Το αντιστασιακό κίνημα στην Λέσβο (1941 – 1945)
Τα τελευταία χρόνια η ενασχόληση των ιστορικών με την δεκαετία του ’40 έχει δώσει μια μεγάλη σειρά σημαντικών εργασιών που ρίχνουν ένα νέο φως στην περίοδο που καθόρισε όσο καμία άλλη την νεότερη ιστορία της Ελλάδας. Αυτή η προσπάθεια βέβαια έρχεται αντιμέτωπη με σημαντικές δυσκολίες καθώς η επιστημονική ιστορική έρευνα της εποχής άργησε να ξεκινήσει, με αποτέλεσμα πολλές μαρτυρίες να μην προλάβουν να συγκεντρωθούν και τεράστιες ποσότητες ιστορικού υλικού να καταστραφούν. Και όταν επιτέλους ξεκίνησε να καταγράφεται η ιστορία ο χρόνος που είχε περάσει και τα κατοπινά γεγονότα είχαν επιδράσει πάνω στις μνήμες όσων είχαν επιβιώσει των εγχειρημάτων «εθνικής αναμόρφωσης» του μετεμφυλιακού κράτους.
Η συσσώρευση των ηττών του κομμουνιστικού κινήματος και το «καθήκον» δικαιολόγησης κομματικών επιλογών, η συγκεκριμένη αντίληψη για το κράτος και την μετάβαση στο σοσιαλισμό που είχε κυριαρχήσει και η ανάγκη για μια «ηρωική» κομματική, ταυτόχρονα όμως και «εθνική» ιστορία οδήγησε στην υποτίμηση φαινομένων όπως η μαζικότητα του δωσιλογισμού και η δυναμικότητα του αντιεαμικού στρατοπέδου, όπως και της αντίστασης του ίδιου του κράτους και των δομών του (που κάθε άλλο παρά είχαν πλήρως καταρρεύσει) στην κοινωνική αλλαγή και τους νέους συσχετισμούς κατά την στιγμή της απελευθέρωσης.
Υποτιμηθεί έχουν επίσης οι αντιφάσεις στο εσωτερικό των ίδιων των «στρατοπέδων» όπως και οι διαφορετικοί προσανατολισμοί στο εσωτερικό ιδίως της ΕΑΜικής συμμαχίες όπως και οι μετατοπιζόμενες στρατεύσεις ανάλογα (και) με την εξέλιξη του πολέμου, ο ρόλος που έπαιξαν σε αυτές προσωπικά ή οικογενειακά συμφέροντα και τοπικές αντιπαραθέσεις, όπως και το γεγονός ότι κατά την διάρκεια της κατοχής οι κοινωνικές σχέσεις και ιεραρχίες επαναδιαπραγματεύονταν και επαναπροσδιορίζονταν συνεχώς. Η αντίσταση άλλωστε δεν ήταν ούτε ενιαία ούτε μιας «ταχύτητας». Οι οικονομικές, πολιτικές και γεωγραφικές ιδιαιτερότητες κάθε τόπου, η στάση των διαφορετικών εθνοτικών, θρησκευτικών και γλωσσικών μειονοτήτων, των προσφύγων και των «γηγενών», των κατοίκων της υπαίθρου και των μικρότερων ή μεγαλύτερων αστικών κέντρων διέφεραν σημαντικά.
Οι κάτοικοι της χώρας δεν βίωσαν με τον ίδιο τρόπο την κατοχή, υπέφεραν σε διαφορετικό βαθμό από τις συνέπειες της, ανέπτυξαν διαφορετικές σχέσεις με τους κατακτητές, κάτι που καθορίστηκε και από την στρατηγική σημασία που είχε η κάθε περιοχή για τις δυνάμεις κατοχής, το βαθμό απομύζησης πόρων και της βίας που τους άσκησαν. Αντίστοιχα και η ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος, και ιδιαίτερα του ΕΑΜ επηρεάστηκε καθοριστικά από το βαθμό διατάραξης της οικονομικής ζωής, των εμπορικών και κοινωνικών δικτύων, την ανάπτυξη της κοινοτικής αλληλεγγύης και από το αν και κατά πόσο αυτό κατάφερε να δώσει απαντήσεις στα ιδιαίτερα τοπικά προβλήματα αλλά και από την θέση που πήραν προσωπικότητες με κύρος, όπως οι μητροπολίτες, και την στάση που κράτησε η διανόηση των επαρχιακών αστικών κέντρων. Τοπικά αναπτύχθηκαν έτσι αποκλίσεις στις κοινωνικές συμμαχίες και στις σχέσεις με τις αστικές δυνάμεις και τους εκπροσώπους των συμμάχων, αναδύθηκε ένας διαφορετικός βαθμός ριζοσπαστικοποίησης, διαφορετικές πολιτικοποιήσεις, διαφορετική βαρύτητα μεταξύ ένοπλου και πολιτικού κινήματος, διαφορετική σχέση μεταξύ της βάσης και της ηγεσίας του κινήματος, καθώς πολλές φορές οι δυσκολίες επικοινωνίας με την κεντρική ηγεσία άφηναν πολλά στις πρωτοβουλίες σε τοπικό επίπεδο.
Στα μικρά μέρη όπου όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους οι ταυτότητες συχνά επικαλύπτονταν η σύγκρουση πολλές φορές λάμβανε περισσότερο οξυμένα χαρακτηριστικά από ότι στην πρωτεύουσα. Συχνά ήταν μόνο ένας δρόμος ή ένα σπίτι που χώριζε τους διαφορετικούς κόσμους που όλο και περισσότερο αποκρυσταλλώνονταν καθώς πλησίαζε η ώρα της ήττας των δυνάμεων του Άξονα και ο εμφύλιος λάμβανε όλο και περισσότερο ανοιχτή μορφή. Η συσπείρωση του αντιεαμικού μπλοκ θα φέρει στην ίδια πλευρά δυνάμεις που κατά την διάρκεια της κατοχής μπορεί να είχαν έρθει ακόμα και σε ένοπλη αντιπαράθεση μεταξύ τους. Από την άλλη και το ΚΚΕ βρέθηκε αντιμέτωπο με δυσεπίλυτες αντιφάσεις: το 1940 ήταν ένα διαλυμένο και αμήχανο κόμμα, τέσσερα χρόνια αργότερα βρισκόταν να ηγεμονεύει σε ένα πελώριο και διαταξικό κίνημα που συσπείρωνε ένα πλατύ κοινωνικό φάσμα από τα λαϊκά στρώματα μέχρι και τμήματα στις παρυφές της αστικής τάξης.
Στις νέες συνθήκες που δημιουργούσε η απελευθέρωση η πρόκληση διατήρησης των κοινωνικών αυτών συμμαχιών, παράλληλα με την ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών, όπως πχ την εγγύηση της τροφοδοσίας και της καταβολής των μισθών των κρατικών υπαλλήλων και την επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας αλλά και του περιορισμού της διάθεσης και των πρακτικών αντεκδίκησης που προέρχονταν ιδίως από τα πιο λαϊκά στρώματα, τα οποία είχαν υποφέρει και περισσότερο κατά την διάρκεια της Κατοχής, μην απογοητεύοντας ταυτόχρονα όλους εκείνους των οποίων τα οράματα υπερέβαιναν τις κομματικές αυτές επιλογές, οράματα τα οποία πυροδοτούνταν ιδίως από την δυναμική «εισβολή» της νεολαίας στην πολιτική και κοινωνική ζωή.
Η Λέσβος είναι από εκείνα τα μέρη στα οποία το ΕΑΜ μετά την αποχώρηση των Γερμανών, στις 10 Σεπτεμβρίου του 1944, είχε αναλάβει ουσιαστικά τον έλεγχο, κάτι που δημιουργούσε ένα ιδιότυπο καθεστώς «δυαδικής εξουσίας». Όπως επισημαίνει και ο Μπάλλας υπήρξε το μοναδικό νησί με εαμική αυτοδιοίκηση, εθνική πολιτοφυλακή, μαζική ΕΠΟΝ, ισχυρό ΕΛΑΣ και λαϊκά δικαστήρια. Η περίοδος της λεγόμενης «ΕΑΜοκρατίας» υπήρξε έτσι ιδιαίτερα πλούσια σε πολιτιστικά γεγονότα, πολιτικές ζυμώσεις και κινητοποίησης του λαϊκού παράγοντα, με κορυφαία στιγμή την αποτροπή της απόβασης των βρετανικών δυνάμεων στις 24 Δεκεμβρίου.
Πατώντας ακριβώς πάνω σε αυτούς τους προβληματισμούς μια από τις πολλές αρετές του βιβλίου του Μπάλλα είναι πως περιγράφει τη δράση και τις επιλογές πραγματικών ανθρώπων με σάρκα και οστά, άρα με τα προτερήματα και τις αδυναμίες τους, βλέποντας κοινωνικές αιτίες και διεργασίες, αντιφάσεις και συγκρούσεις και όχι απλά μια γραμμική πορεία «καθαρής» στράτευσης και «θυσίας». Από αυτήν την άποψη η συγκεκριμένη έρευνα έχει να δώσει χρήσιμες αναλύσεις και ερμηνείες της περιόδου, είναι άρα ένα έργο που δεν απευθύνεται μόνο σε εκείνους που έχουν καταγωγή από το συγκεκριμένο νησί αλλά σε όλους εκείνους που ενδιαφέρονται να ψηλαφίσουν την ιστορία της μεγάλης εκείνης δεκαετίας.
εκδότης: ΚΨΜ
χρονολογία έκδοσης: Σεπτέμβριος 2022
αριθμός σελίδων: 200
ISBN: 978-618-5691-06-6
τιμή: €10.60