Μια από τις πιο σημαντικές τομές που επέφερε η Μεταπολίτευση στην ελληνική πολιτική ζωή ήταν η ίδρυση και ανάδειξη ακόμη και στην κυβερνητική εξουσία, ενός μαζικού σοσιαλιστικού κόμματος, του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑΣΟΚ).
Η ίδρυση του ΠΑΣΟΚ στις 3 Σεπτεμβρίου 1974, με την ιστορική Διακήρυξη που παρουσίασε ο Ανδρέας Παπανδρέου, δεν υπήρξε συνέπεια της συνένωσης των μικρών και διάσπαρτων δυνάμεων της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, όπως επί δεκαετίες φανταζόταν η τελευταία τη συγκρότηση μαζικού κόμματος. Ήταν μετεξέλιξη του Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος (ΠΑΚ), της αντιδικτατορικής οργάνωσης του Παπανδρέου, με τη συμμετοχή και τμήματος της Δημοκρατικής Άμυνας. Επίσης αντιδικτατορικής οργάνωσης, αποτελούμενης, κυρίως, από διανοούμενους σοσιαλδημοκρατικού προσανατολισμού.
Υιοθετώντας τις επεξεργασίες του ΠΑΚ για την Ελλάδα ως χώρας της καπιταλιστικής περιφέρειας,1 που εξαρτάται από τον αμερικάνικο και δευτερευόντως από τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό, το ΠΑΣΟΚ τασσόταν υπέρ της εξόδου από το ΝΑΤΟ και κατά της ένταξης στην ΕΟΚ. Θεωρώντας ότι η κύρια αντίθεση στην ελληνική κοινωνία είναι μεταξύ ενός μικρού προνομιούχου «κατεστημένου» και της μεγάλης πλειονότητας που αποτελούνταν από τους «μη προνομιούχους», υποστήριζε την «εθνική λαϊκή ενότητα», που θα περιλάμβανε το σύνολο των μισθωτών εργαζομένων και των μικροαστών της πόλης και της υπαίθρου, αλλά και τμήματα της αστικής τάξης, που τα συμφέροντά τους αντίκεινται σ’ αυτά του μεγάλου μονοπωλιακού κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού. Με την κατάκτηση της «εθνικής λαϊκής ενότητας» θα μπορούσε να διεκδικηθεί η εξουσία, ώστε να υλοποιηθούν οι στόχοι της εθνικής ανεξαρτησίας, της λαϊκής κυριαρχίας και του σοσιαλιστικού κοινωνικού μετασχηματισμού, με κυρίαρχα τα στοιχεία της δημοκρατίας και της αυτοδιαχείρισης.
Στην κατεύθυνση αυτή, το ΠΑΣΟΚ αναφερόταν σ’ έναν «τρίτο δρόμο για τον σοσιαλισμό», πέραν της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης του καπιταλισμού και του υπαρκτού σοσιαλισμού, που επικρινόταν για τον περιορισμό των δημοκρατικών ελευθεριών. Εμφανιζόταν, έτσι, ως «ριζοσπαστική υπέρβαση τόσο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας όσο και της κομμουνιστικής Αριστεράς».2
Αν και σε κάποιο βαθμό ασαφείς και χωρίς αναφορά στον πρωτοπόρο ρόλο της εργατικής τάξης, οι θέσεις αυτές δεν απείχαν και τόσο από τις προγραμματικές θέσεις του ενιαίου ΚΚΕ και της προδικτατορικής ΕΔΑ, αλλά και των μεταδικτατορικών δύο ΚΚΕ. Θα μπορούσε, μάλιστα, να ειπωθεί ότι ήταν και πιο προωθημένες, καθώς δεν διαχώριζαν κάποιο προγενέστερο αντιμονοπωλιακό-αντιιμπεριαλιστικό στάδιο από ένα επόμενο σοσιαλιστικό.
Εντούτοις, αυτές οι διακηρύξεις δεν αρκούσαν για να καταγραφεί το ΠΑΣΟΚ ως κόμμα αριστερό. Σε μια χώρα όπου ο όρος Αριστερά έχει ταυτιστεί με το κομμουνιστικό και εαμογενές, στη λαϊκή συνείδηση, αλλά και στη δημοσιογραφία κ.λπ., το ΠΑΣΟΚ καταγράφηκε ως Κεντροαριστερά. Εξάλλου, από την Ένωση Κέντρου προερχόταν σημαντικό μέρος της κοινοβουλευτικής του ομάδας και των κεντρικών του στελεχών, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων του. Παρά το ότι το ΠΑΣΟΚ διεκδικούσε τη συνέχεια του μεγάλου εαμικού κινήματος, ουδέποτε έπαψε να αναφέρεται ταυτόχρονα και στην ιστορική παράδοση του βενιζελισμού και του Κέντρου. Της «μεγάλης δημοκρατικής παράταξης», όπως τη χαρακτήριζε.
Αν και αρχηγικό και προσωποπαγές, χάρη στην ισχυρή προσωπικότητα του ηγέτη του, ο οποίος έρεπε στην αυταρχική διαχείριση, το ΠΑΣΟΚ συγκροτήθηκε και αναπτύχθηκε ως ένα μαζικό κόμμα με ζωντανές λειτουργίες και συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων στις διαδικασίες και τη δράση του. Όπως επισημαίνεται, οι αναλύσεις που υπερτόνιζαν «τη χαρισματική προσωπικότητα του Α. Παπανδρέου, υποτίμησαν τις οργανικές σχέσεις που κατέκτησε το ΠΑΣΟΚ μέσα στην εργατική τάξη και συνολικά στους εργαζόμενους, σε μεγάλες μερίδες της αγροτιάς. Παραγνώρισαν τη μαζική κομματική οργάνωση που συγκρότησε με ταχύτατους ρυθμούς, τις ειδικές μορφές της ιδεολογίας των λαϊκών τάξεων στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, τη συμπύκνωση της στον κεντρικό πολιτικό-ιδεολογικό λόγο του ΠΑΣΟΚ και τέλος την ιδεολογική-πολιτική ηγεμονία στο εσωτερικό του».3
Ανταποκρινόμενο στην ανάγκη θεσμικού εκσυγχρονισμού της χώρας και αξιοποιώντας τη μεταπολιτευτική ριζοσπαστικοποίηση, το ΠΑΣΟΚ ευνοήθηκε από τη διάσπαση της κομμουνιστικής Αριστεράς και από το ότι δεν το βάραιναν ιστορικά λάθη.4
Έχοντας επικριθεί για λαϊκισμό,5 το ΠΑΣΟΚ επιβεβαίωνε την πλατιά διαταξική του απεύθυνση από την εργατική τάξη μέχρι και τμήματα της αστικής τάξης, αν και η επιρροή του ήταν σαφώς μεγαλύτερη μεταξύ των πιο φτωχών τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας. Είναι χαρακτηριστικό το ότι στις εκλογές του 1981 οι ψήφοι του έφταναν το 30,8% στις αστικές συνοικίες, το 44,2% στις μικροαστικές και το 50,2% στις εργατικές,6 ενώ στις εκλογές του 1985 πήρε 37,3% στους ειδικευμένους εργάτες και 42,5% στους ημιειδικευμένους και ανειδίκευτους, έναντι μόλις 19,9% στις ανώτερες τάξεις.7
Προβάλλοντας το σύνθημα της «Αλλαγής», θα βρεθεί από το 13,6% των εκλογών του Νοεμβρίου 1974 στο 25,3% τον Νοέμβριο 1977, αναδεικνυόμενο αξιωματική αντιπολίτευση, και με το 48,1% του Οκτωβρίου 1981 θα αναλάβει την κυβερνητική εξουσία. Με ελάχιστη υποχώρηση στο 45,8%, τον Ιούνιο 1985, θα παραμείνει στην κυβέρνηση μέχρι τις εκλογές του Ιουνίου 1989, οπότε περιορίστηκε στο 39,1%, για να ανεβεί στο 40,7%, στις αμέσως επόμενες εκλογές του Νοεμβρίου 1989.
Η επιρροή του ΠΑΣΟΚ στην εργατική τάξη ήταν εξαιρετικά ισχυρή από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης και στην κατεύθυνση αυτή συνέβαλε η ίδρυση, το 1975, της Πανελλήνιας Αγωνιστικής Συνδικαλιστικής Κίνησης Εργαζομένων (ΠΑΣΚΕ), η οποία αναπτύχθηκε ιδιαίτερα μεταξύ των βιομηχανικών εργατών και των εργαζομένων στο Δημόσιο και την Κοινή Ωφέλεια. Στους πιο δυναμικούς, δηλαδή, κλάδους της περιόδου. Έτσι, προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970, η ΠΑΣΚΕ ήταν, ήδη, πρώτη δύναμη σε μεγάλες συνδικαλιστικές ομοσπονδίες, όπως των εργοστασιακών σωματείων (ΟΒΕΣ), των εκπαιδευτικών (ΔΟΕ και ΟΛΜΕ), της ΔΕΗ, του ΟΤΕ κ.λπ. Με τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος και τη διοργάνωση αντιπροσωπευτικών συνεδρίων στη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ, το 1983, η ΠΑΣΚΕ θα αναδειχθεί πρώτη δύναμη μεταξύ των συνδικαλιστικών παρατάξεων, ξεπερνώντας το 40% των ψήφων των συνδικαλισμένων εργαζομένων.
Οι σχέσεις του ΠΑΣΟΚ με την εργατική τάξη, έχοντας ενισχυθεί τα πρώτα χρόνια της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου και παρόλο που κλονίστηκαν κατόπιν και ιδιαίτερα κατά την εφαρμογή του Προγράμματος Σταθεροποίησης, στα 1985-1987, εξακολούθησαν να αναπαράγονται. Η αναπαραγωγή τους οφειλόταν, κυρίως, στην αίσθηση ότι, πράγματι, η πολιτική του ΠΑΣΟΚ επέφερε σημαντικές βελτιώσεις στη ζωή του κόσμου της εργασίας, στην οξύτατη αντίθεση προς τη Δεξιά, αλλά και σε σχέσεις πελατειακού τύπου που αναπτύχθηκαν μεταξύ των εργαζομένων και του κομματικού μηχανισμού, των περίφημων Κλαδικών Επιτροπών.
Αντίστοιχα αντιφατική ήταν και η επιρροή του ΠΑΣΟΚ στη διαμόρφωση των ιδεολογικών τάσεων της μεταπολιτευτικής εργατικής τάξης. Παρά τον έντονο ριζοσπαστισμό της πρώτων χρόνων μετά την ίδρυσή του και την προσπάθεια ενσωμάτωσης σημαντικών ιδεολογικών στοιχείων από την εαμική και την εν γένει αριστερή παράδοση, το ΠΑΣΟΚ διαμορφώνεται όλο και περισσότερο ως ένα κόμμα της σοσιαλδημοκρατίας και ανάλογη είναι και η ιδεολογία που προωθεί μεταξύ των εργαζομένων. Πρόκειται για μια διαδικασία που επισφραγίστηκε με την προσέγγιση της Σοσιαλιστικής Διεθνούς προς το τέλος της περιόδου που εξετάζουμε.
1. Οι θέσεις αυτές ήταν επηρεασμένες από τις νεομαρξιστικές θεωρίες για τον ιμπεριαλισμό και την αντίθεση κέντρου – περιφέρειας, που είχαν διαμορφώσει θεωρητικοί όπως οι Πωλ Σουήζυ, Πωλ Μπαράν, Αντρέ Γκούντερ Φρανκ, Σαμίρ Αμίν κ.ά., με τους οποίους ο Ανδρέας Παπανδρέου βρισκόταν και από παλιότερα, ως πανεπιστημιακός, σε θεωρητικό διάλογο.
2. Κώστας Ευσταθίου, ΠΑΣΟΚ και Α(α)ριστερά: Στοιχεία για μια πολυκύμαντη σχέση, στο Ασημακόπουλος Βασίλης –Τάσσης Χρύσανθος (επιμ.): ΠΑΣΟΚ 1974-2018. Πολιτική οργάνωση, ιδεολογικές μετατοπίσεις, κυβερνητικές πολιτικές – Gutenberg, Αθήνα 2018, σ. 231.
3. Χριστόφορος Βερναρδάκης – Γιάννης Μαυρής, Οι ταξικοί αγώνες στη Μεταπολίτευση – Περιοδ. «Θέσεις», τ. 14 και 16, 1986.
4. Σπύρος Σακελλαρόπουλος, Η Ελλάδα στη μεταπολίτευση: Πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις 1974-1988 – Λιβάνη, Αθήνα 200, σ. 111 κ.έ.
5. Σύμφωνα με τον Άγγελο Ελεφάντη, ο λαϊκισμός είναι «ιδεολογία των αστών που ανέβαιναν στην εξουσία, ιδεολογία εξουσίας, ιδεολογία που φτιάχνεται από τα πάνω και επιβάλλεται, μέσα σε μια ευνοϊκή συγκυρία, στους κάτω» (Άγγελος Ελεφάντης, Στον αστερισμό του λαϊκισμού – Ο Πολίτης, Αθήνα 1991, σ 13.).
6. Γιάννης Μαυρής, Οι κοινωνικές συντεταγμένες της κομματικής επιρροής: Οι σχέσεις εκπροσώπησης στην περίοδο 1974-1985 – Διδακτ. διατριβή, ΕΚΠΑ, Αθήνα 1993, σ. 338 και 341.
7. Μανώλης Αλεξάκης, Κεντροδεξιά ιδεολογία και Νέα Δημοκρατία: Η πρόκληση και οι προοπτικές της συντηρητικής παράταξης – Περιοδ. «Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης», τ. 17, 2001.