Ποιος θα ακυρώσει την επαίσχυντη αντι- μεταρρύθμιση;
Ψηφίστηκαν με πολύ μικρές αλλαγές, οι τροποποιήσεις για το νέο Ποινικό Κώδικα και του ΚΠΔ σε κατεύθυνση ακροδεξιά και νοοτροπία χωροφυλακίστικη.
Ήταν «το γλυκάκι» που χορήγησε η κυβέρνηση στο δεξιό και ακροδεξιό της ακροατήριο μετά το «φιλελεύθερο» νομοσχέδιο για το γάμο των ομοφύλων ζευγαριών και την τεκνοθεσία που τους «ζάλισε» και «εξόργισε», καθότι ως γνωστόν αυτό το κοινό ικανοποιείται πάντα με το υποτιθέμενο «νόμος και τάξη» και «οι εγκληματίες στη φυλακή», κυρίως σε συμβολικό επίπεδο. Και ιδίως όταν αυτός «ο νόμος και η τάξη» αφορά στους φτωχότερους των συμπολιτών μας, τους αδύναμους, τους κοινωνικούς αγωνιστές και τη νεολαία που αντιστέκεται.
Διότι ως γνωστόν η Δικαιοσύνη είναι σαν το φίδι: «δαγκώνει πρώτα τους ξυπόλητους».
Ίσως γι’ αυτούς τους λόγους χαρακτηρίσθηκε η σπουδή της Κυβέρνησης ως «ποινικός λαϊκισμός».
Ήταν η πρώτη φορά από τη μεταπολίτευση που ένα τόσο σοβαρό νομοθέτημα όπως η τροποποίηση των Ποινικών Κωδίκων βγήκε κατ’ ευθείαν από το γραφείο του Υπουργού Δικαιοσύνης και κάποιων εισαγγελέων και όχι τυχαία προαναγγέλθηκε με χαρά από τον Υπουργό Επικρατείας Μ. Βορίδη.
Ούτε Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων Καθηγητών Πανεπιστημίου, Ποινικολόγων, Δικαστών, κ.λπ., συστήθηκε προκειμένου να συμβάλει στην κατάρτιση, ούτε τίποτα.
Παρότι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι όλης της χώρας απείχαν για μεγάλο διάστημα από τις Ποινικές Δίκες και είχαν ομόφωνα καταδικάσει το σχετικό νομοσχέδιο, όπως και η πλειοψηφία των δικαστών (αλλά όχι των εισαγγελέων), η κοινωνία (ας το πούμε έτσι) δεν έχει καν πληροφορηθεί, πολύ δε περισσότερο κατανοήσει το τι αλλαγές στον ποινική αντιμετώπιση ακόμα και των μικροπαραβατών, επιφυλάσσει η συγκεκριμένη ρύθμιση.
Για παράδειγμα, να αναφέρουμε ότι έως τώρα και όσον αφορά τα πλημμελήματα (ήτοι αδικήματα χαμηλής κοινωνικής απαξίας και αντίστοιχης ποινικής αξιολόγησης), όταν η ποινή ήταν έως τρία χρόνια, το δικαστήριο δεσμευόταν να δίνει αναστολή εκτέλεσης της ποινής τριών ετών, με την προϋπόθεση να μην έχει ο κατηγορούμενος αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις εναντίον του πέραν ενός ορίου.
Με την τροποποίηση που ψηφίστηκε, με ποινή έως ένα έτος, το δικαστήριο δεν υποχρεούται αλλά «δύναται» να δώσει αναστολή εκτέλεσης, ενώ για ποινή πάνω από δύο χρόνια όπου επιτρέπεται η χρηματική μετατροπή της ποινής, τις περισσότερες φορές ο καταδικασμένος θα είναι υποχρεωμένος (ακόμα κι αν έχει λευκό ποινικό μητρώο) να εκτίει πραγματικά ποινή φυλάκισης έως και 6 μήνες!
Για όσους από εμάς βιώνουμε στα ποινικά ακροατήρια το τί συμβαίνει, τρομάζουμε με την προοπτική φυλάκισης αγωνιστών , νεολαίων και μη, που συλλαμβάνονται «στο σωρό», για παράδειγμα μετά από μία διαδήλωση και κατηγορούνται με αρκετά πλημμελήματα κατά της «δημόσιας τάξης».
Γίνεται πλέον λοιπόν πολύ εύκολο το να καταδικαστείς σε πάνω από δύο χρόνια (ακόμα και δύο χρόνια και μία ημέρα) και να πρέπει να πας φυλακή!
Αν δεν είναι αυτό κρατική τρομοκρατία τότε τί είναι;
Αλλά και σε μικροαδικήματα κοινωνικού τύπου ή ακόμα και συγγενικών διενέξεων, θα επικρέμεται η σπάθη της φυλάκισης!
Σημαντική είναι επίσης η μέριμνα του νόμου να απαλλάξει τους αστυνομικούς από τη βάσανο του Ποινικού Ακροατηρίου και την υποχρέωσή τους να καταθέτουν τη μαρτυρία τους ζωντανά κατά τη διεξαγωγή της δίκης, να απαντούν στους συνηγόρους και την έδρα για όσα είδαν και άκουσαν οι ίδιοι. Πλέον το δικαστήριο μπορεί να αρκείται στην ανάγνωση της έγγραφης κατάθεσής τους.
Περαιτέρω ο νόμος προβλέπει την ισόβια κάθειρξη ως μοναδική ποινή για μεγάλο αριθμό αδικημάτων, «την κατάλυση του δικαιώματος του κατηγορούμενου να ελέγχει τη διαδικασία λήψης γενετικού υλικού σε αυτόφωρα αδικήματα, την περιστολή της αναστολής εκτέλεσης ποινών και την πρόσφατη τροποποίηση της παρ. 3 του άρθρου 187 ΠΚ που διεύρυνε την τυποποίηση του εγκλήματος της «συμμορίας» για αδικήματα που στρέφονται κατά της προσωπικής ελευθερίας, της ιδιοκτησίας ή της περιουσίας και μάλιστα με την κατάργηση της ανασταλτικής ισχύoς της έφεσης…
Παράλληλα, με τις νέες διατάξεις αυξάνονται τα ανώτατα όρια έκτισης ποινών, ενώ περιορίζεται η υφ’ όρον απόλυση. Τα ανώτατα όρια της πρόσκαιρης κάθειρξης αυξάνονται στα 20 έτη, αυξάνονται τα όρια επιβολής μειωμένης ποινής και τα όρια επιβολής συνολικής ποινής για περισσότερες πράξεις, διευρύνονται οι περιπτώσεις επιβολής περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης ανηλίκων. Η εκδίκαση των υποθέσεων από μονομελείς συνθέσεις, η κατάργηση της ενδιάμεσης διαδικασίας των Συμβουλίων στο όνομα της “επιτάχυνσης” και η επιβολή τσουχτερών παραβόλων, προστίμων και δικαστικών εξόδων συνθέτουν ένα ασφυκτικό σκηνικό για τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και του κάθε πολίτη που επιθυμεί πρόσβαση στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης.
Η κυβέρνηση υπό το αυθαίρετο πρόσχημα της ανόδου της εγκληματικότητας επιχειρεί να τροφοδοτήσει ένα αντιδραστικό ακροατήριο προκειμένου να νομιμοποιήσει την κατεύθυνση της προληπτικής και πραγματικής καταστολής, που στοχεύει στην οπισθοδρομική και αντιεπιστημονική αντίληψη του να “γεμίσουν οι φυλακές”. Πρόκειται για μια ακόμα εργαλειοποίηση του ποινικού δικαίου για τη προώθηση του δόγματος του «Νόμου και της Τάξης» που θα οδηγήσει στον πολλαπλασιασμό του πληθυσμού των κρατουμένων και θα μετατρέψει την σύγχρονη έννοια του σωφρονισμού σε εκδίκηση και ανηλεή, δυσανάλογη τιμωρία». (βλ. Ανακοίνωση Εναλλακτικής Παρέμβασης – Δικηγορικής Ανατροπής- epda.gr)
Αντίθετα ο νόμος, το αστυνομικό σύστημα και η Δικαιοσύνη, δεν έχουν έως σήμερα δείξει τα ίδια άμεσα ανακλαστικά όσον αφορά την βαριά εγκληματικότητα, τις μαφίες που παρακολουθούμε να αλληλοσκοτώνονται μέσα στην πόλη μέρα – μεσημέρι, ή την θαλάσσια ναρκω-οδό που απ’ ότι φαίνεται πάρα πολύ εύκολα και επικερδώς εκμεταλλεύεται το εγχώριο ναυτοκεφάλαιο.
Όμως η Ιστορία μας έχει διδάξει (όπως και η εμπειρία από άλλες χώρες με υποτίθεται πολύ «αυστηρά νομικά συστήματα, ακόμα και την ύπαρξη της θανατικής ποινής»), ότι η ανελαστικότητα και η ανεπιείκεια γενικά στην παραβατικότητα και ιδίως στην χαμηλή μικροεγκληματικότητα, όχι μόνο δεν έχει μειώσει τα βαριά, αντικοινωνικά αδικήματα «φόνους, ληστείες, βιασμούς, εμπόριο ναρκωτικών» κ.λπ., αλλά αντίθετα έχει συμβάλει στην απονομιμοποίηση της δικαιοσύνης στη συνείδηση των λαϊκών μαζών, αυξάνοντας τη βία.
Είναι άλλοι, απόλυτα κοινωνικοί και ταξικοί, οι παράγοντες μείωσης της βίας και της τέλεσης αδικημάτων και όχι η αυστηροποίηση των ποινών και μάλιστα στα αδικήματα χαμηλής έντασης, που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην απόρριψη του όλου συστήματος και στη διόγκωση της κοινωνικής περιθωριοποίησης και απαξίας.