1)Το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου είναι ιδιαίτερα αρνητικό για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Αποτυπώνει μία περαιτέρω ενίσχυση της πολιτικής ηγεμονίας του κεφαλαίου συνολικά, με κατά κράτος επικράτηση του επιθετικού, νεοφιλελεύθερου πόλου της ΝΔ απέναντι στον σοσιαλφιλελεύθερο, ο οποίος αναδιατάσσεται σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ και υπέρ του ΠΑΣΟΚ. Αποτυπώνει μία δυσμενή μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού και συσχετισμού μετά τη δεξιά στροφή των εκλογών του 2019. Η ήττα του 2015, παρά ορισμένους κρίσιμους αγώνες της προηγούμενης περιόδου, δεν έχει ακόμη αναταχθεί. Το εκλογικό αποτέλεσμα δικαιολογημένα δημιουργεί μία αρνητική ψυχολογία στον αριστερό και δημοκρατικό κόσμο. Απαιτεί όμως ψύχραιμη αντιμετώπιση και προσπάθεια βαθύτερης κατανόησης των μηνυμάτων της κοινωνίας που είναι πολύπλευρα. Στην ανάγκη αυτή δεν ανταποκρίνεται ούτε ένας ελιτισμός απέναντι στον «αφελή» λαό που «συντηρητικοποιείται» ή δεν ξέρει τι ψηφίζει, ούτε φυσικά μία ψυχολογία φυγής και παραίτησης, πολύ περισσότερο αυτοδικαίωσης. Μπροστά μας προδιαγράφεται ένα ταραγμένο τοπίο διεθνώς και εγχώρια, οικονομικά και γεωπολιτικά, στο οποίο η σημερινή «σταθερότητα» θα φανεί ότι δεν θα είναι και τόσο αρραγής. Για αυτό, και ο αγωνιζόμενος κόσμος και όλες οι δυνάμεις της μαχόμενης Αριστεράς χρειάζεται να προετοιμάζουν από σήμερα τη μάχη για την ανατροπή της ακόμα πιο αντιδραστικής αντιλαϊκής επίθεσης που είναι στα σκαριά.
2)Μετά από μία τετραετία διακυβέρνησης της ΝΔ η κυβέρνηση βγαίνει ενισχυμένη εκλογικά, και μάλιστα σε εκλογές με αύξηση της συμμετοχής κατά 3%. Αυτό το πρωτοφανές αποτέλεσμα οφείλεται καταρχάς στην οικοδόμηση και τη συντήρηση ενός σημαντικού κοινωνικού μπλοκ υποστήριξης της ΝΔ. Κάτι που κόσμος της Αριστεράς και του κινήματος υποτιμά συστηματικά προβάλλοντας τις επιθυμίες του ως πραγματικότητες. Γιατί, αν και υπάρχει σαφέστατα σημαντική αυταρχική σκλήρυνση του κράτους (στοιχείο που δεν αφορά ούτε μόνο τη δεξιά και ακροδεξιά, ούτε μόνο τη χώρα μας), ούτε «χούντα» έχουμε, ούτε από την πολιτική της ΝΔ ωφελείται μόνο το 1% της κοινωνίας απέναντι στο οποίο «είμαστε το 99%». Η κοινωνική πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη, καθώς υπάρχει ένα σχετικά συνεκτικό κοινωνικοπολιτικό μπλοκ, που αποτελεί τον σκληρό πυρήνα της εκλογικής απεύθυνσης της ΝΔ, που υλικά έχει ωφεληθεί από την πολιτική της – σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Πρόκειται για τις αστικές και ανώτερες μικροαστικές μερίδες που έχουν ωφεληθεί από τις διάφορες ευρωπαϊκές και εγχώριες χρηματοδοτήσεις και επιδοτήσεις (βλ. αυτές του Ταμείου Ανάκαμψης για «πράσινη μετάβαση», «ψηφιοποίηση», τεχνικά έργα, τα ΕΣΠΑ κλπ.), τις σκανδαλώδεις παροχές και διευκολύνσεις προς τον κόσμο της εργοδοσίας (που δεν αφορούν μόνο το «μεγάλο» κεφάλαιο), τη λίστα Πέτσα, το τεράστιο φαγοπότι που έγινε σε δήμους και περιφέρειες με τα ανεξέλεγκτα έκτακτα «κονδύλια για την αντιμετώπιση του covid-19», τις διευκολύνσεις σε τράπεζες, funds για κατασχέσεις, εταιρείες ενέργειας, ιδιωτικά κολλέγια κλπ. Από όλο αυτό το πλέγμα δεν σιτίζονται μόνο οι μεγάλοι ολιγάρχες αλλά και ένα σημαντικό μέρος της μεσαίας και μικροαστικής τάξης, της μεγάλης και μεσαίας αγροτιάς κλπ. Το ότι δεν προβάλλει σήμερα μία πολιτική εναλλακτική, αλλά και η μεγάλη απογοήτευση που έσπειρε η διάψευση των ελπίδων για μία τέτοια το 2015, οδηγούν και ένα επιπλέον κομμάτι κόσμου – ακόμα και λαϊκών στρωμάτων – να προτιμά τη «σταθερότητα» σε ένα έδαφος απομειωμένων προσδοκιών πλέον. Και να θεωρεί τελικά ότι ακόμα και με τα διάφορα pass, τα μικροεπιδόματα, τις επιδοτήσεις στο ρεύμα και τη μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού βιώνει μία πραγματικότητα λίγο καλύτερη από τη μνημονιακή περίοδο, ακόμα και από την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτό το τοπίο δεν πρέπει να υποτιμάται και μία συντηρητική ιδεολογική αντεπίθεση που έχει παράξει αποτελέσματα στη συνείδηση μέρους της ελληνικής κοινωνίας που έχει αφομοιώσει κρίσιμα νεοφιλελεύθερα και συντηρητικά ιδεολογήματα (εξατομίκευση, εσωτερίκευση του φόβου με συντηρητικοποίηση, ρατσισμό κ.ά.). Ούτε φυσικά η κρίσιμη συμβολή του διεθνούς ιμπεριαλιστικού παράγοντα που ενισχύει σε όλο το δυτικό κόσμο αυτές τις τάσεις, σε μία προσπάθεια συντηρητικής αναδίπλωσης των κοινωνιών και προετοιμασίας για την αντιμετώπιση τόσο των μεγάλων κοινωνικών αναταραχών που κυοφορούνται όσο και της παγκόσμιας πολεμικής αντιπαράθεσης που προετοιμάζεται. Υπό αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε ότι το μπλοκ των «μένουμε Ευρώπη» επιχειρεί συστηματικά όλο και περισσότερο «να γίνουμε Ευρώπη», εννοώντας την Ευρώπη της αντιδραστικής ΕΕ που συμπυκνώνει πλέον το σύνολο αυτών των κατευθύνσεων.
3)Όμως, όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι δεν υπάρχουν εκρηκτικές αντιθέσεις και αντιφάσεις κοινωνικά, καθώς την ίδια στιγμή που στις έρευνες ένα 25-30% της ελληνικής κοινωνίας δηλώνει σχετικά ικανοποιημένο κοινωνικά και οικονομικά, υπάρχει η άλλη Ελλάδα που τα βγάζει δύσκολα και σε σημαντικό μέρος της αδυνατεί να βγάλει το ενοίκιο, τελειώνει ο μισθός πριν τελειώσει ο μήνας, κινδυνεύει να χάσει το σπίτι και την όποια περιουσία της από τα δυσβάστακτα χρέη, δουλεύει επισφαλώς και περιστασιακά με πολύ χαμηλά μεροκάματα. Η ήδη υπαρκτή κοινωνική πόλωση εκτιμούμε ότι θα οξυνθεί κι άλλο, καθώς από το φθινόπωρο θα επανέλθουν δριμύτεροι οι περιορισμοί της μνημονιακής επιτήρησης και κρίσιμοι δείκτες όπως το δημόσιο χρέος βρίσκονται ήδη «στο κόκκινο». Αυτό ακριβώς υποδεικνύει αφενός ότι προετοιμάζεται μεγάλη αντιλαϊκή επίθεση, αφετέρου ότι ακόμα και αυτό το κοινωνικό μπλοκ υποστήριξης της ΝΔ δεν είναι δεδομένο τουλάχιστον όσον αφορά τα κατώτερα και λαϊκά στρώματα που ενσωματώνει. Για αυτό απαιτείται από τώρα τόνος μάχης και αγωνιστικής εγρήγορσης για να συγκροτούνται οι δυνάμεις του εργατικού – λαϊκού κινήματος και όλων των κινημάτων ώστε να διεκδικήσουν άμεσα κατακτήσεις σε μισθούς, συνθήκες εργασίας, δημόσια αγαθά και δημοκρατικές ελευθερίες.
4)Σε αυτό το φόντο, μετά από 4 χρόνια διακυβέρνησης Μητσοτάκη η αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ καταρρέει πολιτικά και εκλογικά. Κι αυτό γίνεται ακριβώς επειδή αναζητώντας τη «βάρκα» της συστημικής μετάλλαξης και της όλο και πιο δεξιάς στροφής, προσπαθώντας μάταια να κερδίσει το υποτιθέμενο «κεντρώο» ακροατήριο, τελικά έχασε και την επαφή με τη «βάρκα» των λαϊκών στρωμάτων που πλήττονται βάναυσα. Αυτή η διπλή αποτυχία φαίνεται από την αλλαγή συσχετισμού με το ΠΑΣΟΚ όσον αφορά στο «κεντρώο» ακροατήριο (που αποτυπώνεται έντονα σε παραδοσιακά «κάστρα» της «δημοκρατικής παράταξης» βλ. Αχαϊα και Κρήτη) και πολύ περισσότερο στην κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ σε όλες τις λαϊκές περιφέρειες (π.χ. Β’ Πειραιά, Δυτική Αττική, Δυτική Αθήνα κλπ.) που είχε διατηρήσει το προβάδισμα ακόμα και στις εκλογές του 2019. Και αυτό οξύνει πλέον τον ανταγωνισμό με το ΠΑΣΟΚ που διατηρεί σημαντικές δυνάμεις με προοπτική διεύρυνσης για την κατάληψη προοπτικά της ηγεμονίας στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας και της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
5)Σημαντικό και ανησυχητικό είναι και το αποτέλεσμα της Ακροδεξιάς σε όλες τις εκδοχές της (Ελλ. Λύση, ΝΙΚΗ, μικρότεροι σχηματισμοί) που καταλαμβάνει αθροιστικά περίπου 11%. Επανασυσπειρώνει το κλασικό ποσοστό της ακροδεξιάς ψήφου και το διευρύνει δυστυχώς και με την ενσωμάτωση μέρους λαϊκών στρωμάτων που πείθονται από μία συντηρητική πολιτικοϊδεολογική απεύθυνση αντιδρώντας στην πολιτική της κυβέρνησης. Που τα έπληξε σφοδρά τόσο με τη διαχείριση της πανδημίας (και αντιδρούν σε αυτή από συντηρητική – αντιεμβολιαστική σκοπιά) όσο και με την οικονομική πολιτική της. Η αντιμετώπιση της ανασυγκρότησης της Ακροδεξιάς σε όλα τα επίπεδα (πολιτικό, ιδεολογικό, οργανωτικό) παραμένει σημαντικός αυτοτελής στόχος και δεν πρέπει να υποτιμάται.
6)Δεν πρέπει να αγνοηθεί επίσης ότι με αυτό το κοινό επικοινωνούν και κόμματα υβριδικού χαρακτήρα με αντιμνημονιακό λόγο κοινωνικά και εθνικιστικό λόγο σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, (π.χ. η Πλεύση Ελευθερίας, η Συμμαχία Ανατροπής του ΕΠΑΜ). Κόμματα που προέκυψαν από την αντιμνημονιακή περίοδο και δεν έχουν σχέση με την Αριστερά και το κίνημα, ορίζοντας τον πολιτικό προσανατολισμό τους πέραν της διάκρισης δεξιάς και αριστεράς.
7)Το ΚΚΕ έχει μία σημαντική ενίσχυση της τάξης του 1,93%, αποτυπώνοντας μία δυναμική των εκπροσωπήσεών του στο εργατικό και λαϊκό κίνημα, ορισμένες αναπροσαρμογές στην πολιτική του (κοινή δράση κατά της απαγόρευσης των διαδηλώσεων στις 17 Νοέμβρη 2020, σε αγώνες σωματείων όπως στην e-food, «ανοίγματα» σε καλλιτέχνες), δίνοντας ταυτόχρονα και την εικόνα ενός συμπαγούς πολιτικά και οργανωτικά αριστερού αντιπολιτευτικού πόλου που οικοδομεί στο έδαφος της ήττας μετά το 2015. Όμως η άνοδος αυτή καταφέρνει να εγκολπωθεί μικρό μέρος μόνο της κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ και υπολείπεται των καλύτερων ποσοστών που είχε στην περίοδο μετά την κρίση του 2008 (7,54% το 2009 και 8,48% το Μάιο του 2012). Κι αυτό διότι αρνήθηκε πεισματικά μία πολιτική ανοιχτής μετωπικής απεύθυνσης προς την υπόλοιπη αριστερά στο κίνημα και πολιτικά, ενώ αντιπάλεψε την υιοθέτηση ανατρεπτικών αιτημάτων σε κρίσιμα ζητήματα της περιόδου (π.χ. το ζήτημα της εθνικοποίησης των σιδηροδρόμων και γενικά των δημόσιων αγαθών κλπ.). Η Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ για τα αποτελέσματα και τις εκλογές της 25ης Ιουνίου, αντιθέτως, αποτιμά ότι ακριβώς η στάση του δικαιώνεται από την πρόσφατη εκλογική καταγραφή του, ενώ χιλιάδες αριστεροί/ες και πολίτες το ψήφισαν ως διαμαρτυρία ή «το μικρότερο κακό».
8)Το ΜεΡΑ25 – Συμμαχία για τη Ρήξη μένει εκτός Βουλής με 2,63% χάνοντας 0,8% από το αποτέλεσμα που είχε το 2019. Η εκλογική καμπάνια του είχε προφανείς οργανωτικές αδυναμίες, αλλά το σημαντικό είναι ότι δεν δικαιώθηκε ο προγραμματικά αμφίσημος λόγος του. Αντιθέτως, κόστισε αμφίπλευρα, αφού ο λόγος του κρίθηκε σε σημαντικό βαθμό ως αναξιόπιστος και εν μέρει ως επανάληψη του λόγου του ΣΥΡΙΖΑ προ 2015, τόσο από πιο μετριοπαθείς όσο και από πιο αριστερούς ψηφοφόρους. Ολόκληρη η εμπειρία του 2010-15 δείχνει ότι η προγραμματική σαφήνεια και ένας συγκεκριμένος και τεκμηριωμένος αριστερός ριζοσπαστικός λόγος είναι και αναγκαίος και δυνητικά αξιόπιστος. Η συμμαχία με τη ΛΑΕ δεν έδειξε να αλλάζει το ΜΕΡΑ25 σε αυτή την κατεύθυνση, αντιθέτως η ΛΑΕ φάνηκε να προσαρμόζεται στον ήδη υπαρκτό λόγο του ΜεΡΑ25 μετά το τελευταίο συνέδριό του. Και ανεπίσημες βιαστικές αποτιμήσεις που χρεώνουν την πτώση στην αριστερή στροφή του ΜεΡΑ25 είναι ανησυχητικές για τις πολιτικές επιλογές του σχηματισμού εν όψει των δεύτερων εκλογών
9)Η Αριστερά επαναστατικής αναφοράς καταγράφει μικρές ανόδους σε σχέση με το 2019. Τα αποτελέσματα αυτά είναι πολύ μικρά και παρά τη σημασία τους δεν μπορούν να θεωρηθούν ικανοποιητικά στο τοπίο της μεγάλης αποσυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ και μίας μαζικής εκλογικής στροφής προς τα δεξιά, ενώ η απόσταση από τη ρεφορμιστική κοινοβουλευτική Αριστερά μεγάλωσε. Χρειάζεται μεγαλύτερη σύνεση σε αποτιμήσεις που δηλώνουν δικαιωμένες από το εκλογικό αποτέλεσμα σε αυτό το τοπίο. Η προγραμματική οπισθοχώρηση, η σεχταριστική αποκοπή από ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές, οι χρόνιες πολιτικές και οργανωτικές αδυναμίες παραμένουν και εντείνονται, όπως δυστυχώς δείχνουν πολλά σημάδια από κοινωνικούς χώρους και πολιτικές διεργασίες στο προηγούμενο διάστημα. Η ανάγκη άλλης πορείας ανάταξης, υπέρβασης και ανασύνθεσης παραμένει επείγουσα.
10)Μπροστά μας έχουμε τις δεύτερες εκλογές της 25ης Ιουνίου. Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος όχι μόνο της αυτοδυναμίας πλέον, αλλά και της συγκρότησης πλειοψηφίας 180 εδρών (που θα μπορεί να προχωρήσει σε δεσμευτική απόφαση για το ποια είναι τα αναθεωρητέα άρθρα, με το περιεχόμενο της αναθεώρησης να κρίνεται πλέον με απλή πλειοψηφία στη μεθεπόμενη αναθεωρητική Βουλή). Και πρέπει να αποτραπεί! Για αυτό καμία αριστερή ψήφος δεν πρέπει να πάει χαμένη σε συστημικά, μνημονιακά κόμματα, είτε της δεξιάς (ΝΔ) είτε της σοσιαλδημοκρατίας (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ). Καμία ψήφος στην ακροδεξιά και τον «πατριωτικό» χώρο σε όλες τις εκδοχές του. Πρέπει να ενισχυθούν όλες οι μαχόμενες αριστερές δυνάμεις. Για να χτυπηθεί αποτελεσματικά η ΝΔ μέσα στη Βουλή αλλά κι έξω από αυτή, στους δρόμους, και πολύ περισσότερο ως παρακαταθήκη για την κρίσιμη περίοδο και τις μάχες που έχουμε μπροστά μας ψηφίζουμε ριζοσπαστικά, αντικαπιταλιστικά, κομμουνιστικά.
11)Η περίοδος που ανοίγει είναι περίοδος μάχης, γιατί θα έρθει μεγάλη αντιλαϊκή επίθεση από την πλευρά των δυνάμεων του κεφαλαίου και των πολιτικών εκφραστών του. Η οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις και για αυτό υπάρχει απροθυμία των οίκων αξιολόγησης να δώσουν επί 4 χρόνια στην Ελλάδα την περίφημη επενδυτική βαθμίδα. Η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος στην ΕΕ ως ποσοστό του ΑΕΠ, στην ανεργία καταγράφουμε την δεύτερη χειρότερη επίδοση με 11%, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αποτελεί ρεκόρ μετά το 2008, οι επενδύσεις υπολείπονται σημαντικά των αναγκαίων, το ΑΕΠ παραμένει ακόμη κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα. Και η διαρκής επιδείνωση της θέσης της εργαζόμενης πλειοψηφίας είναι το μοναδικό αξιόπιστο μέτρο για την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου κι εργασίας, όχι οι μικρές αυξήσεις των εκλογικών ποσοστών των κομμάτων της Αριστεράς. Η κρίση του 2009 έδειξε ότι κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, χρόνιες ανισορροπίες στο παραγωγικό σύστημα εκρήγνυνται, προκαλώντας οικονομική κρίση και φτώχεια. Και παρασέρνουν μαζί τους όχι μόνο μισθούς και συντάξεις, αλλά και στέρεες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες κι εκλογικούς θριάμβους. Για αυτό, χρειάζεται αγωνιστικός συναγερμός για την κινηματική προετοιμασία των δυνάμεων του κινήματος και της αριστεράς, για να μην κυριαρχήσει η απογοήτευση και η παραίτηση. Χρειάζεται να ξαναμπούν στη συζήτηση τα θέματα της επερχόμενης οικονομικής αστάθειας και πιθανής κρίσης, της εκτίναξης του χρέους, της επιστροφής της μνημονιακής εποπτείας και λιτότητας, του πολέμου, της μετανάστευσης, της επιτάχυνσης των κατασχέσεων και όλα όσα απουσίαζαν ηχηρά από την προεκλογική συζήτηση.
12)Ξεκινάμε όμως από δυσμενέστερη αφετηρία. Και για αυτό εξίσου επείγουσα είναι και η ανάγκη για σοβαρή πολιτική και προγραμματική αναζήτηση και επεξεργασία, οικοδόμηση των κοινωνικών και πολιτικών όρων για την ανατροπή της αντιλαϊκής επίθεσης και συγκρότηση μίας άλλης αριστερής ριζοσπαστικής πολιτικής εναλλακτικής. Αφού χρειάζεται, λοιπόν, θα ξαναρχίσουμε αλλιώς. Με όσους αγωνιστές/τριες και όσες δυνάμεις έχουν παρόμοιες αγωνίες, αυτοκριτική ματιά και βούληση να αλλάξουμε ό,τι πρέπει να αλλάξει και να κρατήσουμε ό,τι χρειάζεται. Χωρίς αυτάρκεια και έπαρση, με ανοιχτή ματιά, ενωτική – μετωπική απεύθυνση, ειλικρινή βούληση και πρακτική κοινής δράσης στα κινήματα. Με επίγνωση ότι είναι αναγκαία σήμερα η ανασύνθεση και επανίδρυση της κομμουνιστικής προοπτικής. Γιατί το μέλλον μπορεί να διαρκεί πολύ, αλλά φτιάχνεται από εμάς και όχι μόνο του.
ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΤΑΤΑΒΑΤΙΚΗ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ
(Αριστερή Ανασύνθεση, Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο, ανένταχτοι/ες)