Από τον Απρίλιο-Μάιο 1941 η Ελλάδα μπήκε στη μεγάλη περιπέτεια της τριπλής γερμανικής, ιταλικής και βουλγαρικής κατοχής, που έθεσε μπροστά στον ελληνικό λαό ακόμη και ζήτημα φυσικής επιβίωσης. Μόλις δύο δεκαετίες μετά από τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο λαός μας ζούσε μια νέα τραγωδία, που την έκανε πιο βαριά η προηγηθείσα νικηφόρα απόκρουση της ιταλικής επίθεσης και η καταδίωξη των στρατευμάτων της φασιστικής Ιταλίας στα βουνά της Αλβανίας.
Η ιταλική επίθεση της 28ης Οκτωβρίου 1940 είχε θέσει και ενώπιον του ΚΚΕ το ζήτημα της συμμετοχής του στην άμυνα της χώρας, παρά το ότι ο πόλεμος διεξαγόταν με κυβέρνηση δικτατορική που είχε αναγορεύσει τον κομμουνισμό στον υπ’ αριθμό ένα εχθρό της.
Σε αντίθεση με πολλά μυθεύματα ως προς το αν αντιλαμβανόταν τις εξελίξεις και αν είχε διαμορφώσει άποψη για τη στάση του σε περίπτωση επίθεσης κατά της Ελλάδας, η πραγματικότητα είναι ότι το ΚΚΕ προειδοποιούσε ήδη από το 1935 για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, προσδιορίζοντας ως πιθανό εισβολέα τη φασιστική Ιταλία, αλλά και τη ναζιστική Γερμανία. Και από τότε έπαιρνε σαφέστατη θέση υπέρ της
υπεράσπισης της εθνικής ανεξαρτησίας.
Όπως ανέφερε η απόφαση της 4ης Ολομέλειας της Κ.Ε. του ΚΚΕ, «δίπλα στις προσπάθειες της Αγγλίας να χρησιμοποιήσει την Ελλάδα για τους σκοπούς της, η λεφτεριά και ανεξαρτησία της χώρας απειλείται σοβαρά όχι μόνο από τον ιταλικό φασισμό, αλλά και από το γερμανικό χιτλερισμό (…).
Το ΚΚΕ διακηρύσσει, ότι μπροστά στον άμεσο κίνδυνο φασιστικής ιταλικής επιδρομής, είτε άλλης μεγαλοϊμπεριαλιστικής (λ.χ. από την πλευρά της χιτλερικής Γερμανίας) απειλής κατά της εθνικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας, θέτει σαν υπέρτατο καθήκον του την υπεράσπιση της εθνικής ελευθερίας και θα παλέψει με όλες του τις δυνάμεις, για να καταχτήσει αυτό την ηγεμονία της πάλης» (1).
Η κατεύθυνση αυτή, για την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας, εντασσόταν στην πολιτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς, όπως αναφέρεται και στην τελευταία σχετική «ντιρεκτίβα» προς το ΚΚΕ, για την άμυνα της χώρας σε περίπτωση εισβολής, τον Ιούλιο 1939 (2).
Η υποχρέωση συμμετοχής των κομμουνιστών στην υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας θα τεθεί άμεσα ως ζήτημα την 28η Οκτωβρίου 1940 και ενώ έχει μεσολαβήσει –ήδη από τον Αύγουστο 1939- η υπογραφή του Συμφώνου μη επίθεσης μεταξύ ΕΣΣΔ και Γερμανίας (γνωστού ως Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, από τους υπουργούς Εξωτερικών των δύο χωρών που το υπέγραψαν), το οποίο θα προκαλέσει σύγχυση σχετικά με τη στάση που θα έπρεπε να κρατήσουν τα Κ.Κ. σε περίπτωση εισβολής των δυνάμεων του φασιστικού Άξονα στη χώρα τους.
Το ΚΚΕ, έχοντας δεχτεί σκληρά πλήγματα από τους διωκτικούς μηχανισμούς του Μανιαδάκη, είναι στην πραγματικότητα αποδιοργανωμένο. Σε πολύ λίγες εκατοντάδες ανέρχονται οι κομμουνιστές που δρουν παράνομα, σε πυρήνες διάσπαρτους, οι οποίοι, συνήθως, αποφεύγουν να έρχονται σε επαφή μεταξύ τους, εξαιτίας του κινδύνου του χαφιεδισμού, ενώ η μεγάλη πλειονότητα των μελών και οπαδών του κόμματος έχει υπογράψει δηλώσεις και έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση.
Ενώ η τελευταία ομάδα των παράνομων μελών της Κ.Ε. του ΚΚΕ (Γιώργος Σιάντος, Νίκος Πλουμπίδης, Κώστας Θέος, Πέτρος Ρούσος, Χρύσα Χατζηβασιλείου, Γιάννης Μιχελίδης, Γρηγόρης Σκαφίδας και Παντελής Δαμασκόπουλος) είχε συλληφθεί ήδη από το 1939, με τους τρείς τελευταίους να έχουν υπογράψει δήλωση (ο Μιχελίδης με εντολή του Ζαχαριάδη) και να έχουν διαγραφεί από το κόμμα, έχουν συγκροτηθεί δύο καθοδηγητικά κέντρα που αλληλοκατηγορούνται για συνεργασία με το καθεστώς.
Επρόκειτο για τη λεγόμενη «Προσωρινή Διοίκηση του ΚΚΕ», που αποτελούνταν από στελέχη που πράγματι ήταν όργανα του Μανιαδάκη (Μιχάλης Τυρίμος, Μανώλης Μανωλέας, Γιάννης Μιχαηλίδης κ.ά.) και την «Παλιά Κ.Ε.», την οποία αποτελούσαν οι Δημήτρης Παπαγιάννης (μέλος της Κ.Ε. από το 1938), Βαγγέλης Κτιστάκης, Σταματία Βιτσαρά-Κτιστάκη και Χρήστος Κανάκης, και καθοδηγούνταν από τον κρατούμενο Πλουμπίδη. Ταυτόχρονα, ανεξάρτητα από τις δύο αυτές ομάδες, τις οποίες υποψιάζονταν για συνεργασία με τη δικτατορία, δρούσαν οργανώσεις σε επίπεδο τοπικό, όπως το Μακεδονικό Γραφείο (Παρασκευάς Μπάρμπας, Σίμος Κερασίδης, Απόστολος Τζανής κ.ά.), η Ανεξάρτητη Κομμουνιστική Οργάνωση Αθήνας (που συνδεόταν με την καθοδήγηση της Ακροναυπλίας, με επικεφαλής τον Σπύρο Καλοδίκη) κ.ά.
Στις συνθήκες αυτές, από την πλειονότητα των κομμουνιστών, μεταξύ των οποίων και εκείνοι που παρέμεναν κομμουνιστές αν και είχαν υποχρεωθεί να υπογράψουν δηλώσεις, αναγνωριζόταν ως αξιόπιστο καθοδηγητικό κέντρο η ηγετική ομάδα των εκτοπισμένων στην Ακροναυπλία (Γιάννης Ιωαννίδης, Κώστας Θέος, Γιάννης Ζέβγος, Βασίλης Μπαρτζιώτας, Δημήτρης Παπαρήγας, Ανδρέας Τζήμας, Ανδρέας Τσίπας κ.ά.). Ηγέτης του κόμματος αναγνωριζόταν ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο οποίος, εντούτοις, κρατούνταν σε αυστηρή απομόνωση στις φυλακές της Κέρκυρας και από τον Ιανουάριο 1940 στα κρατητήρια της Ασφάλειας στην Αθήνα.
Στις 29 Οκτωβρίου 1940, μία μέρα μετά την ιταλική επίθεση, οι κρατούμενοι της Ακροναυπλίας έστειλαν υπόμνημα προς τον Μεταξά, το οποίο υπέγραφαν οι Ιωαννίδης και Θέος, με το οποίο ζητούσαν να απελευθερωθούν, προκειμένου να συμμετάσχουν στην άμυνα της χώρας (3). Ακολουθεί, στις 2 Νοεμβρίου, η δημοσίευση στον Τύπο του ανοιχτού γράμματος προς το λαό της Ελλάδας, του Νίκου Ζαχαριάδη, γραμμένο επίσης στις 29 Οκτωβρίου, με το οποίο ο ηγέτης του ΚΚΕ καλεί σε συμμετοχή στον «εθνικοαπελευθερωτικό» πόλεμο, «για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία» (4). Λίγες μέρες μετά, στις 6 Νεομβρίου, οι κρατούμενοι της Ακροναυπλίας θα ζητήσουν και πάλι την απελευθέρωσή τους και την αποστολή τους στο μέτωπο, δηλώνοντας πως υιοθετούν πλήρως το γράμμα του Ζαχαριάδη (5). Στις 13 Νοεμβρίου θα στείλουν νέο υπόμνημα προς τον Μανιαδάκη, με το οποίο διαμαρτύρονται γιατί θέτει ως όρο για την αποφυλάκισή τους την υπογραφή δήλωσης (6).
Ενώ η λεγόμενη «Προσωρινή Διοίκηση του ΚΚΕ» θα προβάλλει το γράμμα του Ζαχαριάδη, εμφανιζόμενη, έτσι, ως πιστή στον ηγέτη του κόμματος, η Παλιά Κ.Ε. θα το χαρακτηρίσει πλαστό. Για τα στελέχη που τη συγκροτούσαν και τον Πλουμπίδη που τα καθοδηγούσε από το σανατόριο «Σωτηρία» όπου νοσηλευόταν ως φυματικός, ο πόλεμος ήταν ιμπεριαλιστικός, ανάλογος με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και καθήκον των κομμουνιστών ήταν να αντιταχθούν σ’ αυτόν και να συνεχίσουν να θέτουν ως κύριο ζήτημα την ανατροπή της δικτατορίας.
Θα ακολουθήσουν δύο ακόμη γράμματα του Ζαχαριάδη, στις 26 Νοεμβρίου 1940 και στις 15 Ιανουαρίου 1941 (που απευθυνόταν προς τα μέλη του ΚΚΕ και της ΟΚΝΕ), τα οποία η δικτατορία θα αποφύγει να δημοσιοποιήσει. Με τα γράμματα αυτά καταγγέλλεται η συνέχιση του πολέμου, που θεωρείται πως εξυπηρετεί τα συμφέροντα του αγγλικού ιμπεριαλισμού, χωρίς να ακυρώνεται το πρώτο γράμμα, που καλούσε σε απόκρουση της ιταλικής επίθεσης. Όπως αναφερόταν στο τρίτο γράμμα, «ο λαός της Ελλάδας υπερασπίζει στον πόλεμο αυτό μόνο την εθνική του ανεξαρτησία» και κατά συνέπεια δεν είχε νόημα να πολεμάει μετά την εκδίωξη των εισβολέων από το ελληνικό έδαφος. Αντίθετα, θα έπρεπε να επιδιωχθεί η ειρήνη, με μεσολάβηση της ΕΣΣΔ (7).
Όταν, στις 6 Απριλίου 1941, η Ελλάδα δέχτηκε επίθεση και από τη ναζιστική Γερμανία και ενώ τα γερμανικά στρατεύματα βάδιζαν προς την Αθήνα, το σύνολο των κομμουνιστών τάσσεται υπέρ της άμυνας της χώρας και υπέρ της συνέχισης του αγώνα για την εθνική απελευθέρωση. Έτσι, υπάρχουν γερμανικές αναφορές σε «κομμουνιστικά φέιγ βολάν» που κυκλοφόρησαν στην Αθήνα, «με ανατρεπτικές εκκλήσεις εναντίον της γερμανικής Βέρμαχτ, που προτρέπουν το λαό να μην παραδώσει τα όπλα και να αντισταθεί στην κατάσχεση των τροφίμων» (8).
Στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκε τόσο το Μακεδονικό Γραφείο, το οποίο, σε συνεργασία με δημοκρατικούς παράγοντες (τον συνταγματάρχη Δημήτρη Ψαρρό κ.ά.) ίδρυσε την 1η Μαΐου την αντιστασιακή οργάνωση Ελευθερία, όσο και η Παλιά Κ.Ε., που με το Μανιφέστο της 5ης Μαΐου καλεί σε συνέχιση του πολέμου στην κατεχόμενη Ελλάδα (9).
Ενόψει της γερμανικής επίθεσης κατά της Κρήτης, δημοσιεύτηκε, στις 16 Μαΐου, στην εφημερίδα «Κρητικά Νέα», άρθρο του Μιλτιάδη Πορφυρογένη, ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ που μόλις είχε αποδράσει από τη Φολέγανδρο, όπου ήταν εξόριστος. Το άρθρο, με τίτλο «Ενωμένοι προς την νίκη», καλούσε τον λαό της Κρήτης και τους κομμουνιστές να συμμετάσχουν στην άμυνα του νησιού (10).
Από τα τέλη Μαΐου την καθοδήγηση του κόμματος αναλαμβάνει η λεγόμενη Νέα Κεντρική Επιτροπή, την οποία αποτέλεσαν μέλη εκλεγμένα στο 6ο Συνέδριο του Δεκεμβρίου 1935: Οι Πέτρος Ρούσος, Χρύσα Χατζηβασιλείου, Ανδρέας Τσίπας και Παντελής Καραγκίτσης, που είχαν αποδράσει από τη Φολέγανδρο. Λίγες μέρες αργότερα θα προστεθούν και οι Ανδρέας Τζήμας και Κώστας Λαζαρίδης, που απελευθερώθηκαν μαζί με άλλους Μακεδόνες από την Ακροναυπλία, μετά από βουλγαρική παρέμβαση.
Με απόφαση της Νέας Κ.Ε. ιδρύθηκε και η πρώτη πανελλαδική αντιστασιακή οργάνωση, η Εθνική Αλληλεγγύη, στο πρότυπο της προπολεμικής Εργατικής Βοήθειας. Ο τίτλος της είναι χαρακτηριστικός του προσανατολισμού σε εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.
Ο προσανατολισμός αυτός δεν αφορούσε μόνο το ΚΚΕ. Στις 7 Ιουνίου άρχιζε στην κατεχόμενη γειτονική Γιουγκοσλαβία ένοπλος αγώνας, με πρωτοβουλία του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Έχει ιδιαίτερη σημασία να τονίσουμε ότι όλ’ αυτά συμβαίνουν πριν από τη γερμανική επίθεση κατά της ΕΣΣΔ, στις 22 Ιουνίου 1941. Πρόκειται για γεγονότα που ανατρέπουν το μύθευμα ότι οι κομμουνιστές των κατεχόμενων χωρών δεν άρχισαν την Αντίσταση παρά μόνο μετά απ’ αυτήν, δεσμευόμενα, τάχα, από το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ.
Ενώ δεκάδες στελέχη του ΚΚΕ κατορθώνουν να αποδράσουν από τους τόπους εξορίας, ανασυγκροτούνται, υπό την καθοδήγηση της Νέας Κ.Ε., οι παράνομες κομματικές οργανώσεις. Στην 6η Ολομέλεια της Κ.Ε., την 1η Ιουλίου, ορίζεται ως στόχος του κόμματος να συγκροτηθούν οι «δυνάμεις της λαϊκής εξέγερσης, για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση της Ελλάδας» (11). Αποφασίζεται, μάλιστα, να οριστεί ο Ανδρέας Τζήμας ως υπεύθυνος για την οργάνωση αντάρτικου ένοπλου κινήματος στην ύπαιθρο (12).
Με απόφαση του Μακεδονικού Γραφείου, της 20ής Ιουνίου (13), συγκροτήθηκαν οι ανταρτοομάδες Οδυσσέας Ανδρούτσος, στην περιοχή της Νιγρίτας, και Αθανάσιος Διάκος, στην περιοχή Κιλκίς, με 60-150 μέλη η καθεμιά (14). Μαχητικές ομάδες, συγκροτημένες με πρωτοβουλία κομμουνιστών, εμφανίστηκαν και σε άλλα μέρη της Μακεδονίας.
Παράλληλα με την εμφάνιση των ένοπλων ομάδων στη Μακεδονία, ιδρύθηκε στην Αθήνα, στις 16 Ιουλίου, το Εθνικό Εργατικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΕΑΜ) και στις 25 ανασυστάθηκε η Πανυπαλληλική Κεντρική Επιτροπή, οργανώσεις που, όπως και η Εθνική Αλληλεγγύη, αναλάμβαναν την ανάπτυξη μαζικών λαϊκών αγώνων. Οι αγώνες αυτοί αποτελούσαν εκείνο τον πρώτο καιρό της Κατοχής προτεραιότητα για το ΚΚΕ, ένα κόμμα με πλούσια σχετική παράδοση και εμπειρία. Εντούτοις, δεν ισχύει το ανιστόρητο μύθευμα ότι αποτελούσαν τον μοναδικό του προσανατολισμό. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τον Αύγουστο 1941 συγκροτήθηκε Κεντρική Στρατιωτική Επιτροπή, με υπεύθυνο τον απότακτο παλιό βενιζελικό στρατιωτικό Θεόδωρο Μακρίδη, ο οποίος είχε ενταχθεί ήδη στο ΚΚΕ.
Έμμεση αναφορά στον ένοπλο αγώνα γίνεται και στην απόφαση της 7ης Ολομέλειας της Κ.Ε. τον Σεπτέμβριο, στην οποία αναφέρεται η πρωτοβουλία για την ίδρυση Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, το οποίο «θα πολεμήσει με όλα τα μέσα τη φασιστική κατοχή» (15). Το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) θα ιδρυθεί στις 27 Σεπτεμβρίου, από το ΚΚΕ, το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας, την Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας και το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας.
Τον Οκτώβριο 1941 θα κυκλοφορήσει παράνομα το πολιτικό-θεωρητικό περιοδικό του ΚΚΕ «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», με προσωρινό τίτλο «Λαϊκή Επιθεώρηση», και στο πρώτο αυτό κατοχικό τεύχος θα γίνει αναφορά σε «παρτιζάνικο πόλεμο».
Τον ίδιο μήνα θα συγκροτηθεί στο πλαίσιο του ΕΑΜ Στρατιωτικό Κέντρο Αντίστασης, με επικεφαλής τους κομμουνιστές στρατιωτικούς Θεόδωρο Μακρίδη και Νίκο Παπασταματιάδη.
Αν και στις 10 Οκτωβρίου κυκλοφορεί από την Κεντρική Οργανωτική Επιτροπή του ΕΑΜ προκήρυξη, στην οποία αναφέρεται ότι «η Κρήτη, η Μακεδονία, η Θράκη, όπου άρχισε κιόλας το ξεκίνημα, μας δείχνουν το δρόμο» (16), οι στρατιωτικοί του κόμματος εκφράζουν επιφυλάξεις, καθώς δεν εμπιστεύονταν το αντάρτικο ως αποτελεσματική μορφή πολέμου (17). Ανάλογες επιφυλάξεις είχε και πολύς άλλος κόσμος, που αντιμετώπιζε με περίσκεψη την προοπτική διεξαγωγής «κλεφτοπολέμου», με τη συνηθισμένη φράση, «Τώρα δεν είμαστε στο ’21. Υπάρχουν τα στούκας» (18). Στην κατεύθυνση αυτή συνηγορούσε και η αποτυχία του ένοπλου κινήματος στη Μακεδονία, μετά την εξέγερση της Δράμας και τη σφαγή του πληθυσμού στο Δοξάτο και στα Κερδύλια από τους Βούλγαρους.
Στις συνθήκες αυτές αποφασίστηκε, τον Νοέμβριο 1941, από την ηγεσία του ΚΚΕ και με τη σύμφωνη γνώμη του Στρατιωτικού Κέντρου Αντίστασης, η αποστολή του Θανάση Κλάρα στην περιοχή της Φθιώτιδας, της ιδιαίτερης πατρίδας του, για τη διερεύνηση των δυνατοτήτων ανάπτυξης ένοπλου αγώνα στη Ρούμελη και τη νότια Θεσσαλία, με τη μορφή αντάρτικου ανορθόδοξου πολέμου.
Η επιλογή του για μια τέτοια αποστολή συνδέεται με τη μέχρι τότε δραστηριότητά του, ενώ αποδεικνύει και ότι η υπογραφή των δηλώσεων του 1939 δεν αποτελούσε, πλέον, λόγο για να κρατηθεί σε απόσταση από το κόμμα. Κάτι που αφορούσε και το σύνολο των δηλωσιών της περιόδου της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, οι οποίοι κλήθηκαν να συμμετάσχουν στο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης, εξαιρουμένων, φυσικά, όσων είχαν υπογράψει καταδίδοντας και συντρόφους τους ή –ακόμα χειρότερα- είχαν περάσει στην υπηρεσία του δικτατορικού καθεστώτος.
Ο Θανάσης Κλάρας, φτάνοντας στην Αθήνα, μετά τη διάλυση της στρατιωτικής του μονάδας στο Σχηματάρι, φρόντισε να έρθει σε επαφή με γνωστούς του κομμουνιστές, ενώ αναφέρεται ομιλία του στην πλατεία Λαυρίου, επί της οδού 3ης Σεπτεμβρίου κοντά στην Ομόνοια, σε συγκέντρωση περίπου 2.000 πρώην στρατιωτών, που διαμαρτύρονταν για τον ξυλοδαρμό συναδέλφου τους από αστυφύλακα. Στην Αθήνα βρίσκονταν περιφερόμενοι χωρίς στέγη, τροφή και οποιαδήποτε άλλη φροντίδα, χιλιάδες στρατιώτες, κυρίως Κρητικοί, αλλά όχι μόνο, που μετά τη διάλυση του ελληνικού στρατού δεν υπήρχαν μέσα συγκοινωνίας για να επιστρέψουν στους τόπους προέλευσής τους.
Στην ομιλία του αυτή, ο Θανάσης Κλάρας επιδίωξε να τονώσει το φρόνημα των στρατιωτών, υπογραμμίζοντας ότι «Όσοι δεν έχετε παραδώσει τον οπλισμό σας, να μην τον παραδώσετε, να τον φυλάξετε. Ο αγώνας για την πατρίδα μας τώρα αρχίζει» (19).
Λίγες μέρες αργότερα, στις 15 Μαΐου, πραγματοποιήθηκε, με δική του πρωτοβουλία, μυστική συνάντηση κομμουνιστών της Καισαριανής, με τους οποίους είχε αναπτύξει σχέσεις τον τελευταίο χρόνο πριν από τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο.
Η συνάντηση έγινε στο δασύλλιο μεταξύ Καισαριανής, Ζωγράφου και Ιλισίων (που τότε ονομάζονταν Κουπόνια), και σ’ αυτή συμμετείχαν περίπου είκοσι άτομα. Ανάμεσά τους ήταν ο Γιάννης Χατζηπαναγιώτου, ο Μανώλης Τσάφος, που υπήρξε ένας από τους πρώτους αντάρτες του ΕΛΑΣ και σκοτώθηκε σε μάχη λίγες μέρες πριν τον θάνατο του Άρη, ακολουθώντας τον και μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, ο αδελφός του Στέφανος, που δολοφονήθηκε από ταγματασφαλίτες, ο δικηγόρος Αθανάσιος Λαζανάς, που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς, κ.ά.
Μιλώντας στους συντρόφους του, τόνισε «πως ο πόλεμος συνεχίζεται. […] Μην αμφιβάλλετε πως γρήγορα θα το σκάσουν και τα παλικάρια του κόμματος από τα ξερονήσια και τις φυλακές και θα βρεθούν στις πρώτες γραμμές του εθνικολαϊκού αγώνα που θα αρχίσουμε» (20).
Καθώς έρχονταν στην Αθήνα δεκάδες στελέχη του ΚΚΕ, που κατάφεραν να αποδράσουν από τα ξερονήσια όπου τους κρατούσε η δικτατορία Μεταξά, ο Κλάρας φροντίζει να έρθει σε επαφή μαζί τους, κάτι που επιβεβαιώνεται από πολλές μαρτυρίες, με κυριότερες αυτή του Λευτέρη Αποστόλου και του Παντελή Σίμου- Καραγκίτση, μελών της τότε κομματικής ηγεσίας. Όπως ανέφερε ο Καραγκίτσης, «Εκείνη την περίοδο είχαμε ορισμένες συναντήσεις μαζί του και η συμβολή του ήταν μεγάλη στο να μας κατατοπίσει για τη χαφιεδοκρατία που υπήρχε στην παλιά Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε. και στην επονομαζόμενη προσωρινή διοίκηση του κόμματος…
Στην ίδια περίοδο δουλεύει δραστήρια. Ιδιαίτερα στην οικονομική βοήθεια προς τους δραπέτες εξόριστους» (21).
Αναφέρεται, επίσης, ότι διατηρούσε κρυφά, ήδη από την προπολεμική περίοδο, παράνομο τυπογραφείο σε πατάρι της οδού Βουλής και εκεί, τον Ιούλιο του 1941, τυπώθηκε, αν και χωρίς πιεστήριο, με τη συνεργασία του Ορφέα Οικονομίδη, το πρώτο φύλλο της εφημερίδας «Λευτεριά», που απηχούσε τις θέσεις της Νέας Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, στην οποία το παρέδωσε (22).
Η δραστηριότητά του έγινε σύντομα γνωστή στους μηχανισμούς δίωξης του κομμουνισμού που είχαν μπει, πλέον, στην υπηρεσία των κατακτητών και της κυβέρνησης των δωσιλόγων συνεργατών τους, που είχε σχηματίσει ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου. Έτσι, πραγματοποιήθηκε επιδρομή Ιταλών στο σπίτι όπου έμενε, στην οδό Ασκληπιού, αλλά ήδη είχε φύγει απ’ αυτό και είχε εγκατασταθεί σε άλλο, πίσω από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας.
Στις επαφές του με τα στελέχη του κόμματος, ο Κλάρας τόνιζε σταθερά και επίμονα την ανάγκη οργάνωσης και διεξαγωγής ένοπλου αγώνα στην ύπαιθρο, εκτιμώντας ότι η ορεινή γεωγραφική διαμόρφωση του ελλαδικού χώρου και οι ζωντανές μνήμες από τους αγώνες της κλεφτουριάς θα μπορούσαν να ευνοήσουν μια τέτοια προοπτική.
Στην κατεύθυνση αυτή, άλλωστε, προσανατολιζόταν ήδη το ΚΚΕ, αν και με σοβαρές επιφυλάξεις σχετικά με τον χρόνο έναρξης μιας τέτοιας προσπάθειας, αλλά και με την έκταση που θα μπορούσε να προσλάβει.
Δεν είναι τυχαίο άρθρο του «Ριζοσπάστη» που δημοσιεύτηκε ενώ ο Κλάρας είχε φύγει ήδη από την Αθήνα για τη διερεύνηση των όρων δημιουργίας αντάρτικου.
Όπως έγραφε το άρθρο, η κατάσταση «… επιβάλλει στο κόμμα μας την ανάγκη της άμεσης επιστράτευσης όλων των δυνάμεών του όχι μόνο για την υπεράσπιση των καθημερινών απαιτήσεων της ζωής του λαού μας, αλλά και για τη μεγάλη μάχη της οριστικής απελευθέρωσης της χώρας μας απ’ τον ξενικό ζυγό. Ο ανταρτοπόλεμος της Κρήτης και της Μακεδονίας, που γίνεται παράλληλα και αδελφωμένα με τον ανταρτοπόλεμο του σερβικού και βουλγαρικού λαού, μας δείχνουν το δρόμο και χαρακτηρίζουν το πέρασμα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα σ’ ανώτερες μορφές πάλης» (23).
Στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκε και η απόφαση της 8ης Ολομέλειας της Κ.Ε. του ΚΚΕ, στις αρχές Ιανουαρίου 1942: «Ο εθνικοαπελευθερωτικός μας ανταρτοπόλεμος έχει πρωτεύουσα σημασία για την απελευθέρωση της χώρας από τον ξενικό ζυγό. Οι κομμουνιστές πρέπει να οργανώσουν, να μαζικοποιήσουν και να επεκτείνουν το αντάρτικο κίνημα στην ύπαιθρο…» (24).
Όπως επισήμανε ο Θανάσης Χατζής, το κύριο σ’ αυτή την Ολομέλεια είναι η αναγνώριση της προτεραιότητας του ένοπλου αγώνα. «Η χώρα βρίσκεται σε επανάσταση και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας αναλαμβάνει να την καθοδηγήσει» (25).