9 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Βασίλης Κουκαλάνι: «Χρειαζόμαστε μια νέα καλλιτεχνική πρωτοπορία»

Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Βασίλης Κουκαλάνι παίζει στην παράσταση «Δεν έχω τίποτα» του Έντουαρντ Μποντ που ανεβαίνει την Τετάρτη 15 Απριλίου στο Θέατρο του Νέου Κόσμου και μας μιλά για τις καλλιτεχνικές και πολιτικές προκλήσεις της περιόδου.

 

Συνέντευξη στον Παναγιώτη Φραντζή

 

«Δεν έχω τίποτα», του Έντουαρντ Μποντ, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, από την ομάδα ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ

Είμαι πολύ χαρούμενος, είναι ένα πολύ απαιτητικό έργο, κι έχουμε δουλέψει αρκετά σκληρά, με μεγάλο ρίσκο. Αυτό είναι που αναγνωρίζω στην ομάδα, μοιάζει να έχει την τάση να μην επαναπαυθεί, να μην κάνει υποχωρήσεις στο περιεχόμενο και στην καλλιτεχνική έκφραση, το βρίσκω μια πολύ καλή συγκυρία, και πιστεύω πολύ στη δουλειά αυτή.

Ο Μποντ δίνει μια εικόνα ενός μέλλοντος πολύ δυσοίωνη.

Είναι μια κλασική εικόνα ενός ζοφερού μέλλοντος, όπως το έχουν καταγράψει διαχρονικά οι Όργουελ, Ασίμοφ, είναι μια κοινωνία απολυταρχική, όπου οι άνθρωποι στερούνται κάθε γνήσιας επαφής, συναισθήματος, σχέσης. Ακόμα και στην ιδιωτικότητά τους δεν είναι παρά τα γρανάζια μιας μηχανής. Είναι μια τέτοια απεικόνιση σε πρώτο πλάνο. Το 2077 όπως το περιγράφει ο Μποντ δίνοντας μια εφιαλτική καταγραφή της κοινωνίας. Ενδεχομένως να μην αποκλίνουμε τόσο πολύ από το πώς είναι τα δεδομένα σήμερα. Είναι θέμα ερμηνείας. Ζούμε σε κοινωνίες φοβικές, κοινωνίες αποξένωσης, υπάρχει μια αγορά εργασίας που σε αφομοιώνει… ή σε πετά απέξω, σε περιθωριοποιεί.

Ο ήρωας που υποδύεσαι είναι ένα τρίτο πρόσωπο που εισβάλλει σε μια οικογένεια…

Είναι κυρίως τι γίνεται όταν σε ένα σύστημα πολύ κλειστό, φοβικό, κάθετο, ξαφνικά μπαίνει ένας ο οποίος στο ελάχιστο μπορεί να το διαταράσσει ή να το συμβιβάζει με έναν τρόπο. Υπάρχει ένας πανικός, μια υπερβολή από τη στιγμή που μπαίνει ένας τρίτος ότι καταργούνται όλες οι νόμιμες επιταγές που ξέρουμε – που τις περισσότερες ενδεχομένως να τις επιβάλλουμε κι εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας. Νομίζω αναφέρεται και σε αυτό. Το τρίτο πρόσωπο φέρει μια τεράστια επικινδυνότητα, μια απειλή. Προκαλεί ακριβώς αυτό, το ρήγμα που βγάζει όλο το περιεχόμενο που υπάρχει κάτω από τις συνθήκες που μας έχουν επιβάλει. Ο τρίτος έρχεται να διαταράξει, να καταργήσει τους νόμους που μας έχουν επιβάλει για να αναπτυχθεί το αληθινό διακύβευμα της ζωής και των σχέσεων.  
 

Να έρθουμε στο παρόν. Είδαμε τα προηγούμενα χρόνια μια άνοδο των αντιστάσεων και στο χώρο των τεχνών. Τι υπερτερεί σήμερα, ποια τάση θα έλεγες ότι επικρατεί; Υπάρχει μεγαλύτερη επικοινωνία, σύνδεση των καλλιτεχνών ή τελικά αυτό φτάνει σε ένα όριο και ξανακλεινόμαστε ο καθένας στον εαυτό του;

Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Επειδή όλο αυτό είναι μια διαδικασία… ειδικά στην τέχνη που έχει μια ιδιαίτερη ευαισθησία και ένα εύθραυστο υπαρξιακό κέλυφος, ενδεχομένως έχει τα πάνω της και τα κάτω της. Μπορεί στους κοινωνικούς αγώνες ξαφνικά να παίρνει θέση, να εφορμά και να προκαλεί αντιδράσεις, και μετά από λίγο πάλι να κλείνεται, να δειλιάζει, να κοιτάει το περιεχόμενό της και να ξαναζητά συμμετοχή. Μετά η εμπειρία μου τα τελευταία τέσσερα χρόνια λέει πως υπήρχαν αρκετές ομάδες οι οποίες για διάφορους λόγους αναζητήσανε μέσα από τη δουλειά τους να βάλουν ένα πολιτικό περιεχόμενο. Οποιοδήποτε κι αν είναι το κίνητρο, το αποτέλεσμα καμιά φορά το ορίζει η επικοινωνία με τον κόσμο. Μπορεί να κάνω ένα έργο που έχει σχέση με την κρίση, με το φασισμό μόνο και μόνο γιατί θέλω να έρθει κόσμος να με δει. Ενδεχομένως όμως όταν συνδεθώ και με άλλους που αναζητούν μια τέτοια φωνή, να δω ότι χειραφετούμαι και μπαίνω σε ένα διάλογο με τον κόσμο, που είναι κάτι καινούργιο. Χρειάζεται μια ζύμωση γενικότερη ώστε να βγει μια καλλιτεχνική πρωτοπορία που να μπορέσει να επιδράσει στα πράγματα, αυτό εμένα με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Αυτό θα επιδράσει και στην ποιότητα της τέχνης. Με ενδιαφέρει να δημιουργηθεί μια πρωτοπορία, μια τέχνη η οποία μπορεί να γίνεται αντιληπτή. Όπως το όρισε ο Μπρεχτ, να είναι μια τέχνη υψηλού γούστου, βαθιά πολιτική και ταυτόχρονα λαϊκή. Στην Ελλάδα παλιότερα ειδικά στη μουσική αυτό έγινε εφικτό με το έργο του Θεοδωράκη, για παράδειγμα, ή του Μαρκόπουλου. Μια τέτοια πρωτοπορία έχει ανάγκη σήμερα η Ευρώπη για να μιλήσουμε γενικότερα.  

Βλέπεις κάποιες τάσεις για τη δημιουργία αυτής της πρωτοπορίας;
 
Δειλά δειλά. Δεν μπορώ να αποφασίσω εγώ. Μπορεί να ονειροπολώ, αλλά θα ήθελα κάτι πολύ δυνατό. Να βγουν οι Σεξ Πίστολς της γενιάς μας… δεν ξέρω. Να βγει κάτι που θα έχει μια μεγάλη επίδραση στα πράγματα με ένα νέο κώδικα που είναι άγνωστος. Δεν μπορώ να πω ότι το βλέπω. Υπάρχουν ευκαιρίες, και στην Ελλάδα ακόμα, όπου οι παραστατικές τέχνες έχουν έρθει σκληρά αντιμέτωπες με το κατεστημένο. Με έναν τρόπο κατάφεραν μέσω του Δήμου να πουν «κλείστε τους αυτούς». Εκεί πέρα υπήρχε ίσως μια ευκαιρία όλες αυτές οι μικρές ομάδες οι οποίες τα τελευταία χρόνια είχαν τραβήξει κόσμο που έβλεπε τα θεάματά τους, ομάδες που αναζητούσαν ένα διάλογο διαφορετικό από τα θεάματα τα κοινά όπως τα ξέρουμε. Πήγαν σε σύγκρουση. Υπήρχε μια ευκαιρία εκεί να δημιουργηθεί στις παραστατικές τέχνες μια δύναμη, για μια συντονισμένη αντίδραση, η οποία θα μπορούσε αν έθετε πολιτικά προτάγματα να είναι κάτι πολύ δυνατό. Χάθηκαν ευκαιρίες γιατί είναι διαμελισμένα τα πράγματα. Εκεί χάθηκε μια ευκαιρία, θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια συλλογικότητα η οποία να διεκδικεί τα αιτήματά της με πολιτικά προτάγματα. Δεν έγινε ακριβώς έτσι… Δεν έχουμε ακόμα αυτή την ωριμότητα.  

 

«Με ενδιαφέρει να δημιουργηθεί μια πρωτοπορία, μια τέχνη η οποία μπορεί να γίνεται αντιληπτή. Όπως το όρισε ο Μπρεχτ, να είναι μια τέχνη υψηλού γούστου, βαθιά πολιτική και ταυτόχρονα λαϊκή».

Αναφέρεσαι στον Μπρεχτ. Έχεις δουλέψει πάνω στο έργο του Φόλκερ Λούντβιχ και έχεις αναφερθεί στις θέσεις του για την «αποαστικοποίηση του θεάτρου». Σήμερα στην Ελλάδα το θέατρο σε ποια κοινωνική τάξη ανήκει;

Ο φίλος μου ο Φόλκερ!… Είναι συνεργάτης μου πια, ετοιμάζουμε κι ένα τρίτο έργο που έχει δικές του καταβολές… Λοιπόν εγώ πιστεύω ότι όσοι κάνουμε παραστάσεις και θεάματα… βασικά ο κόσμος χέστηκε. Γράψ’ το αυτό. Ο κόσμος χέστηκε για το τι παραστάσεις κάνουμε. Ο κόσμος έχει φοβερά προβλήματα. Προβλήματα που τον φέρνουν αντιμέτωπο με μια πραγματικότητα στην οποία η ποίηση έρχεται αφού γεμίσουμε το στομάχι, όπως έλεγε ο Μπρεχτ. Και σημαντικό είναι εκεί πέρα πώς μπορείς να διεισδύσεις και να θέλει ο άνθρωπος να αναζητήσει αυτή την «πνευματική τροφή». Ο Φόλκερ Λούντβιχ και το θέατρο Γκριπς του Βερολίνου από το 1969 και μετά, βρήκαν τον τρόπο να μπει η ποίηση ως λαϊκό θέαμα στα σπίτια της εργαζόμενης τάξης. Μέσα από τα παιδιά. Τα παιδιά βλέπουν το έργο και φέρνουν τους ήρωες και τις ιδέες του στο σπίτι – ή φέρνουν οι γονείς τα παιδιά στο θέατρο και βλέπουν κι εκείνοι τον δικό τους κόσμο στη σκηνή. Αυτό είναι ένα θέατρο διαφορετικό κι όχι ένα κομμάτι της βιομηχανίας της διασκέδασης, κλείνω το εισιτήριο, πηγαίνω στο θέατρο και μετά στο ακριβό μου εστιατόριο… Κάτι εντελώς διαφορετικό. Όπως το έλεγε ο Πίτερ Μπρουκ, τελικά πάντα το λαϊκό θέατρο σώζει την κατάσταση.

Έχουμε μια νέα κυβέρνηση, αλλά η εργασιακή συνθήκη και συγκεκριμένα σήμερα στο θέατρο, παραμένει πάρα πολύ άσχημη, η εργασία δεν πληρώνεται ή πληρώνεται πολύ κάτω από την αξία της. Και την ίδια στιγμή τα σωματεία βλέπουμε ότι έχουν αποδυναμωθεί ή σε κάποιες περιπτώσεις ενισχύονται δυνάμεις συναινετικές, που λένε ότι τώρα δεν είναι για αγώνες, στο χώρο των ηθοποιών ενισχύθηκε τα τελευταία χρόνια η τάση του συμβιβασμού ή δεν είναι έτσι ακριβώς;

Στο χώρο των ηθοποιών, όπως το βλέπω, υπάρχει αυτή η μόνιμη ανάγκη για σύνεση, γενικότερα στο χώρο των παραστατικών τεχνών, ο καλλιτέχνης μονίμως προσπαθεί να φαίνεται ώστε να μπορεί να διεκδικήσει κάτι καλύτερο, κι ας μην πληρώνεται. Να είναι παρών, να ακούγεται ώστε μετά να μπει σε μια συνθήκη η οποία του εξασφαλίζει κάποια πράγματα, προσωρινά πάλι. Είναι μια συνθήκη από τη φύση της πολύ ανταγωνιστική. Ο ηθοποιός είναι μονίμως σε επιφυλακή. Εκεί η σύνεση και ο συμβιβασμός είναι μπλεγμένα μεταξύ τους, ακόμα και η ιδεολογική συζήτηση γύρω από αυτό, το τι διεκδικείς, το πώς ο εργοδότης παρεμβαίνει, είναι κάτι το οποίο έχει πολλές πολλές αντιφάσεις. Έγινε μια συζήτηση στο δεκαήμερο στο Εμπρός που το είχε οργανώσει η Τέχνη εν Κινήσει. Κυρίως μιλήσαμε για την πολιτική τέχνη, δεν φτάσαμε ποτέ σε αυτό, το εργασιακό είναι ένα μεγάλο θέμα. Χρειάζεται μια συλλογική συνείδηση και μια πλατφόρμα συζήτησης, να γίνει μια γενικότερη συζήτηση για να είναι κάτι δημιουργικό, να μην είναι μια απομίμηση των γνωστών συνδικαλιστικών πρακτικών. Να αφορά τη δική μας αντίληψη για την τέχνη, να συνδεθεί με ένα όραμα, με τη χειραφέτηση των καλλιτεχνών.

Να σε γυρίσω ένα βήμα πίσω. Τι είναι αυτό που αποθαρρύνει την εργατική τάξη να μπει στο χώρο του πολιτισμού πιο ενεργά; Είναι το ακριβό εισιτήριο ή είναι κάτι ευρύτερο;

Νομίζω ότι σε ένα βαθμό υπάρχει μια καλλιτεχνικά περιθωριοποιημένη τάξη που πιστεύει ότι της αναλογεί η τηλεόραση, που είναι γρήγορη και φτηνή κατανάλωση, ότι τα θεάματα απαιτούν κι ένα μορφωτικό επίπεδο, από την άλλη υπάρχουν θεάματα που δεν έχουν αυτό που ονομάζω κοινωνική χρησιμότητα ειδικά σε πολιτικά πολωμένες εποχές – έχουν μια πολυτελή υπαρξιακή αναζήτηση νέων μορφών έκφρασης, υπάρχει πολλή επίφαση του καλλιτεχνικού και του αμπστράκτ, των αφηρημένων εννοιών οι οποίες είναι γενικώς ακατανόητες. Χρειάζεται για να σε αφορά η τέχνη να υπάρχει μια προτεραιότητα σε μια τέχνη χρήσιμη, η οποία μονίμως έχει τάση να πάρει θέση, να αποκαλύπτει, να εξηγεί, να ξεμπροστιάζει μηχανισμούς που ενδεχόμενως να επιφέρουν τη μιζέρια στη ζωή μας, τη δυσκολία, την ανεργία, την αδικία, το ρατσισμό, όλα αυτά. Πιστεύω ότι η τέχνη για να αφορά πρέπει να παίρνει θέση, να βλέπει τα πράγματα από τη σκοπιά αυτής της εργαζόμενης τάξης. Τότε δεν θα την αποκλείει, δεν θα την περιθωριοποιεί. Και θα αρχίσει να καταργείται ο ρόλος του θεάματος ως καταναλωτικό προϊόν όπου μας υπαγορεύουν με διάφορους τρόπους τι πρέπει να δούμε, τι είναι καλό, και το βλέπει ένας εργαζόμενος και αναρωτιέται: «Γι’ αυτό κάνει όλη η πόλη έτσι; Γι’ αυτό το πράμα συζητάει όλη η πόλη; Εγώ δεν κατάλαβα τίποτα!»

Θα έλεγες ότι το πρώτο καθήκον μιας καλλιτεχνικής πρωτοπορίας θα ήταν να δημιουργήσει νέους χώρους, να γράψει κείμενα;

Βεβαίως όλα αυτά.

Υπάρχει έλλειψη κειμένων σημερινών;

Είναι σαν ακόμα και αυτοί οι λίγοι που γράφουν σήμερα θεατρικά έργα να μην ακούν γύρω τους, να ακούν μόνο μέσα τους. Νομίζω ότι το ιδανικό είναι αυτό, να υπάρξουν κείμενα το οποία μπορούν να κάνουν την τομή. Να προκαλέσουν αντιδράσεις. Υπήρξαν στην ιστορία ομάδες που αναρωτιούνταν τι να γράψουμε τώρα; Χρειάζεται μια κοινή, συλλογική συνείδηση η οποία θα συνδέει τους χώρους των τεχνών, δημιουργώντας ένα κίνημα. Αυτό επιχειρήσαμε με το αντιφασιστικό, πώς μπορούμε να συνδεθούμε με τα κινήματα ώστε κι εμείς να μάθουμε, και πώς μπορούμε να δώσουμε στα κινήματα καινούργιους αισθητικούς κώδικες, κώδικες επικοινωνίας, αυτά που λένε πολλοί για ξύλινο λόγο, πολλά κινήματα το κάνουν αυτό, ακούν, αφουγκράζονται και θέλουν να είναι συμμέτοχοι και συνοδοιπόροι.

Δεν έχω τίποτα, του Έντουαρτν Μποντ

Μετάφραση | Δημήτρης Μυλωνάς, Άννα Ελεφάντη

Σκηνοθεσία | Δημήτρης Μυλωνάς

Σκηνικά-κοστούμια | Δήμητρα Λιάκουρα

Φωτισμοί | Χριστίνα Θανάσουλα

Μουσική | Παύλος Κατσιβέλης

Επιμέλεια κίνησης – Χορογραφίες | Νατάσα Σαραντοπούλου

Βοηθός Σκηνοθέτη | Μελίνα Σκούφου

Φωτογραφίες | Άγγελος Καλοδούκας

Αφίσα | Παναγιώτης Βωβός

Μακιγιάζ-Κομμώσεις | Λένια Saw

Διανομή | Άννα Ελεφάντη, Πάρης Θωμόπουλος, Βασίλης Κουκαλάνι

 

Πότε  | 15 Απριλίου 2015

Ημέρες  & Ώρες | Τετάρτη έως Σάββατο 21.15, Κυριακή 19.00

Τιμές Εισιτηρίων | 12, 10, 8 ευρώ

Που | Θέατρο του Νέου Κόσμου, Αντισθένους 7 & Θαρύπου

Περισσότερες πληροφορίες & κρατήσεις εισιτηρίων | 2109212900
 

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ