Η δολοφονία ενός νέου ανθρώπου στο Πέραμα και η προσπάθεια κυβέρνησης-ΜΜΕ να ξεπλύνουν τους δράστες αστυνομικούς ή να τους ρίξουν στα μαλακά, δείχνουν πως η κοινωνική ζωή μπαίνει σε νέα φάση. Πλέον, η διαμόρφωση ενιαίου κέντρου κυβέρνησης-καναλαρχών- αστυνομίας, είναι προϋπόθεση με την ενισχυτική πολιτική προσθήκη των δυνάμεων της ακροδεξιάς Βελόπουλου – Τζίμερου και τις νεοφασιστικές και ρατσιστικές ομάδες που συντάσσονται υπό το σύνθημα: «είμαστε όλοι Δίας κάτω τα χέρια από την αστυνομία».
Η κυβέρνηση μέσω του Άδωνη Γεωργιάδη αρχικά και του Τάκη Θεοδωρικάκου εν συνεχεία, με άμεση οδηγία, υπέδειξε στους δικαστές την απόφαση που πρέπει να πάρουν και γι’ αυτό κατόπιν τους συγχαίρει καθώς έπραξαν σωστά αφήνοντας ελεύθερους του δράστες της διαπιστωμένης δολοφονίας του Νίκου Σαμπάνη. Η απόφαση των δικαστών συνιστά επιβεβαίωση της ρήσης ότι η δικαιοσύνη είναι σαν τα φίδια που δαγκώνουν μόνο τους ξυπόλυτους.
Η κυβέρνηση με τη στάση της κατέστησε σαφές στο ακροδεξιό της ακροατήριο πως είναι η γνήσια πολιτική εκπρόσωπός του και δεν θ’ αφήσει τους Βελόπουλους και Τζίμερους να πάρουν το κομμάτι από την πίτα της εθνικοπατριωτικής …μαυρίλας.
Όμως, δεν περιορίζεται μόνο στο να διευρύνει το ακροδεξιό ακροατήριο της, επιδιώκει κάτι πολύ μεγαλύτερο: Την βαθύτερη σύνδεση με εκείνα τα κομμάτια της κοινωνίας τα οποία μπορεί να μην έχουν δεξιές ή ακροδεξιές αντιλήψεις είναι όμως υπέρ της πολιτικής του «νόμου και της τάξης». Καταδικάζουν τη «βία από όπου και αν προέρχεται», αλλά όχι εκείνη που προέρχεται από αστυνομικά όπλα και άλλα μέσα. Είναι αυτοί που ανεξάρτητα τι ψηφίζουν χαρακτηρίζονται για τις συντηρητικές και φοβικές τους απόψεις σε ό,τι διαταράσσει την ομοιομορφία και την τάξη που απαιτούν οι συνήθειες τους και η υποταγή τους στο σύστημα, οι λεγόμενοι κυρ-Παντελήδες.
Είναι όσοι ξεκινούν μια συνομιλία με το «εγώ δεν είμαι ρατσιστής αλλά…». Είναι όσοι διερωτώνταν όταν δολοφονήθηκε ο Γρηγορόπουλος «τι γύρευε ένα δεκαπεντάχρονος στα Εξάρχεια;», όσοι δικαίωναν τους δολοφόνους του Ζακ με ερωτήματα του είδους «αν έμπαινε στο μαγαζί σου ένα πρεζόνι να σε κλέψει εσύ τι θα έκανες;», όσοι δικαιώνουν τους «νοικοκυραίους» όταν πυροβολούν στο ψαχνό γιατί τους κλέψανε καρπούζια από το μποστάνι και κότες από το κοτέτσι. Είναι εκείνοι που για τις γυναικοκτονίες και τους βιασμούς διερωτώνται αν έχει και το θύμα μερίδιο ευθύνης ή τι φορούσε.
Αυτό το κομμάτι της κοινωνίας βρίσκεται κατά πως φαίνεται σε όλο το πολιτικό φάσμα, φυσικά πρωτίστως στα κόμματα εξουσίας, αλλά, καθώς η Αριστερά έχει αποϊδεολογικοποιήσει το λόγο της, και στην Αριστερά, αν και φυσικά πολύ λιγότερο. Εξ ου και η απορία πολλών από εμάς όταν διαπιστώσαμε με έκπληξη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι και άνθρωποι που δηλώνουν πως βρίσκονται στην «από εδώ» μεριά, είτε καλυμμένα είτε με κάποια μορφή ερωτημάτων ή ουδετερότητας, δεν καταδίκαζαν ανοικτά και καθαρά την βάρβαρη δολοφονία ενός νέου ανθρώπου.
Είναι οι ίδιοι που στην βάρβαρη καταπάτηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων, στο ξύλο που πέφτει συνεχώς τελευταία στις πορείες, στις απροκάλυπτες επιθέσεις των μπάτσων ακόμα και σε περαστικούς στα Εξάρχεια απαντάνε: «εντάξει και γιατί 100 νοματαίοι να κλείνουν τους δρόμους;». Αλλά και πολλές άλλες υποκατηγορίες που δεν έχει νόημα να τις αναφέρουμε αφού τους συναντάμε παντού στην δουλειά, στην αναμονή έξω από ιατρεία, στο σούπερ μάρκετ, κ.λπ.
Είναι όμως αυτό το πραγματικό στίγμα της κοινωνίας; Δηλαδή έχουμε μια βαθιά συντηρητικοποιημένη κοινωνία όπου τούτα τα ρεύματα είναι πλειοψηφικά; Προφανώς είναι μια τάση που ενισχύεται. Την οποία ευνοεί η κοινωνική κρίση και τα πολιτικά αδιέξοδα.
Ωστόσο, δεν μπορεί να στεκόμαστε μόνο στην μια όψη της εικόνας. Εκείνη που δείχνουν τα πρόσφατα παραδείγματα της Νέας Σμύρνης, των Ντελιβεράδων της μαζικής κινητοποίησης των εκπαιδευτικών αλλά και τις μικρές και μεγάλες μάχες που δίνονται στους υγειονομικούς και σε τόπους δουλειάς και αποτελούν την άλλη πλευρά της εικόνας. Το ερώτημα είναι ποιο από τα δυο καθορίζει και σφραγίζει τις συνειδήσεις των μαζών;
Το φαινόμενο είναι διαχρονικό και, σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με την παρέμβαση των δυνάμεων της Αριστεράς στα προβλήματα που αναδεικνύει κάθε φορά η αστική πολιτική και η ταξική πάλη. Οι πολιτικοί και κοινωνικοί αγώνες βάζουν τη σφραγίδα τους και σε πολλές άλλες κοινωνικές διεργασίες, αν όμως δεν βρουν πολιτική έκφραση περιορίζονται. Και όσο η μαχόμενη, αντικαπιταλιστική, κομμουνιστική Αριστερά δεν κατορθώνει να διατυπώσει πειστική συνολική πρόταση για τα άμεσα και μακροπρόθεσμα προβλήματα της κοινωνίας, περιοριζόμενη είτε στον δικαιωματισμό είτε απλά στην κομματική της αναπαραγωγή, τόσο τα προβλήματα αυτά θα μένουν άλυτα και το συντηρητικό ρεύμα θα μεγαλώνει.
Το παρακάτω παράδειγμα νομίζω είναι χαρακτηριστικό, τηρούμενων των χρονικών αναλογιών φυσικά.
Στις δημοτικές εκλογές στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης στον Δήμο Αγίας Βαρβάρας ο υποψήφιος της Δεξιάς είχε ως κεντρικό προεκλογικό σύνθημα «έξω οι Γύφτοι από την Αγία Βαρβάρα». Σε εκείνες τις εκλογές η παράταξη της Δεξιάς πήρε κοντά 40% , ενώ η αμέσως επόμενη παράταξη που υποστηριζόταν από το ΚΚΕ με υποψήφιο δήμαρχο τον Μ. Σουλιμιώτη πήρε μόλις 25%. Στο δεύτερο γύρο όλοι οι άλλοι συνδυασμοί, ψήφισαν τον Μ. Σουλιμιώτη εκλέγοντας τον δήμαρχο της πόλης. Είναι, δε, χαρακτηριστικό ότι ένα μόνο μικρό μέρος των 6.000 περίπου τσιγγάνων ψήφισαν, γιατί μέχρι το 1981 δεν είχαν δικαίωμα αφού καταγραφόταν ως αλλοδαποί.
Για μια φτωχογειτονιά όπως η Αγία Βαρβάρα που πριν την χούντα είχε συνεχώς αριστερούς Δημάρχους το μεγάλο ποσοστό που πήρε ο συγκεκριμένος υποψήφιος προβλημάτισε πολύ εκείνη την εποχή, γιατί συνδεόταν με υπαρκτά προβλήματα που πάνω τους πατούσε το αφήγημα να φύγουν από την πόλη οι τσιγγάνοι.
Γιατί οι περιοχές που είχαν τα παραπήγματα τους ήταν δίπλα σε βρωμερά ρέματα, χωρίς τρεχούμενο νερό και ρεύμα, χωρίς δρόμους, χωρίς καμιά στοιχειώδη υποδομή. Ο τσιγγάνικος «μαχαλάς» λοιπόν ήταν όνειδος για το μέσο κάτοικο της πόλης. Έχαναν αξία οι περιουσίες τους ισχυρίζονταν, ενώ τα ελάχιστα τσιγγανάκια που πήγαιναν σχολείο αντιμετώπιζαν την επιφυλακτικότητα των άλλων παιδιών, καθώς οι γονείς τα δασκάλευαν να μην τα πλησιάζουν γιατί μπορεί να έχουν αρρώστιες.
Εκείνη η δημοτική αρχή κατόρθωσε μαζί φυσικά με τους τσιγγάνους να αντιστρέψει την κατάσταση με διάφορες παρεμβάσεις, τόσο σε υλικοτεχνικές υποδομές όσο και σε πολιτιστικές, με κυρίαρχη την μάχη για να πάνε τα παιδιά στο σχολείο. Όλα τα παραπάνω δημιούργησαν προϋποθέσεις μέσα από τεράστιες δυσκολίες και πισωγυρίσματα η συγκεκριμένη κατηγορία συμπολιτών μας να βρει την θέση της στην κοινωνία της πόλης.
Εξαλείφτηκε λοιπόν ο ρατσισμός στην Αγία Βαρβάρα; Όχι φυσικά! Αλλά είναι έρπων και βουβός γιατί δεν του δίνεται η δυνατότητα να εκφραστεί. Όχι γιατί υπάρχει κάποιο ρωμαλέο αντιρατσιστικό κίνημα στην πόλη αλλά γιατί οι τσιγγάνοι μπορούν να ανατρέψουν τα ρατσιστικά στερεότυπα με την ίδια τους την παρουσία και συμμετοχή σε μια κοινωνία που στην μεγάλη τους πλειοψηφία είναι εργατόκοσμος.
Αυτή την δυνατότητα οι Ρομά του Ασπρόπυργου, της Κορίνθου, του Μενιδίου κ.λπ. δεν την είχαν, ούτε την έχουν από καμιά κυβέρνηση. Και εδώ νομίζω ότι πρέπει να επικεντρώσουμε μαζί φυσικά με τις καταγγελίες και κινητοποιήσεις ενάντια στην καταστολή και το φασιστικό φίδι που καραδοκεί μέσα στα σπλάχνα της θεωρίας του «νόμου και της τάξης».
Ως Αριστερά μαζί με τα παραπάνω χρειάζεται να επεξεργαστούμε προτάσεις που θα συμβάλουν σε παρεμβάσεις στην κοινότητα των Ρομά, τις συνθήκες ζωής τους, την εκτόπιση από τον κοινωνικό ιστό, την ακραία φτώχεια κι ανεργία, με ειδική παρέμβαση στα παιδιά και τους νέους ανθρώπους. Με στόχο να σπάσει ο φαύλος κύκλος υποβάθμιση-γκετοποίηση-εγκληματικότητα.
Σε μια κοινωνική ομάδα που πολλά παιδιά δεν πηγαίνουν σχολείο, τα κορίτσια παντρεύονται 13 και 14 χρονών, προέχουν τα αιτήματα που θα συνδέονται με την μόρφωση, τον πολιτισμό, την εκπαίδευση, την εργασία. Για τον κοινό αγώνα, πέρα από φυλή, θρησκεία, χρώμα, ενάντια στο σύστημα που γεννά φτώχεια, καταπίεση, εκμετάλλευση, ρατσισμό.