Οι εκλογές της Κυριακής δεν έφεραν σημαντικές εκπλήξεις σε σχέση με αυτά που περιμέναμε, μας επιτρέπουν ωστόσο την διεξαγωγή κάποιον πρώτων συμπερασμάτων, πάντα με την υποσημείωση ότι τα αποτελέσματα είναι ακόμα προσωρινά. Το SPD, αν και συνεχίζει να κινείται σε ιστορικά χαμηλά ποσοστά καταγράφει μια μικρή εκλογική νίκη, η οποία μέχρι πριν από μερικούς μήνες όταν εμφανιζόταν ως τρίτο κόμμα στις δημοσκοπήσεις έμοιαζε αδιανόητη.
Ποντάροντας στα ζητήματα κοινωνικής πολιτικής, αν και το μόνο πραγματικά συγκεκριμένο που εξήγγειλε ήταν η θεσμοθέτηση του κατώτατου ωρομισθίου στα 12€ μπόρεσε να εκφράσει το αίτημα για κυβερνητική εναλλαγή, ενώ κέρδισε και από το γεγονός ότι μέσα στην πανδημία ανέλαβε με επιτυχία τα ομοσπονδιακά υπουργεία εργασίας και οικονομικών.
Το 26% (+5,5%) πάντως δεν του εγγυάται ότι θα είναι εκείνο που θα ορίσει τον νέο καγκελάριο, ούτε καν το ότι αν θα αποτελέσει μέρος του νέου κυβερνητικού συνασπισμού! Και ακόμα και αν είναι εκείνο που τελικά θα αποτελέσει τον πυρήνα της νέας κυβέρνησης θα βρεθεί αναγκασμένο να κάνει μεγάλες εκπτώσεις στο κυβερνητικό του πρόγραμμα, ιδίως στην περίπτωση ενός τρικομματικού συνασπισμού.
Για το CDU/CSU παρά το γεγονός ότι το ενδεχόμενο να ηγηθεί του νέου κυβερνητικού συνασπισμού παραμένει ανοιχτό, με τον Armin Laschet δηλώνει έτοιμος να τεθεί επικεφαλής του, συνεργαζόμενος με τα «δημοκρατικά κόμματα» (στα οποία όπως δεν παρέλειψε να τονίσει για άλλη μια φορά δεν περιλαμβάνει την αριστερά) αυτό εν πολλοίς θα εξαρτηθεί από τις διαθέσεις των Φιλελευθέρων.
Ούτε μπορεί και να κρύψει το γεγονός ότι το εκλογικό αποτέλεσμα του 24,2% (-8,7%) είναι το χειρότερο στην ιστορία του κόμματος του, το οποίο πληρώνει τόσο την κούραση του εκλογικού σώματος από τα δεκαέξι χρόνια Μέρκελ και την αδυναμία απάντησης στα μεγάλα ερωτήματα που απασχολούν τους ψηφοφόρους όσο και μια σειρά σκανδάλων, στα οποία μπορεί να μην εμπλέκεται η ίδια η καγκελάριος αλλά όμως πολλά επιφανή τους στελέχη.
Οι Πράσινοι θα πρέπει τελικά να είναι γενικά ικανοποιημένοι. Μπορεί να μην λαμβάνουν το 26% (και την πρώτη θέση) που τους υποσχόταν το πολιτικό βαρόμετρο του Μάιου καταγράφουν όμως με το 14,3% (+5,4%) την καλύτερη τους επίδοση σε ομοσπονδιακές εκλογές, αναδεικνυόμενοι επίσης σε ρυθμιστικό παράγοντα των εξελίξεων, δίπλα στους Φιλελεύθερους.
Αυτό που τελικά πλήρωσαν και δεν κινήθηκαν σε υψηλότερα ποσοστά ήταν τόσο το γεγονός ότι δεν κατάφεραν να διαχειριστούν τα «σκάνδαλα» γύρω από την υποψήφια τους και την πλαστή της διατριβή, τα οποία ναι μεν μπορεί να φαντάζουν ως ελάσσονα, έπληξαν ωστόσο την εικόνα της ως ικανής μελλοντικής καγκελαρίου, αλλά και το γεγονός ότι για μια σειρά από λόγους δεν μπόρεσαν και να εκφράσουν ακριβώς το ζήτημα της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Πάντως όντας ένα κόμμα το οποίο προσελκύει κυρίως νέους ψηφοφόρους μάλλον θα το δούμε να σταθεροποιείται μεταξύ των κεντρικών παιχτών της γερμανικής πολιτικής σκηνής.
Οι Φιλελεύθεροι του FDP όχι μόνο είδαν τα ποσοστά τους να αυξάνονται ελαφρά (από το 10,7% στο 11,5%) αλλά παράλληλα, καθώς τα νούμερα για μια «αριστερή κυβέρνηση» δεν βγαίνουν, και τα διαπραγματευτικά τους χαρτιά να αυξάνονται σημαντικά, καθώς είναι πλέον εκείνοι που μπορούν να θέσουν όρους και στα δύο μεγάλα κόμματα. Ο επικεφαλής τους πάντως, χωρίς να δείχνει ιδιαίτερη βιασύνη, έχει ήδη διακηρύξει την προτίμηση του για μια συνεργασία με το CDU/CSU και τους Πράσινους, μια διαπραγμάτευση που οι ίδιοι οι Φιλελεύθεροι τίναξαν στον αέρα πριν από τέσσερα χρόνια όταν υπήρχε παρόμοιο ενδεχόμενο, κάτι που τελικά οδήγησε ξανά στην δημιουργία ενός μεγάλου συνασπισμού. οδηγώντας στην δημιουργία ενός νέου μεγάλου συνασπισμού.
Πάντως ο επικεφαλής τους Christian Lindner μάλλον δεν ξεχνά και την τραυματική εμπειρία του 2009 – 2013, όταν το FDP πλήρωσε την συμμετοχή του στην δεύτερη κυβέρνηση με την κατάρρευση των ποσοστών του από το 14,6% στο 4,8% καθώς τα κόμματα της Ένωσης μπόρεσαν με επιδέξιο τρόπο να αφαιμάξουν την εκλογική του βάση προς όφελος τους, στερώντας του και την είσοδο στο κοινοβούλιο. Σε όποιο συνασπισμό όμως και να συμμετάσχουν οι Φιλελεύθεροι είναι βέβαιο πως δεν θα δούμε να επιβάλλονται νέοι φόροι στα μεγάλα εισοδήματα ούτε νέα καταφυγή στον κρατικό δανεισμό, όπως έγινε μέσα στην πανδημία.
Αυτό θα περιορίσει ασφυκτικά τις οποίες διαθέσεις για πολιτικές αναδιανομής υπέρ των χαμηλόμισθων, ενώ δεν αναμένεται βέβαια να δούμε και μια ριζοσπαστική πολιτική στα ζητήματα περιβάλλοντος. Και βέβαια η τοποθέτηση του Lindner στην θέση του υπουργού οικονομικών που τόσο προσδοκά μόνο θετικά δεν έχει να προσφέρει για τον πολύπαθο ευρωπαϊκό Νότο. Για πολλούς πάντως η συμμετοχή του FDP, με την μονόπλευρη έκφραση συγκεκριμένων κοινωνικών συμφερόντων και την απόλυτη εμμονή του σε φιλελεύθερες οικονομικές θέσεις μάλλον ως παράγοντας αστάθειας μπορεί να λειτουργήσει, παρά σταθερότητας.
Για την ακροδεξιά «Εναλλακτική για την Γερμανία», η οποία είδε μια ελαφρά υποχώρηση των ποσοστών της από το 12,6% στο 10,6% και από την τρίτη στην πέμπτη θέση, δεν χρειάζεται να γραφτούν πολλά καθώς κανένα κόμμα δεν δείχνει διάθεση συνεργασίας μαζί της ενώ οι θέσεις που εκφράζει όχι μόνο δεν μπορούν να βρουν πλειοψηφική απήχηση εντός μιας κοινωνίας που είναι πλέον πολυπολιτισμική αλλά αντιβαίνουν κιόλας, με την άρνηση της κλιματικής αλλαγής, την επικέντρωση της γερμανικής οικονομίας στις πράσινες τεχνολογίες και στην αποδέσμευση από τα ορυκτά καύσιμα (και την εξάρτηση και από το ρωσικό αέριο).
Η αριστερά του Die Linke τέλος καταγράφει ένα απολύτως καταστροφικό αποτέλεσμα, καταρρέοντας από το 9,2% στο 5% κάτι που αναμφίβολα χαρίζει αισθήματα ανακούφισης στο SPD και τους Πράσινους που δεν θα πρέπει πλέον να αναμετρηθούν με το ενδεχόμενο ενός αριστερού συνασπισμού. Η αριστερά είδε 590.000 ψηφοφόρους της να κινούνται προς τους σοσιαλδημοκράτες, 470.000 προς τους Πράσινους, 370.000 να επιλέγουν την αποχή, 110.000 να πηγαίνουν στο AfD, 100.000 προς τους Φιλελεύθρους και γύρω στις 40.000 προς άλλα μικρότερα κόμματα. Και όλα αυτά σε μια προεκλογική περίοδο η οποία κυριαρχήθηκε από θέματα που είχαν να κάνουν με την «κοινωνική δικαιοσύνη».
Πάντως δεν θα πρέπει να κάνουμε το λάθος να αποδώσουμε την συντριβή αυτή απλά σε μια έλλειψη ριζοσπαστικότητας ή στον κυβερνητισμό της και στο ότι δεν διαφοροποιήθηκε όσο θα έπρεπε από τα υπόλοιπα προοδευτικά κόμματα, αν και αναμφίβολα έπαιξαν όλα τον ρόλο τους. Η ευκαιρία απομάκρυνσης του CDU/CSU από την εξουσία μετά από δεκαέξι χρόνια έσπρωξε πολλούς ψηφοφόρους της προς τους σοσιαλδημοκράτες ενώ, οι στα όρια του γελοίου, ψυχροπολεμικές επιθέσεις που δέχτηκε από το κατεστημένο ότι δεν είναι αξιόπιστο ή ακόμα και δημοκρατικό κόμμα επειδή δεν υποστηρίζει …το ΝΑΤΟ σίγουρα επηρέασαν και αυτές.
Πιο πολύ όμως στοίχισε το γεγονός ότι το συγκεκριμένο κόμμα έμοιαζε ιδιαίτερα άνευρο και δεν ενέπνεε δυναμισμό, ότι μπορεί δηλαδή να πετύχει την εφαρμογή των όσων υπόσχεται, κάτι που αποσυσπείρωσε την ιδιαίτερα ετερογενή εκλογική του βάση. Είναι σίγουρο πως μετά από αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα το Die Linke θα περάσει μια περίοδο κρίσης ταυτότητας και εσωστρέφειας, αποζητώντας τον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας του, ένα νέο πολιτικό όραμα και εν τέλει το σε ποιους τελικά θέλει να απευθυνθεί.
Αν θέλει δηλαδή να ξαναγίνει κόμμα των αποκλεισμένων και περιθωριοποιημένων ή αν θα αρκεστεί στο να διεκδικεί απλά ένα κάπως μεγαλύτερο ωρομίσθιο και λίγες περισσότερες κοινωνικές παροχές. Για να μπορέσει να ανακάμψει ξανά θα πρέπει να ακούσει τις φωνές στο εσωτερικό του που επιχειρούν να απαντήσουν στα μεγάλα ερωτήματα της εποχής, όπως το πώς συνδυάζεται η προστασία του περιβάλλοντος με μια πολιτική υπέρ των χαμηλών στρωμάτων και το πώς θα πρέπει να διαμορφωθούν οι εργασιακές σχέσεις στην ψηφιακή εποχή και να εκφραστούν τα εκατομμύρια των επισφαλώς εργαζόμενων στον τομέα των υπηρεσιών.
Ως πρώτο συμπέρασμα πάντως μπορούμε να πούμε ότι οι μεγάλες αλλαγές που έχει ανάγκη η Γερμανία μετατέθηκαν, για άλλη μια φορά, για την επόμενη τετραετία. Το ερώτημα είναι αν ως τότε δεν είναι ήδη αργά. Ή αν οι υπόγειες συσσωρεύσεις δεν εκπλήξουν για μια ακόμα φορά τον παρατηρητή.