Το Κοmmon με αφορμή τα 100 χρόνια από την έκρηξη και τη νίκη της παρουσιάζει σειρά άρθρων που ανιχνεύουν την αντιφατική πορεία, τη νίκη και την αντιστροφή της Οκτωβριανής επανάστασης.
Το έναυσμα δόθηκε από το άρθρο του Γ. Μανιάτη «Ο εργατικός πολιτισμός της Οκτωβριανής επανάστασης», το άρθρο του Γ. Τόλιου «Η ιστορική εμπειρία της ΝΕΠ και η σημασία της για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό», τη μετάφραση από το Τ. Φραντζή του ποιήματος Η κόκκινη ομορφιά, του Γκυγιώμ Απολλιναίρ και τα 2 άρθρα του Χρήστου Κεφαλή για «την επαναστατική σκέψη και το έργο του Λένιν».
Ταυτόχρονα το Kommon συνδιοργανώνει εκδήλωση με τον Εργατικό Αγώνα και το «Σύλλογο διάδοσης Μαρξιστικής σκέψης Γ. Κορδάτο», με θέμα «Η Οκτωβριανή επανάσταση και η επίδρασή της στο εργατικό κίνημα», τη Δευτέρα 13 Νοεμβρίου στις 6 το απόγευμα στον Πολυχώρο «Ελληνικό μολύβι» (Ιερά Οδός 154, σταθμός μετρό Ελαιώνα).
Πιστεύουμε πως η εκδήλωση καθώς και τα δημοσιευόμενα κείμενα μπορεί να συμβάλλουν στην κατανόηση, της πορείας του Οκτώβρη ως μια απαραίτητη διαδρομή παραδειγματικής γνώσης για την καινούργια προσπάθεια.
Σήμερα αναδημοσιεύουμε το κεφάλαιο από το «Για το παρόν και το μέλλον της Αριστεράς» που ανιχνεύει τα πως και τα γιατί στην πορεία της επανάστασης του Οκτώβρη.
Να δούμε την Ιστορία με τη ματιά του επιδιωκόμενου μέλλοντος
Τι σημαίνει να είσαι κομμουνιστής σήμερα;
Το ερώτημα είναι κρίσιμο και η απάντηση κάθε άλλο παρά αυτονόητη.
Αν αποκοπούμε από έναν ιστορικό κριτικό απολογισμό, το πιθανότερο είναι να οδηγηθούμε σε ακαθόριστες ιδέες πέρα και έξω από τη συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα και την ανάγκη της κοινωνικής χειραφέτησης κατά τη σημερινή εποχή.
Έχουμε κληρονομήσει μια μακρά αντεπαναστατική περίοδο μη εμπιστοσύνης στη δύναμη που κάποτε μπορούσε να υψώσει τη λαϊκή συνείδηση σε έννοιες της πολιτικής χειραφέτησης, όπως «εργατική δημοκρατία», «γενική απεργία», «επανάσταση», «κομμουνισμός». Απ’ αυτές τις έννοιες, που συμπυκνώνουν την ελπίδα και την προσδοκία του ανθρώπου για ένα καλύτερο αύριο, ο κομμουνισμός υπέστη τη μεγαλύτερη φθορά. Κι αυτό γιατί, στην πατρίδα της Οκτωβριανής Επανάστασης, την ΕΣΣΔ, αλλά και στην Κίνα και αλλού, οι ελπιδοφόρες επαναστάσεις κατέληξαν σε ένα ιδιότυπο αυταρχικό κράτος.
Με την κατάρρευση των χωρών του «Ανατολικού μπλοκ» έπαψε να υπάρχει ένα, στρεβλό προφανώς, σημείο αναφοράς στο σοσιαλισμό. Ο τρόπος της κατάρρευσης έθεσε αμείλικτο το ερώτημα για το είδος της σχέσης που αναπτύχθηκε τελικά μεταξύ του καθεστώτος και του λαού. Ενίσχυσε την αντικομουνιστική επιχειρηματολογία μέχρι την άρνηση και την πλήρη απαξίωση οποιασδήποτε κομμουνιστικής αναζήτησης, προπάντων του ηθικού περιεχομένου της κομμουνιστικής προοπτικής, στο όνομα των μοναδικών και διαχρονικών δήθεν καπιταλιστικών αξιών: του ανταγωνιστικού κέρδους, του άκρατου ατομικισμού, της εργασιακής ελαστικότητας και ανασφάλειας και της διάλυσης της όποιας κοινωνικής συνοχής.
Αν ενδίδαμε όμως στην ταύτιση του κομμουνισμού με τα ιδιότυπα καταπιεστικά καθεστώτα που κατέρρευσαν, αυτό θα σήμαινε ότι υποχωρούμε μπροστά στους προσωρινούς νικητές.
Θα διαπράτταμε κατάφωρη αδικία εις βάρος των ηττημένων, όλων εκείνων, ανώνυμων ή όχι, που βίωσαν με πάθος την κομμουνιστική ιδέα. Πάνω απ’ όλα, θα κλείναμε τελικά το κεφάλαιο των δυνητικών, θετικών, ριζικών κοινωνικών μετασχηματισμών.
Απαιτείται, επομένως, η κριτική αναστοχαστική αναζήτηση των αιτιών της κατάρρευσης «των χωρών της Ανατολής». Στη βάση αυτή κατατίθενται γενικές αρχές προσέγγισης του ζητήματος:
Με την επικράτηση της Οκτωβριανής επανάστασης ένας νέος τύπος εξουσίας αναδυόταν στη θέση της ηττημένης αστικής εξουσίας: η εξουσία των σοβιέτ, η εργατική εξουσία, που σηματοδοτούσε για πρώτη φορά στην πράξη τη δυνατότητα οικοδόμησης της εργατικής δημοκρατίας.
Απαλλοτριώνονται και κρατικοποιούνται τα βασικά μέσα παραγωγής, κάτι που οδηγεί στη ριζική τροποποίηση του ταξικού συσχετισμού στην ίδια την υλική βάση της κοινωνίας και δημιουργεί προϋποθέσεις για μια διαφορετική κοινωνική θέση των εργαζομένων και της αγροτιάς. Τίθεται «επί τάπητος» το θέμα της εργατικής κυριαρχίας στην παραγωγή, με το κίνημα των εργοστασιακών επιτροπών που διεκδικεί όχι μόνο τον έλεγχο αλλά και την ίδια τη διεύθυνση της παραγωγής.
Ο αστικός στρατός διαλύεται και ο νέος που δημιουργείται βασίζεται σε δημοκρατικές σχέσεις έξω από το πλέγμα της ιεραρχίας και της αστικής πειθαρχίας. Το νομικό οικοδόμημα αναμορφώνεται στη βάση της μαρξιστικής κριτικής του αστικού δικαίου, σπάει το προκάλυμμα της «ανεξάρτητης δικαιοσύνης» και εντάσσεται πλέον στις λειτουργίες της λαϊκής αυτοδιοίκησης.
Παίρνονται πανκοινωνικά μέτρα κατά του αναλφαβητισμού. Το σχολείο μετασχηματίζεται ριζικά πάνω σε κολεκτιβίστικες βάσεις, επιχειρείται να δημιουργηθεί το «ενιαίο σχολείο εργασίας» που συνδέει τη διαδικασία της μάθησης με την κοινωνική ζωή και τις ανάγκες της.
Σημαντικά βήματα γίνονται για την εξασφάλιση της ισότητας των γυναικών.
Στις τέχνες πνέει άνεμος τολμηρού πειραματισμού με στόχο την κοινωνικοποίησή τους και την απαλλαγή τους από την αστική σκουριά.
Επιχειρήθηκε λοιπόν στην αυγή της επανάστασης να εφαρμοστούν, και ως ένα σημείο εφαρμόστηκαν, σχέσεις σοσιαλιστικού προσανατολισμού. Με τις καινοτόμες απελευθερωτικές ιδέες που εφαρμόζονταν στην πράξη από ένα μαζικό επαναστατικό πειραματισμό σε όλους τους τομείς της ζωής των εργαζομένων, φαινόταν πως πηγαίναμε από την αντικατάσταση της αστικής κρατικής «διαχείρισης ανθρώπων» προς την εργατική αυτοδιεύθυνση της «διαχείρισης πραγμάτων».
Στην αρχική φάση της επανάστασης οι αστικές σχέσεις αποτελούσαν την κλονιζόμενη, αλλά όχι και την κυριαρχούμενη, πλευρά των συνολικών κοινωνικών σχέσεων. Ειδικά, στα πεδία της παραγωγής, οι αστικές σχέσεις ήσαν οι επικρατούσες, εφόσον το καθοριστικό ζήτημα του «ποιος ποιον» δεν είχε ακόμα κριθεί στο κοινωνικό πεδίο.
Η ορισμένη επικράτηση σχέσεων σοσιαλιστικού προσανατολισμού στην ΕΣΣΔ διαμόρφωνε μια κοινωνία με διαταραγμένα «καπιταλιστικά» χαρακτηριστικά, μια κοινωνία «έξω από τον καπιταλισμό». Η διατήρηση όμως, όπως ήταν φυσικό, αστικών σχέσεων σε διάφορα επίπεδα καθήλωναν ταυτόχρονα τη νεαρή τότε σοβιετική κοινωνία σε μια κοινωνία «έξω από το σοσιαλισμό».
Σε αυτή τη δυναμική αναμέτρηση βάρυναν οι ήττες της γερμανικής, της αυστριακής, της ουγγρικής, και της φινλανδικής επανάστασης και η μη ανάπτυξη της επανάστασης στις άλλες χώρες της αναπτυγμένης Δύσης. Προστίθεται, δηλαδή, ένα δυσμενές πλέον διεθνές κοινωνικό πλαίσιο το οποίο μετέθετε και δυσκόλευε τη δυνατότητα περάσματος στο σοσιαλισμό καθώς ο κομμουνιστικός μετασχηματισμός συνδέεται στενά με την επαναστατική διαδικασία σε διεθνές επίπεδο. Κι αυτό γιατί, για παράδειγμα, καθώς η κοινωνία θα μετασχηματίζεται σε αταξική, το κατ’ εξοχήν όργανο ταξικής κυριαρχίας, το κράτος, παύει να έχει υλική βάση και νόημα ύπαρξης. Άρα απονεκρώνεται και μετασχηματίζεται σε πανκοινωνική υπηρεσία. Κάτι τέτοιο όμως μπορεί να πραγματωθεί μόνο εφόσον το επιτρέπουν οι διεθνείς συσχετισμοί. Επιπλέον η Οκτωβριανή Επανάσταση αντιμετώπισε τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, τον εμφύλιο του 1918–20, την καταστροφή ισχυρών τμημάτων της επαναστατημένης εργατικής τάξης.
Η δυσμενής αυτή κατάσταση προσδιόρισε τα όρια και τον ορίζοντα των κοινωνικών μετασχηματισμών. Οδηγεί την επανάσταση να εξελίσσεται εντός των ορίων του αναγκαίου αγώνα για την επιβίωση. Η επιβίωση όμως «αναβιώνει όλα τα παλιά δεινά» και οδηγεί σε «μια πάλη όλων ενάντια σε όλους» (Μαρξ).
Τα δεδομένα αυτά μετατοπίζουν βαθμιαία τη συλλογική συνείδηση του κόμματος των μπολσεβίκων στην αντίληψη της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα, που θέτει πλέον σε ένα εντελώς νέο και ξένο προς τον μαρξισμό πλαίσιο τη δράση και αναζήτηση. Οδηγούνται στο να ταυτίζουν, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1920, το κόμμα, το κράτος και την εργατική δημοκρατία. Φαίνεται πως η εξέλιξη αυτή, μετατοπίζει τελικά τους επαναστάτες της εποχής από τη συνολική πολιτική στήριξης και αυτοδιεύθυνσης των σοβιέτ και των εργοστασιακών επιτροπών, προς αποφάσεις που οδηγούν σε μαράζωμα της πολιτικής δραστηριότητας των εργαζομένων και των σοβιέτ, στην αποπολιτικοποίηση της εργατικής κολεκτίβας, στην υποταγή στους νόμους της οικονομικής αποτελεσματικότητας.
Βασικό πεδίο για την απόδειξη της υπεροχής του σοσιαλισμού γίνεται η επίτευξη μιας ανώτερης από τον καπιταλισμό παραγωγικότητας της εργασίας και μιας πολλαπλάσιας από τον καπιταλισμό ανάπτυξης της οικονομίας. Αποτέλεσμα, τελικά, ήταν να ταυτιστούν οι παραγωγικές σχέσεις κυρίως με την κρατική ιδιοκτησία.
Οι άλλες παραγωγικές σχέσεις, όπως:
οι σχέσεις διεύθυνσης και ιεραρχίας,
ο εμπορευματικός χαρακτήρας της εργατικής δύναμης,
η σχέση ανάμεσα στον αναγκαίο και τον πρόσθετο χρόνο εργασίας,
η σχέση ανάμεσα στην αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων,
η σχέση ανάμεσα στην άμεσα κοινωνική και έμμεσα κοινωνική εργασία, ανάμεσα στην εργασία με εξωτερικό καταναγκασμό και την εργασία με εσωτερική υποκίνηση, ανάμεσα στον εργάσιμο και τον ελεύθερο χρόνο, ο καταμερισμός της εργασίας,
όλες αυτές οι σχέσεις αντιμετωπίστηκαν, σε μεγάλο βαθμό, τεχνικά και ουδέτερα.
Επίσης, ο μαρξισμός και η ανάπτυξη του δεν συνδέθηκαν τότε με ανάλογης εμβέλειας θεωρητική και πρακτική διερεύνηση των προϋποθέσεων, των όρων και των αντίστοιχων θεσμών γύρω από το περιεχόμενο, τις μορφές και τις εγγυήσεις της επαναστατικής διαδικασίας. Κι έτσι η πορεία οδηγήθηκε στην απόσταση και απόσπαση τελικά του κόμματος από τους εργαζόμενους και τα όργανα κυριαρχίας τους, στην αποξένωση από τα σοβιέτ, στην αποξένωση της ηγεσίας από τη βάση και στην πλήρη, σχεδόν, απορρόφηση του κόμματος από το κράτος. Με αποτέλεσμα «το κόμμα», να δρα αρχικά στο όνομα του λαού και στο τέλος επί του λαού.
Αργά, και σταθερά αναπτύσσεται ένα νέο κοινωνικό στρώμα αποτελούμενο από διευθυντές κρατικών επιχειρήσεων, ανώτερους κρατικούς υπάλληλους, τεχνικούς και ειδικούς της γνώσης. Το στρώμα αυτό έχει υψηλές αμοιβές και ιδιαίτερα προνόμια. Οι υψηλές αυτές αμοιβές του στρώματος αυτού σε σχέση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους προκύπτουν από τη μερική απόσπαση του υπερπροιόντος που παράγεται. Η απόσπαση αυτή γίνεται με καλυμμένο τρόπο, λόγω της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Επομένως είναι ένα εκμεταλλευτικό στρώμα. Παρ ότι δεν έχει ιδιόκτητα μέσα παραγωγής στην ουσία έχει ειδική προνομιακή σχέση με αυτά ασκώντας τη διεύθυνση στην παραγωγή και τη διάθεση της υπεραξίας αναπαράγοντας με αυτόν τον ιδιόμορφο τρόπο της καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.
Το διαμορφούμενο αυτό στρώμα στρέφεται ενάντια στην παλιά αστική τάξη, αλλά και, ενάντια στην επαναστατική πλευρά της εργατικής τάξης και την εξουσία του προλεταριάτου.
Έτσι σταδιακά και αντιφατικά το στρώμα αυτό διαμορφώνει και αποκρυσταλλώνει τα χαρακτηριστικά μια νέας ιδιότυπης γραφειοκρατικής κυρίαρχης τάξης.
Το σπέρμα της ιστορικής δυνατότητας κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και κοινωνικής διεύθυνσης της παραγωγής, που περιέκλειε αρχικά αυτή η γιγαντιαία προσπάθεια, καταπνίγεται. Και τελικά δομείται ένα ιστορικά ανέκδοτο εκμεταλλευτικό καθεστώς, δίχως, όπως αποδείχτηκε, ιστορική προοπτική.
Η ίδια η ιδιοτυπία του «εκμεταλλευτικού» καθεστώτος και το ιστορικό φορτίο της Οκτωβριανής επανάστασης που φέρει, το εμποδίζουν να αναπτύξει ομαλά μια σειρά καπιταλιστικά χαρακτηριστικά (ανταγωνισμός, ιδιωτική ιδιοκτησία, σύγχρονες μορφές εκμετάλλευσης) που είναι απαραίτητα για την αποτελεσματική καπιταλιστική ανάπτυξη και κερδοφορία. Το σοβιετικό καθεστώς και τα συνδεόμενα μαζί του Κομμουνιστικά Κόμματα, λόγω της τεράστιας ακτινοβολίας και της επίδρασης του Κόκκινου Οκτώβρη, έπαιζαν αντικειμενικά το ρόλο του συνδετικού κρίκου με τις επαναστατικές τάσεις της εργατικής τάξης και τα ριζοσπαστικά εργατικά και αντιιμπεριαλιστικά κινήματα, κυρίως όμως από τη σκοπιά των κρατικών συμφερόντων της ΕΣΣΔ. Γεγονός που αλλοίωνε, φρέναρε, δυσκόλευε τα εργατικά επαναστατικά εγχειρήματα. Παράλληλα, η παγίωση των ταξικών, ιδιότυπα εκμεταλλευτικών, χαρακτηριστικών του, καθιστούσε ανέφικτη την όποια από τα πάνω επανασύνδεσή του με το νήμα και την ουσία της κομμουνιστικής απελευθέρωσης.
Η περίπτωση των «σοσιαλιστικών χωρών της Ανατολής» δεν αντιπροσώπευε επομένως ένα αυτοτελές κοινωνικό σύστημα και πολύ περισσότερο μια αταξική κοινωνία. Τελικά, όπως η ίδια η Πράξη και η Ιστορία έδειξαν, ο προηγούμενος αιώνας αποδείχτηκε μια ιστορική εποχή στην οποία οι σοσιαλιστικές-κομμουνιστικές σχέσεις, όχι μόνο δεν κυριάρχησαν ποτέ ολοκληρωτικά σε εθνική και σε διεθνή κλίμακα, αλλά, αντίθετα, οι διαδικασίες προς αυτήν την κατεύθυνση αντιστράφηκαν, ηττήθηκαν και εκφυλίστηκαν.
Με την κατάρρευση των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ένας ιστορικός κύκλος έκλεισε.
Τι θα μπορούσε να γίνει;
Γιατί οδηγήθηκαν τα πράγματα εκεί που οδηγήθηκαν;
Η ουσιαστική κατανόηση, πέρα από ιδεοληψίες και εύκολες αναγνώσεις, των διαδικασιών γραφειοκρατικής και αυταρχικής στρέβλωσης της Οκτωβριανής Επανάστασης αποτελεί απαραίτητη διαδρομή παραδειγματικής γνώσης για την καινούργια προσπάθεια.
Όσο η προσπάθεια επανεκκίνησης του κομμουνιστικού κινήματος στον 21ο αιώνα θα παίρνει σάρκα και οστά, τόσο θα συνεχίζεται η σε βάθος επανεξέταση της ανολοκλήρωτης πορείας που είχε ως αφετηρία την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Η προσέγγιση όμως του Οκτώβρη και του «υπάρξαντος σοσιαλισμού» δεν μπορεί παρά να αντιτίθεται στον αστικό συνδυασμό ψέματος και λάθους περί της αιώνιας δήθεν καπιταλιστικής πραγματικότητας. Η προσέγγιση της ιστορίας, συνολικά, δεν μπορεί παρά να αποκρούει τη διαρκή αβεβαιότητα και τη δογματική ακινησία, το αυτομαστίγωμα, τις πολυποίκιλες δηλώσεις μετανοίας και να αναδεικνύει τα κριτικά, τα προωθητικά στοιχεία, που και οι ήττες συχνά προσφέρουν, για μια νέα επαναστατική σχετική βεβαιότητα, ταυτότητα και αυτοπεποίθηση.
Ο Οκτώβρης μπορεί να μεγαλώνει και όχι να μικραίνει, μόνο αν αντιμετωπίζεται ως η επανάσταση που στην αυγή της κατάφερε να εμφανίσει για πρώτη φορά στην ανθρωπότητα, έστω με αντιφατικό τρόπο, συνειδητά, νέες, ανολοκλήρωτες οικονομικές-κοινωνικές σχέσεις μετάβασης στην εργατική, την κομμουνιστική δημοκρατία.
Σήμερα ολόκληρος ο ιδεολογικός μηχανισμός του αστικού συστήματος πασχίζει να πείσει την ανθρωπότητα, και πάνω απ’ όλα τους εργάτες της νέας εποχής, ότι δεν υπάρχει δυνατότητα για μια άλλη, νέα κοινωνική οργάνωση. Ότι ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός, η αντιδραστικοποιούμενη αστική δημοκρατία, η αγορά, ο ανταγωνισμός και η ατομική ιδιοκτησία, παρά τα προβλήματά τους, είναι ο μόνος δρόμος για την ανθρώπινη υπόσταση. Ότι η επανάσταση είναι μάταιη και ο κομμουνισμός μια ουτοπία. Συνεπώς, δεν επιτρέπονται σχέδια για ένα συνολικό εργατικό πρόγραμμα, για την αυτοτελή εργατική πολιτική και το συνολικό πολιτικό αγώνα της εργατικής τάξης. Επιτρέπονται μόνο δράσεις, πολιτικές, διαχείριση των προβλημάτων, εποικοδομητικές προτάσεις για τη βελτίωση ή τον εξορθολογισμό της εκμετάλλευσης, αλλά όχι για την αποφασιστική κατάργησή της.
Οι κομμουνιστές της νέας εποχής δεν μπορεί να είναι τα υλικά κατεδαφίσεως του παρελθόντος, οι νοσταλγοί ενός ανύπαρκτου χαμένου «σοσιαλιστικού παραδείσου». Είναι δημιουργήματα του επαναστατικού παρελθόντος και του απαιτητικού παρόντος, συνεπώς είναι εκείνοι που δημιουργούν τις προϋποθέσεις του μέλλοντος διεκδικώντας ολόκληρο τον κόσμο, το όνειρο της ανθρωπότητας για κοινωνική ισότητα, δικαιοσύνη και ουσιαστική ελευθερία να γίνει πράξη.