Ο σεχταρισμός είναι κοινωνικό φαινόμενο με κύριο χαρακτηριστικό την απομόνωση από την κοινωνία, τη δημιουργία ενός αυτοαναφορικού κόσμου, διαφορετικού από τον πραγματικό όπου κάθε ψευδαίσθηση ταυτίζεται δήθεν με τον πραγματικό. Γι’ αυτό και η ζωή τον προσπερνάει χωρίς να τον παίρνει υπόψη της.
Αυτό συμβαίνει βαθμιαία αλλά σταθερά με την πολιτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τα τελευταία 5 περίπου χρόνια με αποτέλεσμα να μεταβαίνουμε σε μια ολοένα και χειρότερη κατάσταση. Με επακόλουθο την πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική συρρίκνωση. Με επακόλουθο να απαξιώνουμε αυθαίρετα και ετσιθελικά αγωνιστές, να κλεινόμαστε στον εαυτό μας (εσωστρέφεια), να καλλιεργούμε την γκρίνια, να ισοπεδώνουμε τη διαφορετική άποψη, εμείς οι μόνοι αυτοαναγορευόμενοι Ηρακλειδείς της επανάστασης και της καθαρότητας.
Έτσι εμφανίζεται η σημερινή εικόνα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που χαρακτηρίζεται από στοιχεία αδυναμίας και διάλυσης, ακύρωσης του λόγου γέννησής της.
Η ξεχωριστή εκλογική κάθοδος δυο βασικών συνιστωσών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στους δήμους Αθηναίων και Πατρέων είναι το αποτέλεσμα της σεχταριστικής πολιτικής γραμμής που ακολουθεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με ευρύτερες άμεσες και μεσοπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις για το εργατικό κίνημα και την ίδια.
Ταυτόχρονα φυσικά εμφανίζονται και στοιχεία μεγάλης αντιφατικότητας «ασυνέπειας και ακατανόητης στάσης». «Σε άλλες περιπτώσεις επιλέγει υπό το βάρος των συσχετισμών να συμμετέχει σε τοπικά σχήματα και ψηφοδέλτια με συναγωνιστές της ΛΑΕ (Θεσσαλονίκη, Δυτ. Μακεδονία, Αιγάλεω, Αγ. Παρασκευή, Χαλάνδρι κ.α.) και άλλων δυνάμεων εκτός ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενώ ταυτόχρονα αλλού καταγγέλλει τέτοιες πρακτικές…..» (ανακοίνωση συντονιστικού ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ). Ως «ΜΕΤΑΒΑΣΗ» προσπαθήσαμε και προειδοποιήσαμε πριν, κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά την 4η συνδιάσκεψη ότι βαδίζουμε σε λάθος δρόμο. Ότι η γραμμή που ακολουθούμε είναι γραμμή ήττας. Ότι η απόφαση της συνδιάσκεψης δεν βασίστηκε στην ηγεμονία των ιδεών, αλλά σε μια χωρίς αρχές πλειοψηφία που είχε ως κύριο χαρακτηριστικό τα πολιτικά παζάρια μεταξύ των οργανώσεων (κυρίως μεταξύ ΝΑΡ-ΣΕΚ), την με κάθε τρόπο ήττα της πολιτικής γραμμής που πρότεινε η ΜΕΤΑΒΑΣΗ.
Απ’ όλες τις πλευρές αναγνωρίζεται ότι υπάρχουν σοβαρές διαφορές στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για διάφορα ζητήματα (εργατικό κίνημα, συσχετισμός δύναμης κ.ά). Ωστόσο, η βασική αιτία της σημερινής μας κρίσης οφείλεται στη βαθύτερη συμφωνία που υπάρχει μεταξύ των δυνάμεων της πλειοψηφίας της 4ης συνδιάσκεψης (δηλ. όλων των συνιστωσών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πλην της ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ) στο ζήτημα της σχέσης στρατηγικής- τακτικής, που οδηγεί στο σεχταρισμό. Κι όχι στη διαφωνία που εμφανίζεται ανάμεσα σε ΝΑΡ και ΣΕΚ. Αυτή η βαθύτερη συμφωνία για τη σχέση στρατηγικής – τακτικής σε συνδυασμό με τον δογματισμό και τον κομματικό φετιχισμό του ΝΑΡ και του ΣΕΚ οδήγησαν τα πράγματα εδώ που είναι σήμερα.
Η πλειοψηφούσα αντίληψη εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αντιλαμβάνεται την επαναστατική ταχτική σαν μια διαρκώς εξελισσόμενη, αλλά μονόδρομη σχεδόν πορεία «συγχώνευσής» της στο σήμερα με το στρατηγικό στόχο, μέσα από την άμεση πάλη του κινήματος, «από τώρα μέχρι την επανάσταση». Η λογική αυτή δεν μπορεί να κάνει ουσιαστική διάκριση ανάμεσα στους άμεσους ταχτικούς στόχους, στο στρατηγικό στόχο, και στον τρόπο σύνδεσή τους. Υποκρύπτει την αντίληψη πως δεν υπάρχει η δυνατότητα σημαντικών εργατικών κατακτήσεων στο σκληρό σήμερα, αρνείται τη δυνατότητα μιας σχετικής καθοριστικής πολιτικής νίκης κλονισμού του καπιταλισμού που θα στρέφεται απέναντι στην τρομοκρατική επίθεση του κεφαλαίου και του αστικού συνασπισμού εξουσίας. Υποκρύπτει, αντικειμενικά, τη μετατροπή των στόχων της τακτικής αποκλειστικά σε στόχους ζύμωσης και προπαγάνδας, μέσω της οποίας, υποτίθεται, θα φτάσουμε στη συνολική ρήξη. Αγνοεί ή υποτιμά, ταυτόχρονα, τις αναγκαίες ποιοτικές καμπές της ταξικής πάλης. Γι’ αυτό προωθεί ένα μέτωπο, το (όπως το κατανοεί) αντικαπιταλιστικό, το οποίο μοιάζει σαν ακορντεόν που απλώνει με συνεχή τρόπο από σήμερα ως την επανάσταση. Ένα συνεχές, χωρίς να μετεξελίσσεται, από το σήμερα στην επαναστατική κατάσταση και τα μεγάλα άλματα της αντικαπιταλιστικής-αντιιμπεριαλιστικής επανάστασης και της μετάβασης στην εργατική δημοκρατία (δικτατορία του προλεταριάτου) και στον κομμουνισμό. Λες και οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που θα συμμετέχουν στα ποιοτικά άλματα της ταξικής πάλης θα είναι πάντα οι ίδιες από σήμερα μέχρι τον κομμουνισμό.
Δεν συνειδητοποιεί ότι στην εξέλιξη της ταξικής πάλης και ειδικότερα στα άλματά της το κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο μετασχηματίζεται, αλλάζει τόσο ως προς τις κοινωνικές όσο και ως προς τις πολιτικές δυνάμεις που το συγκροτούν. Αυτή η έλλειψη της συνείδησης για μια μετεξελικτική πορεία του μετώπου από τη μεριά της πλειοψηφίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ την οδηγεί στο να αδυνατεί να κάνει τη διάκριση μεταξύ αντικαπιταλιστικού και επαναστατικού μετώπου. Στην ουσία τα ταυτίζει. Όμως σε συνθήκες μη επαναστατικής κατάστασης (όπως τώρα) είναι αδύνατον να υπάρξει επαναστατικό κοινωνικό – πολιτικό μέτωπο. Από ‘δω πηγάζει και το πρόβλημα των πολιτικών συμμαχιών.
Αφού κατά τη λογική της πλειοψηφίας το μέτωπο είναι διαρκώς επαναστατικό, πώς να συμμαχήσεις με μη επαναστατικές δυνάμεις; Γι’ αυτό και αρνείται σήμερα, ακόμα και τις επιμέρους πολιτικές συμφωνίες τακτικού χαρακτήρα, με μαχόμενες αριστερές ρεφορμιστικές δυνάμεις που κινούνται στα όρια ή και εντός των ορίων του συστήματος. Το ίδιο συμβαίνει, με άλλο τρόπο και ένταση, στο συνδικαλιστικό επίπεδο. Θέτει μάλιστα το ζήτημα της συνεργασίας με άλλες αριστερές δυνάμεις με όρους εσωκομματικής πειθαρχίας και ενότητας και μάλιστα πολύ αυστηρότερους απ’ αυτούς που ισχύουν στο εσωτερικό της ίδιας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ! Αυτό μοιάζει, αλλά δεν είναι επαναστατικό γιατί στερεί τη δυνατότητα, ειδικά στις σημερινές δύσκολες συνθήκες, συγκέντρωσης δυνάμεων για την απόκρουση της επίθεσης του ευρωαμερικάνικου μετα-μνημονιακού αστικού μπλοκ με επικεφαλής την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και κατά συνέπεια και τη συγκέντρωση δυνάμεων για την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας.
Η αντίληψη αυτή συγχέει ή ταυτίζει τις ταλαντεύσεις των μικροαστών, την αντιδραστικότητα και τη συντηρητικότητα κάποιων ιδεών τους με την αντιδραστικότητα της ίδιας της αστικής πολιτικής και ιδεολογίας. Αντιμετωπίζει το μαχόμενο αριστερό ρεφορμιστικό ρεύμα – του οποίου τα όρια είναι γνωστά και η πορεία προδιαγεγραμμένη αν αφεθεί μόνο του – ως τον κύριο εχθρό του εργατικού κινήματος, γιατί «δρα στο εσωτερικό του ως Δούρειος ίππος της αστικής πολιτικής». Έτσι οδηγεί τους επαναστάτες να στρέφονται εναντίον της αστικής πολιτικής μέσω της αντιμετώπισης πρωτίστως του ρεφορμισμού και όχι το ανάποδο. Δηλαδή να αντιπαλεύουν πρωτίστως την αστική πολιτική και, μέσω αυτής, να αντιμετωπίζουν σχεδιασμένα το μαχόμενο αριστερό ρεφορμιστικό ρεύμα. Αντιμετώπιση που θα στηρίζεται στη βάση της αταλάντευτης ιδεολογικής αντιπαράθεσης, παράλληλα με το κάλεσμά τους για συμπόρευση στα διάφορα μέτωπα (χώρια βαδίζουμε, μαζί χτυπάμε, Λένιν).
Μια τέτοια στάση μπορεί να οδηγεί σε δύο αποτελέσματα: Είτε οι αγωνιζόμενες αριστερές ρεφορμιστικές δυνάμεις θα συμπορεύονται και θα λειτουργούν προωθητικά για τα λαϊκά συμφέροντα και το κίνημα, είτε θα αρνούνται και θα εκτίθενται στα μάτια των εργαζομένων. Ασφαλώς κι αυτές από τη μεριά τους θα φιλοδοξούν να κατακτήσουν την πλειοψηφία του λαού. Αλλά εκεί, στην πραγματική κίνηση των μαζών, στο λαϊκό ποτάμι των αγωνιστών οφείλουν οι επαναστατικές δυνάμεις, με την ιδεολογική, οργανωτική και πολιτική τους αυτοτέλεια να κερδίζουν την πολιτική και θεωρητική μάχη.
Είναι όρος απαράβατος ότι οι επαναστάτες δεν σταματούν ποτέ να προπαγανδίζουν τους πιο μακρόχρονους στόχους τους στο όνομα της οποιασδήποτε συνεργασίας. Δεν κρύβουν τις θέσεις τους π.χ για την αντικαπιταλιστική αποδέσμευση από την ΕΕ ή τη θέση τους για την επανάσταση και την δικτατορία του προλεταριάτου. Εν ολίγοις, δεν κάνουν υποχωρήσεις σε ζητήματα αρχών. Και δε διστάζουν να «λύσουν» την οποιαδήποτε συνεργασία αν αυτή εξελίσσεται σε βάρος της συνείδησης και των συμφερόντων των εργαζομένων.
Στο βαθμό που δεν είναι ώριμη, όπως σήμερα, η συγκρότηση του πολιτικού αντικαπιταλιστικού-αντιιμπεριαλιστικού μετώπου τότε προετοιμάζεται με την πολιτική αλλαγή συσχετισμών μέσα στην Αριστερά, σε αυτή την προοπτική, με τακτικές συμφωνίες, συνεργασίες και μαχόμενη συμπαράταξη σε επιμέρους πολιτικά μέτωπα, ανάλογα με την περίσταση και σε εκλογές, με κύριο προσανατολισμό την ενίσχυση του εργατικού λαϊκού κινήματος.
Στο κομμουνιστικό κίνημα για δεκαετίες κυριαρχούσε η ρεφορμιστική λογική της υποβάθμισης του περιεχομένου, η διγλωσσία στο πρόγραμμα, στο όνομα του «μετώπου», που κατέληγε σε συμμαχία με τμήματα της αστικής τάξης.
Αυτή η λογική οδήγησε στην εξαφάνιση του Ιταλικού και του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, στην ήττα της μεγάλης ελληνικής αντιιμπεριαλιστικής επανάστασης του ΕΑΜ-ΕΛΛΑΣ, στον ενιαίο Συνασπισμό (ΚΚΕ-ΕΑΡ) και τις συγκυβερνήσεις Τζανετάκη (ΚΚΕ-ΕΑΡ-ΝΔ) και Ζολώτα (ΚΚΕ-ΕΑΡ-ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) για χάρη της «κάθαρσης». Γέννησε το «αντινεοφιλελεύθερο» και «αντιμνημονιακό μέτωπο» του ΣΥΡΙΖΑ που κατέληξε στην πλήρη παράδοση στο νεοφιλελευθερισμό και στην υπογραφή των μνημονίων.
Τα τελευταία χρόνια στο όνομα του «περιεχομένου», «της επανάστασης» και του «κομμουνισμού» κερδίζει έδαφος η σεχταριστική λογική της υποβάθμισης, ακόμη και άρνησης του μετώπου.
Μπορούμε με ένα νέο κομμουνιστικό πρόγραμμα στρατηγικής και τακτικής να υπερβούμε διαλεκτικά το αδιέξοδο δίπολο οπορτουνισμού – σεχταρισμού. Μπορούμε να υπολογίζουμε συγκεκριμένα κάθε φορά τη σχέση περιεχομένου – μετώπου πάντα με οδηγό την άνοδο της ταξικής εργατικής και λαϊκής συνειδητότητας και πάλης, τη μετωπική συγκέντρωση δυνάμεων σε στόχους σύγκρουσης με τον κύριο αντίπαλο.