Πηγή: Εκπαιδευτική Λέσχη
Το 1765 στις «Εξομολογήσεις» του, ο Ζαν -Ζακ Ρουσσώ αναφέρθηκε σε μια σπάταλη πριγκίπισσα που έκανε τη δήλωση: «αφού δεν έχουν ψωμί, ας φάνε παντεσπάνι». Κάμποσα χρόνια αργότερα επικράτησε πολύ εύκολα η φήμη ότι η φράση ειπώθηκε από τη Μαρία-Αντουανέτα, γυναίκα του Λουδοβίκου του 16ου. Ήταν φυσικό να επικρατήσει αυτή η φήμη, λόγω του μίσους που έτρεφε ο λαός απέναντι στους ηγεμόνες- βασιλείς, που ζούσαν μέσα στην κραιπάλη, ενώ ο λαός λιμοκτονούσε. Το σίγουρο είναι ότι το 1793 ο Λουδοβίκος και η Μαρία-Αντουανέτα δεν μπορούσαν να φάνε ούτε ψωμί, ούτε παντεσπάνι… γιατί όλοι γνωρίζουμε πώς κατέληξαν…
Δυόμιση αιώνες μετά, η πραγματικότητα της Ελλάδας, όλο και πιο πολύ προσομοιάζει στην εποχή του Λουδοβίκου και της Μαρίας – Αντουανέτας. Τα δημόσια αγαθά εμπορευματοποιούνται και ιδιωτικοποιούνται ταχύτατα. Η νέα γενιά μετατρέπεται σε πληβειακή μάζα, έρμαιο της ασυδοσίας κάθε εργοδότη ή ακόμη χειρότερα ψάχνοντας την τύχη της στα πέρατα του κόσμου. Ο έλεγχος κάθε πληροφορίας και είδησης, η χειραγώγηση και η καταστολή, είναι καθεστώς.
Τα συνταγματικά δικαιώματα γίνονται κουρέλια. Εξελίσσεται μια πολιτειακή μεταβολή προς ένα κατ’ επίφαση συνταγματικό, κοινοβουλευτικό καθεστώς. Η κοινωνία βουλιάζει στην ένδεια. Το αγκομαχητό της εργαζόμενης πλειοψηφίας γίνεται όλο και μεγαλύτερο. Την ίδια ώρα, μέσα στις συνθήκες της πανδημίας, η κυβέρνηση βρίσκει το έδαφος για να προωθήσει με τη μέγιστη επιθετικότητα, όλο το νομοθετικό πλαίσιο που ιδιωτικοποιεί τα δημόσια αγαθά, που διαλύει την υγεία και την παιδεία, που εμποδίζει και ποινικοποιεί τους κοινωνικούς αγώνες. Το διεθνές και ντόπιο κεφάλαιο εξαγοράζει ταχύτατα την ρημαγμένη χώρα. Αδηφάγο και άπληστο…
Σε αυτό το τοπίο, γίνεται εξοργιστικό να δηλώνει ο πρωθυπουργός ότι «η Ελλάδα είναι μια χώρα με καταπληκτική ποιότητα ζωής». Σίγουρα έχει στο μυαλό του τις πρωθυπουργικές «εκδρομές» του ή τις 345.000€ «αδιευκρίνιστων καταθέσεων» κάποιου υπουργού του…
Από τη Μαρία-Αντουανέτα στη Νίκη-Αντουανέτα
Σε αυτό το τοπίο, γίνεται εξοργιστικό όταν η απάντηση του ΥΠΑΙΘ στις ελλείψεις υποδομών των σχολείων και των εκπαιδευτικών, είναι ένα κουπόνι 200€.
Αλλά ας δούμε τι έγινε στην πρώτη φάση του προγράμματος των κουπονιών «ψηφιακή μέριμνα», με βάση τα στοιχεία του ίδιου του ΥΠΑΙΘ, στο τέλος του 2021: Εξαργυρωμένες επιταγές 500.725. Με αυτές αγοράστηκαν 262.031 tablets. Οι υπόλοιπες επιταγές είναι 238.694. Με αυτές αγοράστηκαν 123.391 φορητοί και σταθεροί υπολογιστές, δηλαδή 2 κουπόνια για ένα μηχάνημα, χωρίς να υπολογίζουμε (τα στοιχεία του ΥΠΑΙΘ δεν αναφέρονται στο τελικό ποσό που δαπανήθηκε) τα επιπλέον χρήματα που δόθηκαν για την αγορά αυτού του μηχανήματος, αφού και 400€ πιθανώς, δεν ήταν αρκετά.
Το πρώτο συμπέρασμα βγαίνει από τους ίδιους τους αριθμούς: οι 5 στους 6 μαθητές/σπουδαστές δεν αγόρασαν αυτό που είχαν ανάγκη, αλλά αυτό που ήταν εφικτό. Αντί να καλύψουν τις πραγματικές τους ανάγκες, προσάρμοσαν τις ανάγκες τους στην υποτιμημένη, εφικτή δυνατότητα των κουπονιών.
Με τα κουπόνια, η κυβέρνηση και το ΥΠΑΙΘ άσκησαν επικοινωνιακή πολιτική δήθεν επίλυσης των ελλείψεων σε υποδομές, αλλά στην πραγματικότητα μετακύλησαν τις κρατικές ευθύνες, σε ατομικό επίπεδο και υποτίμησαν βίαια την έννοια της πραγματικής ανάγκης. Αντί το κράτος να καλύψει τις πραγματικές ανάγκες, για όλους, καλύπτει με ατομική ευθύνη του καθενός, μέρος των αναγκών για κάποιους. Η συνταγματική υποχρέωση για πλήρη κάλυψη των αναγκών στην παιδεία, μετατρέπεται σε μικρή επιδοματική ενίσχυση.
Αυτή είναι η νεοφιλελεύθερη κουλτούρα των κουπονιών: Το κράτος απαλλάσσεται από την ευθύνη, η οποία μεταβιβάζεται στην ατομική χρήση, στην ατομική επιλογή, στην ατομική δυνατότητα του καθενός. Αυτή η κουλτούρα ετοιμάζεται να γίνει καθεστώς, με το νέο κύκλο κουπονιών, προς τους εκπαιδευτικούς. Και δεν είναι μόνο κουλτούρα… Η γενίκευση της χρήσης των κουπονιών ανοίγει ακόμη περισσότερο την ψαλίδα της ταξικής διαφοροποίησης και εντείνει τις υπάρχουσες κοινωνικές ανισότητες, αφού η επιλογή και ο τρόπος εξαργύρωσης του κουπονιού γίνεται σε μεγάλο βαθμό, με βάση την κοινωνικο-οικονομική δυνατότητα της οικογένειας. Μια αντίστοιχη διαδικασία εφαρμόζεται εδώ και μερικά χρόνια με τις εγγραφές στους παιδικούς σταθμούς.
Ταυτόχρονα, μέσα στον πρώτο μήνα εφαρμογής των κουπονιών υπήρξε αύξηση των τιμών στα αντίστοιχα προϊόντα, της τάξης του 20-25%, από την οποία στην πραγματικότητα επωφελήθηκαν 10 περίπου μεγάλες εταιρείες που σχετίστηκαν με το πρόγραμμα.
Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν μέσα σε ένα καθεστώς διαρκούς κυβερνητικής επικοινωνιακής εξαπάτησης της κοινωνίας, ώστε να μένει η εντύπωση ότι η κυβέρνηση και το υπουργείο παίρνουν μέτρα, καλύπτουν ανάγκες… Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι 91.613 «φορητές ηλεκτρονικές συσκευές» που υποτίθεται ότι πήγαν στα σχολεία. Εξαγγέλθηκαν τον Ιούνιο του 2020 (με πολλές ευχαριστίες σε ιδιωτικές εταιρείες), ξαναπαρουσιάστηκαν τον Σεπτέμβριο του 2020, ως υλοποιήσιμο έργο του υπουργείου Παιδείας και ξαναεμφανίστηκαν ως άμεσα εφαρμόσιμη πράξη τον Δεκέμβριο του 2020 (μέσα στο lockdown).
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά τα επαναλαμβανόμενα ψεύδη, αυτός ο αριθμός των φορητών συσκευών που ουδέποτε έφτασε στα σχολεία (μέχρι σήμερα), παρουσιάστηκε ως επίτευγμα του ΥΠΑΙΘ στην «έρευνα» του (ναζιστικού παρελθόντος και ακραίου νεοφιλελεύθερου παρόντος) ιδρύματος Bertelsmann, ώστε να φαίνεται ότι δήθεν η χώρα μας ανέβηκε 20 θέσεις ψηλότερα στην Ευρώπη, στο πεδίο των ψηφιακών υποδομών… Κατόπιν τούτων, ας επιστρέψουμε στον πλανήτη Γη…
Υποτίμηση των πραγματικών αναγκών. Αύξηση των τιμών. Μεταφορά κερδών από το κράτος στους ιδιώτες. Κουλτούρα ατομικής ευθύνης. Απαλλαγή του κράτους από τη συνολική χρηματοδότηση και από την κάλυψη των αναγκαίων υποδομών, που είναι αγαθά για όλους. Να ποια είναι η πραγματική διάσταση της πολιτικής των κουπονιών. Μέσα σε ένα προνεωτερικό, σύμπαν ατομικής ισχύος και ανελέητου ατομικού ανταγωνισμού, το κράτος-ηγεμόνας πετάει ψίχουλα και εισπράττει την ψυχική και οικονομική υποταγή των υπηκόων του.
Τη δεκαετία του 1980, στη Χιλή του Πινοσέτ, με την εκτεταμένη προώθηση των κουπονιών και την ταυτόχρονη εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης αντίληψης για την ατομική επιλογή σχολείου, διαλύθηκε εντελώς το δημόσιο σύστημα παιδείας και ιδιωτικοποιήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του. Ακόμη και σήμερα το 50% των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων λειτουργούν ως ιδιωτικά. Ο διπλασιασμός των δαπανών για την Παιδεία (δαπάνες στις οποίες η χώρα μας βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης) είναι ο άμεσα αναγκαίος δρόμος για την στήριξη και την ύπαρξη του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος, με την ταυτόχρονη κατάργηση όλων των νόμων της κατηγοριοποίησης και διαφοροποίησης των σχολείων, των μαθητών και των εκπαιδευτικών.
Η φτώχεια είναι παρούσα και μεγαλώνει
Την ίδια ώρα, η κοινωνία ζει μέσα σε ένα περιβάλλον διαρκώς επιταχυνόμενης ακρίβειας και οικονομικής δυσχέρειας, σε απόλυτη εργασιακή ανασφάλεια και ελαστικότητα εργασίας, με όλους τους νόμους που ψηφίζονται να ενισχύουν την εργοδοτική αυθαιρεσία και το ιδιωτικό κεφάλαιο, ενώ ταυτόχρονα καταργούν τα κοινωνικά δικαιώματα και τα κοινωνικά αιτήματα. Μέσα σε μια δεκαετία έχουν καταργηθεί εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα ενός αιώνα… Δικαιώματα που ήταν και είναι γραμμένα με θυσίες και αγώνες.
Το αφήγημα της κυβέρνησης έχει δύο πλευρές. Από τη μια, στηριζόμενη στα συνεχή ψεύδη από χειραγωγημένα ΜΜΕ, μάς διατυμπανίζει ότι όλα είναι καλά. «Αύριο θα έχουμε φτάσει με ηγέτη τον Μωυσή στη γη της επαγγελίας». Οι αριθμοί ευημερούν (άσχετα αν οι αριθμοί αποδεικνύονται ψεύτικοι).
Και όταν η πραγματικότητα δεν συνάδει με τα κατασκευασμένα στοιχεία τότε ξεκινάει η άλλη εκδοχή του κυβερνητικού αφηγήματος: «σταματήστε να γκρινιάζετε, δε βλέπετε ότι υπάρχουν και χειρότερα; Μην έχετε απαιτήσεις».
Αν ερευνήσει κανείς το τι συμβαίνει με τους μισθούς, τότε θα διαπιστώσει ότι και οι δύο εκδοχές του κυβερνητικού αφηγήματος αποδεικνύονται ψεύτικες. Και τα νούμερα δεν ευημερούν και βρισκόμαστε στον πάτο, στους πίνακες σύγκρισης των μισθών.
Ο πρώτος πίνακας, από την ιστοσελίδα του ΟΟΣΑ, με στοιχεία του 2020, συγκρίνει τους μισθούς των εκπαιδευτικών ανάμεσα σε 40 χώρες, σε Μονάδες Ισοτιμίας Αγοραστικής Δύναμης.
Πίνακας 1
Ισοτιμία αγοραστικής δύναμης (ΙΑΔ / PPP – Purchasing Power Parity) είναι μια οικονομική θεωρία και τεχνική που μετράει πόσα χρήματα θα χρειαστούν για να αγοράσει κάποιος/α τα ίδια προϊόντα και τις ίδιες υπηρεσίες, σε διαφορετικές χώρες. Μετρώντας τα χρήματα σε ΙΑΔ, καθορίζεται το ποσό των χρημάτων που έχει την ίδια αγοραστική δύναμη σε διάφορες χώρες. Μεταξύ άλλων χρήσεων, οι ΙΑΔ διευκολύνουν διεθνείς συγκρίσεις του εισοδήματος.
Στις στήλες του πίνακα φαίνονται κατά σειρά (σε ΙΑΔ): Ο εναρκτήριος μισθός των εκπαιδευτικών, ο μισθός με 10 χρόνια εργασίας, με 15 χρόνια εργασίας και ο καταληκτικός μισθός. Στον συγκεκριμένο πίνακα έχει γίνει ταξινόμηση με βάση τη στήλη της 15ετίας. Γίνεται αμέσως φανερό ότι όχι μόνο βρισκόμαστε στις τελευταίες θέσεις ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ και της ευρωζώνης, αλλά και ότι ο μισθός μας είναι περίπου ο μισός από τους αντίστοιχους Μέσους Όρους (φαίνονται με γκρι χρώμα). Η μνημονιακή υποταγή όλων των κυβερνήσεων οδήγησε την κατάσταση σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα.
Τα παραπάνω ίσχυαν το 2020. Σχεδόν δύο χρόνια μετά, με την ακρίβεια και τον πληθωρισμό σε ύψη 25ετίας, η λεηλασία του μισθού γίνεται ακόμη μεγαλύτερη. Λίγες ημέρες πριν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση να παρουσιάσει νέα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, ενώ ο αρχιτραπεζίτης Στουρνάρας με άρθρο του σε γνωστή (για τις φιλοκυβερνητικές της θέσεις) εφημερίδα, έκανε «παρέμβαση για την ανάγκη αποκατάστασης της δημοσιονομικής πειθαρχίας και την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων». Δεν νομίζω ότι χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις για τη δήλωση αυτή. Την έχουμε ακούσει πολλές φορές τα τελευταία 10 χρόνια… και αμέσως μετά έρχονταν τα μέτρα.
Αυτό σημαίνει ότι εντός του 2022 θα υπάρξει νέα χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης όλων των εργαζομένων και της κοινωνίας.
Αλλά ας δούμε και έναν ακόμη συγκριτικό πίνακα.
Πίνακας 2
Στον πίνακα αυτό φαίνεται συγκριτικά η εξέλιξη των μισθών των εκπαιδευτικών για μία εικοσαετία, από το 2000 έως το 2020. Το 2010 θεωρείται έτος αναφοράς για όλες τις (30) χώρες για τις οποίες γίνεται η σύγκριση. Θεωρείται ότι το 2010 ο μισθός σε κάθε χώρα ήταν 100 μισθολογικές μονάδες και βάσει αυτού, φαίνεται η εξέλιξη (αύξηση ή μείωση) μέσα στην εικοσαετία.
Για μια ακόμη φορά πρέπει να κοιτάξουμε στον πάτο του πίνακα!
Οι απώλειες του μισθού μας φτάνουν περίπου στο 30%. Στις 3 χώρες του Νότου που πέρασαν από αντίστοιχες μνημονιακές πολιτικές την τελευταία δεκαετία (Πορτογαλία, Ιταλία, Ισπανία, – μήπως θυμάστε το όνομα PIGS), βλέπουμε ότι οι αντίστοιχες απώλειες στους μισθούς των εκπαιδευτικών κυμαίνονται από 5-8%. Ξαναγυρνώντας όμως, στον πρώτο πίνακα, βλέπουμε ότι η αγοραστική δύναμη των μισθών των εκπαιδευτικών στις ίδιες χώρες είναι έως περίπου διπλάσια από τη δική μας.
Η ελληνική κοινωνία έχει χτυπηθεί ανελέητα. Η εργασία και το επιστημονικό έργο έχουν απαξιωθεί και υποτιμηθεί, σε πολύ μεγάλο βαθμό. Η υποτίμηση αυτή των μισθών των εργαζομένων μετατράπηκε σε τραπεζικά κέρδη, σε δάνεια ιδιωτών και εταιρειών που με αυτά εξαγοράζουν και ιδιωτικοποιούν δημόσια αγαθά, σε μεγέθυνση της εμπορευματοποίησης και της ιδιωτικοποίησης της παιδείας, της υγείας, της ασφάλισης.
Η υποτίμηση της εργασίας δημιουργεί έναν «μειοδοτικό ανταγωνισμό» για μια θέση εργασίας, που ελαστικοποιεί όλο και περισσότερο τις σχέσεις εργασίας. Ας μην ξεχνάμε την αναφορά του ΟΟΣΑ στην «πολύ έξυπνη διαχείριση» που έγινε στην Ελλάδα με την αύξηση του αριθμού των αναπληρωτών (βλέπε ελαστικά εργαζόμενων) εκπαιδευτικών, σε οργανικές θέσεις. Ακόμη ας μην ξεχνάμε ότι με την ατομική αξιολόγηση (στην τελική της μορφή) επιδιώκουν να συνδέεται με τη διαφοροποίηση του μισθού.
Σε αυτή την πραγματικότητα η κυβέρνηση ανακοινώνει «φοροαπαλλαγές» της τάξης των 10€ το μήνα, που ήδη έχουν υπερκεραστεί από την ακρίβεια. Ανακοινώνει «μείωση του ΕΝΦΙΑ» της τάξης των 5€ τον μήνα, ενώ αναμένονται αυξήσεις των αντικειμενικών αξιών ακινήτων. Ανακοινώνει επίδομα θέρμανσης, την ίδια στιγμή που οι τιμές των ενεργειακών πρώτων υλών έχουν αυξηθεί περίπου κατά 30%.
Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί. Πρέπει να βάλουμε τέλος στη λεηλασία που έχουν υποστεί οι μισθοί των εργαζομένων, στη λεηλασία που έχει υποστεί η ζωή μας.
Να ζούμε από το μισθό και τη σύνταξή μας με άμεσες αυξήσεις που να καλύπτουν τη διαβίωσή μας
Επαναφορά όλων των απωλειών της δεκαετίας, του 13ου και του 14ου μισθού.
Όχι στην ιδιωτικοποίηση των ασφαλιστικών μας δικαιωμάτων.
Το αμέσως επόμενο διάστημα χρειάζεται να συντονιστούν οι συλλογικοί αγώνες.
Ο αγώνας για τους μισθούς και τη ζωή μας δεν μπορεί να πάρει άλλη αναβολή.