Η Μεγάλη Παρασκευή μου φαίνεται ό,τι πιο κοντινό στον άνθρωπο από την χριστιανική τελετουργία. Κάποια στιγμή ο ανθρώπινος Ιησούς ενδίδει στο πιο ανθρώπινο από τα ανθρώπινα, το θάνατο. Που δεν είναι μόνο θάνατος. Είναι ο πόνος και η αγωνία για μια ύπαρξη άβολη, δύσκολη, σκληρή, αντίξοη!.. Προφανώς περιέχει την ίδια την αντίφαση. Του χειμώνα και της άνοιξης. Τις πεθαμένες ελπίδες που αναζωογονούνται για να ξαναπεθάνουν, στο αιώνιο αυτό πάνω κάτω. Όχι σαν μεταφυσική αλλά σαν κύκλος. Όχι σαν κύκλος στάσιμος, αλλά σαν κάτι που μπορεί να τείνει προς τα πάνω, μπορεί καμιά φορά να ξαναπέφτει. Αλλά ποτέ πεθαίνοντας οριστικά. Κανένας θάνατος δεν είναι εν τέλει οριστικός. Ούτε καν ο δικός μας. Η ενέργεια της ζωής και του κόσμου που μπορεί να γίνεται καλύτερος. Αυτή είναι η πίστη. Στην αέναη παραγωγή ονείρων, ρεαλιστικών ή μη!..
Κι έτσι κυλώντας στην υλιστική μεταφυσική μου των ημερών, ξαναγύρισα στη μέρα της μεγάλης ανίας, Μεγάλη Παρασκευή πρωί-μεσημέρι, μέχρι να βγει ο Επιτάφιος να μοσχοβολίσει ο τόπος λουλούδια, θυμιάματα, κόσμο, παιδιά!
Δεν είχα μπει για τα καλά στην εφηβεία αλλά όλα τα σημάδια ήταν παρόντα, μελαγχολίες, αναζητήσεις, απελπισία…
Ο Ερρίκος έχει πάρει τη θέση του στην άνοιξη, στο τραπέζι κολλητά στον τοίχο και κάτω από τη μουριά που βγάζει τώρα τα πρώτα της φύλλα, έχει ήδη πιει τα πρώτα ποτηράκια κι έχει αρχίσει να ξεφεύγει, όπως κάθε μέρα. Η μάνα μου δεν φώναζε, τι θέλεις εσύ εκεί με το μεθύστακα; Έβλεπε, παρατηρούσε, δεν ανησυχούσε για τον κανακάρη της!
Ο Ερρίκος κάθε βράδυ έκλεινε μαζί με την ταβέρνα, αλλά δεν γύριζε σπίτι. Καθόταν κάτω από την κολώνα με την ασθενική λάμπα, ίσα που φώτιζε, κι έστηνε δικαστήριο με το Ριζόπουλο όπου δούλευε τυπογράφος και που τούφαγε τα ένσημα και δεν μπορεί να πάρει σύνταξη. Ολόκληρη η δίκη κάτω από μια κολώνα. Κάποιος άνοιγε το παράθυρο, φύγε χριστιανέ μου πήγαινε πιο κεί, έφευγε από κεί και πήγαινε στην επόμενη. Η δίκη ήθελε φως και δεν διακοπτόταν. Κατέθεταν οι μάρτυρες και ο Ερρίκος έβρισκε το δίκιο του… Τέλειωνε η δίκη, τότε καταλάβαινε το κρύο, και καλόπιανε το παλτό του ν’ ανταποκριθεί στην προσπάθεια να μπει το δεύτερο μανίκι: το πανωφόρι μου είν’ αετός, και άντε μια κίνηση κυκλική προς την είσοδο του μανικιού. Αλλά το πανωφόρι-αετός δεν ανταποκρινόταν, κατά τα φαινόμενα, και δωσ’ του να τινάζει μια το χέρι μια το μανίκι. Όση ώρα, πόση ώρα;, χρειαζόταν για να αποδώσει η καλοσύνη του Ερρίκου και η νοημοσύνη του πανωφοριού.
Αλλά σήμερα που είναι Μεγάλη Παρασκευή, κι είναι ακόμη μεσημεράκι, έχει άλλη περιπέτεια στο νου του. Είναι γιορτή για τους ανθρώπους και πάνε δώρα στα παιδιά οι νονοί, λαμπάδες, αυγά. Θα δεις που θα ’ρθει κι ο δικός μου ο νονός. Μ΄ έχει βαφτίσει ξέρεις ο Καρέλλας, πούχει τα καράβια. Θα ψάξει να με βρει, θα πάει σπίτι δεν θα είμαι, θα του πει η μάνα ή η θεία μου πως είμαι στην ταβέρνα. Θα έρθει εδώ, θα με βρει και θα με ρωτήσει τι δώρο θέλω να μου κάνει. Κι εγώ θα του ζητήσω να μου χαρίσει την ταβέρνα του Λιανού…
Το όνειρό του, τέτοια μέρα, έφευγε από τα ένσημα και τη σύνταξη που δεν είχε. Γινόταν λίγο πιο μεγάλο. Να ’χει την ταβέρνα, κι όσο κρασί θέλει.
Ήρθε στη γειτονιά τα τελευταία χρόνια, με τη μάνα και τη θεία του ζούσε, μεθάγανε κι εκείνες αλλά πιο αραιά, σ’ ένα μικρό σπίτι. Ούτως ή άλλως τα σπίτια μας ήταν μικρά, κι ας μας φαίνονταν σα μεγάλα. Ποιος άραγε θα τον μνημονεύει τώρα; Κι ωστόσο αυτή η υπόμνηση της παρουσίας του, της αθανασίας, το πανωφόρι και η δικαιοσύνη που απέδιδε κάτω από το φανάρι έμεινε σε μας.
Μια αναζήτηση κι εμείς, ν’ αποδοθεί δικαιοσύνη!..