25 C
Athens
Κυριακή, 8 Σεπτεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Τα δάνεια της Επανάστασης του 21, του Γιάγκου Ανδρεάδη

 

Ή, Ποιον βολεύει το «Όλοι μαζί τα φάγαμε»;

Μέρος πρώτο

Το «όλοι μαζί τα φάγαμε» αποτελεί μια πολυσχολιασμένη ατάκα του Θόδωρου Πάγκαλου όταν με το ξέσπασμα της κρίσης η Ελλάδα σύρθηκε από την τότε κυβέρνησή της στα Μνημόνια. Ποια μπορεί να είναι η εγκυρότητα μιας τέτοιας –ατυχούς- διατύπωσης όταν αναφερόμαστε στην Επανάσταση του 1821 και ειδικότερα στα δύο Δάνεια της Ανεξαρτησίας του 1824 και του 1825; Και σε ποιο βαθμό δικαιούμαστε να επιχειρούμε παρόμοιες συνδέσεις σημερινών καταστάσεων με το παρελθόν; Πολλοί Ιστορικοί συνηθίζουν να δηλώνουν ότι δεν εκφράζουν παρά την- προφανώς αναντίρρητη- «ιστορική αλήθεια», ενώ κάποιοι προσθέτουν ότι «η Ιστορία δεν διδάσκει» και, συνεπώς, δεν μπορεί να φωτίσει το παρόν και ακόμη λιγότερο το μέλλον.

Σε ένα βαθμό μια τέτοια αντίρρηση ισχύει. Η Ιστορία δεν προσφέρεται για την διατύπωση απαράβατων και σταθερά επαληθεύσιμων νόμων αντίστοιχων με αυτούς των θετικών επιστημών. Αν για παράδειγμα ο Καραϊσκάκης πληγώθηκε θανάσιμα το 1827 πριν την μάχη του Φαλήρου, αυτό οφείλεται μάλλον στην ανευθυνότητα κάποιων απείθαρχων Κρητικών πολεμιστών, παρά σε κάποιο ιστορικό νόμο. Η αμφισβήτηση όμως των υποτιθέμενων ιστορικών νόμων είναι πιο εύκολη από ότι η αμφισβήτηση των ιστορικών διδαγμάτων. Αναδρομές σε γεγονότα του παρελθόντος που θεωρούνται ανάλογα με τα σημερινά και θετικές είτε αρνητικές αναθεωρήσεις ιστορικών συμβάντων όπως η Γαλλική και η Οκτωβριανή επανάσταση είτε το Ολοκαύτωμα είναι συχνότατες. Πέρα από αυτό, ο Ιστορικός, ακόμα είτε και ιδίως όταν δηλώνει απόλυτα αντικειμενικός, πάντοτε αξιολογεί με την ίδια την επιλογή του υλικού, με την περιοδολόγηση που είναι πάντοτε και αξιολόγηση και με το ύφος του. Με άλλα λόγια το όποιο ιστορικό έργο είναι και ένα σενάριο που, όπως κάθε άλλο σενάριο, εκφράζει επιλογές και αποκλεισμούς.

Ότι είπαμε για άλλες επαναστάσεις ισχύει, και για τις αναφορές στην ελληνική του ‘21. Η εξύμνηση είτε η απαξίωση του συνόλου της είτε πτυχών της μπορεί να καλύπτεται από ένα μανδύα επιστημονικότητας και αντικειμενικότητας αλλά πολύ συχνά εκφράζει- με είτε χωρίς τεκμηριωμένα στοιχεία – τις απόψεις του κάθε συγγραφέα είτε και του ευρύτερου ρεύματος στο οποίο ανήκει αναφορικά όχι μόνο ως προς το τότε αλλά ως προς για το σήμερα. Τα ερωτήματα που επανέρχονται συνεχώς είναι βασικά τα παρακάτω. Έπρεπε ή δεν έπρεπε να γίνει όταν και όπως έγινε η Επανάσταση του 21; Και, μάλλον πρόσφατο ερώτημα αυτό, μήπως δεν έπρεπε διόλου να γίνει, αφού το Οθωμανικό κράτος εγγυόταν στους ραγιάδες ευημερία και ανάπτυξη.

Σε άλλο σημείωμα θα προσπαθήσω να εξηγήσω την συσχέτιση των διαφορετικών απαντήσεων που δίνονται στα ερωτήματα αυτά με σημερινές επιλογές. Συσχέτιση που κυριάρχησε σχετικά πρόσφατα σε μια σειρά από εκπομπές του ΣΚΑΙ όπου μεταξύ άλλων εκστομίστηκαν και χαρακτηρισμοί όπως «κατσαπλιάδες» (Στέλιος Ράμφος) για τους αγωνιστές του ‘21. Και που θα δούμε να επαναλαμβάνονται επίμονα – με διαφορετικό αναλόγως των απόψεων του εκάστοτε ομιλούντος- όσο θα εντείνεται η συζήτηση και η διαμάχη σχετικά με την επέτειο των διακοσίων χρόνων από το 1821.

Το ζήτημα των Δανείων της Ανεξαρτησίας του 1824 και του 1825 είναι από αυτά που εύκολα θα μπορούσαν να συσχετιστούν με πρόσφατες περιπέτειες της Ελλάδας. Το αν έπρεπε ή δεν έπρεπε να συναφθούν τα δάνεια της Ανεξαρτησίας, το ποια ήταν η διαχείρισή τους και το ποιοι ευθύνονται για την διαχείριση αυτή στον βαθμό που δεν ήταν η σωστή, είναι βασικά ερωτήματα που με διαφορετικούς αλλά όχι άσχετους τρόπους επαναδιατυπώνονται και σε σχέση με τα χρέη και τα Μνημόνια της χώρας μας στον 20ο και τον 21ο αιώνα.

 

Μέρος δεύτερο

Η μεροληπτική εκτίμηση των ευθυνών για τα δάνεια ως εργαλεία διχασμού και υποτέλειας: Η διαχρονική σημασία της δουλειάς του Λιγνάδη.

Η σύναψη εξωτερικών δανείων για το κράτος των επαναστατημένων Ελλήνων ήταν αναμφίβολα μονόδρομος. Οι περιορισμένοι εξ ιδίων πόροι των Ελλήνων και η έκρηξη της επανάστασης σε δυσμενή γεωπολιτική συγκυρία, την ώρα που συνεδρίαζε στο Λάιμπαχ η Ιερά Συμμαχία, γενικά εχθρική σε κάθε επαναστατικό κίνημα και ευνοϊκή στην συνοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απέκλειαν την δυνατότητα οικονομικής στήριξης του αγώνα με οποιοδήποτε άλλο μέσο από τα εξωτερικά δάνεια.

Τα δάνεια αυτά αναμφίβολα συνομολογήθηκαν υπό άκρως δυσμενείς όρους και είχαν δύο πολιτικές συνέπειες: Από την μια γεγονός είναι ότι η επιβίωση της Επανάστασης έγινε και υπόθεση των Άγγλων γιατί σε περίπτωση κατάπνιξής της αυτοί θα έχαναν τις σπουδαίες οικονομικές και άλλες απολαβές που τα δάνεια τους εξασφάλιζαν. Από την άλλη συνέβαλαν αποφασιστικά στην μακρότατη πρόσδεση του ελληνικού κράτους που προέκυψε από την επανάσταση στο άρμα των Δυνάμεων και κατά κύριο λόγο της Αγγλίας. Πέρα από αυτό έγινε δικαίως κοινή συνείδηση Ελλήνων και ξένων το γεγονός ότι μέγα μέρος των δανείων κατασπαταλήθηκε χωρίς να βοηθήσει την Επανάσταση.

Η κατασπατάληση αυτή χρεώθηκε από πολύ νωρίς από ξένους συγγραφείς, όπως ο ιστορικός Finlay, που διακρίθηκε για τον υστερόβουλο φιλελληνισμό του και πλήθος Άγγλων αρθρογράφων, αλλά και από αρκετούς συμπατριώτες μας στην Ελληνική πλευρά, δηλαδή στην αδηφαγία και την φιλαυτία αυτών ή εκείνων των ηγετών της Επανάστασης επαυξημένη από την εμπάθεια που όντως κυριάρχησε στις εμφύλιες διαμάχες στο διάστημα 1823-1825. Κάποιες σχηματικές αναλύσεις, «ταξικές» ή απλώς σχηματικές, έστρεψαν όπως ήταν αναμενόμενο το κατηγορητήριο ειδικότερα κατά των προκρίτων και των Φαναριωτών που συχνά θεωρήθηκαν συλλήβδην ως οι δόλιοι πολέμιοι των εξιδανικευμένων καπεταναίων. Αναμενόμενο συμπέρασμα τέτοιων τοποθετήσεων ήταν η αθώωση των ξένων υποτιθέμενων ευεργετών μας, ο διχαστικός προσανατολισμός των βαρύτατων κατηγοριών αποκλειστικά εναντίον των Ελλήνων και η ενδοβολή ενός ενδημικού αισθήματος διαχρονικής τελικά συλλογικής ενοχής που είναι καλύτερη προϋπόθεση για την εδραίωση της πνευματικής, οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης.

Η αλλαγή της εικόνας οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στον, ιστορικό και θεατρολόγο, Τάσο Λιγνάδη, συγγραφέα μεταξύ άλλων των βιβλίων Το πρώτον δάνειον της ανεξαρτησίας ( Διατριβή ΕΚΠΑ, Αθήνα 1970) και Η ξενική εξάρτησις κατά την διαδρομήν του νεοελληνικού κράτους (1821-1945), Αθήνα, 1975. Είναι αδύνατο να μεταφέρω εδώ και περιληπτικά τον πλούτο των αποστομωτικών στοιχείων που περιέχουν. Αλλά το προκύπτον συμπέρασμα είναι απλό: Οι αγωνιζόμενοι Έλληνες δεν ήταν άγιοι. Ήταν, όπως το διατύπωσε επιγραμματικά ο κορυφαίος ανάμεσά τους Καραϊσκάκης και άγγελοι και διάβολοι. Αλλά η διαβολική σκευωρία που οδήγησε στην καταλήστευση των χρημάτων των δανείων και στην εδραίωση της εξάρτησης ήταν πέραν πάσης αμφιβολίας έργο ξένων ιμπεριαλιστών και καταχραστών που εν συνεχεία επιδόθηκαν συστηματικά στην κατασυκοφάντηση του λαού μας. Λίγοι αριθμοί αρκούν για να αποδείξουν του λόγου το αληθές:

Οι αριθμοί αυτοί είναι τα μόνον που χωρά εδώ από δυο συγκλονιστικά έργα, το πρώτο τομή σε βάθος του δανείου του 1824 και ιστορική πινακοθήκη πολλών πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών του δράματος του δανείου, το δεύτερο ανάδειξη της οικονομικής πολιτικής και πολιτισμικής σημασίας των δανείων και των προεκτάσεών τους για πάνω από έναν αιώνα. Θα μείνουμε λοιπόν μόνον στους αριθμούς.

Το πρώτο δάνειο του 24 υπήρξε το «φιλελληνικότερο»: Από ονομαστική αξία 800.000 λιρών (επί των οποίων υπολογίζονταν οι τόκοι) το πραγματικό ποσό ήταν 454.700 και από αυτές έφτασαν στην Ελλάδα οι 298.700, ανεπαρκείς αφού δεν αρκούσαν ούτε για την συντήρηση των εκατό σκαφών του ελληνικού στόλου για ένα έτος. Το δεύτερο δάνειο ήταν πιο ενδιαφέρον για του επαγγελματίες φιλέλληνες, που ξεφτίλιζαν έτσι το όνομα και την λαμπρή δράση του Βύρωνα που πέθανε εκείνη την εποχή: Το ονομαστικό [και τοκιζόμενο] κεφάλαιο των 2.000.000, έναντι του οποίου η Ελλάδα χρεώθηκε με ότι είχε και δεν είχε, απέφερε 1.100.000 και η χώρα μας τελικά απέσπασε από τους Άγγλους και τους Αμερικανούς ληστές 232.558! Οι συνέπειες των δανείων, περνώντας από τον έλεγχο μετά την ήττα του 1897, έφτασαν βαθιά στον 20ο αιώνα.

Ανταμοιβή του Λιγνάδη για τα δύο αυτά έργα, θεμέλια εθνικής και κοινωνικής αυτογνωσίας, υπήρξε ο δια βίου αποκλεισμός του στην μεταπολίτευση από το Πανεπιστήμιο, από το οποίο ήταν από τους ελάχιστους που είχαν παραιτηθεί με την επιβολή της Χούντας. Η αξιοποίησή του πλούτου τους σήμερα θα ήταν μια πραγματική απότιση τιμής στην ελληνική επανάσταση. Πέραν όμως αυτού θα ήταν και ένας διαχρονικός οδηγός στον δρόμο προς την αποτίναξη της ενοχοποίησης που συστηματικά από την αρχή της κρίσης στάλαξαν στην ψυχή μας οι «εταίροι», άξιοι συνεχιστές των επί Επαναστάσεως «ευεργετών» μας. Τα έργα του Λιγνάδη είναι η αποστομωτική απόδειξη ότι ούτε τότε δεν «τα φάγαμε όλοι μαζί». Και, επίσης, μια προειδοποίηση να μην υποκύπτουμε σε ένα -δήθεν επιστημονικό- εθελόδουλο και διχαστικό πνεύμα, εργαλείο αυτών που συνειδητά ή ασύνειδα συμβάλλουν στην διαιώνιση της εξάρτησης και της λεηλασίας του τόπου μας.

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ