Όσα συμβαίνουν τελευταία μέσα και γύρω από την περιβόητη επιτροπή για τον εορτασμό των διακοσίων χρόνων της Επανάστασης του ’21 προκαλούν σκέψεις καθόλου ευχάριστες. Σίγουρα στον κήπο της Γιάννας Αγγελοπούλου ανθίζουν διάφορα λουλούδια, όπως εκείνος που βρήκε το θέμα του στο σεξισμό του Καραϊσκάκη, όμως οι απόψεις του καθηγητή Κώστα Κωστή δεν είναι φληναφήματα και οι αντιδράσεις που προκάλεσαν –οι αντιδράσεις οι προερχόμενες από το δικό μας χώρο- αξίζει να προβληματίσουν όλους εκείνους που επιμένουν να προσδοκούν την αναγέννηση της αξιόμαχης, κριτικής αριστερής σκέψης.
Ο Κωστής είναι βέβαια ένας καθεστωτικός πανεπιστημιακός, με τις αναμενόμενες θέσεις σε μια σειρά σοβαρά θέματα. Εκείνο όμως που κινητοποίησε τα αντανακλαστικά αρκετών από το χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν ήταν οι θέσεις του για την κρίση του 2010 – ’15 ή για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια αλλά μια αρκετά παλαιότερη συνέντευξή του στη LIFO. Εκεί, ο καθηγητής διατυπώνει την άποψη –που τεκμηριώνει στο βιβλίο Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας- ότι ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας ήταν έργο μιας πολιτικής και στρατιωτικής ελίτ που βέβαια αποτέλεσε στη συνέχεια τον πυρήνα του νέου κράτους. «Χτύπησε πάλι ο ιστορικός αναθεωρητισμός. Θέλουν να ξαναγράψουν την Ιστορία και να εξαφανίσουν το ρόλο του πληβειακού στοιχείου στην Επανάσταση» φώναξαν πολλοί.
Οι μόνιμοι στόχοι του «αναθεωρητικού» ρεύματος είναι βέβαια γνωστοί∙ το πρόβλημα είναι η δική μας θέση και η απάντηση.
Η ιστορική συνείδηση της γενιάς μου –και όχι μόνο αυτής- συγκροτήθηκε στη βάση της ρωμαλέας, στον καιρό της, προσπάθειας του Γιάννη Κορδάτου –τιμή στον άδικα παραμερισμένο κομμουνιστή στοχαστή. Οι λαογέννητοι κλεφταρματολοί καπεταναίοι, μαζί με τους φτωχούς αγρότες και τους ναύτες, εξεγείρονται και σπρώχνουν με το στανιό στον αγώνα τους προεστούς, τους δεσποτάδες, τους μεγαλοκαραβοκυραίους. Οι Μαυροκορδάτοι όμως και οι άλλοι παρόμοιοι θα εμποδίσουν την Επανάσταση να ολοκληρωθεί. Με αυτό το σχήμα γαλουχηθήκαμε, οι περισσότεροι από μας.
Σήμερα βέβαια γνωρίζουμε ότι τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Δεν ήταν ο ύποπτος Κωστής που μας διαφώτισε, αλλά το έργο μιας πλειάδας ιστορικών, με πρώτο το Σπύρο Ασδραχά, μας έδειξε ότι προεστοί, αρχιερείς και αρματολοί δεν ήταν απλά μια ελίτ των υπόδουλων αλλά ουσιώδες συστατικό μέρος του οθωμανικού εξουσιαστικού συστήματος. Κι αν είναι εύκολο να συμφωνήσουμε όσον αφορά τις δύο πρώτες κατηγορίες, για τη θέση και τη λειτουργία του αρματολού –ρόλος εναλλασσόμενος με εκείνον του κλέφτη- σίγουρα πρέπει να ξανασκεφτούμε. Πώς αποκτάται το αρματολίκι και από ποια προνόμια συνοδεύεται; Η ενοικίαση των φόρων, για παράδειγμα, είναι σε πλείστες περιπτώσεις μια βασική πηγή πλουτισμού των επικεφαλής των ενόπλων. Σίγουρα αυτό, μαζί με πολλά άλλα, δεν ταιριάζει με την εικόνα του καταπιεσμένου υπόδουλου. Η οθωμανική πραγματικότητα δεν μπορεί να κατανοηθεί με σχήματα που αφορούν τη Νεοτερικότητα.
Μια ελίτ, λοιπόν, που όμως έχει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης παρατηρεί όσα συμβαίνουν γύρω της. Αντιλαμβάνεται τη βαθιά κρίση και την αποσύνθεση της αυτοκρατορίας. Όλα τα λογαριάζει… και τελικά αποφασίζει –με μικρότερους ή μεγαλύτερους δισταγμούς- την εξέγερση ως τον ασφαλέστερο δρόμο για τη διατήρηση της εξουσιαστικής της θέσης. Από το σημείο αυτό θα δρομολογηθεί μια απροσδόκητη για όλους διαδικασία. Ο πόλεμος θα τραβήξει σε μάκρος, αποτέλεσμα της πρόδηλης αδυναμίας και των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, η εξέγερση θα αποκτήσει τη διάσταση ενός σημαντικού ευρωπαϊκού γεγονότος, άνθρωποι και ιδέες θα καταφτάσουν εδώ. Οι γηγενείς διαμάχες θα συναντηθούν με τα ρεύματα του Διαφωτισμού, της Γαλλικής Επανάστασης και του δημοκρατικού, επαναστατικού εθνισμού. Η σύμπλεξη δύο ετερογενών διαδικασιών θα καθορίσει τις εξελίξεις.
Μέσα στη διαδικασία αυτή οι πρωταγωνιστές του ιστορικού δράματος θα αλλάξουν, λιγότερο ή περισσότερο, και οι ίδιοι. Η από κάθε άποψη εντυπωσιακή πορεία του Καραϊσκάκη δίνει βέβαια ένα παράδειγμα, όμως σίγουρα η πιο χαρακτηριστική εκδήλωση της μεταμορφωτικής δύναμης της Επανάστασης δεν αφορά κάποια συγκεκριμένη προσωπικότητα ή ομάδα αλλά μια ολόκληρη πόλη, και μιλάμε βέβαια για το Μεσολόγγι. Πόσος δρόμος αλήθεια διανύθηκε από το 1821 μέχρι το 1826, δρόμος που οδήγησε «τους φίλους των βαρβάρων Μεσολογγίτας»[1] -τελευταίους και υπό το κράτος απειλών στην Επανάσταση- να έχουν τη θέση του πρωταγωνιστή στην κορυφαία και περισσότερο δραματική στιγμή του Αγώνα; Βέβαια το Μεσολόγγι ήταν, όλα εκείνα τα χρόνια, στη γραμμή του μετώπου, έχοντας υποστεί δυο πολιορκίες κυρίως όμως ήταν το παράθυρο της επαναστατημένης χώρας στην Ευρώπη, η πόλη στην οποία διαρκώς συμβαίνουν καινούρια πράγματα, για παράδειγμα εκδίδονται εφημερίδες.
Τελευταίο –αλλά όχι σε σημασία: Η μεταμορφωτική διαδικασία συντελείται μέσα στην εσωτερική σύγκρουση και μέσω αυτής. Ο αναπόφευκτος εμφύλιος πόλεμος έβλαψε βέβαια, στο στρατιωτικό πεδίο, σοβαρά την Επανάσταση, στάθηκε όμως ισχυρή κινητήρια δύναμη στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας και των αποτελεσμάτων της. Αξίζει να στοχαστούμε σχετικά με τις βλέψεις των νικητών, περισσότερο όμως των ηττημένων (Κολοκοτρώνης και λοιποί). Αν το κράτος που δημιουργήθηκε δε φαίνεται ωραίο αποτέλεσμα, πολύ περισσότερο δε θα μας ικανοποιούσε η δημιουργία μιας Ηγεμονίας, με μπέηδες τοπάρχες και το καπέλο του Πατριαρχείου ή της Ρωσίας.
Πάντων χρημάτων μέτρον ἐστὶν ἄνθρωπος,
τῶν μὲν ὄντων ὥς ἐστιν,
τῶν δὲ οὐκ ὄντων ὡς οὔκ ἐστιν[2]
Στις ιστορικές μας αναζητήσεις, πάμπολλες φορές, έχουμε βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, καθώς σε γεγονότα εξαιρετικά σημαντικά δεν μπορούμε να διακρίνουμε, ανάμεσα στους καταπιεσμένους, αρκετά παιδιά του Σπάρτακου. Τέτοια είναι σίγουρα και η δική μας περίπτωση. Υπάρχει βέβαια η λάμψη της ουτοπίας του μεγάλου Ρήγα και των ελάχιστων που αυτός ενέπνευσε. Υπάρχουν οι μικρομεσαίοι έμποροι της Φιλικής Εταιρείας. Υπάρχει ακόμη το φευγαλέο πέρασμα του Αντώνη Οικονόμου, μικροκαραβοκύρη που έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό στο αρχοντολόι της Ύδρας βιάζοντάς το να κινηθεί –όπως ήταν αναμενόμενο έφαγε το κεφάλι του. Όμως αυτά είναι λίγα…
Απέναντι σ’ ένα πρόβλημα -που σίγουρα δεν έχει απλά ιστορικοθεωρητικό ενδιαφέρον αλλά διαπλέκεται σε χίλια σημεία με τις μεγάλες πολιτικές αγωνίες του σήμερα- η κυρίαρχη εκδοχή του μαρξισμού οχυρώθηκε στο «επιστημονικό» της κάστρο. Το έθνος, ο λαός, η τάξη, οντότητες φυσικοποιημένες περιμένουν συνήθως βουβές στο παρασκήνιο. Περιμένουν την ωρίμανση των «αντικειμενικών προϋποθέσεων» ή την «από έξω» μόχλευση. Όταν αυτά συμβούν, θα ορμήσουν στη σκηνή και το «καθ’ εαυτό» θα γίνει «δι’ εαυτό».
Υπήρξαν βέβαια, μέσα στην ιστορική διαδρομή του μαρξισμού, διανοητές που μίλησαν άλλη γλώσσα, αγωνιστές με γόνιμο μυαλό και θερμή καρδιά. Αυτοί επέμεναν ότι η μόνη «φυσική» και αυθύπαρκτη πραγματικότητα είναι η αέναη κοινωνική σύγκρουση. Στο δικό της έδαφος έννοιες όπως έθνος, λαός και τάξη αποκτούν νόημα και περιεχόμενο, αποκτούν υπόσταση και αυτοσυνειδησία αγωνιζόμενες, με έρεισμα τη συλλογικά αφομοιωμένη εμπειρία.
Στην περίπτωσή μας, εκείνοι που βρίσκονταν συγκεντρωμένοι έξω από τον Τριπολιτσά, τον Σεπτέμβρη του 1821, ανυπομονώντας να σφάξουν τους μουσουλμάνους και τους εβραίους και να αρπάξουν τα υπάρχοντά τους ήταν «άλλοι» άνθρωποι από εκείνους που βρίσκονταν μέσα στο Μεσολόγγι τον Απρίλη του 1826, κι ας θα μπορούσε να είναι τα ίδια πρόσωπα. Τα ίδια πρόσωπα, όμως επί της ουσίας «άλλοι», ήταν σίγουρα οι άνθρωποι στους προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας το 1923 και το 1943. Οι εξαθλιωμένοι με τις φωτογραφίες του Βενιζέλου και του Πλαστήρα(!) στα εικονοστάσια στις παράγκες τους, οι επίφοβοι απεργοσπάστες των πρώτων μετά την Καταστροφή χρόνων είχαν μεταμορφωθεί στο λαό του ΕΑΜ.
Δυστυχώς οι διεισδυτικές κρίσεις μαρξιστών όπως ο E. P. Thomson δεν μπόρεσαν έγκαιρα να σπάσουν το σκληρό, θετικίστικο κέλυφος ενός συστήματος σκέψης ταιριαστού με το κλειστό, ιεραρχημένο και με ισχυρή νοηματοδότηση σύμπαν στο οποίο ζούσαμε. Σήμερα όμως εμείς οι ίδιοι είμαστε πλέον φορείς μιας πολύτιμης συλλογικής εμπειρίας. Ας αρνηθούμε λοιπόν τις άγονες «ευκολίες» και ας ανοιχτούμε με τόλμη σε επικίνδυνα αχαρτογράφητα νερά.