Ο τίτλος μπορεί να παραξενεύει, ιδιαίτερα για όσους από την ελληνική κι ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δημιουργούν ένα αφήγημα για την αντιπαράθεση με τον νεοφιλελευθερισμό. Ας δούμε όμως λίγο πιο προσεκτικά τις πολιτικές που εφαρμόζονται σε δυο χρονικές περιόδους που απέχουν μεν μεταξύ τους 30-40 χρόνια, αλλά προκύπτουν μετά από 2 κρίσεις στην παγκόσμια οικονομία (κρίσεις 1973 και 1979, Ρήγκαν) και (κρίση 2008, πρόσφατη πανδημία, Μπάιντεν).
Ας ξεκινήσουμε από την οικονομική πολιτική του Ρήγκαν, η οποία χαρακτηριστικά αποκαλούνται Ρηγκανόμικς και ξεκινά με την ανάδειξη του στην προεδρεία το 1980. Τότε οι ΗΠΑ έχουν διψήφιο πληθωρισμό, χαμηλά επίπεδα ανεργίας και Δημόσιου Χρέους (Χρέος / ΑΕΠ =30%). Με την πρόφαση του πληθωρισμού ο τότε κεντρικός τραπεζίτης Βόλκερ αυξάνει τα επιτόκια της Κεντρικής Τράπεζας στο 20% από 4% και τα κρατάει για τα επόμενα 5 χρόνια μεταξύ 12-8%! Συγχρόνως ο Ρήγκαν ξεκινά έναν πόλεμο με τα συνδικάτα και τα εργατικά δικαιώματα και ευνοεί με κάθε τρόπο τις επιχειρήσεις και τους πλούσιους μέσω φοροαπαλλαγών, κρατικών ενισχύσεων και παραγγελιών. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι ύφεση που συνολικά την περίοδο 1980-1982 έφθασε το -5%, αύξηση της ανεργίας η οποία υποβάθμισε ακόμη περισσότερο την δύναμη των εργαζομένων, ενώ το Δημόσιο Χρέος διπλασιάστηκε από 30% σε 60% το 1989 στο τέλος της δεύτερης θητείας του.
Με πρόσχημα τη μείωση του πληθωρισμού και του «κρατισμού» , ουσιαστικά έγινε μια επίθεση στους εργαζομένους και συγχρόνως μια άνευ προηγουμένου ενίσχυση του κεφαλαίου, ώστε να ανακάμψει η κερδοφορία του η οποία δεν βελτιωνόταν μετά τις κρίσεις του 1973 και 1979. Επίσης, μέσω της ανόδου του δολαρίου, «μάζεψε το χρήμα» από τον υπόλοιπο κόσμο ώστε να τοποθετηθεί στην αμερικανική οικονομία, η οποία μετά το 1983 έδειξε σημαντική ανάκαμψη που συνοδεύτηκε από άνοδο της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Όσο δε αφορά το κράτος, ούτε μειώθηκε ούτε νοικοκυρεύτηκε. Αντίθετα μειώθηκε το κοινωνικό κράτος και ξεχείλωσε το υπόλοιπο.
Όσο και αν φαίνεται περίεργο, όψεις αυτής της πολιτικής εφαρμόζει και ο Μπάιντεν. Συνεχείς αυξήσεις επιτοκίων που ενισχύουν το δολάριο και πιέζουν την αγορά εργασίας η οποία μετά τη πανδημία είχε δείξει συμπτώματα διεκδικητισμού και υποστηριζόταν από μια αύξηση της ζήτησης εργασίας εκ μέρους των εργοδοτών. Μεγάλα πακέτα νέας ενίσχυσης των επιχειρήσεων-υποδομών ύψους 1,5 τρις δολάρια, την ιδία ώρα που δεν πέρασε το πακέτο 2 δισ. που είχε «κοινωνικό πρόσημο».
Αν ληφθεί υπόψη ότι οι ΗΠΑ δεν επηρεάζονται από το κόστος ενέργειας όπως άλλοι εμπορικοί ανταγωνιστές έχουμε μια επανάληψη του φαινομένου , να μαζεύουν εκ νέου το «παγκόσμιο χρήμα» και να προσελκύουν επιχειρήσεις-επενδύσεις από όλο τον κόσμο. Όπως και το 1980 επικαλούνται τον πληθωρισμό αλλά στην πραγματικότητα αλλού σκοπεύουν. Σήμερα δε, το επιχείρημα είναι πιο αδύνατο γιατί δεν υπάρχει σοβαρός οικονομολόγος που να μην αποδέχεται ότι μεγάλο μέρος του πληθωρισμού προέρχεται από την πλευρά της «προσφοράς», δηλαδή οι επιχειρήσεις ανέβασαν τις τιμές, και όχι από την πλευρά της ζήτησης. Μάλιστα ο κεϋνσιανός νομπελίστας Κρούγκμαν σε πρόσφατο άρθρο του εξηγούσε γιατί η αύξηση των επιτοκίων δεν θα ρίξει τον πληθωρισμό με κυριότερο λόγο ότι η αύξηση του κόστους χρήματος μέσω των επιτοκίων θα ωθήσει τις επιχειρήσεις σε ακόμη μεγαλύτερη αύξηση των τιμών.
Ο δεύτερος τομέας που η εποχή Ρήγκαν μοιάζει με του Μπάιντεν αφορά την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Ο Ρήγκαν ακολούθησε μια άκρως επιθετική πολιτική απέναντι σε αυτούς που θεωρούσε εχθρούς των ΗΠΑ. Η ΕΣΣΔ τότε αναγορεύτηκε σε «αυτοκρατορία του κακού», και ενισχύθηκαν κάθε μορφής αντίπαλοι της ΕΣΣΔ, από τους φασίστες Κόντρας στην Νικαράγουα μέχρι τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν. Οι αμυντικοί προϋπολογισμοί και η εξωτερική στρατιωτική βοήθεια έκανε άλματα. Δεν είναι υπερβολή να θεωρήσουμε ότι βιώνουμε μια ανάλογη κατάσταση, αν στη θέση της ΕΣΣΔ βάλουμε την Ρωσία (ή την Ρωσία με την Κίνα).
Όταν βλέπουμε τόσες αναλογίες σε 2 βασικούς τομείς όπως την οικονομία και την εξωτερική πολιτική, καταλήγουμε ότι ταυτίζονται πλήρως πολιτικά; Υπάρχει μια πλήρης σύγκλιση της σοσιαλδημοκρατίας και του Δημοκρατικού κόμματος με τους συντηρητικούς και τον νεοφιλελευθερισμό; Σε οικονομικό επίπεδο δύσκολα θα βρεθούν μεγάλες διαφορές. Εξάλλου η σύμφυση των νεοκεϋνσιανών με το νεοκλασικό υπόδειγμα έχει συμβεί από καιρό. Ακόμη και σε επίπεδο εφαρμοσμένων μέτρων βλέπουμε ότι ο Μπάιντεν μπορεί να μην έχει την αντεργατική ατζέντα του Ρήγκαν αλλά δεν κάνει και κάτι που να βελτιώσει σημαντικά τα πράγματα σε μια ούτως ή άλλως απορυθμισμένη αγορά εργασίας. Χαρακτηριστικό ότι τη μόνη από τις προεκλογικές του δεσμεύσεις που ούτε καν εξέτασε είναι η αύξηση του ωριαίου κατώτατου ημερομισθίου στα 15 δολάρια. Έχει μείνει ως σημείο διαφοροποίησης το σημαντικό πεδίο των ατομικών δικαιωμάτων, που όντως υπάρχει διαφοροποίηση (πχ εκτρώσεις, φυλετικές ανισότητες, κ.λπ.) αλλά αυτό έχει τα όρια του.
Φυσικά δεν πρέπει να διαφεύγει ότι δεν υπάρχει αναλογία της εποχής Μπάιντεν με αυτή του Ρήγκαν Η οικονομική συγκυρία δεν είναι η ιδία σήμερα με την δεκαετία του ’80. Οι ΗΠΑ βρίσκονται σε καθοδική πορεία ως προς το «οικονομικό βάρος» τους παγκόσμια. Χαρακτηριστικά το ΑΕΠ των ΗΠΑ ανερχόταν στο 40% του παγκόσμιου το 1960 και από τότε σταδιακά μειώνεται ώστε σήμερα να είναι 24%! Τα περιθώρια άσκησης οικονομικής πολιτικής χωρίς σημαντικές παρενέργειες είναι πιο περιορισμένα σήμερα λόγω της εκθετικής αύξησης του Δημόσιου και Ιδιωτικού Χρέους και λόγω της χρόνιας σφικτής δημοσιονομικής πολιτικής (πχ περαιτέρω μείωση θα απαξιώνει υποδομές και αναπαραγωγή εργατικού δυναμικού). Τέλος ας μην ξεχνάμε ότι ο Ρήγκαν μπορούσε να ενοποιεί ιδεολογικά τις υπόλοιπες αστικές τάξεις στην βάση της καταπολέμησης του κομμουνισμού, γεγονός που δεν ισχύει σήμερα.
Παρά τις επιμέρους διαφορές υπάρχει μια συνέχεια στην Αμερικανική πολιτική σκηνή που πηγάζει από τον ρόλο τους στην κορυφή των καπιταλιστικών χωρών. Χαρακτηριστικά, το σύνθημα του Τραμπ «Πρώτα η Αμερική», μια χαρά υλοποιείται σήμερα από το Δημοκρατικό κόμμα. Όμως ο ρόλος των ΗΠΑ σαν «πρώτος σταυροφόρος της Δύσης» και συγχρόνως «ένας σύγχρονος Σάυλοκ» είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι θα λειτουργήσει το ίδιο όπως επί εποχής Ρήγκαν. Όσοι δε από την εγχώρια και ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία συνταυτίζονται με την πολιτική Μπάιντεν ας σκεφθούν ότι μάλλον η Ιστορία τους επιφυλάσσει το ρόλο του χρήσιμου ηλίθιου.
Ο Γ. Παυλόπουλος είναι οικονομολόγος, εργαζόμενος στον τραπεζικό τομέα.