Από το πιεστήριο του Γουτεµβέργιου στην ψηφιακή µιντιακή πραγµατικότητα
To Kommon αντιλαμβανόμενο το κλίμα Μακαρθισμού που έχει δημιουργηθεί, εναντίον όχι μόνο των αντιπολεμικών φωνών και της Αριστεράς, αλλά πρώτα και κύρια εναντίον οτιδήποτε ρωσικού προχωράει στην αναδημοσίευση άρθρων Ρώσων διανοουμένων. Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από το βιβλίο των εκδόσεων Τόπος, με τίτλο «Υπάρχει αντικειμενική ενημέρωση;»
Αρχικά, οι επιστήµονες και οι ειδικοί υποδέχτηκαν την εµφάνιση και την ταχεία ανάπτυξη του διαδικτύου ως χώρου της παγκόσµιας επικοινωνίας µε ενθουσιώδεις κριτικές και αισιόδοξες προσδοκίες. Οι βασικές τους προσδοκίες συνδέονταν µε τις ευρείες εξωεδαφικές δυνατότητες της δηµοκρατικής διαµετακόµισης και την «απελευθέρωση των ανθρώπων» από την κυριαρχία των Μέσων Μαζικής Ενηµέρωσης στο δηµόσιο χώρο. ∆ηµιουργούνταν η εντύπωση πως ένας απλός άνθρωπος θα αποκτούσε την ελευθερία να επιλέγει τις πηγές πληροφόρησης, τη δυνατότητα να χρησιµοποιεί διαύλους επικοινωνίας κατά τη διακριτική του ευχέρεια, καθώς και την ελευθερία του λόγου. Όλα αυτά έπρεπε να οδηγήσουν στον εκδηµοκρατισµό των παραδοσιακών θεσµών εξουσίας, στην απελευθέρωση της σύγχρονης κοινωνίας από τα αυταρχικά καθεστώτα, στη δηµιουργία συνθηκών για τη «λαϊκή διακυβέρνηση» των κρατών. Και οι προηγούµενοι κλασικοί τρόποι προσέγγισης στον καθορισµό του ρόλου των ΜΜΕ στις διαδικασίες διαχείρισης της κοινωνίας έπρεπε να φύγουν από το προσκήνιο.
Μετά από ένα αρκετά µεγάλο χρονικό διάστηµα, µπορούµε να διαπιστώσουµε µε βεβαιότητα ότι η αισιοδοξία που συνδέεται µε τη δηµοκρατική επανάσταση και την «αληθινή απελευθέρωση» των µαζών αποδείχθηκε αδικαιολόγητη. Όπως δείχνει η σύγχρονη πρακτική, το διαδίκτυο έχει µετατραπεί σε παγκόσµιο χώρο επικοινωνίας που έχει ένα υψηλό δυναµικό χειραγώγησης. Στην ουσία, τα digital Mass Media (ψηφιακά Μέσα Μαζικής Ενηµέρωσης) αναπτύσσονται ακολουθώντας µια πορεία παρόµοια µε τα παραδοσιακά «offline» (µη διαδικτυακά) µέσα. Επιπλέον, οι δυνατότητες ελέγχου της µαζικής συνείδησης στον ψηφιακό χώρο αποδείχθηκαν ακόµη πιο σηµαντικές.
Οι συνθήκες κατανόησης της πραγµατικότητας από τις µάζες µε τη βοήθεια των ψηφιακών µέσων και διαύλων της µαζικής επικοινωνίας είναι σήµερα καθοριστικές για την αντίληψη της γύρω πραγµατικότητας από την κοινή συνείδηση, αφήνοντας παράλληλα τις συνθήκες ύπαρξής της στο χώρο των επαϊόντων («knowmen»). Και, όπως και πριν, «η έννοια της πνευµατικής ελευθερίας συνίσταται στην αναβίωση της ατοµικής σκέψης, που σήµερα απορροφάται από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και επίδρασης στη συνείδηση, στην κατάργηση της “κοινής γνώµης” µαζί µε εκείνους που τη δηµιουργούν»[1].
Μπορούµε, άραγε, σήµερα να πούµε µε βεβαιότητα ότι η ψηφιακή εποχή έχει επηρεάσει ευνοϊκά την ανάπτυξη των πολιτικών δικαιωµάτων και ελευθεριών, έχει επιτρέψει σ’ έναν απλό άνθρωπο να γίνει πιο ενηµερωµένος και ελεύθερος στην επιλογή των πληροφοριών; Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτηµα, κατά τη γνώµη µας, είναι αρνητική. Όπως έγραψε προφητικά ο Χ. Μαρκούζε (H. Marcuse), «ένας ανεπτυγµένος βιοµηχανικός πολιτισµός είναι ένα βασίλειο άνετης, ειρηνικής, µέτριας, δηµοκρατικής ανελευθερίας, που µαρτυρεί την ύπαρξη της τεχνικής προόδου»[2]. Και η πρόοδος στις τεχνολογίες ψηφιακής επικοινωνίας δεν αποτελεί εξαίρεση.
Παρά την εµφάνιση ευρειών δυνατοτήτων γρήγορης και άνετης πρόσβασης σε πληθώρα πληροφοριών για έναν µαζικό καταναλωτή, το σύστηµα διαχείρισης της µαζικής συνείδησης δεν έχει αλλάξει ριζικά. Η διεύρυνση του αριθµού των διαύλων µαζικής επικοινωνίας, η εµφάνιση των νέων διαθέσιµων διαύλων απόκτησης πληροφοριακού περιεχοµένου στην ουσία, µόνο επιδεινώνουν την κατάσταση που έχει σχέση µε την ανελευθερία του σύγχρονου ανθρώπου, την ανελευθερία του να σκέφτεται ανεξάρτητα. Εάν σήµερα ένας άνθρωπος είναι έτοιµος να σκέφτεται ανεξάρτητα και αρνείται να συµµετάσχει στην παγκόσµια κατανάλωση των πληροφοριών, παραδόξως αντιµετωπίζει προβλήµατα αναζήτησης πληροφοριών. Οι υπηρεσίες αναζήτησης, οι πύλες ειδήσεων, τα µέσα κοινωνικής δικτύωσης, απαντώντας σε οποιοδήποτε αίτηµα, παρέχουν χιλιάδες απόψεις που αξιώνουν να είναι αληθινές και ταυτόχρονα είναι αντίθετες µεταξύ τους.
Ωστόσο, παρά την ποικιλία του περιεχοµένου πληροφοριών που προσφέρεται, εξακολουθούµε να είµαστε, µιλώντας τη γλώσσα του Γκ. Χέγκελ (G. Hegel), «πίσω από την αυλαία», χωρίς να έχουµε τη δυνατότητα να δούµε και να κατανοήσουµε την πραγµατική εικόνα του κόσµου. Όπως έγραψε σχετικά ο Φ. Γουέµπστερ (F. Webster), «δε ζούµε σε έναν κόσµο για τον οποίο έχουµε κάποιο είδος πληροφοριών, αντίθετα, ζούµε σε έναν κόσµο που έχει δηµιουργηθεί από τις πληροφορίες»[3]. Στο µεταξύ, η ψηφιακή πραγµατικότητα της παγκόσµιας µεταβιοµηχανικής κοινωνίας είναι, συν τοις άλλοις, ένας εντελώς νέος τύπος πληροφοριακής πραγµατικότητας[4], τη βάση της οποίας αποτελεί το ψηφιακό περιεχόµενο. Αντί για έναν ανοιχτό χώρο που επιτρέπει σε κάποιον να αποκτά προσιτές και αντικειµενικές πληροφορίες, στον κόσµο, κατά τη γνώµη µας, έχει διαµορφωθεί ένας παγκόσµιος χώρος µαζικής κατανάλωσης των ψηφιακών µιντιακών προϊόντων, υποκατάστατων της πραγµατικότητας, χαρακτηριστικά των οποίων είναι η άνεση, η µεγάλη ταχύτητα και το χαµηλό κόστος της κατανάλωσης, καθώς και η ελκυστικότητα του περιεχοµένου, η προσβασιµότητα και ο µεγάλος αριθµός των «σηµείων κατανάλωσης». Ο χώρος αυτός µεταµορφώνει µε επιθετικό τρόπο τους παραδοσιακούς πολιτισµούς, τις αξίες και τις ιδεολογίες προς όφελος των ελιτίστικων οµάδων που ελέγχουν τα διαδικτυακά Μέσα Μαζικής Ενηµέρωσης.
Ο Χέρµπερτ Μαρκούζε, κατά τη γνώµη µας, είχε δίκιο όταν εξέφρασε την άποψη ότι «ο υψηλός πολιτισµός της ∆ύσης, τις ηθικές, αισθητικές και πνευµατικές αξίες του οποίου εξακολουθεί να κηρύττει η βιοµηχανική κοινωνία, τόσο από λειτουργική όσο και από χρονολογική άποψη ήταν ένας προτεχνολογικός πολιτισµός»[5]. Στις σύγχρονες συνθήκες µιας παγκόσµιας αλλαγής του τεχνολογικού συστήµατος και µετάβασης του πολιτισµού στη λεγόµενη ψηφιακή κοινωνία, παρουσιάζεται ως αναπόφευκτη και η αλλαγή των αξιακών παραδειγµάτων, φορείς των οποίων προβάλλουν οι µάζες, τα οποία όµως σχηµατίζονται από τις ελιτίστικες οµάδες οι οποίες έχουν τις δυνατότητες να ελέγχουν τις πηγές πληροφοριών και επικοινωνίας. Η άσκηση εξουσίας σε τέτοιες συνθήκες πραγµατοποιείται «µε βάση την παραγωγή και τη διάδοση των πολιτιστικών κωδίκων και πληροφοριών. Ο έλεγχος των δικτύων επικοινωνίας γίνεται ο µοχλός µε τη βοήθεια του οποίου τα συµφέροντα και οι αξίες µετατρέπονται σε κατευθυντήριες αρχές της ανθρώπινης συµπεριφοράς»[6]. Ωστόσο, το τίνος συµφέροντα και αξίες εισάγονται στη µαζική συνείδηση αποτελεί ένα ζήτηµα ταµπού στη σύγχρονη κοινωνία.
Στο µεταξύ, η συγκεκριµένη κατάσταση πραγµάτων δεν αποτελεί σηµαντικό πρόβληµα για πολλές ανεπτυγµένες χώρες. Όπως γράφει ο Ν. Τσόµσκι, «σύµφωνα µε τις απόψεις που επικρατούν στις Ηνωµένες Πολιτείες, η δηµοκρατία δεν παραβιάζεται εάν το πληροφοριακό σύστηµα ελέγχεται από µερικές εταιρείες: Στην πραγµατικότητα, αυτό ακριβώς αποτελεί την ουσία της δηµοκρατίας»[7]. Στην ουσία, ο λόγος γίνεται για τη δηµιουργία των εταιρικών «εργοστασίων επικοινωνίας»[8], τα οποία δίνουν την εντολή σε «κάθε ανθρώπινη µονάδα να συµµορφωθεί µε έναν προκαθορισµένο στόχο»[9]. Ως αποτέλεσµα µιας τέτοιας «ελευθερίας της κοινωνίας», κατά το Σ. Μπάτλερ (S. Butler), «η κοινωνία αγοράζει τις απόψεις της, όπως αγοράζουν κρέας και γάλα, επειδή είναι φθηνότερο από το να διατηρείς δική σου αγελάδα. Μόνο που εδώ το γάλα αποτελείται κυρίως από νερό»[10].
Στην ουσία, µπορούµε να διαπιστώσουµε ότι η σύγχρονη βιοµηχανία των µίντια έχει διαµορφώσει ενός είδους ψηφιακές αγορές µέσων, που προσφέρουν ένα προϊόν αµφιβόλου ποιότητας σε πολύχρωµες ελκυστικές συσκευασίες, προσιτό και βολικό στην κατανάλωση. Και εδώ µπορούµε να θυµηθούµε πάλι τα προφητικά λόγια του Μαρκούζε, ο οποίος έγραψε: «Το γεγονός ότι τα Μέσα Μαζικής Ενηµέρωσης αναµειγνύουν αρµονικά και πολλές φορές ανεπαίσθητα την τέχνη, την πολιτική, τη θρησκεία και τη φιλοσοφία µε την εµπορική διαφήµιση σηµαίνει ότι αυτοί οι τοµείς του πολιτισµού οδηγούνται σε έναν κοινό παρονοµαστή – την εµπορευµατική µορφή»[11]. Μόνο που σ’ αυτήν την περίπτωση, µπορούµε πλέον να µιλάµε για ένα ψηφιακό προϊόν – απλά µοντέλα των µίντια, που εξηγούν την πραγµατικότητα και προορίζονται για τη µαζική κατανάλωση πληροφοριών στο χώρο του ∆ιαδικτύου: «Αντί για κανονιστική ρύθµιση της συµπεριφοράς ενός µεσαίου πολίτη, η αποπλάνηση του καταναλωτή, αντί για επιβολή της ιδεολογίας, η διαφήµιση, αντί για νοµιµοποίηση της εξουσίας, κέντρα και γραφεία Τύπου»[12]. Στον κατάλογο του Μπάουµαν (Bauman) πρέπει να προσθέσουµε λογαριασµούς στα µέσα κοινωνικής δικτύωσης, τους εταιρικούς και κυβερνητικούς ιστότοπους, τις ειδήσεις, τα κανάλια «µέσεντζερ» (messenger) και η περιγραφή του θα αντιστοιχεί στην τρέχουσα κατάσταση που επικρατεί στον ψηφιακό χώρο.
Γίνεται εξαιρετικά επίκαιρο το ερώτηµα: Είναι δυνατόν πραγµατικά να χαράξουµε µια γραµµή µεταξύ των Μέσων Ενηµέρωσης ως εργαλείων ενηµέρωσης και ψυχαγωγίας και ως παραγόντων της χειραγώγησης και του επηρεασµού της συνείδησης; Μπορούµε να διαπιστώσουµε ότι η απάντηση σ’ αυτό το ερώτηµα δεν έχει αλλάξει. Επιπλέον, η εντατικοποίηση των ροών πληροφοριών, η εξωεδαφικότητά τους, η χρήση µορφών των πολυµέσων, η δυνατότητα της «ιογενούς» («viral») εξάπλωσης του ψηφιακού περιεχοµένου στο χώρο των µέσων κοινωνικής δικτύωσης µόνο επιδεινώνουν την κατάσταση, διαµορφώνοντας µια χαοτική και αποσπασµατική αντίληψη από τις µάζες των αντικρουόµενων πληροφοριών σχετικά µε τις συνεχιζόµενες εξελίξεις, τα γεγονότα, τα φαινόµενα της πραγµατικότητας που κρύβει η εγελιανή αυλαία από τα µάτια ενός απλού ανθρώπου.
Ο µαζικός άνθρωπος παραµένει, όπως και πριν, όµηρος του συστήµατος, βρίσκεται σε ενός είδους αποµόνωση από τα µίντια, αναγκασµένος να κατασκευάσει τις αντιλήψεις του για την πραγµατικότητα µε βάση τα υποκατάστατα των µέσων που έχει στη διάθεσή του. Ο σύγχρονος άνθρωπος, «εγκλωβισµένος µέσα στην υποκειµενικότητά του σαν να ήταν αποµόνωση»[13], µε τη βοήθεια των πληροφοριακών ροών που τον αποκόπτουν και τον αποµακρύνουν από τον υπαρκτό κόσµο, έχει να κάνει µε ενός είδους υποκατάστατα µιντιακά µοντέλα, που αντιπροσωπεύουν µια πραγµατικότητα απρόσιτη για διερµήνευση, καθώς και µε τις προσοµοιώσεις, που αξιώνουν να περάσουν από τη µορφή των µιντιακών φαινοµένων στην κατηγορία των επαϊόντων (knowmen) στο σύστηµα της µαζικής συνείδησης. Λόγω της αδυναµίας απόκτησης γνώσης για τα περισσότερα πραγµατικά γεγονότα, φαινόµενα, διαδικασίες από την άµεση πείρα, οι µάζες αναγκάζονται να αλληλεπιδράσουν µε τα µιντιακά φαινόµενα που αντιπροσωπεύουν την πραγµατικότητα, τα οποία εκτελούν µονοπωλιακά τη λειτουργία εξήγησης της γύρω πραγµατικότητας. Σήµερα, όπως και πριν, «άµεσοι φορείς, προπαντός, της διάδοσης των γνώσεων και των λοιπών κοινωνικά σηµαντικών πληροφοριών είναι τα ΜΜΕ»[14]. Το µόνο που έχουν κάνει τα ψηφιακά µέσα είναι το γεγονός ότι έχουν επεκτείνει µόνο το φάσµα των εργαλείων για τη δηµιουργία και τη µετάδοση του σχετικού πληροφοριακού περιεχοµένου στη µαζική συνείδηση.
Λόγω του σηµαντικού όγκου πληροφοριών που µεταδίδονται µέσω των διαύλων πολιτικής επικοινωνίας του διαδικτύου, η αντίληψη του περιεχοµένου των µηνυµάτων γίνεται κλιπαρισµένη και η αυτοσυνείδηση του χρήστη του διαδικτύου διάσπαρτη, διαφοροποιηµένη, ανίκανη να επεξεργαστεί την εντατική ροή πληροφοριών[15]. Στο µεταξύ, αναµφίβολα, αντιστεκόµαστε στην επίδραση των µίντια, υποψιαζόµενοι ότι µας χειραγωγούν, στην ουσία όµως αυτό δεν αλλάζει τίποτα, καθώς «οι γνώσεις που λάβαµε από τα Μέσα Μαζικής Ενηµέρωσης από µόνες τους σχηµατίζουν ένα κλειστό πλαίσιο, τα στοιχεία του οποίου ενισχύουν το ένα το άλλο»[16].
Ως αποτέλεσµα, η ψηφιακή κοινωνία όχι µόνο δεν απελευθερώνει τον άνθρωπο, αλλά περιορίζει ακόµη πιο πολύ τις γνωστικές του ικανότητες, την ικανότητα κριτικής και ανεξάρτητης σκέψης. Στο µεταξύ οι δυνατότητες χειριστικής διαχείρισης της µαζικής αντίληψης και συµπεριφοράς και, κατά συνέπεια, του ελέγχου των µαζών αυξάνονται σηµαντικά. «Το πώς φαντάζονται οι άνθρωποι τον κόσµο καθορίζει τη δεδοµένη στιγµή τι θα κάνουν. ∆ηλαδή, καθορίζει τις προσπάθειές τους, τα συναισθήµατά τους, τις ελπίδες τους, αλλά δεν καθορίζει τα επιτεύγµατα και τα αποτελέσµατά τους»[17], µε άλλα λόγια, οι δυνατότητες πραγµατικών αλλαγών της γύρω πραγµατικότητας καθίστανται απρόσιτες για τους περισσότερους ανθρώπους, οι οποίοι εκ των πραγµάτων γίνονται ανίσχυροι, αλλά µαζί µ’ αυτό συχνά είναι αρκετά ικανοποιηµένοι στο επίπεδο των υποκειµενικών τους αισθήσεων και συγκινήσεων, πράγµα που εντάσσεται πλήρως στο αποδεκτό πλαίσιο της ύπαρξης των µαζών σε µια ελεγχόµενη κοινωνία.
Σε τέτοιες συνθήκες, ο άµεσα πραγµατικός κόσµος, από τον οποίο είναι αποκοµµένος ο µαζικός καταναλωτής των πληροφοριών, βρίσκεται «πέρα από τα όρια της προσβασιµότητας, της ορατότητας και της συνείδησης»[18]. Μπορεί να φανταστεί κανείς τέτοια κατάσταση ως µια µονοδιάστατη[19] εικονική µήτρα, στην οποία η συνείδηση του ανθρώπου είναι γερά συνδεδεµένη µε τα δίκτυα των πληροφοριακών ροών, βασικός σκοπός των οποίων είναι να οικοδοµήσουν µια υποκειµενικά άνετη ψευδαίσθηση της πραγµατικής ύπαρξης του ατόµου. «Ο έλεγχος της πληροφόρησης, η απορρόφηση του ατόµου […] οδηγούν στην πτώση της συνείδησης, την ελεγχόµενη παροχή και τον περιορισµό της γνώσης. Το άτοµο δε γνωρίζει τι συµβαίνει στην πραγµατικότητα, µια πανίσχυρη µηχανή εκπαίδευσης και ψυχαγωγίας τον ενώνει µε όλους τους άλλους σε κατάσταση αναισθησίας, από την οποία αποκλείονται όλες οι βλαβερές ιδέες. Και επειδή η γνώση όλης της αλήθειας είναι απίθανο να συµβάλει στην ευτυχία, ακριβώς αυτή η γενική αναισθησία κάνει το άτοµο ευτυχισµένο»[20].
Ένας µαζικός άνθρωπος έχει πρόσβαση µόνο σε µια µιντιακή εικόνα του κόσµου που κατασκευάστηκε από κάποιον και η εικόνα αυτή αποτελεί τη βάση για τη διαχείριση µιας κοινωνίας η οποία δεν είναι έτοιµη για αυτοστοχασµό και κριτική αντίληψη των εκδοχών της πραγµατικότητας που της προσφέρονται από τα µίντια. «Όταν οι µεγαλεπήβολοι λόγοι για την ελευθερία και την υλοποίηση των προσδοκιών αρθρώνονται από τους ηγέτες και τους πολιτικούς, οι οποίοι ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον και στη συνέχεια πολλαπλασιάζονται µε τη βοήθεια των οθονών, των ραδιοφώνων και των κερκίδων, µετατρέπονται σε κούφια λόγια που έχουν κάποιο νόηµα µόνο στο πλαίσιο της προπαγάνδας, της επιχειρηµατικότητας, της πειθαρχίας και της χαλάρωσης»[21].
Ακόµη και η κοινή γνώµη, την οποία είθισται να επικαλείται κανείς όταν λαµβάνονται διάφορες κυβερνητικές αποφάσεις στον πολιτικό, οικονοµικό ή κοινωνικό τοµέα, στην πραγµατικότητα γίνεται ένα τεχνητά δηµιουργηµένο εφήµερο κατασκεύασµα-παράγωγο της συνεχούς και µαζικής ενηµερωτικής και επικοινωνιακής εργασίας στο δηµόσιο χώρο. Τέτοια κοινή γνώµη καθορίζει και υποστηρίζει τις στερεοτυποποιηµένες κατευθυντήριες γραµµές στην κοσµοαντίληψη και τη συµπεριφορά των µαζών. Ανεξαρτήτως του αν µιλάµε για παραδοσιακές οµάδες ανθρώπων ή για δικτυακές κοινότητες, «οι εικόνες σύµφωνα µε τις οποίες δρουν οι οµάδες ανθρώπων ή τα άτοµα που ενεργούν για λογαριασµό των οµάδων είναι η Κοινή Γνώµη µε κεφαλαίο αρχικό γράµµα»[22].
Η διατήρηση µιας βολικής εκδοχής της αντικειµενικής πραγµατικότητας, η διασφάλιση του ελέγχου των µαζικών αντιλήψεων γίνονται κρίσιµες προϋποθέσεις για τη σταθερή και νόµιµη ύπαρξη των σύγχρονων θεσµών της εξουσίας, καθώς και των πολιτικών και οικονοµικών ελίτ, οι οποίες πραγµατοποιούν την «καθολική κινητοποίηση όλων των Μέσων Μαζικής Ενηµέρωσης για την προστασία της υφιστάµενης πραγµατικότητας»[23]. Ως αποτέλεσµα, µόνο «το κλείσιµο της τηλεόρασης και παρόµοιων Μέσων Ενηµέρωσης θα µπορούσε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να δώσει ώθηση στην έναρξη εκείνου στο οποίο δεν µπορούσαν να οδηγήσουν οι θεµελιώδεις αντιφάσεις του καπιταλισµού – την πλήρη διάλυση του συστήµατος»[24]. Σήµερα, στο προτεινόµενο σενάριο µένει να προστεθεί µόνο η αποσύνδεση του διαδικτύου ως χώρου στον οποίο διαµορφώνονται, µεταδίδονται στη µαζική συνείδηση και υποστηρίζονται σ’ αυτήν τα συµπεριφορικά και ιδεολογικά εµφυτεύµατα που είναι απαραίτητα για τη διατήρηση του υπάρχοντος συστήµατος.
Όπως δείχνει η ανάλυση της σύγχρονης πρακτικής των µαζικών επικοινωνιών στον ψηφιακό χώρο, «µια νέα τεχνολογία µπορεί να γίνει επικίνδυνος αγωγός της τυραννίας […] Μια αόρατη και ήπια τυραννία είναι η πλέον επικίνδυνη. Μια τυραννία στην οποία οι υπήκοοι γίνονται συνένοχοι της δικής τους θυσίας και στην οποία η υποδούλωση είναι αποτέλεσµα όχι των προθέσεων, αλλά των περιστάσεων»[25]. Και η θεωρητική διερµήνευση του ρόλου και των λειτουργιών των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας στις διαδικασίες διαχείρισης της κοινωνίας εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά επίκαιρη για τη µελέτη των σύγχρονων τεχνολογιών επικοινωνίας στις συνθήκες διαµόρφωσης µιας ψηφιακής κοινωνίας.
[1]. Маркузе, 2003, σ. 5.
[2]. Όπ.π., σ. 15.
[3]. Уэбстер, 2004, σ. 331.
[4]. Подопригора, 2018, σ. 9.
[5]. Маркузе, 2003, σ. 75.
[6]. Кастельс, 2004, σ. 193.
[7]. Chomsky, 1990, σ. 29.
[8]. Дружинин, 2017.
[9]. Московичи, 1998, σ. 46.
[10]. Butler, 2011, σ. 261.
[11]. Маркузе, 2003, σ. 74.
[12]. Бауман, 2005, σελ. 73-74.
[13]. Арендт, 2000, σ. 76.
[14]. Грачев, Мельник, 1999, σ. 293.
[15]. Назаров, 2000, σ. 142.
[16]. Луман, 2005, σ. 8.
[17]. Липпман, 2004, σ. 46.
[18]. Όπ.π., σ. 49.
[19]. Εννοείται η µιντιακή διάσταση.
[20]. Эрос и цивилизация, 2002, σ. 94.
[21]. Маркузе, 2003, σ. 74.
[22]. Липпман, 2004, σ. 50.
[23]. Маркузе, 2003, σ. 88.
[24]. Όπ.π., σ. 323.
[25]. Barber, 1998, σελ. 581-582.