Παραφράζοντας τα τελευταία λόγια της απολογίας του Μπουχάριν θα μπορούσαμε να πούμε πως έρχονται στιγμές που ο άνθρωπος αναρωτιέται, ζω αλλά στο όνομα τίνος ζω; Κι αν πεθάνω, στο όνομα τίνος θα πεθάνω;
Ο ¨Ένγκελς έζησε και πέθανε ως ο εμπνευστής και υπηρέτης της χειραφετημένης και χειραφετητικής κοινωνίας της κοινωνικής ισότητας, της κατάργησης κάθε καταπίεσης και εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. ’Έζησε και πέθανε με την και για την επιδίωξη της κομμουνιστικής κοινωνίας και των μέσων – θεωρητικών προγραμματικών και οργανωτικών – μετάβασης προς αυτήν.
Στην υπό έκδοση Ουτοπία και στο αφιέρωμα για τον Engels δημοσιεύεται άρθρο με τίτλο «Σκέψεις πάνω σε επισημάνσεις του Ένγκελς για την επανάσταση και την κομμουνιστική κοινωνία»
Μέρος του άρθρου, αυτό που αναφέρεται στο πρόγραμμα των κομμουνιστικών κομμάτων, δημοσιεύεται σήμερα στο Kommon με την ευκαιρία των 200 χρόνων από τη γέννηση στο Βούπερταλ (28 Νοέμβρη του 1820) του «στρατηγού», αυτού του σπουδαίου φιλόσοφου, οργανωτή και επαναστάτη.
Η πρόκληση
Επιδίωξη είναι να φέρουμε στην επιφάνεια θεμελιώδεις θέσεις του Ένγκελς που αφορούν τα ζητήματα της κοινωνικής επανάστασης, την πορεία προς την κομμουνιστική κοινωνία, υπό το φως των σύγχρονων εξελίξεων και απαιτήσεων. Ο σκοπός επομένως δεν είναι, μετά μάλιστα και την περιπέτεια των χωρών που ονομάστηκαν σοσιαλιστικές, η επιστράτευση στο σήμερα των γραφθέντων από τον Ένγκελς ως το τέλειο και οριστικό που απλά αναζητά τον φορέα της πιστής υλοποίησης τους.
Αντίθετα, ακριβώς γιατί οι εξελίξεις στον καπιταλιστικό κόσμο και οι κοινωνικές ανατροπές κοσμοϊστορικού χαρακτήρα είναι συνταρακτικές, επιδιώκουμε να αναστοχαστούμε πάνω στα κληρονομημένα γραφτά. Και στη βάση αυτή να διερευνηθούν, να φωτιστούν και ει δυνατόν να σκιαγραφηθούν οι αναγκαίες αλλαγές.
Φυσικά η όλη υπόθεση δεν μπορεί παρά να είναι συλλογική. Το σύγχρονο χειραφετητικό ρεύμα μπορεί να υπάρξει μόνο στη βάση της συλλογικής θεωρητικής προσέγγισης και πράξης. Ο σύγχρονος Μαρξ ή θα είναι συλλογικός ή δεν θα υπάρξει…
Το υπό εκλαΐκευση υλικό υπήρχε
Από το 1845, όταν ο Ένγκελς μαζί με τον Μαρξ έγραψαν τη Γερμανική Ιδεολογία, ως το 1878 που έγραψε ένα από τα θεμελιώδη έργα του κομμουνιστικού κινήματος, το Αντι-Ντύρινγκ, πέρασαν τριάντα τρία ολόκληρα χρόνια.
Σ’ αυτό το διαστήματος, (μετά το 1846), ο Ένγκελς συνέταξε – κατ’ εντολή συνήθως των πολιτικών συλλογικοτήτων στις οποίες συμμετείχε- εκλαϊκευτικές μπροσούρες που αφορούσαν το κομμουνιστικό κίνημα και την κομμουνιστική κοινωνία ως μια νέα αρχή για την ανθρωπότητα.
Αλλά γιατί;
Μα επειδή ένοιωθε πως υπήρχε σε ικανοποιητικό βαθμό το υπό εκλαΐκευση επιστημονικό έργο. Άρα η αναγκαία εκλαΐκευση μπορούσε να γίνει. Είχαν προηγηθεί, η Γερμανική Ιδεολογία, τα οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα του Μαρξ (1844) καθώς και οι θέσεις για το Φόιερμπαχ (1845), όπως επίσης τα «η Κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία» (1845) του Ένγκελς και «Η αγία οικογένεια» (1845) των Ένγκελς – Μαρξ.
Οι μπροσούρες αυτές, ως εκλαϊκευτικό απόσταγμα, έχουν ιδιαίτερη αξία.
Δεν πρέπει επομένως να συσχετίζονται με ορισμένα από τα μετέπειτα σοβιετικά εγχειρίδια ή να συγχέονται με την αντίληψη πως σχεδόν τα πάντα έχουν ειπωθεί και αυτό που έμενε είναι η μπροσουριακή εκλαΐκευση.
Ίσα – ίσα.
Όταν μια περίοδος έκλεινε, οι τότε επιφανείς επαναστάτες δεν δίσταζαν να αναδομήσουν τα μέσα άσκησης της πολιτικής τους και να δημιουργήσουν νέα με παράλληλη τολμηρή και κοπιώδη ανάπτυξη της θεωρίας (διάλυση της πρώτης διεθνούς και συγκρότηση σε τέσσερα χρόνια της δεύτερης, απομάκρυνση στη συνέχεια από τη φιλοπόλεμα μεταλλαγμένη δεύτερη διεθνή και δημιουργία της τρίτης).
Στο παρόν σημείωμα οι μπροσούρες του Ένγκελς που παίρνονται ως βάση είναι «Οι αρχές του Κομμουνισμού», «Για την Ιστορία της Ένωσης των Κομμουνιστών», το “Κομμουνιστικό Μανιφέστο” και το «Η εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην Επιστήμη» η οποία αργότερα ενσωματώθηκε στο Αντι- Ντύρινγκ.
Μέσα από αυτές επιδιώκουμε «να δούμε το τι και το πώς», για να συμβάλλουμε στις απαντήσεις στα ερωτήματα και τις προγραμματικές απαιτήσεις που γεννούν οι ίδιες οι εξελίξεις στην εποχή μας.
Εστιάζουμε σε τρία ζητήματα.
Στο ζήτημα του προγράμματος, της επανάστασης και της πορείας προς την κομμουνιστική κοινωνία.
Το πρόγραμμα ή «Οι μεταρρυθμίσεις που επιβάλλουν οι συνθήκες»
Με τον υπότιτλο «Οι μεταρρυθμίσεις που επιβάλλουν οι συνθήκες» ο Ένγκελς στο «Σχέδιο του κομμουνισμού» προτείνει όχι μια «αφήγηση» όπως φλύαρα, μονότονα και εντυπωσιοθηρικά χαρακτηρίζει τα πολιτικά προγράμματα ο μεταμοντερνισμός, αλλά ένα συνεκτικό πρόγραμμα σαφών στόχων, ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων υπό διεκδίκηση, όπως γράφει, που επιβάλλουν οι συνθήκες .
Στόχοι παρμένοι από την πραγματική κίνηση και τις ανάγκες των αγωνιζόμενων εργατών και των συμπορευόμενων λαϊκών δυνάμεων στη συγκεκριμένη περίοδο. Στόχοι – γενικοί άξονες, προσδιορισμένοι όχι εγκεφαλικά αλλά στη βάση των ιστορικά διαμορφούμενων λαϊκών δικαιωμάτων που προσανατολίζουν, επιτρέπουν αλλά και προτρέπουν τις εργατολαϊκές δυνάμεις να αυτενεργήσουν για να πάρουν αυτοί συγκεκριμένη μορφή και σχήμα στη συγκεκριμένη περίοδο.
Γι’ αυτό εξάλλου και αυτοί οι προγραμματικοί στόχοι, σε σύγκριση με τα σημερινά «σεντόνια», είναι «λίγοι» (δεκατρείς εν προκειμένω).
Ξεκινούν από τα κύρια και καθοριστικά, από «τον περιορισμό της ατομικής ιδιοκτησίας με την επιβολή προοδευτικών φόρων, τη βαθμιαία απαλλοτρίωση της κτηματικής ιδιοκτησίας των ιδιοκτητών εργοστασίων και σιδηροδρόμων, των εφοπλιστών, με μερική αποζημίωση σε κρατικά χαρτονομίσματα(!), τη δήμευση της περιουσίας των αντεπαναστατών και εκπατρισμένων, την κατάργηση των ιδιωτικών τραπεζών, την ίδρυση μιας και μόνο κρατικής τράπεζας.»
Οι στόχοι αυτοί είναι καθοριστικός και κρίσιμος όρος για την υπέρ των εκμεταλλευομένων τάξεων και στρωμάτων τροποποίηση των ταξικών συσχετισμών στην ίδια την υλική βάση της κοινωνίας, πως δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια θετική ποιοτική αλλαγή της κοινωνικής θέσης της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς.
Οι στόχοι αυτοί συνοδεύονται επίσης από την επιδίωξη της νομοθετικής κατοχύρωσης καθοριστικής σημασίας λαϊκών διεκδικήσεων στην υγεία, την παιδεία, την κατοικία, τις συνθήκες και τους όρους εργασίας. Γι αυτό και εκτείνονται από την «υποχρέωση των κεφαλαιοκρατών, για όσο καιρό θα υπάρχουν ακόμη, να πληρώνουν το ίδιο αυξημένο μεροκάματο που πληρώνει το κράτος», ως την «υποχρεωτική δουλειά για όλα τα μέλη της κοινωνίας, τη δημόσια δωρεάν εκπαίδευση όλων των παιδιών». Περιλαμβάνουν την «κατεδάφιση όλων των ανθυγιεινών και κακοκτισμένων σπιτιών» και τα «ίσα δικαιώματα στην κληρονομιά για τα νόμιμα και νόθα παιδιά».
Το ίδιο, σαφήνεια και μικρός αριθμός ώριμων και όμοιων σχεδόν στόχων, χαρακτηρίζει τόσο τις «Διεκδικήσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας» (συντάχθηκε από εξαμελή επιτροπή αποτελούμενη από τους Μαρξ, Ένγκελς, Καρλ Σάππερ, Χ. Μπάουερ, Γ. Μολ, Β. Βολφ), όπως σώθηκαν στην μπροσούρα του Ένγκελς «Για την Ιστορία της Ένωσης των κομμουνιστών», όσο και στο κομμουνιστικό μανιφέστο. Σε όλες ανεξαίρετα αυτές τις προγραμματικές διακηρύξεις δέκα μόλις είναι οι άξονες αιτημάτων βασισμένοι στο «Αρχές του κομμουνισμού».
Από που πηγάζει μια τέτοια αντιμετώπιση του προγράμματος;
Αυτή η σταθερή προσέγγιση του προγράμματος δεν ήταν φυσικά τυχαία.
Ήταν η λογική συνεπαγωγή των Οικονομικών και φιλοσοφικών Χειρογράφων του Μαρξ και της συγγραφής της “Γερμανικής Ιδεολογίας” με τον Μαρξ:
«Όλη η κίνηση της ιστορίας υπογράμμιζε στα “Χειρόγραφα του 1844” ο Μαρξ, είναι κατά συνέπεια τόσο η πραγματική πράξη της δημιουργίας του κομμουνισμού – η γέννηση της εμπειρικής του ύπαρξης- όσο και – για τη διαλογιζόμενη συνείδησή της- η κατανόηση και γνώση της κίνησης του δικού της γίγνεσθαι. …Ο κομμουνισμός, είναι η πράξη που προβάλλει σαν η άρνηση της άρνησης και συνακόλουθα είναι η πραγματική φάση, αναγκαία για την επόμενη περίοδο της ιστορικής ανάπτυξης στη χειραφέτηση και αποκατάσταση του ανθρώπινου γένους…». (Κ. Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα, Γλάρος, Αθήνα 1975, σελ. 140,. 126).
Στο δε κοινό τους έργο, στη «Γερμανική Ιδεολογία» (τ. Α σελ 81-82), οι δυο συγγραφείς τονίζουν: «Ο κομμουνισμός δεν είναι για μας μια κατάσταση πραγμάτων που πρέπει να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδεώδες που σ’ αυτό θα πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων. Οι όροι αυτής της κίνησης προκύπτουν από τις προϋποθέσεις που τώρα υπάρχουν». Χαρακτηρίζουν μάλιστα την ίδια την κομμουνιστική φιλολογία «σαν την έκφραση και το προϊόν ενός πραγματικού κινήματος» (ο.π. σελ. 209) και ασκούν κριτική σε όσους «αποσπούν τα κομμουνιστικά συστήματα, κριτικές και λιβέλους από το πραγματικό κίνημα του οποίου είναι απλώς η έκφραση» (ο.π. σελ. 210).
Η άποψη αυτή για τον κομμουνισμό είτε διαστρεβλώθηκε πολλαπλά, είτε παραμελήθηκε συνειδητά τόσο από τον «ορθόδοξο» δήθεν μαρξισμό – στη σοβιετική ή δυτικοευρωπαϊκή εκδοχή του- όσο και από το μεταρρυθμισμό ακριβώς επειδή δεν συμβάδιζε ούτε με τον εξελικτικό δρόμο των ρεφορμιστών – μεταρρυθμιστών, ούτε με το δρόμο του αέναου κινηματισμού των αναρχικών, ή τα ιδιοτελή συμφέροντα της κυρίαρχης νομενκλατούρας όπως αυτή από ένα σημείο και μετά άρχισε να δημιουργείται και να κυριαρχεί στις χώρες της ανατολής.
Αλλά αυτή ακριβώς η θέση, η εισαγωγή του μέλλοντος στο χώρο της διαλεκτικής όχι σαν ένα τέλος, σαν ένας τελικός στόχος, αλλά σαν μία δρώσα πραγματικότητα που εισέρχεται στο παρόν και το καθορίζει είναι από τις μεγάλες, τις ουσιώδεις προσφορές του Μαρξ και του Ένγκελς.