Είναι αναμφίβολο πως τις τελευταίες δεκαετίες το πολιτικό τοπίο στις χώρες του λεγόμενου «δυτικού κόσμου» έχει γνωρίσει σημαντικές μεταβολές. Το φαινόμενο δεν αφορά μόνο την υποχώρηση ή και εξάχνωση των σοσιαλδημοκρατικών και κομμουνιστικών κομμάτων αλλά μια γενικότερη κρίση της μορφής του μαζικού κόμματος, το οποίο στηρίζονταν στην κινητοποίηση των μελών του και το οποίο μπορούσε να βασιστεί στην σταθερή υποστήριξη μιας πλατιάς εκλογικής βάσης. Πλέον όμως όλο και λιγότεροι δείχνουν διατεθειμένοι να ενταχθούν σε κάποιο κόμμα και ακόμα και αυτοί που εντάσσονται δυσκολότερα εμπλέκονται στις δράσεις του.
Αυτές οι αλλαγές δεν έχουν τις ρίζες τους μόνο στις τεράστιες γεωπολιτικές ανατροπές των τελευταίων τριάντα χρόνων αλλά και στους σημαντικούς μετασχηματισμούς που γνώρισε το δυτικό μοντέλο αστικού κράτους μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Μεταρρυθμίσεις όπως η επέκταση του κοινωνικού κράτους μπορεί να ήταν κατάκτηση των εργαζομένων, ταυτόχρονα όμως επέκτειναν και τον έλεγχο του κράτους πάνω στους πολίτες και έπληξαν την κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη των εργατικών κοινοτήτων. Παράλληλα προσανατόλισαν τις λαϊκές διεκδικήσεις και την στρατηγική των κομμάτων σε ζητήματα που μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο κρατικών πολιτικών.
Μαζί με τον καταναλωτισμό και την μαζική κουλτούρα οι μεταρρυθμίσεις αυτές ήταν οι βασικοί παράγοντες που οδήγησαν στην (σχετική) κοινωνική και πολιτισμική ομογενοποίηση του πληθυσμού και στην άμβλυνση των ταξικών διαφορών. Η ταύτιση του δημοκρατικού πολιτεύματος με την οικονομική ανάπτυξη και την πολιτική και κοινωνική σταθερότητα παρείχε νομιμοποίηση στο σύστημα, ταυτόχρονα όμως καθιστούσε και την δημοκρατία ευάλωτη σε κρίσεις νομιμοποίησης σε περιπτώσεις υποχώρησης των οικονομικών δεικτών. Και βέβαια δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι παράλληλα το κράτος απέκτησε έναν αναβαθμισμένο ρόλο στην οργάνωση της αγοράς και παρέμβασης στην οικονομία, ιδίως σε περιόδους κρίσεων.
Με την συνθήκη του Μάαστριχτ που υπογράφτηκε το 1992 επιταχύνθηκε η μεταφορά αποφάσεων σε μη εκλεγμένα σώματα και οργανισμούς, όπως το παγκόσμιο νομισματικό ταμείο, τις επιτροπές της ευρωπαϊκής ένωσης και τις κεντρικές τράπεζες. Όλο και περισσότερο η εξουσία μετατοπίζεται προς την κορυφή του εκτελεστικού, σε κέντρα απροσπέλαστα στον λαϊκό έλεγχο. Όλο και περισσότερες αρμοδιότητες, όπως η διαχείριση του προσφυγικού, ανατίθενται σε ΜΚΟ και ιδρύματα, ινστιτούτα και ειδικούς, ενώ όλο και συχνότερα ιδιώτες αναλαμβάνουν να διαχειριστούν μεγάλα τμήματα του αστικού χώρου (βλ πάρκο Νιάρχος), καθώς το κράτος αποχωρεί από πολλούς τομείς που μέχρι πρότινος ήταν μέρος της δραστηριότητας του. Καθώς η ταξική πολιτική του κράτους σκληραίνει τυλίγεται όλο και στενότερα με το πέπλο της «αντικειμενικότητας» της επιστήμης, με επίκληση στην «αυθεντία» των κάθε λογής «ειδικών», οι οποίοι που τίθενται υπεράνω κριτικής, οι απόψεις τους εκτός πολιτικής, εκτός διαλόγου, εκτός της δυνατότητας των υποτελών στρωμάτων να καθορίσουν την κατεύθυνση των αποφάσεων που λαμβάνονται.
Όμως η γλώσσα του επιστημονικού λόγου είναι μια γλώσσα εξουσίας, εκπροσωπεί και στηρίζει μια συγκεκριμένη κοινωνική ιεραρχία, είναι μια ιδεολογική γλώσσα που στοχεύει στη σιωπή του δέκτη, στην απαγόρευση της αμφιβολίας. Καθώς το κράτος δεν επιδιώκει να αυξήσει το μορφωτικό επίπεδο των πολιτών του κατασκευάζεται έτσι μια διάκριση ανάμεσα στους κατόχους της γνώσης που «ξέρουν» και σε όλους τους άλλους, ένα κενό το οποίο δεν επιδιώκεται να καλυφθεί καθώς εξασφαλίζει υποταγή. Οδηγούμαστε έτσι σε μια συνθήκη στην οποία η πλειοψηφία της κοινωνίας δεν θεωρείται ικανή να έχει άποψη και να λαμβάνει έλλογες αποφάσεις για τα περισσότερα θέματα που αφορούν άμεσα την ζωή της. Σαν να μην έχουν περάσει διακόσια πενήντα χρόνια από τότε που ο Ρουσώ διακήρυττε πως οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ανίκανοι να σκεφτούν ορθολογικά και για τον οποίο κάθε νέο βήμα προς την «πρόοδο και τον πολιτισμό» είναι και ένα βήμα προς την ανισότητα.
Το ότι οι «από πάνω» αποτιμούν αρνητικά την βούληση της πλειοψηφίας οδηγεί στην απαξίωση των εκλογών και της πολιτικής από τους «από κάτω». Ένα μεγάλο ποσοστό των πολιτών δεν βλέπει πλέον τα συμφέροντα του να λαμβάνονται υπόψη ή ότι μπορεί να επηρεάσει τα γεγονότα. Από την άλλη η απόρριψη των κομμάτων και η μείωση της συμμετοχής στις εκλογές συχνά συνοδεύεται από την μεγαλύτερη αποδοχή του κράτους και ειδικότερα μιας σειράς θεσμών του όπως η αστυνομία ή τέτοιων που θεωρούνται «ανεξάρτητοι» όπως η δικαιοσύνη, κάτι που ενισχύει και το ιδεολόγημα περί «εθνικού συμφέροντος».
Η σταδιακή αποκοπή των κομμάτων από τα συνδικάτα, τους συλλόγους και τις δομές της κοινωνίας των πολιτών τα μετατρέπει σε απλούς εκλογικούς μηχανισμούς, αλλάζοντας ριζικά την σχέση τους με τους υποστηρικτές τους. Οι ψηφοφόροι δεν αντιμετωπίζονται πλέον ως πολίτες αλλά ως να ήταν μεμονωμένοι καταναλωτές που καλούνται να επιλέξουν με καταναλωτικά κριτήρια το κόμμα το οποίο θα ψηφίσουν. Η πολιτική επαγγελματικοποιείται, ενώ διάφοροι πολιτευτές μεταπηδούν με ευκολία από το ένα κόμμα στο άλλο προκειμένου να εξασφαλίσουν την επανεκλογή τους (βλ Ψαριανός). Έννοιες όπως αριστερά – δεξιά, προοδευτικό – συντηρητικό μοιάζουν να χάνουν το νόημα τους, γίνονται αόριστες ιδεολογικές τοποθετήσεις χωρίς πρακτική απόκλιση και η ταύτιση των ψηφοφόρων με το κόμμα που επιλέγουν εξασθενεί.
Η πολιτική μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε θέαμα και οι πολιτικοί θυμίζουν ηθοποιούς που εκτελούν τις υποδείξεις κάποιου σκηνοθέτη. Το βάρος πέφτει στην εικόνα αντί στο περιεχόμενο, οι τεχνικές της διαφήμισης παίζουν όλο και μεγαλύτερο ρόλο. Οι εκλογές γίνονται πιο δαπανηρές, κάτι που αυξάνει ακόμα περισσότερο την εξάρτηση των κομμάτων από την κρατική χρηματοδότηση και τις (φανερές ή κρυφές) μεγαλοδωρεές του ιδιωτικού τομέα. Το τραπεζικό τους χρέος αυξάνει, όπως αυξάνει και η εξάρτηση τους από τα ΜΜΕ. Η πρόσβαση στο κράτος και τους πόρους του καθίσταται έτσι ζήτημα επιβίωσης τους και διατήρησης του κομματικού τους μηχανισμού και των θέσεων εργασίας του αυξανόμενου αριθμού των επαγγελματικών στελεχών που απασχολούν. Κατά συνέπεια οι εκλογές ιεραρχούνται ως βασική, αν όχι αποκλειστική τους δραστηριότητα. Ακόμα και κόμματα με ελάχιστα μέλη και ανύπαρκτη κομματική βάση μπορεί να βρεθούν να εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο ενώ τα ποσοστά αποδοχής της κυβερνητικής πολιτικής μπορούν να εκτοξευτούν το ίδιο γρήγορα όπως και να καταρρεύσουν.
Η στροφή προς το κράτος οδηγεί τα κόμματα να μειώσουν τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, περιορίζοντας τον σε μια ελεγχόμενη αντιπαράθεση εντός του κοινοβουλίου, σε προσωπικές αντιπαραθέσεις και «εντάσεις» γύρω από δευτερεύοντα ζητήματα που ελάχιστα απασχολούν το πλατύ κοινό. Τα οδηγεί επίσης να προσαρμόσουν την λειτουργία και τα αιτήματα τους στις απαιτήσεις της διαχείρισης του κράτους. Η «συμπαιγνία» και σύγκλιση τους αυτή δεν προκύπτει απαραίτητα έπειτα από κάποια μεταξύ τους συνεννόηση, ούτε πολύ περισσότερο είναι προϊόν συνομωσίας. Αποτελεί απόληξη μιας λίγο πολύ κοινής αντίληψης για το κράτος και τους μηχανισμούς του και μιας κοινής αντίληψης περί άσκησης πολιτικής. Η αποδοχή του πλαισίου του νεοφιλελευθερισμού άλλωστε στενεύει ασφυκτικά τα όρια του δυνητικού και δεν επιτρέπει την άσκηση ουσιαστικής αντιπολίτευσης. Το οποίο πλαίσιο έχει για την ώρα αποδειχτεί ιδιαίτερα ικανό στο να απορροφά και να εξουδετερώνει τα σχέδια εκείνα που προτάσσουν μια εναλλακτική κατεύθυνση. Καθώς όλα τα κόμματα έχουν αποδεχτεί τους στόχους του κράτους, δηλαδή εκείνων της αστικής τάξης έχοντας κατά μια έννοια«κρατικοποιηθεί» και υπαχθεί σε αυτό, οι πολίτες καλούνται απλά να επιλέξουν τον καλύτερο διαχειριστή. Και ενώ τα κόμματα μοιάζουν όλο και περισσότερο μεταξύ τους, σε επίπεδο Λόγου όλα φαίνεται να επιτρέπονται. Τοποθετήσεις που άλλοτε θα θεωρούνταν ακραίες σήμερα δεν προκαλούν καμία εντύπωση καθώς (τις περισσότερες φορές) δεν έχουν πρακτική απόληξη.
Οι μετασχηματισμοί του κράτους αυτοί οδηγούν και σε μια νέα συγκρότηση της κυρίαρχης τάξης που «οχυρώνεται» πίσω από το κράτος για να διασφαλίσει τα προνόμια της. Παντού αναζητούνται και αναδύονται μοντέλα αυταρχικού κρατισμού, προωθείται η αποδυνάμωση της αντιπροσώπευσης, μπαίνουν φραγμοί στην πρόσβαση των υποτελών στο κράτος και τους θεσμούς του. Αυτό ισχυροποιεί την ηγεμονία της αστικής τάξης και μετασχηματίζει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ως υποκείμενα και ως πολίτες. Η σχέση κυβερνόντων – κυβερνομένων γίνεται μονοδιάστατη, η δημοκρατία λειτουργεί πλέον μόνο από πάνω προς τα κάτω. Διόλου τυχαία αυτό το νέο μοντέλο «δημοκρατίας» αναδύεται σε μια εποχή που οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις τείνουν να γίνουν η κυρίαρχη μορφή απασχόλησης και που η απώλεια ελέγχου των εργαζομένων επί της παραγωγικής διαδικασίας εντείνεται. Διόλου τυχαία επίσης αναδύεται σε μια εποχή ισχυροποίησης χωρών με αυταρχικά καθεστώτα όπως η Κίνα και η Ρωσία. Σε αυτό το πλαίσιο οι δυτικές κυβερνήσεις έχουν όλο και λιγότερες αναστολές να στηριχτούν σε αντιδραστικές οργανώσεις (βλ ένοπλοι υποστηρικτές του Τραμπ, νεοναζί στην Ουκρανία), οι οποίες εντάσσονται στο κράτος και υλοποιούν την στρατηγική του, έχοντας την δυνατότητα να υπερβούν τα όρια που τίθενται στους νόμιμους κρατικούς μηχανισμούς.
Καθώς οι υποτελείς αδυνατούν να βρουν πολιτική έκφραση και εκπροσώπηση, η ενεργοποίηση τους παίρνει πλέον τον χαρακτήρα βίαιων εξεγέρσεων και ξεσπασμάτων που καταλαγιάζουν χωρίς κατά κανόνα να αφήνουν πίσω τους οργανωτικές δομές ή να έχουν πετύχει κατακτήσεις. Και καθώς η εξάρτηση των κομμάτων από τις κοινωνικές τους εκπροσωπήσεις έχει εξασθενήσει γίνεται και ευκολότερη η καταστολή τους. Το ορατό κενό μεταξύ των παραδοσιακών κομμάτων και της κοινωνίας έρχονται να εκμεταλλευτούν τα λαϊκίστικα κόμματα της (ακρο)δεξιάς, τα οποία τροφοδοτούν και τροφοδοτούνται από τα αντιφατικά, και συχνά αντιπαραθετικά ανορθολογικά ρεύματα που μέσα σε τέτοιες συνθήκες βρίσκουν εύφορο έδαφος να αναπτυχθούν.
Και ενώ το κοινωνικό κράτος μειώνεται και οι κατακτήσεις των εργαζομένων αναιρούνται το κρατικό χρέος διογκώνεται, καθώς οι έχοντες πληρώνουν όλο και λιγότερους φόρους. Το σύστημα παρουσιάζει τον εαυτό του ως σαν να μην μπορεί να λειτουργήσει αλλιώς. Η μόνη ελευθερία που φαίνεται να μπορεί να εγγυηθεί είναι η ελευθερία της ιδιοκτησίας. Το όραμα που προβάλλεται είναι εκείνο μιας δημοκρατίας χωρίς αγώνες, ο αδιατάραχτος κόσμος της ομαλής αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Και όταν η μοναδική ασφάλεια που παρέχεται στους υποτελείς μοιάζει να είναι η διαφύλαξη της φτώχειας τους δυστυχώς μεγάλα τμήματα των κατώτερων στρωμάτων υιοθετούν συστημένες και συντηρητικές θέσεις, στρεφόμενα ενάντια σε ό,τι διαταράζει την ομαλότητα. Έχοντας ταυτίσει την αλλαγή με την χειροτέρευση των όρων διαβίωσης τους οι άνθρωποι αυτοί τάσσονται ενάντια σε όσους απειλούν την φτώχεια τους, διεκδικώντας ριζοσπαστικές αλλαγές. Αιτήματα που στρέφονται ενάντια στο λαϊκό κίνημα και ζητούν την αποπολιτικοποίηση των μαζικών χώρων (πχ των Πανεπιστημίων), τον περιορισμό των διαδηλώσεων, την μείωση της συνδικαλιστικής δραστηριότητας, την εφαρμογή της τηλεδημοκρατίας βρίσκουν έτσι μαζική απήχηση όχι μόνο επειδή έχουν συκοφαντηθεί και συκοφαντήσει εαυτούς αλλά και επειδή δεν έχουν αποδείξει την επικινδυνότητα τους στις νέες συνθήκες. Με αποτέλεσμα να κυριαρχεί μια λογική που θεωρεί πως η «πολύ δημοκρατία» βλάπτει το έθνος και τα συμφέροντα του.
Καθώς όμως η κρίση του καπιταλισμού βαθαίνει, η καταστροφή του περιβάλλοντος λαμβάνει απειλητικές για το μέλλον της ανθρωπότητας διαστάσεις και ο δυτικός κόσμος περιφερειοποιείται ανοίγονται και νέες δυνατότητες για την ανάδυση μιας νέας κοινωνικής συμμαχίας των υποτελών, την επιστροφή της μαζικής διεκδίκησης και πίστης στη δυνητικότητα ενός καλύτερου μέλλοντος πέρα από τα όρια που θέτει το σύστημα.