διεθνικές μετακινήσεις από κοντινές και μακρινές χώρες καταγωγής.  Η «νέα εθνική μεταναστευτική πολιτική», όπως εγκαινιάζεται κατά την πρόσφατη τριετία, εδράζεται σε τρεις πυλώνες και μετουσιώνεται σε ένα διπολικό μεθοδολογικό εργαλείο.

Ο πρώτος πυλώνας αφορά στη διοικητική υπερ-απλούστευση της κινητικότητας και της απασχόλησης μεταναστών εργατών στον αγροτικό, κατ’ αρχάς, τομέα μέσα από ευφάνταστες και δήθεν κατ’ εξαίρεση ή έκτακτες ρυθμίσεις που καλύπτουν τόσο τους ήδη και επί μακρόν (και ενίοτε παράτυπα) διαμένοντες στη χώρα όσο και τους διασυνοριακά μετακινούμενους, κυρίως από τη γειτονική Αλβανία. Ο δεύτερος πυλώνας εστιάζει στον εκσυγχρονισμό -αλλά στην πράξη στον ετεροχρονισμένο εναρμονισμό με το ευρωπαϊκό πλαίσιο- της εποχικής μετάκλησης πολιτών τρίτων χωρών. Στην κατεύθυνση αυτή πραγματοποιούνται εσπευσμένα ταξίδια στο εξωτερικό και συνάπτονται διμερείς συμβάσεις νόμιμης μετανάστευσης, όχι μόνον για εργάτες γης, εν πρώτοις από το Μπαγκλαντές και την Αίγυπτο. Και έπεται η συνέχεια.

Ο τρίτος πυλώνας, θεμελιωδέστερος των άλλων δύο, είναι η αναζήτηση της απαιτούμενης δικαιολογητικής αφήγησης και της νομιμοποιητικής πολιτικά βάσης για όλα αυτά. Τα πυκνά κατά παραγγελία δημοσιεύματα στον αστικό τύπο, πλάι στις διεκδικήσεις και στις σπαρακτικές εκκλήσεις των εργοδοτικών ενώσεων, βρίθουν ανεδαφικών (απατηλών δηλαδή) υποσχέσεων περί την επικείμενη «εισαγωγή» εκατοντάδων χιλιάδων gastarbeiter. «Σχέδιο για 144.000 εργατικά χέρια. Δίνεται λύση στο επιδεινούμενο πρόβλημα εποχικών εργατών στη χώρα» γράφει ο τίτλος της εφημερίδας Παραπολιτικά (13/02/2023). Και συνεχίζει το κείμενο: «Τα σύνορα ακόµα και σε 144.000 αλλοδαπούς εργάτες για να καλύψουν τις ανάγκες της αγροτικής παραγωγής -και όχι µόνο- ετοιμάζεται να ανοίξει µε προσεκτικά βήματα η κυβέρνηση, µέσω της αναμόρφωσης του Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης δίνοντας έτσι µια άμεση λύση στο χρονίζον και διαρκώς επιδεινούμενο και στις κατασκευές πρόβλημα της έλλειψης νόμιμων εποχικών εργατών».

Αυτές οι υποσχέσεις, επιπρόσθετα, λειτουργούν και σαν έμμεση απειλή προς τους (ημεδαπούς) νέους που αρνούνται να δουλέψουν με εξευτελιστικούς όρους στα νησιά και στα χωράφια και γυρεύουν την αξιοποίηση των γνώσεων και των δεξιοτήτων τους σε άλλες χώρες. Προκειμένου δε να αποσπαστεί η συναίνεση της εργατικής πλευράς για την επέκταση της λογικής των «μεταναστών εργατών μιας χρήσης» και στον τουρισμό, εγκαταλείπεται προσωρινά η πάγια εμμονή στην αυταρχική διακυβέρνηση δίχως κοινωνικό διάλογο και συλλογικές συμβάσεις και συγκαλείται μετά από πολλά χρόνια μονοθεματικό Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας.  

Διαμορφώνεται έτσι με διαύγεια ένα δίπολο απορρύθμισης και συγκάλυψης, όχι απαραίτητα σε μια λογική «κερδίζοντας χρόνο» για να ξεπεραστεί ο σκόπελος των εκλογών, αλλά ίσως και ως βάση χάραξης πολιτικών για τη μετανάστευση με βραχυμεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Ο πρώτος πόλος, μια συνταγή από τα παλιά, αφορά στην υποβάθμιση των κοινωνικών δικαιωμάτων, στη συρρίκνωση της εργατικής προστασίας, στη μείωση του άμεσου και του έμμεσου εργασιακού κόστους και στην ένταση του βαθμού της υπερ-εξάρτησης από το διευθυντικό δικαίωμα. Τούτη τη φορά εντούτοις, η περαιτέρω απορρύθμιση της εργασίας στη γεωργία θα λειτουργήσει μάλλον ως παράγοντας απώθησης εργαζομένων παρά ως μοχλός ανάπτυξης των επιχειρήσεων.

Ο δεύτερος πόλος, μια αναγκαιότητα της σημερινής εποχής, αφορά στη συγκάλυψη της έργω ομολογίας ότι τα κράτη στο πεδίο της μετανάστευσης επιλέγουν να λένε ενσυνείδητα ψέματα, για λόγους επιβεβαίωσης μιας αίσθησης διατήρησης της εθνικής τους κυριαρχίας, σε μια συγκυρία ωστόσο ραγδαίας συρρίκνωσής της, όπως συμβαίνει ιδίως στα (μετα) μνημονιακά καθεστώτα χρέους. Δύο παραδείγματα άκρως χαρακτηριστικά.

Πρώτο παράδειγμα, κόντρα στο γράμμα της σχετικής με την εποχική μετανάστευση κοινοτικής νομοθεσίας που την απαγορεύει ρητά, η τακτοποίηση του καθεστώτος 15.000 παράτυπα διαμενόντων πολιτών Μπαγκλαντές, μέσα από την κατά πλάσμα δικαίου αντιμετώπισή τους ως «νεοεισερχόμενους», δεν είναι παρά ένα μέσης κλίμακας πρόγραμμα μαζικής νομιμοποίησης με εθνικό πρόσημο. Όχι με κλαδικό ή επαγγελματικό χαρακτήρα, σαν αυτό που έχουν αντίστοιχες κυβερνητικές πρωτοβουλίες σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά με μόνο κριτήριο την ιθαγένεια και χωρίς ίχνος κλαδικών περιορισμών. 

Παραλίγο να γίνει πιστευτό ότι μαζικές νομιμοποιήσεις δεν «επιτρέπονται» γιατί τάχα απαγορεύονται από την (ανύπαρκτη) κοινή ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική και δη ρητά από το οικείο «Σύμφωνο» του 2008, το οποίο όμως νομικά δεν έχει καμία απολύτως δεσμευτική ισχύ. Άλλη μια «κρυφή» νομιμοποίηση στην Ελλάδα μετά από εκείνη -αντίστοιχης αν όχι μεγαλύτερης εμβέλειας- του 2014 επ’ αφορμή της υιοθέτησης του «Κώδικα» μετανάστευσης (Νόμος 4251/2014). Τί σύμπτωση! Πάλι προεκλογικά μια δεξιά κυβέρνηση ετοιμάζεται να εισαγάγει σήμερα στις αρχές του 2023 τον νέο «Κώδικα» μετανάστευσης, όχι μόνο για να πείσει την εργοδοσία ότι μεριμνά για την εξεύρεση εργατικών χεριών, αλλά και για να καμουφλάρει ενδεχομένως νέες γενναιόδωρες ρυθμίσεις, απ’ αυτές που ορκίζεται ότι δεν πρόκειται ποτέ να υιοθετήσει. 

Δεύτερο παράδειγμα, η «κατά παρέκκλιση» διαδικασία που εισάγεται με το πρόσχημα της πανδημίας, στο πλαίσιο της οποίας γίνεται ανεκτή η διαμονή και η εργασία Αλβανών πολιτών αποκλειστικά (για την ώρα) στον αγροτικό τομέα, στην πράξη για σχεδόν όλη τη διάρκεια του έτους και με δυνατότητα συχνών επιστροφών στη χώρα προέλευσης. Μια λανθάνουσα περίπτωση διασυνοριακής -μάλλον κυκλικής παρά εποχικής- εργασίας από την Αλβανία, με την οποία θα μπορούσε, δηλαδή θα έπρεπε, να συναφθεί ειδική διμερής συμφωνία με σκοπό τη νομιμότητα στην απασχόληση και την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων των εργατών γης.

Τη στιγμή μάλιστα που, ενώ νομικά η εφαρμογή αυτής της διαδικασίας είναι μάλλον ανυπόστατη, τα διαθέσιμα διοικητικά ίχνη με βάση τις εργοδοτικές ηλεκτρονικές αιτήσεις υπαγωγής πιστοποιούν τη σημαντική μαζικότητα του προγράμματος. Με ετήσιους όγκους από την Αλβανία (τουλάχιστον 33.000 και 19.000 τα έτη 2020 και 2021 αντίστοιχα) υπερ-πολλαπλάσιους ήδη των δυνητικά στο μέλλον επιτρεπτών εισόδων από το Μπαγκλαντές (έως 4.000, αλλά από τον Ιούλιο του 2023) ή την Αίγυπτο (έως 5.000, αλλά με άγνωστη την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής). Από τη μια διμερείς συμβάσεις εποχικής εργασίας με χώρες μακρινές και με την ελπίδα να καμφθούν τεράστιες αποστάσεις, χρόνοι και κόστη μετακίνησης και από την άλλη άτυπα, αν και θεσμικά, καθεστώτα τακτικής διασυνοριακής κινητικότητας για ήδη υλοποιούμενες κυκλικές μετακινήσεις από τη γειτονιά μας. Αστείρευτα τα παράδοξα στις μεταναστευτικές σπουδές. Όχι όμως δυσερμήνευτα.

Δεν είναι εύκολο να πειστεί η ριζοσπαστική δεξιά, εντός και εκτός κυβερνώντος κόμματος, για την αναγκαιότητα «εισαγωγής» δεκάδων χιλιάδων μουσουλμάνων εργαζομένων, όσο κι αν τονίζονται οι δραματικές εκκλήσεις των εργοδοτών, ο αποκλεισμός από το δικαίωμα της οικογενειακής επανένωσης ή η ανακυκλώσιμη προοπτική της μετάκλησης με μειωμένη κοινωνική προστασία και με ημερομηνία λήξης. Όταν οι πάντες γνωρίζουν ότι στο «μεταναστευτικό» η εφαρμογή του Νόμου γίνεται και προαιρετικά και à la carte. Και ιδίως όταν η πρόσφατη ιστορία έχει αποδείξει ότι όλες οι προσωρινές ή βραχύβιες μετακινήσεις τις περισσότερες φορές αποκτούν μόνιμα χαρακτηριστικά προϊόντος του χρόνου στις χώρες υποδοχής.

Ενόσω η δεξιά και το κεφάλαιο επιλέγουν ή έστω αναγκάζονται ν’ ανοίγουν τα σύνορα, η πλευρά της αριστεράς και των κινημάτων, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, κρατά για την ώρα κλειστά τα χαρτιά της, αντιμετωπίζοντας με αμηχανία τη νέα πραγματικότητα. Η θεσμοθετημένη -αλλά ακανθώδης πλέον- διαβούλευση, από την οποία έχουν από χρόνια αποκλειστεί τα συνδικάτα, για τον καθορισμό του όγκου των υπό πλήρωση κενών θέσεων εργασίας με μετακλήσεις εργατών από το εξωτερικό για τη διετία 2023-2024, μεταφέρεται μάλλον για μετά τις εκλογές, εφόσον η ισχύς της τελευταίας ΚΥΑ για τη διετία 2021-2022 παρατείνεται κατ’ αρχάς έως τις 31 Μαρτίου 2023.

Τα συνδικάτα φαίνεται ότι απέφυγαν την πρώτη απόπειρα παγίδευσης τους με σκοπό τη συνενοχή στο «έγκλημα» κατά την πρόσφατη ειδική συνεδρίαση του ΑΣΕ «με σκοπό την ενημέρωση και διαβούλευση για τη διαδικασία μετάκλησης εργαζομένων από τρίτες χώρες» στον κλάδο του τουρισμού. Δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο ότι σε άρδην μεταβαλλόμενες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα εν συνόλω θα καταφέρει να παραμείνει για καιρό πιστό στις διαχρονικά διεθνιστικές του αξίες.

Αντίστοιχα, πολύ λίγες είναι οι φωνές που στον καταιγισμό δημοσιευμάτων και κοινοβουλευτικών ερωτήσεων βρίσκουν το θάρρος να ψελλίσουν ότι, εκτός από τους αλγόριθμους υπολογισμού των κενών θέσεων εργασίας (Μονάδες Ανθρώπινης Εργασίας) και από την προτεραιοποίηση της διοικητικής διευκόλυνσης της διεθνικής κινητικότητας, υπάρχει και το ζήτημα των ήδη υποβαθμισμένων εργασιακών δικαιωμάτων των εργατών γης. Στη τελευταία ερώτηση 40 βουλευτών/τριών της αξιωματικής αντιπολίτευσης (8/2/2023) με θέμα «Παραμένει το πρόβλημα της έλλειψης εργατών γης», εκτός από λάθη και ανακρίβειες, δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στο ζήτημα της νόμιμης διαμονής και της αξιοπρεπούς απασχόλησης σε μια χώρα καταδικασμένη για καταναγκαστική εργασία σε βάρος των μεταναστών εργατών γης. Σημεία των καιρών.

Και οι μετανάστες εργάτες γης; Οι άτυχοι της υπόθεσης πορεύονται όπως ξέρουν και μπορούν. Οι «τυχεροί», αλλά πλέον αδικημένοι όλα αυτά τα χρόνια, έχουν παιδιά και συζύγους να αγκαλιάσουν, γονείς να κλάψουν στα μνήματα πίσω στο Μπαγκλαντές. Όπως γράφουν οι ίδιοι στις σελίδες κοινωνικής τους δικτύωσης «κάλλιο ένα κουτσό βόδι παρά καθόλου βόδι» και άλλες λαϊκές παροιμίες που συνοψίζονται στο επιμύθιο «έχει ο Αλλάχ». Και σπεύδουν εκόντες άκοντες να καταγραφούν στη σχετική λίστα της Πρεσβείας τους για να πάρουν μέρος στη διαδικασία επισφαλούς νομιμοποίησης του καθεστώτος διαμονής τους που θα τους επιτρέψει/ υποχρεώσει σε επιστροφή στο τέλος του 9μήνου στη πατρίδα, ώστε να αποκτήσουν το δικαίωμα επανεισόδου στη χώρα μετά από τρεις ολόκληρους μήνες. Τί ακριβώς θα κάνουν άραγε στη χώρα από την οποία μετανάστευσαν για να βρουν δουλειά στην Ευρώπη κατά το ένα τέταρτο του έτους?

Τα ευτράπελα δεν λείπουν κατά την ενεργοποίηση αυτής της νομιμοποίησης με εθνική αναφορά στις αρχές του 2023. Μέχρι και προσαγωγές στο δρόμο για την Πρεσβεία σημειώθηκαν από ανενημέρωτους αστυνομικούς που με δυο τηλέφωνα δεν μετατράπηκαν σε συλλήψεις για παράνομη διαμονή στη χώρα. Μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια. Τόσα χρόνια σε ειδικό καθεστώς ανοχής τελούν για να μαζεύουν τις φράουλες στην Ηλεία και τα πορτοκάλια στην Άρτα, όταν δεν δημιουργούνται άτυποι θύλακες γεωγραφικού εγκλωβισμού τους σε συγκεκριμένους Νομούς της χώρας. Μέσω επιλεκτικών ελέγχων στους εθνικούς αυτοκινητοδρόμους στις αρχές των υπο-περιόδων συγκομιδής ανά προϊόν που καταλήγουν για σωφρονισμό και παραδειγματισμό σε δίκες με την κατηγορία της διακίνησης προσώπων βλ. smuggling που τιμωρείται με πολυετή κάθειρξη.

Η πολιτεία άλλωστε στην έξαρση της πανδημίας «προστάτεψε» το σύνολο των εργατών γης και τη δημόσια υγεία με ισχυρή δόση ακινησίας και εγκλωβισμού και όταν επιτέλους προσέφερε πρόσβαση στον εμβολιασμό για τους παράτυπα διαμένοντες αλλοδαπούς το έκανε με τρόπο που έμοιαζε με, αλλά δεν θέσπιζε νομικά, το ακαταδίωκτο για τη συμμετοχή στην οικεία εθνική καμπάνια. Έχει ο Αλλάχ όμως. Να που η βεβαίωση εμβολιασμού συγκαταλέγεται στα δικαιολογητικά που πιστοποιούν την παρουσία στη χώρα πριν την 9η Φλεβάρη 2022, ώστε να συμπεριληφθούν στο πρόγραμμα νομιμοποίησης το 2023. Άλλωστε ο διαρκής φόβος της σύλληψης και η ζωή στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής χωρίς δικαιώματα κανονικοποιείται με τα χρόνια. Συνηθίζεται, αλλά δεν χωνεύεται.

Η απορρέουσα κόπωση και η λαχτάρα για μια δόση ελευθερίας και νομιμότητας μετά από ένα μακρύ, επικίνδυνο και δαπανηρό ταξίδι και μετά από πολλά χρόνια κρυφής ζωής είναι που κάνουν τη διμερή συμφωνία Ελλάδας-Μπαγκλαντές να μοιάζει με αχτίδα φωτός. Δικαιολογημένη η αυξημένη επιθυμία για «χαρτιά». Τούτο όμως δεν αλλάζει τη σκληρή πραγματικότητα: στο πυρήνα τους τα προγράμματα εποχικής μετανάστευσης και οι επισφαλείς νομιμοποιήσεις δεν είναι παρά σύγχρονες εκδοχές δουλικής και μη αξιοπρεπούς εργασίας. Αποσκοπούν ταυτόχρονα στην ευκαιριακή κάλυψη των αναγκών των επιχειρήσεων και στη μεσοπρόθεσμη τόνωση της δημογραφικής επιβίωσης στις προηγμένες χώρες. Ομολογείται η αναγκαιότητα της μετανάστευσης ακόμη και από διεθνείς οργανισμού, όπως ο ΟΟΣΑ και η ΕΕ, αλλά εξυπονοείται ότι θα πραγματοποιείται με όρους καταλήστευσης του ανθρωπίνου κεφαλαίου του αναπτυσσόμενου κόσμου. 

Οι ασιάτες και βαλκάνιοι εργάτες γης στην Ελλάδα είναι και αυτοί όμηροι με αόρατα νομικά δεσμά, οι ανακυκλώσιμοι συμβασιούχοι και stagiaires της μεταναστευτικής εργασίας. Παγιδευμένοι σε ένα περιβάλλον περαιτέρω απορυθμισμένο και κατασταλτικό σε σχέση με το αντίστοιχο ευέλικτο καθεστώς εργασίας των ημεδαπών της κοινωφελούς, της εκ περιτροπής, του εργοσήμου και της ψευδο-αυτοαπασχόλησης. Κάποιοι άθελά τους ή μη το ξεχνούσαν αυτό. Αλλά ήρθε και η σειρά τους τώρα…

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ