Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τη βαθύτερη ουσία του εξελισσόμενου πολέμου, χρειάζεται να απλώσουμε το βλέμμα μας πάνω από τα πεδία των μαχών στην Ουκρανία
Δεν μπορεί να υπάρχει ευαίσθητος άνθρωπος, πολύ περισσότερο αριστερός και κομμουνιστής, που να μην συγκλονίζεται από τους πυραύλους, τις βόμβες, τους άμαχους νεκρούς και το δράμα της προσφυγιάς που προκαλεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, να μην εύχεται και να μην αγωνίζεται για τον άμεσο τερματισμό της ρωσικής εισβολής, την επιστροφή στα πεδία της διπλωματίας, την αποχώρηση των επιτιθέμενων και όλων των ξένων στρατευμάτων για μια δίκαιη ειρήνη.
Αν και η στρατιωτική υπεροπλία της Ρωσίας είναι μεγάλη, κανείς δεν γνωρίζει εκ των προτέρων ποιος θα είναι ο νικητής αυτού του πολέμου ή πόσο θα κρατήσει. Σίγουρα όμως, η εργατική τάξη και οι λαοί, όχι μόνον της Ουκρανίας, αλλά και της Ρωσίας, της Ευρώπης, των ΗΠΑ και όλου του κόσμου, δεν έχουν να κερδίσουν τίποτε από τις επιπτώσεις του, από την εκτίναξη των πολεμικών δαπανών, από την άνοδο των τιμών στην ενέργεια και στα λαϊκά αγαθά, από το εθνικιστικό μίσος. Από αυτά έχουν να κερδίσουν μόνον το κεφάλαιο και οι αστικές τάξεις σε κάθε χώρα. Ο πόλεμος αυτός, δεν βοηθά, αλλά δυσκολεύει πολύ τον αγώνα του εργατικού, αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος.
Ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός καλεί τους λαούς σε έναν παγκόσμιο αγώνα για τη «δημοκρατία εναντίον των αυταρχικών καθεστώτων», ταυτίζοντας σχεδόν τον Πούτιν με τον Χίτλερ και τη σημερινή Ρωσία με τη ναζιστική Γερμανία. Φυσικά, ούτε η σημερινή Ρωσία έχει σχέση με τη ναζιστική Γερμανία, ούτε ο Πούτιν με τον Χίτλερ, ενώ οι ΗΠΑ είναι σήμερα μια από τις πιο αυταρχικές χώρες του πλανήτη, αν κρίνει κανείς από τον αριθμό φυλακισμένων, τους φόνους πολιτών από την αστυνομία, τις αστυνομικές δαπάνες και τις διώξεις αντιφρονούντων όπως ο Σνόουντεν και ο Ασάνζ, καθώς και από τις δολοφονίες αντιπάλων τους σε όλο τον πλανήτη, όπως του ιρακινού στρατηγού Σουλεϊμάν.
Δικαιολογούν όμως όλα αυτά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία; Είναι πράγματι ένας «αντιφασιστικός», δίκαιος πόλεμος; Είναι μήπως ένας αναγκαστικός και αμυντικός πόλεμος για τη «ζωτική ασφάλεια» της Ρωσίας; Η στρατιωτική εισβολή ήταν ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστεί η περικύκλωση με πυραύλους και στρατεύματα του ρωσικού λαού από το ΝΑΤΟ;
Και αν τα κίνητρα του πολέμου δεν είναι η «εθνική αυτοδιάθεση» της Ουκρανίας» και η «υπεράσπιση της δημοκρατίας» ή «η αποστρατιωτικοποίηση και αποναζιστικοποίηση» της Ουκρανίας, τότε ποια είναι;
Για να μπορέσουμε να δώσουμε απαντήσεις σε αυτά τα μεγάλα ερωτήματα, για να κατανοήσουμε τη βαθύτερη ουσία του εξελισσόμενου πολέμου, χρειάζεται να απλώσουμε το βλέμμα μας πάνω από τα πεδία των μαχών στην Ουκρανία. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι εάν η ανάλυσή μας περιοριστεί στη ρωσική επίθεση ή στο αμερικανικό πραξικόπημα του Μαϊντάν, οι απαντήσεις θα είναι τουλάχιστον μερικές και ανεπαρκείς εάν όχι λαθεμένες.
Οι δυο Παγκόσμιοι και ο Ψυχρός Πόλεμος
Αν και οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί της περιόδου πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο μοιάζουν πολύ με τους σημερινούς δίνοντας πολύτιμα εργαλεία ανάλυσης, οφείλουμε να υπολογίσουμε ότι βρισκόμαστε σε μια ποιοτικά διαφορετική εποχή του καπιταλισμού, που απαιτεί ποιοτική ανάπτυξη των μαρξιστικών μεθοδολογικών εργαλείων. Δεν χρειαζόμαστε μια απλή «επιστροφή στον Λένιν», αλλά μια επιστροφή στη μέθοδο του Λένιν, στο καινοτόμο μαρξιστικό πνεύμα του, ώστε να αποφύγουμε υπεραπλουστεύσεις που δεν πείθουν, όπως «όλοι είναι ίδιοι» κ.λπ.
Οι πόλεμοι της εποχής μας δεν έχουν σχέση με τον δίκαιο, δημοκρατικό και αντιφασιστικό χαρακτήρα που προσέλαβε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος με τη συμμετοχή της ΕΣΣΔ σε αυτόν. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους δεν διεξάγουν έναν «δημοκρατικό αγώνα» ενάντια στο «νέο Χίτλερ», αλλά και η σημερινή Ρωσία έχει ποιοτικά διαφορετικό κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα σε σχέση με την τότε ΕΣΣΔ. Για την ακρίβεια αποτελεί συνέχεια των αναπτυσσόμενων καπιταλιστικών χαρακτηριστικών της ΕΣΣΔ και ποιοτική άρνηση των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών που είχαν απομείνει.
Οι πόλεμοι της εποχής μας είναι επίσης πολύ διαφορετικοί σε σχέση με τις μεταπολεμικές στρατιωτικές αντιπαραθέσεις του «Ψυχρού Πολέμου». Από τότε, έχουν συντελεσθεί βαθιές αλλαγές. Στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, τα έστω και δευτερεύοντα σοσιαλιστικά υπολείμματα της ΕΣΣΔ και η στήριξή της στο αντιαποικιοκρατικό – αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, έδινε στις στρατιωτικοπολιτικές αντιπαραθέσεις έναν χαρακτήρα «δίκαιου πολέμου» από πλευράς των σοβιετικών. Ωστόσο, επεμβάσεις τύπου Αφγανιστάν ήταν «άδικοι πόλεμοι» γιατί θυσίαζαν τα μακροπρόθεσμα στρατηγικά συμφέροντα του διεθνούς προλεταριάτου στα άμεσα, ιδιοτελή κρατικά συμφέροντα της ΕΣΣΔ και της εκμεταλλεύτριας άρχουσας τάξης που είχε αναπτυχθεί.
Οι πόλεμοι της «δεύτερης αμερικανικής αυτοκρατορίας», 1990 – 2007
Στην περίοδο 1990 – 2007 πραγματοποιήθηκαν μια σειρά στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στην Μέση Ανατολή, την υποσαχάρια Αφρική και στην Ευρώπη, από τις οποίες ξεχωρίζουν οι δυο εισβολές στο Ιράκ, ο εμφύλιος και η αμερικανονατοϊκή επίθεση κατά της τότε Γιουγκοσλαβίας. Ποιος ήταν ο χαρακτήρας αυτών των πολέμων;
Μετά το 1990 επικράτησαν σταδιακά οι παραγωγικές και κοινωνικές σχέσεις της νέας εποχής (του σταδίου του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, όπως υποστηρίζουμε) που άρχισαν να εμφανίζονται μέσα από τη δομική κρίση του 1973 – 80: οι ελαστικές σχέσεις εργασίας και άντλησης υπεραξίας, τα πολυκλαδικά – πολυεθνικά μονοπώλια (επιχειρηματικοί όμιλοι), οι ολοκληρώσεις, η χρηματιστικοποίηση και η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση. Ο νεοφιλελευθερισμός ήταν (και είναι) η ιδεολογία αυτών των σχέσεων. Με τη σοβιετική κατάρρευση, το άνοιγμα της Κίνας στην παγκόσμια αγορά και την ενσωμάτωση των αντιαποικιοκρατικών κινημάτων, οι σχέσεις αυτές επικράτησαν άνισα και πολύμορφα σε όλο τον κόσμο.
Λόγω της πλήρους αμερικανικής ηγεμονίας, η περίοδος 1990 – 2007 δίκαια έχει χαρακτηριστεί ως περίοδος της «δεύτερης αμερικανικής αυτοκρατορίας» (η πρώτη από το 1945 έως το 1990).
Οι πόλεμοι αυτής της περιόδου ήταν πόλεμοι παγκόσμιας προώθησης των νέων καπιταλιστικών σχέσεων μαζί με την αμερικανική «Νέα Τάξη». Όλοι τους πραγματοποιήθηκαν με την άμεση ή έμμεση συμμετοχή, έγκριση ή ανοχή των ΗΠΑ.
Είναι πόλεμοι που «σιδερώνουν» τα κρατικιστικά και κεϊνσιανά υπολείμματα της ψυχροπολεμικής «Παλιάς Τάξης». Ταυτόχρονα, προλαμβάνουν και καταστέλλουν στρατιωτικά τις αναγεννώμενες αμφισβητήσεις της αμερικανικής ηγεμονίας, πρώτα από όλα στο οικονομικό πεδίο (ειδικά η δεύτερη εισβολή στο Ιράκ, το 2003, καταστέλλει τόσο τις κινήσεις για αυτόνομες ολοκληρώσεις στον αραβικό χώρο, όσο και τη μετατροπή του ευρώ σε ισχυρό νόμισμα διεθνών συναλλαγών).
Ήταν πόλεμοι των τότε νέων τεχνολογιών, της σύνδεσης του υπολογιστή με το διαδίκτυο, των «έξυπνων πυραύλων» και σε «απευθείας μετάδοση» από το CNN. Τρομοκρατούν ηγέτες, κυρίως όμως, τρομοκρατούν με «σοκ και δέος» τους λαούς, εκφοβίζουν τις πρωτόλειες προσπάθειες εργατικής, αριστερής και κομμουνιστικής ανασυγκρότησης ενάντια στις νέες σχέσεις εκμετάλλευσης και ιμπεριαλιστικής ιεραρχίας.
Οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί υπάρχουν, βεβαίως, αλλά δεν βγαίνουν στο προσκήνιο για δυο λόγους: Ο πρώτος είναι ότι με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ δεν υπάρχει χώρα ικανή να αναμετρηθεί με τις ΗΠΑ. Ο δεύτερος και κυριότερος είναι ότι ο καπιταλισμός βρίσκεται πάνω σε ένα ανοδικό «μακρύ κύμα». Ασθενέστερο σε σχέση με αυτό του 1945 – 70, αλλά ανοδικό. Και γνωρίζουμε ότι όταν ανεβαίνουν τα κέρδη οι καπιταλιστές «εμφανίζονται ως φίλοι κι αδέλφια». Έτσι, οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ, Κίνας, Ρωσίας, Γαλλίας, Γερμανίας κ.λπ. βασικά συνεργάζονται. Τα πράγματα αλλάζουν όταν έρχεται η δομική κρίση.
Οι πόλεμοι της περιόδου μετά τη δομική κρίση του 2007 – 10
Η δομική κρίση του 2007 – 10 είναι το ιστορικό ορόσημο, στο οποίο οφείλουμε να σταθούμε για να κατανοήσουμε τον χαρακτήρα του πολέμου της Ουκρανίας, αλλά και για να κατανοήσουμε και να αναχαιτίσουμε την επικίνδυνη, αναπτυσσόμενη τάση για έναν τρίτο παγκόσμιο γύρο ιμπεριαλιστικών πολέμων.
Σε αυτήν την περίοδο εντάσσεται μια σειρά πολέμων, όπως η επίθεση του ρωσικού στρατού στη Γεωργία, το 2008, η δυτική επέμβαση στη Λιβύη και τη Συρία, το 2011, η μετέπειτα ρωσική και τουρκική στρατιωτική ανάμειξη σε Συρία και Λιβύη, ο πόλεμος Αρμενίας – Αζερμπαϊτζάν κ.α. Σε αυτήν εντάσσεται και μια σειρά στρατιωτικών προκλήσεων και επεισοδίων, όπως μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, Ινδίας – Πακιστάν, Κίνας – Φιλιππίνων, Κίνας – Ταϊβάν, κ.α. Πρόκειται βεβαίως για ιστορικούς ανταγωνισμούς που αποκτούν όμως μεγαλύτερη ένταση και νέο περιεχόμενο. Το αμερικανοκίνητο πραξικόπημα του Μεϊντάν, η περικύκλωση του ρωσικού λαού από το ΝΑΤΟ και η ρωσική επίθεση στην Ουκρανία, αποτελούν κλιμακούμενα επεισόδια αυτής της περιόδου.
Βαθύτερη αιτία όλων των παραπάνω στρατιωτικών συγκρούσεων είναι ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός που εκτινάχθηκε με την κρίση του 2007 – 10. Ο ανταγωνισμός σε συνθήκες δομικής κρίσης είναι ο κινητήρας των ενεργειών για όλους τους πρωταγωνιστές των συγκρούσεων, μεγάλους, μεσαίους και μικρούς.
Η κρίση αυτή ανέδειξε την υποχώρηση της αμερικανικής οικονομίας στο παγκόσμιο ΑΕΠ και μια μεγάλη αλλαγή των οικονομικών συσχετισμών. Χαρακτηριστικά, το 2000 το ΑΕΠ των ΗΠΑ αποτελούσε το 30,4% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Το 2010, αμέσως μετά την κρίση, αντιπροσωπεύει το 22,6%. Η Κίνα, από το 1,8% του παγκόσμιου ΑΕΠ, το 1990, ανέρχεται στο 15,7%, το 2018. Το σύνολο των ΑΕΠ των λεγόμενων BRICS (από τα αγγλικά αρχικά των χωρών Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότιος Αφρική), το 2000, αντιπροσώπευε μόλις το 7,5% τους παγκόσμιου ΑΕΠ. Το 2018 εκτινάσσεται στο 23,5%.
Γεωπολιτικά, η κρίση του 2007 – 10 σηματοδοτεί την κρίση της «δεύτερης αμερικανικής αυτοκρατορίας». Είναι κρίση που θέτει σε ανοδική δυναμική την Κίνα και τις χώρες των BRICS.
Πριν ακόμη καταφέρουν να βγουν από την προηγούμενη, οι καπιταλιστικές οικονομίες δοκιμάστηκαν από την παγκόσμια τριπλή, περιβαλλοντική, υγειονομική και οικονομική κρίση που ξέσπασε με την πανδημία του κορωνοϊού. Από αυτή την κρίση, όλα δείχνουν ότι κερδισμένη είναι κυρίως η Κίνα και οι οικονομίες της Ασίας και χαμένες οι ΗΠΑ, οι δυτικές χώρες και η Βραζιλία.
Η δομική κρίση γκρέμισε την παλιά Νέα Τάξη και γέννησε τον «πολυπολικό κόσμο». Είναι ένας κόσμος του πιο άγριου καπιταλιστικού και ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού.
Ενός ανταγωνισμού που για κάθε χώρα παίρνει τη μορφή της «ύπαρξης» ή της «ανυπαρξίας», όπως για κάθε ξεχωριστό καπιταλιστή παίρνει τη μορφή της επικράτησης επί του πτώματος του ανταγωνιστή ή της χρεοκοπίας. Για τις ΗΠΑ είναι «ζωτικό» να διατηρήσουν και να δυναμώσουν την κυριαρχία τους. Για την Κίνα και τη Ρωσία είναι «ζωτικό» να αποτινάξουν την αμερικανική επικυριαρχία που τις περιορίζει ασφυκτικά. Σε αυτές τις συνθήκες, από τη σκοπιά του εργατικού κινήματος, είναι δευτερεύον ζήτημα το πότε και ποιος άρχισε πρώτος ή πότε και ποιος είναι ο επιτιθέμενος και ποιος ο αμυνόμενος. Το κύριο είναι ο γενικός χαρακτήρας του πολέμου, η ταξική, οικονομικοκοινωνική ουσία του.
Οι σύγχρονοι πόλεμοι -και εντός τους ο πόλεμος της Ουκρανίας- είναι πόλεμοι της καπιταλιστικής δομικής κρίσης και του καθοδικού «μακρού κύματος» του κεφαλαίου. Είναι πόλεμοι αμφισβήτησης της παλιάς αμερικανικής Νέας Τάξης από την πλευρά των ανοδικών μεγάλων και μεσαίων καπιταλιστικών χωρών και από την άλλη, πόλεμοι επιβολής μιας αμερικανικής νέας «Νέας Τάξης» από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της. Η αντιπαράθεση ΗΠΑ – Ρωσίας και Κίνας είναι μια αντιπαράθεση μεταξύ ιμπεριαλιστικών δυνάμεων με έπαθλο την παγκόσμια κυριαρχία.
Είναι πόλεμοι της εποχής του «δικτύου των πραγμάτων», των ντρόουνς και του κυβερνοπολέμου, των ιδιωτικών – μισθοφορικών στρατών κ.α.
Η ρωσική επίθεση στην Ουκρανία αποτελεί την κορυφαία, μέχρι τώρα, πράξη αυτής της περιόδου. Αποτελεί την πρώτη στρατιωτική επέμβαση που γίνεται όχι μόνον χωρίς τη συμμετοχή ή την έγκριση, αλλά και ενάντια στις ΗΠΑ.
Τι άλλο θα μπορούσε να γίνει στην Ουκρανία;
Ο υπαρκτός και πραγματικά μεγάλος κίνδυνος για τον ρωσικό λαό που αντιπροσωπεύει η περικύκλωση τη χώρας του από το ΝΑΤΟ, μπορούσε να αντιμετωπιστεί πολύ διαφορετικά, όχι με τις μεθόδους του αστικού, εθνικού, κατακτητικού πολέμου, αλλά με τις εκσυγχρονισμένες μεθόδους ενός λαϊκού, δίκαιου, φιλειρηνικού κινήματος.
Υπάρχει μεγάλη εμπειρία, θετική και αρνητική: Ακόμη και αυτή η «στάσιμη» Σοβιετική Ένωση του ’70 και του ’80, στρίμωξε την πολεμική μηχανή των ΗΠΑ όταν απευθύνθηκε στην εργατική τάξη, στους λαούς, ακόμη και στους φιλειρηνιστές δημοκράτες των καπιταλιστικών χωρών του «Πρώτου Κόσμου» και στο αντιιμπεριαλιστικό κίνημα του «Τρίτου Κόσμου».
Έτσι οι Αμερικανοί βρήκαν απέναντί τους ένα μαχητικό και επίμονο αντιπολεμικό κίνημα μέσα στην ίδια τους τη χώρα, στη Δυτ. Γερμανία, στο Ην. Βασίλειο και αλλού, όπου πρωτοστάτησαν τα τότε ΚΚ, που βοήθησε στο να αποτραπεί ή να δυσκολευτεί η εγκατάσταση των τότε πολύ επιθετικών πυραύλων Πέρσινγκ και Κρουζ στην Ευρώπη και στην Τουρκία, να αποτραπεί ο αμερικανικός «Πόλεμος των Άστρων», ενώ συνέβαλε αποφασιστικά στη νίκη της Κούβας και του Βιετνάμ. Ας θυμηθούμε τις πορείες ειρήνης στην Ελλάδα και τον κίνδυνο που αντιπροσώπευαν για το μετεμφυλιακό αμερικανονατοϊκό καθεστώς, που έφτασε μέχρι και να δολοφονήσει τον μετριοπαθή στις πολιτικές του απόψεις, Γρηγόρη Λαμπράκη.
Αντίθετα, η σοβιετική στρατιωτική εισβολή στο Αφγανιστάν διέσπασε το φιλειρηνικό αντιαμερικανικό και αντινατοϊκό κίνημα και το οδήγησε στην αγκαλιά των σοσιαλδημοκρατών (Γαλλία), των Πρασίνων (Γερμανία), των ευρωκομμουνιστών (Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία). Η καταστροφική αυτή πολιτική οδήγησε τελικά στον να μην εξυπηρετούνται ούτε και τα κρατικά σοβιετικά συμφέροντα, όπως έδειξε η μετέπειτα κατάρρευση.
Τι θα μπορούσε να γίνει για να αποφευχθεί η εισβολή στην Ουκρανία;
Μια λαϊκή, μια κάπως αριστερή ή έστω προοδευτική ρωσική κυβέρνηση θα είχε απευθύνει δεκάδες ειλικρινείς εκκλήσεις πρώτα από όλα στον ουκρανικό αλλά και ιδιαίτερα στον αμερικανικό λαό, στους λαούς της Ευρώπης, της Αφρικής και της Ασίας, στον ΟΗΕ, σε διεθνή φόρα, παντού, με δυο συνθήματα: Πρώτο, εδώ και τώρα μείωση των εξοπλισμών έως και κατάργηση των πυρηνικών για ειρήνη και ψωμί και δεύτερο, ουδέτερη, αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη ασφαλείας, γύρω από τη Ρωσία και την Ευρώπη. Και μέσα σε αυτή τη ζώνη, μια Ουκρανία ουδέτερη, ανεξάρτητη και κυρίαρχη σε ισότιμη συνεργασία με τη Ρωσία και τους άλλους λαούς του κόσμου.
Θα συμμαχούσε με την αμερικανική και ευρωπαϊκή Αριστερά, με τα συνδικάτα, με το κίνημα των μαύρων, ακόμη και με φιλειρηνιστές ή έστω σώφρονες αστούς. Όχι με τον Τραμπ, με τους εθνικιστές και την Ακροδεξιά.
Τίποτε από όλα αυτά δεν έγινε διότι η σημερινή Ρωσία κυριαρχείται από τους καπιταλιστές ολιγάρχες και η ρωσική οικονομία από ένα στρατιωτικό – βιομηχανικό σύμπλεγμα που είναι, μετά το φυσικό αέριο και τα ορυκτά, η μεγαλύτερη εξαγωγική βιομηχανία της Ρωσίας, όπου βασιλεύει η στυγνή εκμετάλλευση, η έλλειψη κράτους πρόνοιας, η φτώχεια, η σκοτεινή πολιτική ζωή των δολοφονιών των αντιπάλων, οι πράκτορες. Η κυβέρνηση Πούτιν εκπροσωπεί αυτή την κοινωνική οργάνωση. Για αυτό δεν μπορούσε να ακολουθήσει μια λαϊκή, φιλειρηνική πολιτική απέναντι στις ΗΠΑ και την Ουκρανία.
Η πολιτική αυτή είναι έργο ενός διεθνιστικού εργατικού κινήματος, των λαϊκών και φιλειρηνικών κινημάτων σε κάθε χώρα.
Με ποιους είμαστε;
Είμαστε με τους Αμερικανούς και Αμερικανίδες που καταδικάζουν την εισβολή στην Ουκρανία χωρίς να μασούν τα λόγια τους για την κυβέρνηση Μπάιντεν και το ΝΑΤΟ και είναι ταυτόχρονα με τους ρώσους και ουκρανούς αγωνιστές κι αγωνίστριες. Και τέτοιοι Αμερικανοί υπάρχουν, στο ΚΚΗΠΑ, στους μαχόμενους Δημοκράτες Σοσιαλιστές της Αμερικής (DSA) και σε άλλες αριστερές, εργατικές και λαϊκές οργανώσεις.
Είμαστε με τους 7.000 καλλιτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους της Ρωσίας που είχαν το θάρρος να διακηρύξουν δημόσια ότι διαφωνούν με τον πόλεμο και ιδιαίτερα με τους σοσιαλιστές/τριες και τους κομμουνιστές/τριες της Ρωσίας που υπέγραψαν κοινό κείμενο καταδίκης της εισβολής, διεθνιστικής συμπαράστασης με τον ουκρανικό λαό και ταυτόχρονα, εναντίωσης στις ΗΠΑ, στο ΝΑΤΟ και στην περικύκλωση της Ρωσίας.
Είμαστε με τον δημοκρατικό ουκρανικό λαό που είναι ενάντια στην εισβολή και ενάντια στην απόλυτα διεφθαρμένη, φιλοναζιστική ουκρανική κυβέρνηση – μαριονέτα των ΗΠΑ. Αντιστεκόμαστε στο αντιρωσικό δηλητήριο της αμερικανονατοϊκών και της ΕΕ όπως αντιστεκόμαστε στο αντι-ουκρανικό σοβινιστικό δηλητήριο των ρώσων εθνικιστών.
Η ανάπτυξη ενός σύγχρονου φιλειρηνικού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος και μετώπου είναι ένα μεγάλο έργο που χρειάζεται να αναπτυχθεί παράλληλα με το στρατηγικό σχέδιο ενός σύγχρονου κομμουνιστικού προγράμματος και της οργάνωσής του, καθώς και του αντίστοιχου, ασυμβίβαστου αριστερού μετώπου –από σήμερα. Είναι δύσκολο, αλλά μπορούμε να κάνουμε βήματα.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία σηματοδοτεί την είσοδο σε μια νέα ιστορική περίοδο πολλαπλών στρατιωτικών αναμετρήσεων. Ποτέ όμως, οι περίοδοι στρατιωτικών αναμετρήσεων δεν εμφανίστηκαν χωρίς τη συνοδεία τους: τις ταξικές κοινωνικές αναμετρήσεις. Η κινητήρια δύναμη της ιστορίας, η ταξική πάλη είναι εδώ και θα δυναμώσει ξανά.
Το αντιπολεμικό, αντιιμπεριαλιστικό και αντινατοϊκό κίνημα στη χώρα μας και σε όλο τον κόσμο μπορεί να αφυπνιστεί, να δυναμώσει και οι μαχητές και μαχήτριές του να αποτελέσουν τα «ντρόουνς» μιας εργατικής και λαϊκής εξωτερικής πολιτικής. Με τη νέα γενιά στην πρώτη γραμμή, με ενότητα και όχι με σκόπιμες, μικροκομματικές διαιρέσεις. Πολύ περισσότερο, που η Αριστερά στη χώρα μας, παρά τις υπαρκτές διαφορές της, τάχθηκε ενάντια στην ρωσική εισβολή, αγωνίζεται για να σταματήσει ο πόλεμος, στρέφεται πρωταρχικά εναντίον του ΝΑΤΟ και καταδικάζει την εμπλοκή της κυβέρνησης.