Ένα μικρό αφήγημα
Τον Χρήστο τον γνώρισα στα μηχανουργία του Περάματος κάπου το ‘76. Ήταν από τις καλές «τσιμπίδες» ηλεκτροσυγκολλητής δηλαδή, αόρατο σχεδόν το «κορδόνι» του, η ραφή της κόλλησης, περιζήτητος στα συνεργεία. Αριστερό παιδί, από γονείς πολιτικούς πρόσφυγες, ψήφιζε ΚΚΕ, χωρίς ποτέ να έχει οργανωθεί στην ΚΝΕ παρά την πίεση μου να τον στρατολογήσω. Η απάντηση του ήταν «άστο Νικόλα δεν κάνω εγώ για αυτά, δεν τα πολυπιάνω τα ιδεολογικά σας».
Όμως ο Χρήστος είχε γραφτεί στο σωματείο, πήγαινε στις συνελεύσεις, ήταν πάντα παρών στις απεργίες. Κάποτε είχαμε εκλεγεί και στην εργοστασιακή επιτροπή του μηχανουργείου που δουλεύαμε. Ο Χρήστος ήταν από τους «τυχερούς» στην μεγάλη έκρηξη το ‘87 σε πλοίο που επισκευαζόταν στο Πέραμα όταν σκοτώθηκαν 16 εργάτες. Λίγο πριν είχε ανέβει πάνω για να κολατσίσει.
Τον συνάντησα ξανά μετά από πολλά χρόνια το 2013, γυρνώντας από μια διαδήλωση, κρατώντας μια σημαία του ΠΑΜΕ. Ήταν μεγάλη η χαρά και των δυο μας γι’ αυτή την απρόσμενη συνάντηση. Πήγαμε σ’ ένα ουζάδικο στην Θεμιστοκλέους, όπου αρχίσαμε να λέμε τι κάναμε όλα αυτά τα χρόνια, ρωτάγαμε για παλιούς φίλους και συναδέλφους ποιοι «έφυγαν» ποιοι είμαστε ακόμα εδώ, για τον τάδε που πέρασε έμφραγμα, για τις οικογένειες και τα παντρολογήματα των παιδιών μας, αλλά όταν έφτασε η συζήτηση στο «τώρα τι κάνεις Χρήστο», το πρόσωπο του απότομα σκοτείνιασε.
«Έχω να δουλέψω ενάμιση χρόνο, κάνω κανένα μεροκάματο όταν είναι η σειρά από το σωματείο αραιά και που. Κάποιοι από την γειτονιά αλλά και παλιοί συνάδελφοι μου λένε να πάω με μεροκάματο κάτω από την σύμβαση και δεν πάω ρε φίλε, γιατί είναι άτιμοι όχι μόνο οι εφοπλιστές και οι εργολάβοι αλλά και τα μαντρόσκυλα τους οι Χρυσαυγίτες που έχουν φαγωθεί να σπάσουμε τα μεροκάματα του σωματείου, προτιμώ να ψοφήσω, πάρα να πάω με τα κοπρόσκυλα. Είμαι στην πείνα που λες, μετά βίας δίνουμε το νοίκι, το ρεύμα όποτε δεν μας το κόβουν το πληρώνουν πότε το σωματείο πότε ο Δήμος. Ντρέπομαι κι όποτε μαζεύω κανένα φράγκο πάω και κάνω ρύθμιση για να μην τους γίνομαι βάρος συνέχεια. Ένας παλιόφιλος μου είπε ότι στον Δήμο ζητάνε εργάτες συμβασιούχους πήγα και έκανα αίτηση. Τον βρίσκω μετά και μου λέει να πάω να βρω τον τάδε που είναι υποψήφιος για να την «σπρώξει» την αίτηση σου, του είπα εγώ “κατουρημένες ποδιές” δεν φιλάω θα είναι κι άλλοι σαν και μένα ίσως και χειρότερα από εμένα γιατί να τους κλέψω την σειρά;»
Είπαμε πολλά ακόμα, αυτός δηλαδή έλεγε. Ήπιαμε τα τσίπουρα μας, ζητήσαμε τον λογαριασμό έκανα να τον πληρώσω και μου λέει «μπάστα Γουρλά όχι όλον εσύ» κι άφησε ένα πεντάευρο στο τραπέζι. Προσπάθησα να του το δώσω πίσω επέμενε λέγοντας μου «τώρα με προσβάλλεις».
Είπαμε να βρεθούμε ξανά, ανταλλάξαμε τηλέφωνα, αλλά, όπως συνήθως γίνεται, η καθημερινότητα και η ψευδαίσθηση της ακινησίας του χρόνου μας κάνουν να αθετούμε υποσχέσεις για μελλούμενες συναντήσεις. Κάποια φορά μετά από καιρό τον πήρα τηλέφωνο δεν το σήκωσε και ξαναχαθήκαμε πάλι.
Πριν ένα χρόνο με πήρε τηλέφωνο ένας άλλος παλιός συνάδελφος, μου λέει «Νίκο ο Χρήστος είναι σε μαύρο χάλι του κάνουν έξωση έχει να πληρώσει 4 νοίκια κάτι πρέπει να κάνουμε». Βγήκαν από τα συρτάρια οι παλιές ατζέντες και άρχισαν τα τηλέφωνα. Μαζεύτηκαν καμπόσα χρήματα, ένας μάλιστα παλιός εργοδηγός έδωσε ένα πεντακοσάρικο, άλλοι έδιναν από 10, 20, 50 όσα μπορούσε ο καθένας. Όταν πήγαμε να του τα δώσουμε γιατί δεν του το είχαμε πει, έβαλε τα κλάματα, «ντρέπομαι ρε, ντρέπομαι».
Μαθαίναμε νέα κατά καιρούς, ο ίδιος πότε δεν έπαιρνε κανέναν μας, για να μην νομίζουμε όπως είπε σε ένα άλλο φίλο ότι θέλει να τον φορτωθούμε. Η κατάσταση του παρά την πρόσκαιρη ανάσα που του έδωσε το ποσό που μαζέψαμε ήταν η ίδια και ακόμα χειρότερη.
Ζούσε με τα κοινωνικά επιδόματα, το κοινωνικό παντοπωλείο του Δήμου, δίμηνες και τρίμηνες συμβάσεις στα σκουπίδια και μετά ανεργία, αλλά δεν είχε πια τα κουράγια ήταν 64 χρόνων και δεν τα κατάφερνε πια πίσω από το σκουπιδιάρικο .
Τον συνάντησα ξανά πάλι τυχαία την περασμένη εβδομάδα στο σταθμό Μοναστηράκι να πουλάει την «Σχεδία». Έκανα να πάω προς το μέρος του όμως κατάλαβα ότι σαν να έκανε ότι δεν με είδε, λοξοδρόμησα για να μην τον φέρω σε δύσκολη θέση, όμως έκανα λάθος, με φώναξε μιλήσαμε για λίγο, φεύγοντας μου λέει « Την γλύτωσα τότε με την έκρηξη το ’87, δεν θα με πεθάνει τώρα το κωλοσύστημα τους. Θα ζήσω Γουρλά, θα τα χαρώ τα εγγόνια μου όπως τα χαίρεσαι κι εσύ, δεν θα τους κάνω την χάρη να πεθάνω, εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί δεν λέει το τραγούδι; Ε ναι, αυτό θα κάνουμε!»
Ερχόμενος στο σπίτι βλέπω στο facebook την ανάρτηση της Μαργαρίτας Θεοδωράκη για την οικονομική της κατάσταση που, όπως την περιέγραφε, ήταν χειρότερη από του Χρήστου. Το σκεφτόμουν για μέρες. Διάβασα ό,τι γράφτηκε, τις επικρίσεις και τα αναθέματα, τους χαρακτηρισμούς και τα άλλα πολλά του …θαυμαστού κόσμου του διαδικτύου, έχει δεν έχει λεφτά, ξέρει δεν ξέρει ο Μίκης κ.λπ., κ.λπ.
Όμως τίποτα δεν με άγγιξε από αυτά.
Κάθισα στον υπολογιστή και έγραψα από την μια το όνομα του Χρήστου και από την άλλη το όνομα της Μαργαρίτας. Τα κοιτούσα για μέρες προσπαθώντας να καταλάβω όχι τα γεγονότα, τις λέξεις και τις καταστάσεις, αλλά το πως κανείς διαχειρίζεται την αξιοπρέπεια του στα δύσκολα της ζωής.
Ο Χρήστος δεν περιέφερε την ανέχεια του για να τον λυπηθούν, συζήταγε γι’ αυτή με τους φίλους του και ποτέ δεν ζήτησε ούτε ένα ευρώ δανεικά, έφτασε στα όρια της έξωσης για να δεχτεί με μεγάλη ντροπή την βοήθεια που του έδωσαν οι φίλοι. Η Μαργαρίτα περιέφερε την ανέχεια της, αληθινή ή ψεύτικη δεν έχει σημασία, στο πανελλήνιο απαιτώντας όχι ως Μαργαρίτα Θεοδωράκη – ίσως ήταν και πιο θεμιτό – να την βοηθήσουν αλλά ως κόρη του μεγάλου Μουσικοσυνθέτη.
Ο Χρήστος αρνήθηκε να βάλει κάποιο μέσο για να πιάσει δουλειά σκεφτόμενος ότι άλλοι μπορεί να είναι χειρότερα απ’ αυτόν. Η Μαργαρίτα Θεοδωράκη, αγνοώντας τους χιλιάδες μουσικούς και άλλους καλλιτέχνες ζήτησε και έλαβε από την κυβέρνηση δεκάδες συναυλίες, κοίταξε με λίγα λόγια το σαρκίο της και τίποτα περισσότερο χωρίς καμιά αναφορά στους χιλιάδες μουσικούς και καλλιτέχνες που λόγω κορονοϊού, έχουν να δουλέψουν μήνες.
Ο Χρήστος δεν παραιτήθηκε από τον αγώνα του για μια αξιοπρεπή ζωή, δεν αρκέστηκε στα βοηθήματα από το σωματείο και τους φίλους του, τα κοινωνικά επιδόματα. Έκανε τα πάντα μέχρι και εργάτης καθαριότητας στα εξήντα κάτι του και όταν δεν μπορούσε βγήκε στον δρόμο να πουλάει την «Σχεδία». Η Μαργαρίτα απλά έκανε εκκλήσεις στον κόσμο να την ελεήσουν, δεν μπήκε καν στο κόπο παρά τις δυνατότητες που είχε αν είχε τόσο μεγάλη ανάγκη να οργανώσει μια διαδικτυακή συναυλία με 5 ευρώ π.χ. εισιτήριο, όπως έκαναν ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και άλλοι καλλιτέχνες στο θέατρο και την μουσική, ή οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να της δώσει κάποιο εισόδημα.
Ο Χρήστος δεν επικαλέστηκε την όποια προσφορά είχε στην κοινωνία μέσα από τους συνδικαλιστικούς του αγώνες για το μεροκάματο, ενώ η Μαργαρίτα επικαλέστηκε τους αγώνες του πατέρα της βγάζοντας τους στην διατίμηση.
Ο Χρήστος δεν φίλησε «κατουρημένες ποδιές», αρνήθηκε να σπάσει τα μεροκάματα του σωματείου κι ας κινδύνευε να του κόψουν το ρεύμα, αρνήθηκε να υποστηρίξει τον όποιο κομματάρχη για να μπει στο Δήμο. Η Μαργαρίτα ζήτησε από το πιο απεχθές άτομο στους ανθρώπους του πολιτισμού την Μενδώνη αλλά και τον Μητσοτάκη, εξαργυρώνοντας την πολιτική υποστήριξη που, όπως είπε, τους παρείχε .
Όμως η λίστα άρχισε να μεγαλώνει πολύ και κάπου εδώ το σταματώ. Υπάρχουν κι άλλες πολλές συγκρίσεις εξ ίσου σπουδαίες αλλά και πάλι δεν έχει νόημα να τις απαριθμήσω. Κι όποιος διαβάσει αυτό το μικρό αφήγημα ασφαλώς θα έχει να προσθέσει πολλές ακόμα.
Αυτό που τελικά κατάλαβε ο Χρήστος και δεν κατάλαβε η Μαργαρίτα, αυτό που κατάλαβε ο πατέρας που ζήτησε από τον υπάλληλο της ΔΕΗ να μην του κόψει το ρεύμα γιατί διάβαζε το παιδί του, αυτό που κατάλαβαν όλοι αυτοί που την αξιοπρέπεια τους την βάζουν πιο ψηλά από την φτώχεια τους είναι ο στίχος του λαϊκού ύμνου της «Δραπετσώνας»: «Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί»