Η πρώτη φορά που είδα και άκουσα τον Περικλή Κοροβέση ήταν όταν ήμουν 15 χρονών, σε μια δήλωσή του στην τηλεόραση, όπου υποστήριζε ότι “πολιτισμός δεν είναι οι κουλτουριάρηδες, αλλά ο τρόπος ζωής”. Η δεύτερη φορά, πάλι εγώ έφηβος, ήταν σε ένα τηλεπαράθυρο δελτίου ειδήσεων. Υποστήριζε τα δικαιώματα των πολιτικών κρατουμένων και όλοι οι υπόλοιποι λυσσομανούσαν εναντίον του. Ο πατέρας μου τότε μου είχε πει ότι πρόκειται για άνθρωπο που υπέστη τρομερά βασανιστήρια επί χούντας. Η τρίτη φορά που τον είδα, φοιτητής πλέον εγώ, ήταν όταν έπεσε το μαύρο στην ΕΡΤ. Συμμετείχε ενεργά στην ανοιχτή συνέλευση που πραγματοποιούνταν στον προαύλιο χώρο και υποστήριζε σταθερά την ανάγκη αυτοδιαχείρισης. “Μπορούμε να γίνουμε το παράδειγμα”, υποστήριζε. Η τελευταία φορά που τον είδα από κοντά ήταν πέρσι στην εκδήλωση της Ανυπότακτης Πόλης στου Ζωγράφου, να μιλάει για την αντίσταση στο φασισμό και τη σημασία της τέχνης.
Πάντα προσπαθώ να με καθορίζουν οι άνθρωποι που αντέχουν στο χρόνο και αντιστέκονται κόντρα στους καιρούς. Όχι όμως με την ιεραποστολική έννοια του όρου, αλλά δρώντας μέσα στην εποχή και τις αντιθέσεις της, ξετρυπώνοντας απαντήσεις σύγχρονες, επιλέγοντας να ξεβολευτούν νοητικά και πρακτικά. Υπάρχουν, λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι, άλλοι περισσότερο γνωστοί, άλλοι λιγότερο, που φέρνουν στα αυτιά μας “το μεταλλικό ήχο των προγόνων μας”. Οι αγγελιαφόροι των πολλών δεκαετιών που δεν λύγισαν, γιατί το να πάνε το μήνυμα σε αυτούς που πρέπει, ήταν η κινητήριος δύναμη για να ζουν.
Σε αυτούς βλέπεις όλες τις χαρακιές από τις ήττες του παρελθόντος, αλλά και τη ζεστασιά ενός μέλλοντος που παραμένει εφικτό.
Σε αυτούς ανήκει ο Περικλής Κοροβέσης.