Πέρασαν πάνω από πέντε δεκαετίες από εκείνες τις ματωμένες μέρες του Νοέμβρη του ’73, όταν η φωνή από τον αυτοσχέδιο ραδιοφωνικό σταθμό των φοιτητών αντηχούσε σε όλη την Ελλάδα, διακηρύσσοντας με θάρρος: “Εδώ Πολυτεχνείο! Σας μιλά ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελευθέρων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελευθέρων αγωνιζόμενων Ελλήνων…”. Πενήντα δύο χρόνια συμπληρώνονται από την εξέγερση που ένωσε λαό και φοιτητές ενάντια στη στυγνή Χούντα των Συνταγματαρχών, ένα καθεστώς που είχε επιβάλει ένα κλίμα φόβου και βίας, με σκληρή αστυνομοκρατία και διαρκή δίωξη των αντιφρονούντων.
Τα ξημερώματα της 15ης Νοεμβρίου, οι φοιτητές τόλμησαν να εισέλθουν στο Πολυτεχνείο, θέτοντας το ιστορικό κτίριο υπό κατάληψη. Φοιτητές και εργαζόμενοι έσπασαν τη σιωπή και το σκοτάδι της δικτατορίας, μεταδίδοντας ραδιοφωνικά τα αιτήματά τους: “Κάτω η Χούντα”, “Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία”.
Για ένα τετραήμερο, πλήθος κόσμου περικύκλωσε το Πολυτεχνείο, προσφέροντας αμέριστη στήριξη. Ωστόσο, τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου, η χουντική ηγεσία έδωσε τη μοιραία εντολή: άρμα μάχης εισέβαλε βίαια στην κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου. Η εισβολή και η επακόλουθη βίαιη καταστολή της εξέγερσης από τις δυνάμεις της ασφάλειας οδήγησαν στον θάνατο δεκάδων ανθρώπων, όχι μόνο στους δρόμους γύρω από το Πολυτεχνείο, αλλά και σε ευρύτερη ακτίνα, με τα θύματα να καταγράφονται καθ’ όλη τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου. Σήμερα, 52 χρόνια μετά την κορύφωση της εξέγερσης και τη βίαιη καταστολή της από τη Χούντα των Συνταγματαρχών, η αποτίμηση της κληρονομιάς του Πολυτεχνείου είναι βαθιά πολιτική αναγκαιότητα, ειδικά σε μια συγκυρία όπου ο λαός και η νεολαία βλέπουν το μέλλον τους να σκιαγραφείται όλο και πιο ζοφερό, με την καθημερινότητά τους να μετατρέπεται σε διαρκή αγώνα επιβίωσης και το μέλλον να ακυρώνεται στη δίνη του ύστερου καπιταλισμού. Είναι μια διαρκής υπενθύμιση ότι η ιστορία δεν είναι ποτέ στατική, αλλά ζωντανή και διαρκώς υπό διαπραγμάτευση, καθιστώντας τον εορτασμό του όχι απλώς εθιμοτυπικό, αλλά επιτακτικά επίκαιρο. Τα αιτήματα του τότε, το σύνθημα “Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία” και οι διακηρύξεις “Έξω οι ΗΠΑ, Έξω το ΝΑΤΟ” παραμένουν αδικαίωτα, αναδεικνύοντας την αδιάλειπτη σημασία του αγώνα. Τι κερδίσαμε, τι χάσαμε και, τελικά, τι σημαίνει το Πολυτεχνείο για το σήμερα, πέρα από τα στερεότυπα και την καπηλεία;
Το μεγαλύτερο και αδιαμφισβήτητο κεκτημένο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου ήταν η ίδια η πράξη της αντίστασης. Σε ένα καθεστώς που είχε επιβάλει τη σιωπή μέσω της βίας, των βασανιστηρίων και της εξορίας, μια χούφτα νέων ανθρώπων τόλμησε να υψώσει το ανάστημά της. Το Πολυτεχνείο δεν ανέτρεψε άμεσα τη δικτατορία – η κατάρρευσή της ήρθε λίγους μήνες αργότερα υπό το βάρος της τραγωδίας της Κύπρου – αλλά, μαζί με την κατάληψη της Νομικής, την απονομιμοποίησε πλήρως στα μάτια της ελληνικής κοινωνίας και της διεθνούς κοινής γνώμης. Έσπασε τον φλοιό του φόβου και απέδειξε ότι το καθεστώς ήταν ευάλωτο.
Η εξεγερτική ουσία των ημερών καθορίζεται από την πολιτική ποιότητα των αιτημάτων και τον πρωτόγνωρο παλλαϊκό της χαρακτήρα, στοιχεία που οφείλουμε να ανασύρουμε από τη λήθη της αστικής ενσωμάτωσης. Τα συνθήματα που ακούστηκαν από τον ραδιοφωνικό σταθμό και τους τοίχους του Πολυτεχνείου ξεπερνούσαν κατά πολύ τα στενά ακαδημαϊκά αιτήματα. Αποτελούσαν ένα πολιτικό πρόγραμμα ανατροπής με σαφείς αιχμές. Το αίτημα “Κάτω η Χούντα” και η επιτακτική απαίτηση για Ελευθερία δεν αφορούσε απλώς την αποκατάσταση της τυπικής δημοκρατίας, αλλά την επανασύνδεση της εξουσίας με την πραγματική λαϊκή βούληση. Ήταν η διακήρυξη ότι η εξουσία πηγάζει από τον λαό και ανήκει στον λαό, σε πλήρη αντίθεση με τη φασιστική επιβολή ή το παλάτι. Η εξέγερση είχε έντονα αντιαμερικανικό και αντινατοϊκό χαρακτήρα, με τα συνθήματα “Έξω οι ΗΠΑ, Έξω το ΝΑΤΟ” να τονίζουν την εξάρτηση του δικτατορικού καθεστώτος από τις ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και την εμπλοκή του στις σφαγές της Βορειοατλαντικής συμμαχίας. Ήταν μια συνειδητή τοποθέτηση ενάντια στην ξενοκρατία, την παρα την σχετική, τυπική αυτονομία του καθεστώτος βαθύτερη εξάρτησή του από τη Δύση. Ο αγώνας στρεφόταν άμεσα ενάντια στο φασιστικό και αυταρχικό κράτος, θέτοντας ως κεντρικό στόχο την πτώση του καθεστώτος και τη διάλυση των μηχανισμών καταστολής. Μέσω των Γενικών Συνελεύσεων και των Επιτροπών Κατάληψης (συντονισμός, ραδιοφωνικός σταθμός, ιατρείο, τροφοδοσία, εντοπισμός χαφιέδων), οι φοιτητές πρόταξαν στην πράξη το μοντέλο της άμεσης δημοκρατίας και της αυτοθέσμισης. Αυτή η μορφή οργάνωσης ήταν από μόνη της μια εξεγερτική πράξη ενάντια στην ιεραρχία και την κρατική δομή.
Η απήχηση των αιτημάτων ξεπέρασε τα όρια του Πολυτεχνείου, μετατρέποντας την κατάληψη σε παλλαϊκή εξέγερση. Άνθρωποι περικύκλωσαν το κτίριο, με χιλιάδες να εισέρχονται, μεταφέροντας τρόφιμα, φάρμακα, και κυρίως, την αλληλεγγύη και τη νομιμοποίηση του αγώνα. Πέρα από τους χιλιάδες αγωνιστές εντός του Πολυτεχνείου (φοιτητές, μαθητές), υπήρξε και μαζική συσπείρωση εργαζόμενου κόσμου. Ο λαός λειτούργησε ως ασπίδα αλληλεγγύης και ενεργός συμμέτοχος, συγκεντρωμένος γύρω από το κτίριο, αντιμετωπίζοντας την απειλή των επερχόμενων αρμάτων μάχης. Παρότι τα πρόχειρα οδοφράγματα δεν μπόρεσαν να ανακόψουν την πορεία των τανκς που κινήθηκαν απευθείας από το Γουδί το βράδυ της Παρασκευής, η παρουσία του πλήθους υπογράμμισε τον παλλαϊκό χαρακτήρα της εξέγερσης.
Η Μεταπολίτευση που ακολούθησε, με την αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών, την κατοχύρωση των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών και τη νομιμοποίηση των πολιτικών κομμάτων, αποτελεί άμεσο απότοκο αυτού του αγώνα. Το σύνθημα “Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία” έγινε ο ακρογωνιαίος λίθος πάνω στον οποίο οικοδομήθηκε η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία. Στο πλαίσιο αυτό, η κατάκτηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας και η θεσμοθέτηση του πανεπιστημιακού ασύλου ήταν μια συμβολική και ουσιαστική νίκη, αναγνωρίζοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο των πανεπιστημίων ως χώρων ελεύθερης διακίνησης ιδεών και αμφισβήτησης, ως κοινωνικών χώρων.
Αν τα κεκτημένα είναι προφανή, οι ήττες και οι ματαιώσεις είναι πιο σύνθετες και επώδυνες. Το τρίπτυχο “Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία” παραμένει, σε μεγάλο βαθμό, ένα ανεκπλήρωτο και αδικαίωτο αίτημα, μια διαρκής πρόκληση για την κοινωνία μας, που καθιστά τον αγώνα του Πολυτεχνείου πιο επίκαιρο από ποτέ.
Ψωμί: Η υπόσχεση για οικονομική ευημερία και κοινωνική δικαιοσύνη διαψεύστηκε επανειλημμένα. Η Ελλάδα πέρασε από περιόδους πλαστής ευμάρειας σε βαθιές οικονομικές κρίσεις, με αποκορύφωμα τη δεκαετή μνημονιακή περίοδο που διέλυσε τον κοινωνικό ιστό, εκτόξευσε την ανεργία και τη φτώχεια, και οδήγησε στη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, μια διαδικασία που συνεχίζεται. Το ψωμί για πολλούς έγινε αγώνας επιβίωσης, μακριά από το όραμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης για όλους.
Παιδεία: Εδώ, όπου ξεκίνησε ο αγώνας, η ήττα της δημοκρατίας είναι ηχηρότερη. Η χρόνια υποχρηματοδότηση και η απαξίωση του δημόσιου πανεπιστημίου κορυφώνεται με μια ευθεία επίθεση στον χαρακτήρα του. Η κυβέρνηση σήμερα επιχειρεί να αλλάξει ριζικά την τριτοβάθμια εκπαίδευση, στοχεύοντας το δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο. Η πρόσφατη καταστρατήγηση του Άρθρου 16 του Συντάγματος και η νομοθέτηση περί των ιδιωτικών ή “μη κρατικών” πανεπιστημίων αποτελούν την τελική πράξη της αποδιάρθρωσης του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης, στρεφόμενη ευθέως ενάντια στο αίτημα για “Δημόσια και Δωρεάν Παιδεία”. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται η απειλή των διαγραφών φοιτητών, η συμπύκνωση του ελεύθερου χρόνου, η απαγόρευση κάθε πολιτικής και συνδικαλιστικής έκφρασης εντός των σχολών, καθώς και η συστηματική υπονόμευση των φοιτητικών συλλόγων και των διαδικασιών τους. Η καταπάτηση του ασύλου, ένα τόσο πολύτιμο κεκτημένο του παρελθόντος, ολοκληρώνει την εικόνα. Η πρόσφατη καταστολή της κατάληψης εντός του Κάτω Πολυτεχνείου (Αρχιτεκτονικής Σχολής) από τις δυνάμεις της αστυνομίας, με πρόσχημα την “ανομία” και την εφαρμογή του πειθαρχικού νόμου, συνδέεται ευθέως με την καταστολή του 1973. Η εντολή του Πρύτανη του ΕΜΠ, Ι. Χατζηγεωργίου, να καλέσει την αστυνομία για τη σύλληψη 15 φοιτητών που υλοποιούσαν απόφαση του συλλόγου τους, και η μετέπειτα εκκίνηση πειθαρχικών διαδικασιών, αποτελούν πράξεις που γυρίζουν τόσο το ΕΜΠ όσο και όλα τα πανεπιστήμια σε σκοτεινές σελίδες της ιστορίας, εκ διαμέτρου αντίθετες με το βάρος και τη σημασία των αγώνων που σηματοδότησε το ίδιο το Πολυτεχνείο. Ωστόσο, οι προσπάθειες αυτές έπεσαν στο κενό, καθώς η ακαδημαϊκή κοινότητα, συμπεριλαμβανομένης της Συγκλήτου του ΕΜΠ, απομόνωσε την πρυτανική ενέργεια.
Ελευθερία: Η τυπική δημοκρατία (δυσ)λειτουργεί, αλλά οι ατομικές και πολιτικές ελευθερίες βρίσκονται σε διαρκή δοκιμασία. Η ενίσχυση της κρατικής επιτήρησης (υποκλοπές), η περιστολή του δικαιώματος στη διαμαρτυρία (απαγόρευση μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη) και η αστυνομική αυθαιρεσία συνθέτουν την εικόνα μιας “δημοκρατίας χαμηλής έντασης”, όπου η λαϊκή βούληση συχνά εκτρέπεται ή παρακάμπτεται από τα κέντρα λήψης αποφάσεων. Ο πρόσφατος “νόμος Ζαχαράκη”, με την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων, ελεγχόμενης εισόδου, ιδιώνυμου για τους φοιτητές και την εγκατάσταση καμερών, θυμίζει μέτρα που εφαρμόζονταν μόνο στο μετεμφυλιακό ελληνικό κράτος, επιχειρώντας να στήσει ένα κλίμα επιτήρησης και τρομοκρατίας σε όποιον αμφισβητεί, αντιδρά και αγωνίζεται… για τα αυτονόητα.
Η προσπάθεια να περάσει στη λήθη η πραγματική ουσία της εξέγερσης αποτελεί διαχρονική επιδίωξη των κυβερνήσεων. Είτε μέσω της πλήρους άρνησής της, είτε με ανιστόρητα αφηγήματα που παρουσιάζουν την εξέγερση του Πολυτεχνείου ως κοινό αγώνα όλων ενάντια στη Χούντα, αποκρύπτοντας έτσι τον ρόλο της εγχώριας αστικής τάξης. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και το κυρίαρχο δεξιό αφήγημα γύρω από τη “Γενιά του Πολυτεχνείου”, μια προσπάθεια ιδεολογικής ενσωμάτωσης και απονεύρωσης της εξέγερσης. Το αφήγημα αυτό, που εκφράζεται συχνά από όσους δεν βίωσαν ή δεν συμμετείχαν στον αγώνα, συμπυκνώνεται στη φράση “Στήθηκαν καριέρες”. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου διήρκεσε από τις 15 έως τις 17 Νοεμβρίου 1973. Ήταν μια στιγμιαία, ηρωική ρήξη με το κράτος και τους μηχανισμούς του. Οι πρωταγωνιστές εκείνων των τριών ημερών ήταν αυτοί που έθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή τους. Η κατοπινή πολιτική εξέλιξη ορισμένων προσώπων, οι οποίοι δραστηριοποιήθηκαν μεταπολιτευτικά και “έκαναν καριέρα” (είτε εντός της κεντροαριστεράς/σοσιαλδημοκρατίας, είτε της δεξιάς), είναι άσχετη με την εξεγερτική ουσία του Νοέμβρη. Η πολιτική πορεία των μεταγενέστερων απολιθωμάτων της Γενιάς συνιστά, στην πραγματικότητα, άρνηση και προδοσία του αρχικού πνεύματος. Το δεξιό αφήγημα αποσκοπεί στη δαιμονοποίηση του φοιτητικού αγώνα και στην αποπολιτικοποίηση του Νοέμβρη, ώστε να μην αποτελεί πλέον πρότυπο ρήξης για τη νεολαία του σήμερα. Η εξέγερση μετατρέπεται σε “προσωπική υπόθεση” μεταγενέστερων πολιτικών, ώστε να αποσιωπηθεί ο πραγματικός της χαρακτήρας.
Ο πυρήνας της εξέγερσης του ’73 ήταν η κατάληψη. Ήταν η πράξη της βίαιης (με την έννοια της ρήξης) και συμβολικής επανάκτησης ενός δημόσιου χώρου από τους φοιτητές, με στόχο τη μετατροπή του σε ορμητήριο πολιτικού αγώνα και ελεύθερης έκφρασης. Σήμερα, η λέξη “κατάληψη” έχει συστηματικά δαιμονοποιηθεί. Η κυρίαρχη ιδεολογία την απογυμνώνει από το πολιτικό της περιεχόμενο (αίτημα, διαμαρτυρία) και την παρουσιάζει ως πράξη “ανομίας”, “βανδαλισμού” ή έργο “μπαχαλάκηδων”. Αυτή η ρητορική αποσκοπεί στην αποπολιτικοποίηση της δράσης και στην ενσωμάτωση κάθε επαναστατικής δυναμικής. Η δαιμονοποίηση της κατάληψης είναι η προσπάθεια αποστείρωσης της μνήμης του Πολυτεχνείου από την επαναστατική του ουσία. Η υπονόμευση αυτή εκτείνεται και στον ίδιο τον ιστορικό χώρο του Κάτω Πολυτεχνείου. Το σχέδιο μουσειοποίησής του, η προσπάθεια ερήμωσής του από την πανεπιστημιακή κοινότητα, αλλά και τα γεγονότα των τελευταίων μηνών, όπως η εγκατάσταση καμερών και η εισβολή της αστυνομίας στο συγκρότημα της Πατησίων για την εκκένωση κατάληψης φοιτητικού συλλόγου – μια ενέργεια πρωτοφανής μετά τη Χούντα – επιτελούν ακριβώς αυτό τον σκοπό: να ξεχαστεί η εξέγερση του Πολυτεχνείου και μαζί και οι αγώνες μας για μια καλύτερη ζωή. Όπως εύστοχα είχε αναφέρει η ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος στην προκήρυξη του Πολυτεχνείου το 1979: “Το Πολυτεχνείο δεν είναι πρότυπο, δεν είναι κάτι που θα επαναληφθεί, δεν είναι ανάμνηση, ούτε προσδοκία.” Το Πολυτεχνείο του 1973 μάς διδάσκει ότι η κατάληψη είναι ιστορικά και πολιτικά νομιμοποιημένη ως έσχατη μορφή αγώνα όταν οι θεσμικοί δρόμοι είναι κλειστοί ή αναποτελεσματικοί. Είναι η πράξη της επανάκτησης του δημόσιου κοινωνικού χώρου από αυτούς στους οποίους πραγματικά ανήκει: τον λαό. Το κεντρικό ζήτημα σήμερα είναι η θέση των Φοιτητικών Συλλόγων. Η εξέγερση του ’73 γεννήθηκε μέσα από τις Γενικές Συνελεύσεις των φοιτητών. Σήμερα, η συστηματική προσπάθεια αποδυνάμωσης και ποινικοποίησης των Συλλόγων και της Κατάληψης ως μορφής αγώνα (βλ. Πρυτανικές αποφάσεις, Πανεπιστημιακή Αστυνομία) στοχεύει στην αποστέρηση των φοιτητών από το ιστορικό τους όπλο: την αυτοοργάνωση και τη συλλογική διεκδίκηση στον χώρο τους.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, με την άρνηση ουσιαστικών μέτρων κατά της ακρίβειας, τις αντι-εργατικές πολιτικές, και τη συγκάλυψη του κρατικού εγκλήματος των Τεμπών, επιχειρεί την άρση όλων των κεκτημένων της Μεταπολίτευσης. Η κληρονομιά του Πολυτεχνείου, σε αυτό το πλαίσιο, απαιτεί αντίσταση στην ενσωμάτωση, άρνηση του εορτασμού του ως τελετουργικού απονεύρωσης από τη Βουλή και την εκάστοτε κυβέρνηση, ως ‘γιορτή πάνδημη της δημοκρατίας’. Η Αριστερά του ’73, παρά τις εσωτερικές διαφωνίες της, είχε ως κοινό τόπο την ολόψυχη αφοσίωση στην Αριστερά όλων των αγώνων – τον αντιιμπεριαλιστικό, τον αντιφασιστικό, τον ταξικό, τον δημοκρατικό. Το σημερινό καθήκον της αντι-συστημικής Αριστεράς είναι να ανασυστήσει αυτό το νήμα: να αποτελέσει τον πολιτικό βραχίονα του κινήματος που αντιμάχεται τη νεοφιλελεύθερη δικτατορία των αγορών, την κρατική καταστολή και την απαξίωση της ζωής (ακρίβεια, Τέμπη). Η κληρονομιά του Πολυτεχνείου απαιτεί την ανασυγκρότηση των φοιτητικών δυνάμεων σε ενιαίο μέτωπο (π.χ. ΕΦΕΕ), όχι ως “συνδικαλιστικό” φόρουμ οργανώσεων, αλλά ως ένα ισχυρό όργανο συντονισμού και πολιτικής συγκρότησης του φοιτητικού κινήματος. Ένα τέτοιο μέτωπο θα μπορούσε να αποτελέσει έναν αποφασιστικό παράγοντα διεκδίκησης και ρήξης με τις κυβερνητικές πολιτικές στην Παιδεία, ακολουθώντας το παράδειγμα της αφοσίωσης και της μαχητικότητας του Νοέμβρη, συντονίζοντας τους συλλόγους απ’ όλη την Ελλάδα όπως κάνουν οι συνδικαλιστικές ομοσπονδίες. Ο φετινός εορτασμός, λοιπόν, αποκτά ακόμα πιο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, καθιστώντας υπόθεση όλων μας να στείλουμε ένα ηχηρό μήνυμα: Οσο και αν προσπαθούν να μας τρομοκρατήσουν, οι αγώνες μας δεν καταστέλλονται.
Αντισταθείτε, λοιπόν, σε όσους θέλουν τον αγώνα σιωπηλό. Σε όσους συμβιβάζονται, λέγοντας: “καλά είμαστε εδώ”. Σε όσους στερούνε το Ψωμί και μπαζώνουν το Οξυγόνο μας. Σε όσους λεηλατούν την Παιδεία, κλείνουν τις πόρτες στους κοινωνικούς μας χώρους, στήνουν κάμερες και φράχτες στην αμφισβήτηση. Σε όσους φιμώνουν την Ελευθερία, βαφτίζοντας την αντίσταση “ανομία”, την αμφισβήτηση “τρομοκρατία”. Αντισταθείτε.
Θυμηθείτε. Φοβούνται. Φοβούνται το σύνθημα που δεν ακούστηκε, μα αντηχεί στην ψυχή μας. Φοβούνται τα χέρια που μοχθούν και αγκαλιάζουν, που ξέρουν να χτίζουν και να υπερασπίζονται.
Κι εμείς, σε κάθε βήμα, σε κάθε κραυγή, σε κάθε δράση, εκεί, μέσα στις φλόγες της αδικίας, ελπίζουμε. Γιατί ο αγώνας είναι το τώρα, η διαρκής μας δράση ενάντια στην αντίδραση. Είναι το αύριο, η αδιάκοπη πορεία μας προς την δικαιοσύνη. Όρθιοι, όχι πια μόνοι, αλλά ενωμένοι, διεκδικούμε.
“Νεκροί δεν είναι μόνο αυτοί που πέσαν, ειναι και αυτοί που χάθηκαν, ενώ μπορούν να ξανακερδιθούν” Ε.ΚΟ.Ν. Ρήγας Φεραίος Β’ Πανελλαδική, Προκήρυξη Πολυτεχνείου 1979.

