Η αρχική συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ για τη μετονομασία της γειτονικής χώρας σε Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, «έναντι όλων», σε καμία περίπτωση δεν είναι μια «αμοιβαία επωφελής» συμφωνία που «σταθεροποιεί τα Βαλκάνια», όπως ισχυρίζονται οι δυο κυβερνήσεις. Και μόνον το κρύψιμο της συμφωνίας για χάριν του «μασάζ» πειθούς των πολιτών στις δυο χώρες με τα «non paper», δείχνει το αίσθημα κρυφής ενοχής και ανασφάλειας των κυβερνήσεων και των υπουργείων τους.
Με βάση όσα έχουν ειπωθεί και γραφτεί μέχρι τώρα από επίσημες κυβερνητικές και δημοσιογραφικές πηγές, ελληνικές και ξένες, μπορούν να γίνουν ορισμένες βασικές, πρώτες εκτιμήσεις.
Πρόκειται για μια εκβιαστική συμφωνία, καρφωμένη από την αμερικανική σημαία και επιβεβλημένη από τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό και τη λυσσώδη προσπάθεια του ΝΑΤΟ και της «Δύσης» να περικυκλώσει τη Ρωσία. Η συγκεκριμένη συμφωνία στάζει αίμα και χρήμα, διασχίζεται από αγωγούς αερίου και όχι από «λεωφόρους ειρήνης». Συμφωνίες με ιμπεριαλιστικούς διαβολικούς σκοπούς δεν οδηγούν ποτέ στον παράδεισο της ειρήνης, όπως δείχνουν οι αντίστοιχες «συμφωνίες επίλυσης» για το παλαιστινιακό, το συριακό, το κουρδικό, το ουκρανικό ή το κυπριακό ζήτημα.
Πρόκειται για μια εκβιαστική συμφωνία πειθαναγκασμού από τα πάνω, για την επέκταση και αναστήλωση της χαμένης, λόγω Brexit, αίγλης της γερμανογαλλικής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δημοψηφίσματα εκβιασμών για χάρη των ευρωαγορών δεν έχουν συνήθως αίσιο τέλος για τους εμπνευστές τους.
Πρόκειται για μια εκβιαστική συμφωνία με τη σφραγίδα της αστικής τάξης της Ελλάδας, που νομίζει ότι αναδεικνύεται έτσι σε «ηγέτιδα δύναμη των Βαλκανίων», όπως είπε με ύφος μικροϊμπεριαλιστή μεγαλέξανδρου, ο Αλέξης Τσίπρας στο διάγγελμά του. Η κυβέρνησή του, αντί να πείσει για μια ελεύθερη συμφωνία γύρω από το όνομα, εξαναγκάζει έναν μικρό λαό να πουλήσει «έναντι όλων» το όνομά του, να πουλήσει τη δική του «ψυχή» στο διάβολο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Να παραιτηθεί ακόμη και από τα αυτονόητα δικαιώματα προάσπισης της ακόμη πιο μικρής, αλλά υπαρκτής μειονότητάς του στην Ελλάδα –κάτι που κρατάει μόνο για τον εαυτό της, όπως για την ελληνική μειονότητα στην Αλβανία και που αναγνωρίζει στον «εξ Ανατολάς εχθρό», την Τουρκία.
Εάν ήθελε έναν ελεύθερο συμβιβασμό, η κυβέρνηση όφειλε να απεμπλέξει τις διαπραγματεύσεις από την είσοδο στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ και να ζητήσει μια σύνθετη ονομασία, μόνο για τις διμερείς και διεθνείς σχέσεις και όχι για το εσωτερικό της γειτονικής χώρας, που ως αποτέλεσμα έχει το βίαιο στραμπούληγμα του γειτονικού λαού.
Πρόκειται, τέλος, για μια συμφωνία – εκβιασμό προς τους σλαβομακεδόνες και αλβανούς κατοίκους της γειτονικής χώρας από την ίδια την κυβέρνησή τους, μια κυβέρνηση αντι-ρωσική μαριονέτα των αμερικανών και των ευρωπαίων πατρώνων της, που την έφεραν στην εξουσία για αυτόν ακριβώς το λόγο.
Οι υποχωρήσεις της προς την Ελλάδα, δεν πείθουν ούτε το λαό της χώρας τους, ούτε τον ελληνικό λαό για την ειλικρίνεια των προθέσεών της. Αντίθετα, αποτελούν υποχωρήσεις που δείχνουν διάθεση «δορυφοροποίησης» της χώρας τους γύρω από το ελληνικό κεφάλαιο και μετατροπής της σε εξάρτημα του αντιρωσικού αγώνα και των δυτικών πολυεθνικών για τα στενά, ιδιοτελή συμφέροντα της αστικής τάξης των σλαβομακεδόνων και των αλβανών.
Το «Βόρεια Μακεδονία» δεν αποκλείει κανέναν αλυτρωτισμό. Αντίθετα, αφήνει ανοιχτούς και τους δυο. Ενδυναμώνει ιδιαίτερα εκείνο τον αλυτρωτισμό τμημάτων της ελληνικής, εθνικιστικής αστικής τάξης και όχι μόνον.
Γενικότερα, ο αντιδραστικός χαρακτήρας αυτής της συμφωνίας, παρά τις υπαρκτές, τυπικές, «αμοιβαίες υποχωρήσεις», όχι μόνον δεν θα κλείσει, αλλά αντίθετα θα ενδυναμώσει τους αντιδραστικούς εθνικισμούς και στις δυο πλευρές, που θα υποδαυλίζονται συνεχώς από τη Ρωσία, την Τουρκία και άλλους ανταγωνιστές.
Τέτοιες συμφωνίες δεν οικοδομούν σχέσεις φιλίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των λαών. Οικοδομούν σχέσεις αλληλοϋπόβλεψης, καχυποψίας και αμοιβαίας εχθρότητας. Χτίζουν το έδαφος, όχι για τη σταθεροποίηση, αλλά για την αποσταθεροποίηση των Βαλκανίων.
Η συμφωνία αυτή θα αποτύχει, αργά ή γρήγορα. Θα αποτύχει, ακόμη και αν περάσει από τη Βουλή των δυο χωρών, ακόμη κι αν περάσει στο δημοψήφισμα της υπό εκκόλαψη «Βόρειας Μακεδονίας».
Για όλους αυτούς τους λόγους, η μαχόμενη Αριστερά, οι κομμουνιστές, οι πρωτοπόροι αγωνιστές του εργατικού, λαϊκού κινήματος και της νεολαίας, λένε και πάλι, ένα τριπλό «όχι»:
– όχι στη συμφωνία των κυβερνήσεων Τσίπρα και Ζάεφ
– όχι στη συμφωνία του ΝΑΤΟ και της ΕΕ
– όχι στον εθνικισμό των Μητσοτάκη, Ιβανόφ και ακροδεξιών.