Ακριβώς ένα χρόνο μετά την πτώση της χούντας και με αφορμή την απεργιακή κινητοποίηση των οικοδόμων, η κυβέρνηση Καραμανλή έκανε εκτεταμένη επίδειξη αστυνομικής βίας, καθιστώντας σαφή τα όρια της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Συνάμα, αποκαλύπτονταν τόσο η δυναμική ενός εργατικού, λαϊκού και νεολαιίστικου κινήματος που τροφοδοτούνταν από τις πρόσφατες μνήμες της αντιδικτατορικής Αντίστασης και κυρίως από την εξέγερση του Νοέμβρη 1973, όσο και οι αντιφάσεις της Αριστεράς, που δυσκολευόταν να κατανοήσει τον χαρακτήρα του μεταδικτατορικού καθεστώτος και τις πραγματικές αντιθέσεις που αναδείκνυε η ιστορική συγκυρία.
Η απεργία των οικοδόμων και η σύγκρουση
Η απεργία κηρύχτηκε από τη Συντονιστική Επιτροπή των οικοδομικών σωματείων στα οποία κυρίαρχη δύναμη ήταν η παράταξη του ΚΚΕ (η ΕΣΑΚ), ενώ σημαντική ήταν και η δύναμη του ΑΕΜ, της συνδικαλιστικής παράταξης της ανανεωτικής Αριστεράς (κυρίως του ΚΚΕ εσ.). Υπολογίσιμη ήταν και η παρουσία δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, κυρίως της ΠΕΣΠ (συνδικαλιστικής παράταξης της ΟΜΛΕ), αλλά και τροτσκιστικών οργανώσεων, όπως η ΕΔΕ και η ΟΚΔΕ, της ΟΣΕ κ.λπ. Εντούτοις, ξεχωριστή σημασία έχει το γεγονός ότι πολύ μεγάλο μέρος των οικοδόμων και ιδιαίτερα των πιο νέων, δεν συνδεόταν με κανένα κόμμα, οργάνωση ή παράταξη, καθώς το μικρό χρονικό διάστημα από τη νομιμοποίησή τους δεν άφηνε πολλά περιθώρια ξεκαθαρίσματος της σύγχυσης που προκαλούσε η πολυδιάσπαση της Αριστεράς.
Ο οικοδομικός κλάδος περιλάμβανε ήδη 250.000 εργατοτεχνίτες, ως συνέπεια της μεταπολεμικής έκρηξης της κατασκευαστικής δραστηριότητας, ιδιαίτερα στα μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα του λεκανοπεδίου της Αττικής και της Θεσσαλονίκης. Προσφέροντας απασχόληση σε δεκάδες χιλιάδες νέους από την επαρχία που επέλεγαν τον δρόμο της εσωτερικής μετανάστευσης, αλλά και σαν καταφύγιο χιλιάδων διωκόμενων αριστερών, η οικοδομή λειτούργησε προδικτατορικά σαν σχολείο ταξικής συνειδητοποίησης και ο οικοδομικός κλάδος βρέθηκε στην πρωτοπορία των εργατικών και δημοκρατικών αγώνων κατά την περίοδο 1960-67. Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου βρήκε στα κρατητήρια της Ασφάλειας δεκάδες οικοδόμους που είχαν συλληφθεί κατά τις συγκρούσεις με την αστυνομία στην τελευταία προδικτατορική απεργία του κλάδου στις 12 Απριλίου 1967.
Τους αγώνες των οικοδόμων της προδικτατορικής περιόδου καθοδηγούσε η Συντονιστική Επιτροπή των οικοδομικών σωματείων που βρισκόταν υπό τον έλεγχο της ΕΔΑ. Τα σωματεία αυτά είχαν αποκλειστεί από την Ομοσπονδία Οικοδόμων που ανήκε στην ελεγχόμενη από τον εργατοπατερικό συνδικαλισμό ΓΣΕΕ, και η οποία αποτελούνταν από άμαζα σωματεία-σφραγίδες. Επικεφαλής της βρισκόταν ο Κώστας Λυκιαρδόπουλος, ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους του εργατοπατερισμού, που είχαν κάνει τον φιλοκυβερνητικό συνδικαλισμό και τον αντικομμουνισμό προσοδοφόρο επάγγελμα.
Με την επιβολή της δικτατορίας, με την οποία συνεργάστηκε άψογα ο Λυκιαρδόπουλος και η Ομοσπονδία του, τα υπό αριστερό έλεγχο μαζικά σωματεία διαλύθηκαν, ενώ εκατοντάδες συνδικαλιστές εξορίστηκαν. Εντούτοις και παρά το καθεστώς τρομοκρατίας που επιβλήθηκε, ήταν εκατοντάδες οι οικοδόμοι που συνδέθηκαν με αριστερές αντιδικτατορικές οργανώσεις και οι οικοδομές αποτελούσαν «απελευθερωμένα εδάφη», όπου οι συζητήσεις έπαιρναν τον χαρακτήρα ζύμωσης σχετικά με τα ζητήματα του αντιδικτατορικού αγώνα, αλλά και με αυτά που απασχολούσαν το κομμουνιστικό κίνημα. Χαρακτηριστική είναι η μαζική και οργανωμένη κάθοδος των οικοδόμων στο Πολυτεχνείο τον Νοέμβρη 1973, όπως και το μεγάλο ποσοστό που αντιπροσώπευαν μεταξύ των συλληφθέντων κατά την καταστολή της εξέγερσης. Και όλ’ αυτά συνέβαιναν παρόλο που το βιοτικό επίπεδο του κλάδου συνέχισε να βελτιώνεται, ως αποτέλεσμα της ανησυχίας που προκαλούσαν οι οικοδόμοι στο καθεστώς και της συνέχισης της κατασκευαστικής έκρηξης, τουλάχιστον έως τις αρχές του 1973, η ανακοπή της οποίας, ως συνέπεια της οικονομικής κρίσης, πυροδότησε έντονα φαινόμενα δυσαρέσκειας.
Μετά την πτώση της δικτατορίας και την ανασύσταση των μαζικών οικοδομικών οργανώσεων και της Συντονιστικής Επιτροπής, τέθηκαν επιτακτικά τα ζητήματα ανεργίας του κλάδου, ταυτόχρονα με τη ρύθμιση μιας σειράς ζητημάτων που εκκρεμούσαν από την προδικτατορική περίοδο. Παράλληλα, παρέμενε το αίτημα του εκδημοκρατισμού του συνδικαλιστικού κινήματος, της ένταξης των σωματείων στην Ομοσπονδία και της διοργάνωσης δημοκρατικού αντιπροσωπευτικού Συνεδρίου.
Με τα αιτήματα αυτά διοργανώθηκε η απεργία της 23ης Ιουλίου 1975, την οποία αποδοκίμασε η Ομοσπονδία του Λυκιαρδόπουλου και η κυβερνητική ΓΣΕΕ, και προγραμματίστηκε απεργιακή συγκέντρωση στο θέατρο «Περοκέ», στην πλατεία Μεταξουργείου.
Η πρωινή συγκέντρωση υπήρξε εξαιρετικά μαζική και οι απεργοί κατέκλυσαν όχι μόνο τον χώρο του θεάτρου αλλά και μεγάλη έκταση έξω απ’ αυτό. Οι συνδικαλιστές, ανταποκρινόμενοι στο αίτημα των συγκεντρωμένων, αποφάσισαν τη διοργάνωση πορείας προς το Υπουργείο Εργασίας, στην οδό Πειραιώς, μέσω της οδού Αγίου Κωνσταντίνου.
Λίγο μετά το ξεκίνημα της πορείας αστυνομικές δυνάμεις παρατάχθηκαν στην Αγίου Κωνσταντίνου, ανακόπτοντάς την. Ήταν μία από τις πρώτες εμφανίσεις των ΜΑΤ που μόλις είχε ιδρύσει η κυβέρνηση Καραμανλή, ενώ πίσω τους στάθμευσαν «αύρες», επίσης καινοφανή θωρακισμένα οχήματα, προορισμένα να καταδιώκουν διαδηλωτές και να εκτοξεύουν δακρυγόνα.
Ενώ οι εκπρόσωποι της Συντονιστικής Επιτροπής δέχτηκαν την αξίωση της αστυνομίας να μην προχωρήσει η πορεία προς την Ομόνοια, αλλά να κατευθυνθεί προς την Πειραιώς μέσω των ενδιάμεσων στενών δρόμων, τα ΜΑΤ εξαπέλυσαν άγρια επίθεση, που συνοδεύτηκε από ορυμαγδό δακρυγόνων, υποχρεώνοντας τους απεργούς σε υποχώρηση. Αμέσως μετά, όμως, οι διαδηλωτές ανασυντάχτηκαν σε πολυάριθμες πολυπληθείς ομάδες, στήνοντας οδοφράγματα και περνώντας στην αντεπίθεση, πετώντας στους αστυνομικούς πέτρες και καδρόνια που πήραν από παρακείμενες οικοδομές.
Μέσα σε λίγη ώρα τα επεισόδια επεκτάθηκαν σ’ ολόκληρο το κέντρο της Αθήνας, για να ενταθούν μετά τη γνωστοποίηση της άρνησης του υπουργού Εργασίας, Κωνσταντίνου Λάσκαρη, να δεχτεί την αντιπροσωπεία της Συντονιστικής που κατόρθωσε να φτάσει μέχρι το υπουργείο.
Από τις 12 το μεσημέρι μέχρι αργά το απόγευμα στην περιοχή μεταξύ Μεταξουργείου, πλατείας Κουμουνδούρου, πλατείας Κοτζιά, Εξαρχείων και λεωφόρου Αλεξάνδρας, διεξάγονταν μάχες μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας, στήνονταν οδοφράγματα και ανάβονταν φωτιές για την εξουδετέρωση των δακρυγόνων που έπεφταν βροχή από τις «αύρες». Ιδιαίτερα έντονες ήταν οι συγκρούσεις γύρω από το Πολυτεχνείο.
Στα επεισόδια συμμετείχαν χιλιάδες οικοδόμοι, κυρίως νέοι, αλλά και μεγαλύτεροι, έμπειροι από τις προδικτατορικές κινητοποιήσεις, καθώς και χιλιάδες φοιτητές και μαθητές, που έσπευσαν να συμπαρασταθούν στους αγωνιζόμενους απεργούς. Εξάλλου, εκείνες τις μέρες οι φοιτητές βρίσκονταν σε κινητοποίηση για την ανατροπή της κυβερνητικής απόφασης να μετατραπούν οι φοιτητικοί σύλλογοι σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, ώστε να ελεγχθεί το ορμητικά αναπτυσσόμενο φοιτητικό κίνημα.
Καθώς οι μνήμες του Νοέμβρη ήταν ζωντανές, κυρίαρχα ήταν τα συνθήματα «δεν έγινε ο Νοέμβρης για τον Καραμανλή» και «το Πολυτεχνείο ήταν η αρχή, θα ‘ρθει κι η σειρά του Καραμανλή», ενώ οι αστυνομικοί αποδοκιμάζονταν με το σύνθημα «αυτοί σκοτώσαν τ’ αδέρφια μας».
Χαρακτηριστική του κλίματος της εποχής ήταν και η συμπαράσταση της μεγάλης πλειονότητας των πολιτών, που εκδηλωνόταν ακόμη και με την προμήθεια των διαδηλωτών με κάθε είδους εύφλεκτο υλικό, ακόμη και με τηλεφωνικούς καταλόγους από τα μαγαζιά και τα γραφεία του κέντρου της Αθήνας, που χρησίμευαν στο άναμμα φωτιών για την αντιμετώπιση των δακρυγόνων.
Μετά τη λήξη των συγκρούσεων, που ακολούθησε την αποχώρηση της αστυνομίας από τους δρόμους, υπολογίζονταν σε περισσότερους από 40 οι τραυματισμένοι διαδηλωτές, ενώ υπήρχαν και τραυματίες αστυνομικοί. Δεκάδες ήταν και οι συλληφθέντες, κάποιοι από τους οποίους κρατήθηκαν και πέρασαν από δίκη μετά από λίγες μέρες.
Η αμήχανη Αριστερά
Τα επεισόδια της 23ης Ιουλίου 1975 στάθηκαν μια ακόμη αφορμή για την εκδήλωση της αμηχανίας της κοινοβουλευτικής Αριστεράς απέναντι σε μορφές αγώνα του μαζικού κινήματος που δεν εντάσσονταν στον πολιτικό της προγραμματισμό. Αν και την επόμενη μέρα οι ηγέτες των αριστερών κομμάτων (Χαρίλαος Φλωράκης του ΚΚΕ, Μπάμπης Δρακόπουλος του ΚΚΕ εσ. και Ηλίας Ηλιού της ΕΔΑ) αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στη δεξίωση για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, όπως άλλωστε έκαναν και οι Γεώργιος Μαύρος και Ανδρέας Παπανδρέου, τόσο το ΚΚΕ όσο και το ΚΚΕ εσ. φρόντισαν να κρατήσουν αποστάσεις από τους διαδηλωτές. Ο μεν «Ριζοσπάστης» αναφέρθηκε σε «σκοτεινούς κύκλους της αντίδρασης (που) βρίσκονταν πίσω από τα χθεσινά γεγονότα», η δε «Αυγή» έκανε λόγο για «αριστεροχουντικούς προβοκάτορες».
Σύμφωνα με τα δύο ΚΚΕ, τα επεισόδια εντάσσονταν σε κάποιο συνολικότερο σχέδιο αποσταθεροποίησης της δημοκρατίας, το οποίο επεξεργάζονταν κύκλοι που επιδίωκαν την επαναφορά του δικτατορικού καθεστώτος. Κατονομαζόμενοι ή μη, οι κύκλοι αυτοί δεν ήταν άλλοι από τους Αμερικανούς, τα σημαντικά απομεινάρια της χούντας στον κρατικό μηχανισμό και κυρίως στα σώματα ασφαλείας και τις ένοπλες δυνάμεις, αλλά και μεγάλο τμήμα του κυβερνητικού κόμματος της Ν.Δ. Στο πλαίσιο αυτού του σχεδίου, επιδιωκόταν και η εκτροπή των ειρηνικών κινητοποιήσεων του μαζικού κινήματος σε βίαιη αντιπαράθεση με τις δυνάμεις καταστολής, έτσι ώστε να δημιουργηθεί το κατάλληλο κλίμα συκοφάντησης των μαζικών αγώνων, των συνδικαλιστικών φορέων και της Αριστεράς, και να δικαιολογηθεί η λήψη μέτρων σε αντιδημοκρατική κατεύθυνση.
Η λογική αυτή διαπερνούσε την κεντρική πολιτική γραμμή του ΚΚΕ εσ., που οριζόταν από την επιδίωξη της Εθνικής Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Ενότητας (ΕΑΔΕ). Το ΚΚΕ, αν και τασσόταν σαφώς κατά της πολιτικής αυτής, αρνούμενο να αποδεχτεί την ανάγκη συνεργασίας με τη δημοκρατική Δεξιά που, κατά το ΚΚΕ εσ., εξέφραζε ο Καραμανλής, ουσιαστικά δεν απέκλειε τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης και επιβολής νέου δικτατορικού καθεστώτος. Επιπλέον, πάγια τακτική του ήταν η αντίθεση σε κάθε μορφή οργάνωσης και αγώνα που δεν εκπορευόταν από δική του παρέμβαση και δεν ελεγχόταν από το ίδιο.
Στην πραγματικότητα, τόσο τα δύο ΚΚΕ όσο και σημαντικό –και πλειοψηφικό- τμήμα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς εκείνων των χρόνων, αδυνατούσαν να διακρίνουν τα χαρακτηριστικά του καθεστώτος που οικοδομούνταν στην Ελλάδα μετά τη Μεταπολίτευση του 1974. Εγκλωβισμένες στην εκτίμηση ότι η Ελλάδα ήταν χώρα εξαρτημένη από τον ιμπεριαλισμό (κυρίως τον αμερικανικό) και οικονομικο-κοινωνικά καθυστερημένη, οι αριστερές αυτές δυνάμεις δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τη δυναμική του ελληνικού καπιταλισμού, που μετά από μια διαδικασία ανάπτυξης που χαρακτήρισε τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες -έχοντας αποκρούσει αποτελεσματικά τον κίνδυνο που αντιπροσώπευσε το εαμικό κίνημα της δεκαετίας του ’40- ήταν, πλέον, σε θέση να επιχειρήσει βαθιές τομές στην κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού του.
Επιμένοντας στην αντιφασιστική-αντιιμπεριαλιστική ρητορική –την οποία ευνόησε η επιβολή της εφτάχρονης δικτατορίας και η νατοϊκή πολιτική έναντι των ελληνοτουρκικών αντιθέσεων και της υπόθεσης της Κύπρου- δεν μπορούσαν να δουν ότι η αυταρχική θωράκιση του καθεστώτος μετά το 1974 δεν συνιστούσε «φασιστικοποίηση», αλλά τυπική διαδικασία θωράκισης της αστικής δημοκρατίας.
Ουσιαστικά, τα δύο ΚΚΕ δεν μπορούσαν να απαλλαγούν από τον φόβο που προκαλούσε ο ενδεχόμενος (φανταστικός, όπως αποδείχτηκε) κίνδυνος να τεθούν και πάλι εκτός νόμου, με αφορμή τη στήριξη εκδηλώσεων του μαζικού κινήματος που έβγαιναν από το πλαίσιο της αστικής νομιμότητας. Ποιος θυμάται, π.χ., τις αντιδράσεις τους όταν άρχισε να ακούγεται το σύνθημα «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», το οποίο χαρακτηριζόταν “αριστερίστικο, τυχοδιωκτικό και προβοκατόρικο”; Θα περνούσαν πολλά χρόνια και θα μεσολαβούσε η άνοδος στην εξουσία του ΠΑΣΟΚ και η διάψευση των φόβων μιας αντιδημοκρατικής εκτροπής, για να ενταχθεί στη συνθηματολογία της κοινοβουλευτικής Αριστεράς.