13.8 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Πάσχα χωρίς Ανάσταση, της Όλγας Μοσχοχωρίτου


 

Всё потеряно! Όλα χάθηκαν

Что я тут делаю? Τι κάνω εγώ εδώ;

Я должна быть с детьми. Πρέπει να είμαι με τα παιδιά!

Дети мои, какой черный день настал? Παιδάκια μου τι μέρα μαύρη ξημέρωσε;

Что они сейчас делают, прячутся? Τι κάνουν τώρα, είναι κρυμμένα;

Сколько ещё страданий…. Πόσα ακόμη βάσανα ….

Όταν οι άνθρωποι θρηνούν, κλαίνε στη γλώσσα τους.

Η ξένη γλώσσα δεν ανακουφίζει από τον πόνο…

Με τη Λαρίσσα γνωριστήκαμε τη δεκαετία του 90, νέες και οι δύο και μεγαλώσαμε μαζί.

Εγώ ζήλευα κρυφά αλλά και χαιρόμουν την ψιλή, γαλανομάτα και γεροδεμένη Ουκρανή, με τα βαμμένα κόκκινα νύχια και το κραγιόν στο στόμα, την μπλε σκιά, τη φωσφοριζέ στα μάτια, που εγώ ποτέ δεν θα τολμούσα – μια τόσο εξωστρεφής θηλυκότητα θα με εξέθετε- με το ξανθό της γέλιο και τη βαριά προφορά που «έπιανε την πέτρα και την έστυβε», που μεγάλωσε τρία παιδιά και χώρισε εύκολα έναν σύζυγο που «έπινε πολύ κυρία και είχε βαρύ χέρι».

Η Λαρίσσα, ζήλευε τα βιβλία της βιβλιοθήκης που ξεσκόνιζε μια φορά το μήνα. Τα χάιδευε, τα μύριζε, τα ξεφύλλιζε. Της έλειπαν!!!

Η Λαρίσσα έμαθε Ελληνικά από τις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες που έβλεπε στην τηλεόραση, από τα τραγούδια του ραδιοφώνου κι από τις εκφράσεις που άκουγε συνέχεια γύρω της.

Της άρεσαν οι παλιές ταινίες του ’60 και λάτρευε τα ελληνικά τραγούδια.

Χαρούλα και Μητροπάνος, οι αγαπημένοι της. Τραγουδούσε ωραία με τη βαριά της προφορά και κάτι σα λυγμό που μου θύμιζε το «Ochi chornye».

Σαν παιδί χάρηκε με το «μαλάκα», ήταν εύκολη λέξη με την εναλλαγή των συμφώνων και των φωνηέντων, την εξαπέλυε εύκολα και στόλιζε τον πρώην σύζυγο καταλλήλως.

Αργότερα της βρήκα κάτι λεξικά και στο τέλος πήγε και στο «Σχολείο των μεταναστών».

Ξεφτέρι έγινε η Λαρίσσα.

Αλλά όταν στενοχωριόταν και όταν θύμωνε, μόνο οι γενέθλιες λέξεις ανέβαιναν ορμητικά από μέσα της ή έτρεχαν μαζί με τα δάκρυα απ’ τα μάτια της.

Μάτια που σκοτείνιαζαν και χαμήλωναν όταν τη ρωτούσα για το ταξίδι της στην Ελλάδα. Πώς πρωτόρθε, πώς πέρασε τα σύνορα παράνομη, μια νέα κοπέλα , μόνη…

Πού πρωτοκούρνιασε, ποιος τη βοήθησε, πώς επέζησε.

Δεν μου είπε ποτέ. Δεν επέμεινα.

 

Τρία παιδιά στην Ουκρανία που τα κρατούσε η μάνα της κι αυτή έστελνε, κάθε μήνα «το τσεκ», σε δολάρια πρώτα και ευρώ κατόπιν.

Τρία παιδιά που μεγάλωσαν, σπούδασαν, παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά και διασκορπίστηκαν.

Ο γιός είχε έλθει και στην Ελλάδα κάποια στιγμή για να δουλέψει, ήταν τότε με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά με την κρίση του ’10, έφυγε για Λονδίνο και μετά Γερμανία. Οι κόρες παντρεύτηκαν η μία στην Ουκρανία και η άλλη στη Μόσχα.

Η Λαρίσσα σήμερα, λίγες μέρες πριν το Πάσχα, κλαίει και οδύρεται.

фашисты фашисты , φωνάζει, ενώ σηκώνει το βαρύ τραπέζι για να βγάλει το χαλί, να το σύρει στη βεράντα, να το τινάξει και να το περάσει με νερό και ξύδι, να μην χαλάσουν τα χρώματα.

Καταλαβαίνω κι εγώ πως βρίζει τους «φασίστες», της λέω να ηρεμήσει, ν’ αφήσει το χαλί, δεν μπορεί μόνη της, θα πιαστεί η μέση της κι εγώ, το ξέρει, δεν μπορώ να τη βοηθήσω μετά την περιπέτεια της υγείας μου.

Όμως αυτή σέρνει με θυμό το βαρύ υφαντό, προίκα της μάνας μου που με εμμονή δεν αντικαθιστώ, χρόνια τώρα πολλά, χαλί που αρέσει της Λαρίσσας, της θυμίζει κι αυτηνής, ένα παρόμοιο της δικιάς της μάνας.

Κάποια στιγμή, αφού έχει ρίξει νερά στη βεράντα, έχει ποτίσει τα λουλούδια, έχει πλύνει τα τζάμια, έχει σφουγγαρίσει, έχει ιδρώσει, έχει κλάψει μαζί με τις βρεγμένες γλάστρες και τα πεσμένα φυλλαράκια και τα παραπεταμένα γιασεμάκια, καθόμαστε μαζί, να ξαποστάσει, να πιούμε ένα φλυτζάνι τσάι και να το συνοδέψουμε με τα κουλουράκια πορτοκαλιού, που της είχε μάθει να φτιάχνει η μάνα μου, όταν ακόμα ζούσε και τάλεγαν οι δυο τους.

Άνοιξε το κινητό της και μούδειξε στο viber ένα video.

«Κοίτα κυρία, κοίτα… Αυτό εδώ ήταν κάποτε το σπίτι μου στην Μαριούπολη.

Είκοσι χρόνια έστελνα χρήματα για να αγοράσουμε ένα διαμέρισμα. Και τα είχα καταφέρει!

Κοίτα τώρα το σπίτι μου»!!!

Και είδα. Ένα βομβαρδισμένο και ισοπεδωμένο οικοδομικό τετράγωνο.

Έναν τεράστιο λάκκο που είχε καταπιεί το σπίτι της Λαρίσσας. Είχε καταπιεί είκοσι χρόνων όνειρα, είκοσι χρόνων σκληρή ζωή.

Μαύρα τα δικά μου δάκρυα και της Λαρίσσας γαλάζια.

Οι μυρωδιές του δρόμου, μυρωδιές από νερατζολούλουδα που ανέβαιναν ως τη βεράντα, έφεραν νωρίτερα τον επιτάφιο και την αναμονή μιας Ανάστασης που χιλιάδες χρόνια τώρα το μόνο που επιβεβαιώνουν είναι τον αέναο θρήνο των μανάδων για έναν διαρκή πόλεμο που απειλεί τα παιδιά τους κι ό,τι έχτισαν σαν σπιτάκι για να τα προστατέψουν.

Δεν μπορούσα να της προσφέρω τίποτε άλλο παρά τα κάλαντα, της Μ. Παρασκευής.

Δεν διέθετα μιαν Ανάσταση, να την γλυκάνω…

«Ο Κύριος ηθέλησε

να μπει σε περιβόλι,

δείπνο να λάβει μυστικόν

να μην τον μάθουν όλοι.

Η Παναγιά η Δέσποινα

καθόταν μοναχή της,

τις προσευχές της έκανε

για τον μονογενή της.

Ξάφνου φωνή εξ ουρανού,

απ΄ Αρχαγγέλου στόμα,

«σώνουν κυρά μου οι προσευχές,

σώνουν και οι μετάνοιες.

Το γιό σου τον επιάσανε

και σαν ληστή τον πάνε

και στου Πιλάτου τις αυλές

εκεί τον τυρανάννε.

Και τον χαλκιά διατάξανε.

Χαλκιά , χαλκιά, φτιάξε καρφιά,

φτιάξε τρία περόνια.

…..

Η Παναγιά σαν τάκουσε

έπεσε και λιγώθη.

Σταμνιά νερό της ρίξανε,

τρία κανάτια μόσχο

και τρία νεροδόσταμο

για να της έρθει ο νούς της.

Και σαν της ήρθε ο λογισμός

και σαν της ήρθε ο νούς της,

ζητά μαχαίρι να σφαγεί,

φωτιά να πέσει μέσα,

ζητά γκρεμό να γκρεμισθεί

για τον μονογενή της.

Η Μάρθα η Μαγδαληνή

και του Λαζάρου η μάνα,

του Ιακώβου η αδελφή

και οι τέσσερις αντάμα,

πήρανε το στρατί, στρατί,

πήραν το μονοπάτι.

Και το στρατί τις έβγαλε

μέσ΄ του ληστού τον πόρτα.

Άνοιξε πόρτα του ληστού

και πόρτα του Πιλάτου…

και η πόρτα από τον φόβο της

ανοίγει μοναχή της.

Κοιτάει δεξά

κοιτάει ζερβά

κανέναν δεν γνωρίζει.

Κοιτάει και δεξιότερα

βλέπει τον Αηγιάννη.

Άγε μου Γιάννη Πρόδρομε

και βαπτιστή του γιού μου,

μην είδες τον ιγιούλη μου

και σε τον δάσκαλό σου.

Δεν έχω στόμα να σου πω,

γλώσσα να σου μιλήσω,

δεν έχω χειροπάλαμο

για να σου τόνε δείξω.

Βλέπεις εκείνον τον γυμνό,

τον παραπονεμένο,

όπου φορεί πουκάμισο

στο αίμα βουτηγμένο,

όπου φορεί στην κεφαλή

ακάνθινο στεφάνι,

αυτός είναι ο γιούλης σου

και με ο δάσκαλός μου.

Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε

κοντά τον πλησιάζει.

Δεν μου μιλάς παιδάκι μου

δεν μου μιλάς παιδί μου.

Τι να σου πώ μανούλα μου

που διάφορο δεν έχεις.

Ταχιά το Μέγα Σάββατο,

το Μέγα μεσημέρι,

που θα λαλήσει ο πετεινός,

σημάνουν οι καμπάνες,

σημάνει και η Άγια Σοφιά

το Μέγα μοναστήρι.

Όποιος το ακούει σώζεται

και όποιος το λέει αγιάζει

και όποιος το καλοαφουγκραστεί

Παράδεισο θα λάβει.

Παράδεισο και λίβανο

από τον Άγιο Τάφο.

 

Πώς να παρηγορήσεις τις μάνες όλου του κόσμου, χιλιάδες χρόνια τώρα;

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ