Ας συνεχίσουμε τη συζήτηση περί της δημοκρατίας, η οποία έχει μετατραπεί σε κεντρική στη ζωή μας και ως φαίνεται θα μας απασχολήσει ακόμα πιο έντονα το επόμενο διάστημα, καθώς οι λεγάμενοι δείχνουν αποφασισμένοι να επιβάλλουν το νόμο τους και την τάξη τους με κάθε τρόπο.
Οι περιφερόμενες ανά την επικράτεια δυνάμεις της «τάξης», θέτουν σε όλη την κοινωνία επιτακτικά το ερώτημα περί του τι κράτος οικοδομείται. Η προσφιλής απάντηση των «ετοιμόλογων» κάνει λόγο για εκτροπή και την οικοδόμηση ενός κράτους της δεξιάς. Η επόμενη ερώτηση όμως είναι, η δεξιά δεν κυβερνούσε και το 1974 ή το 1990 ή το 2004; Γιατί δεν ήταν τέτοια η ατμόσφαιρα;
Ασφαλώς υπάρχουν σοβαροί λόγοι για όσα συμβαίνουν τώρα, και όχι η εμμονή ενός ημιμαθούς και όχι ευφυούς πρωθυπουργού ή ενός εντεταλμένου από χρόνια και από μακρινό τόπο υπουργού της αστυνομίας.
Τα έχουν κάνει ρόϊδο με την υγειονομική κρίση. Μετά τον ενθουσιασμό περί επιτυχούς διαχείρισης τον περσινό Μάρτιο-Ιούνιο, έρχεται η εικόνα ενός χάους μέτρων, αντιφάσεων και αναποτελεσματικότητας, θανάτων και επέκτασης της πανδημίας, αλλά και σταθερής κατολίσθησης της εθνικής οικονομίας. Η επικείμενη οικονομική κρίση είναι τόσο ορατή που ακόμη και ο απόφοιτος του Κολάμπια μπορεί να τη δει.
Απέναντι σ’ αυτά η απάντηση που έχουν διαθέσιμη είναι «ο νόμος και η τάξη».
Σε αυτό το σχέδιο οικοδομείται η ισχυρή, αν και όχι τόσο στέρεη, συμμαχία των μεγάλων, εθνικών και πολυεθνικών, ιδιωτικών συμφερόντων (που κατέχουν και τα μέσα μαζικής προπαγάνδας), της πρεσβείας, των ευρωπαϊκών κέντρων και της κυβέρνησης τους.
Υπάρχει όμως και ένας ακόμα πιο σοβαρός λόγος σε συνδυασμό με τον προηγούμενο, συμπληρωματικός και μακροβιότερος. Η γενικότερη τάση, ας την πούμε, της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας προς τον περιορισμό των δημοκρατικών διαδικασιών και δικαιωμάτων και την ανάπτυξη του αυταρχισμού. Το αμερικάνικο, το γερμανικό, το γαλλικό μοντέλα είναι οι εμφανείς αποδείξεις. Ο νεοφιλελευθερισμός επιτάσσει λιγότερο κράτος όταν δρα η οικονομική ελίτ, περισσότερο κράτος όταν πρέπει να προστατευθεί οικονομικά και θεσμικά η ίδια ελίτ, λιγότερο κράτος όταν πρόκειται να προστατευθούν οι εργαζόμενο και οι άνεργοι και περισσότερο κράτος όταν πρόκειται να αντιμετωπιστούν οι κοινωνικές αναφλέξεις.
Ξεκινώντας ο 21ος αιώνας άρχισε να κάνει πράξη τις παρακαταθήκες που του κληροδότησε το τέλος του 20ου.
Το έλλειμμα της δημοκρατίας είναι το πολιτικό και κοινωνικό αντίκρισμα του νεοφιλελευθερισμού, όπου η γιγαντιαία εμβέλεια των μεγάλων πολυεθνικών συμφερόντων, η επιβολή των παγκόσμιων καπιταλιστικών οργανισμών, είτε με τη μορφή οργάνων όπως το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο ΠΟΕ, είτε με τη μορφή καπιταλιστικών ενώσεων όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, αίρουν μεγάλο μέρος της εξουσίας των κρατών στα οποία ανατίθενται τα μέτρα καταστολής.
Η κυβέρνηση Μπους χρησιμοποίησε τους δίδυμους πύργους και τον πόλεμο του Αφγανιστάν για να επιβάλει το καθεστώς έκτακτης ανάγκης καταργώντας κρίσιμες πολιτικές ελευθερίες. Στη δεκαετία του 2010, η συνέπεια της οικονομικής κρίσης, δεν είναι μόνο η επιβολή πρωθυπουργών τραπεζιτών με πραξικοπήματα στις απείθαρχες χώρες, είναι και η ισοπεδωτική οικονομική βία που ασκήθηκε στους πληθυσμούς και η κατοχύρωση αντιδημοκρατικών λειτουργιών σε όλο το θεσμικό πλαίσιο και στην καθημερινότητα.
Και όπως έλεγε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν: «Η παράδοση των καταπιεσμένων μας διδάσκει ότι η «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» στην οποία ζούμε δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας».
Τώρα η εικόνα πηγαίνει συνεχώς προς το σκούρο. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αξιοποιεί την εμπειρία των προηγούμενων κρίσεων, εντός και εκτός, και με βάση τις κατευθύνσεις της αμερικάνικης πρεσβείας και των μηχανισμών της εσωτερικής, και ουσιαστικής, εξουσίας αναλαμβάνει εντατική δράση. Η υγειονομική κρίση και τα μέτρα έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση της είναι το βολικό πλαίσιο, καθώς μας εθίζουν στην άσκηση επιβολής. Στο θεσμικό, μερικές φορές μη ορατό, επίπεδο λαμβάνονται μέτρα, είτε με νυχτερινές αποφάσεις της Βουλής, είτε με κατεπείγοντα νομοσχέδια, είτε με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, είτε με λάθρα εμβόλιμες τροπολογίες… Στην εκπαίδευση, νευραλγικό τομέα της δημοκρατίας, τα μέτρα πάρθηκαν σε ρυθμούς πολυβόλου. Το ίδιο και στις εργασιακές σχέσεις. Μέτρα που ετοίμαζαν με τις διάφορες εκθέσεις των εκάστοτε Πισσαρίδηδων τα περνάνε εν μια νυκτί. Σε αστυνομικό επίπεδο τα πράγματα είναι πιο ορατά. Από τη στιγμή που στον αστυνομικό διευθυντή ανατέθηκε ο ρόλος της καταπάτησης του συντάγματος και της κατάργησης βασικών δημοκρατικών ελευθεριών, οι δρόμοι έχουν γίνει πεδίο βολής των ασύδοτων τσαμπουκάδων με στολή.
Η πυραυλική συστοιχία των μέσων της μαζικής προπαγάνδας, δεν είναι ακόλουθος της κυβέρνησης. Είναι η βασική δύναμη υπαγόρευσης.Γεγονός που υπογραμμίζει εμφατικά την ποιότητα της δημοκρατίας.
Όταν ο Βαρδινογιάννης υπαγορεύει να γράψουν στο Star πως συκοφαντείται ένας σκηνοθέτης για το …τίποτα κι όταν ο ίδιος σταθμός μοντάρει το βίντεο με τους αστυνομικούς που φωνάζουν «πάμε να τους σκοτώσουμε» και το κάνει «θα μας σκοτώσουνε», δεν κάνει λάθος, ούτε θεωρεί πως εκτίθεται. Προσοχή, δεν είναι ο αρχισυντάκτης που το πράττει, είναι ο ιδιοκτήτης που δίνει την εντολή και εν συνεχεία καλύπτει.
Το ίδιο όταν ο Αλαφούζος διακόπτει την βουλευτή του ΚΚΕ την ώρα που μιλάει, ή όταν μοντάρει κι αυτός βίντεο χωρίς καν τον ελάχιστο φερετζέ της είδησης, δεν θεωρεί πως αποκαλύπτεται. Δεν τον νοιάζει. Ή μάλλον αυτό θέλει.
Η δύναμη είναι εδώ. Η δημοκρατία είναι αυτό που λέω.
Αλλά υπάρχει κι άλλη μια ερώτηση που γυρεύει απάντηση: γιατί στην διακυβέρνηση του 2015-19 δεν πάρθηκαν τα αναγκαία μέτρα οχύρωσης της δημοκρατίας; Τόσο εύθραυστη λοιπόν είναι η κοινωνική δημοκρατία μας; Γιατί οι πολίτες βρέθηκαν παροπλισμένοι και ηττημένοι, μετά από έναν «αριστερό» θρίαμβο; Και στο κάτω-κάτω, τις αύρες που κάνουν μούσκεμα τους διαδηλωτές, ποια κυβέρνηση τις προμηθεύτηκε;
Ασφαλώς τα όσα συμβαίνουν σήμερα είναι πρωτοφανή. Ασφαλώς έχουμε να κάνουμε με την θεσμοθέτηση και πλήρη κάλυψη της αστυνομικής βίας χωρίς προηγούμενο στη μεταπολιτευτική Ελλάδα (επί τέλους, ας θριαμβολογήσουν τα πρετεντεράκια πως έφτασε το τέλος της μεταπολίτευσης!). Ασφαλώς θα ήταν αδιανόητα κατά τη θητεία της προηγούμενης κυβέρνησης.
Και ασφαλώς δεν θα κατηγορήσουμε την προηγούμενη κυβέρνηση για όσα κάνει η τωρινή. Θα ήταν από πολλές πλευρές άδικο.
Χρειάζεται, ωστόσο, να επιμείνουμε πως η ροή της δημοκρατίας προς τα κάτω, κατάρρευση το λένε;, έχει ξεκινήσει πολλά χρόνια σε θεσμικό κυρίως επίπεδο και η ενδιάμεση «αριστερή» διακυβέρνηση δεν έπραξε τίποτα για την ουσιαστική της ανάσχεση, μη μπορώντας και ενίοτε μη θέλοντας, κάνοντας το αίτημα της δημοκρατίας να φαίνεται ανέφικτο, όπως και το αίτημα της οικονομικής και εθνικής ανεξαρτησίας. Η λογική του εφικτού που πούλησε το δημοψήφισμα κι εκείνη την μεγάλη ανάταση μας κυνηγάει ακόμη
Αποδεικνύοντας πως η αναζήτηση κάθε φορά του μικρότερου κακού δεν μας γλυτώνει από την επέλαση του μεγαλύτερου. Μάλλον το αντίθετο.
Το πρόβλημα είναι πιο βαθύ και πιο βαρύ, και δεν επιλύεται με την εναλλαγή στην εξουσία. Όσο και αν οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των καθεστωτικών δυνάμεων δεν είναι ασήμαντες και δεν μπορεί να αγνοούνται.
Όσο δεν συγκροτείται ένα ενιαία ταξικό κίνημα και μια ευρεία κοινωνική συμμαχία η οποία θα αμφισβητεί το σύνολο των πολιτικών των κυρίαρχων δυνάμεων και θα θέτει ως βασική του επιδίωξη την ανατροπή της υπάρχουσας δομής της εξουσίας- όχι ως άμεσο και πιθανόν ρεαλιστικό στόχο, αλλά ως όριο της διεκδίκησης του-τα αμήχανα διλήμματα αναζήτησης του μικρότερου κακού θα μας καταδυναστεύουν.
Μόνο με ένα τέτοιο όριο και στόχο το κίνημα διεκδίκησης μπορεί να κατακτά το επί μέρους, δημοκρατικά δικαιώματα, ελευθερίες, μισθούς κ.λ.π. να κατοχυρώνει τα κατακτηθέντα και να διεκδικεί τα κλαπέντα και τις εν γένει απώλειες.
Όσο όμως οι ανήσυχες εσωτερικές δυνάμεις νοιώθουν αδύναμες, απογοητευμένες, χωρίς όραμα και σχέδιο να τις συνενώνει και να τις διεγείρει, η κατάσταση παραδίδεται στον αυτόματο πιλότο της εξουσίας.