Πηγή: Infowar
Η πίτσα με το χάρτινο κουτί με το οποίο μεταφέρεται αποτελεί ένα από τα αγαπημένα φαγητά που χρησιμοποιούν οικονομολόγοι στις ΗΠΑ για να εξηγήσουν αλλά ακόμη και να προβλέψουν την πορεία της οικονομίας. Δυστυχώς για τους Αμερικανούς πολίτες τα φετινά συμπεράσματα είναι κακοψημένα.
Νέα Υόρκη
Οι περισσότεροι κάτοικοι της Νέας Υόρκης ίσως δεν το παρατήρησαν, αλλά ορισμένοι οικονομολόγοι κατέγραψαν μια περίεργη ανατροπή το 2022: για πρώτη φορά ύστερα από δεκαετίες η τιμή ενός κομματιού πίτσας με τυρί και ντομάτα ξεπέρασε την τιμή του εισιτηρίου του μετρό, που παρέμεινε στα 2,75 δολάρια. Οι New York Times είχαν αναφερθεί για πρώτη φορά το 1980 σε αυτή τη στατιστική συσχέτιση ανάμεσα στις δύο τιμές, η οποία παρατηρείται από τη δεκαετία του ’60. Έκτοτε η λεγόμενη Αρχή της Πίτσας (Pizza Principle) επιβεβαιώθηκε πολλές φορές και επέτρεψε σε αρκετούς δημοσιογράφους να «προβλέπουν» την αύξηση της τιμής των εισιτηρίων παρακολουθώντας την αγορά της πίτσας. Το 2014 όταν το εισιτήριο του μετρό κόστιζε 2,38 δολάρια ο καθηγητής Στατιστικής του Πανεπιστημίου Κολούμπια, Τζάρεντ Λάμπερ, συγκέντρωσε τις τιμές πίτσας από 1.800 καταστήματα της Νέας Υόρκης και υπολόγισε τη μέση τιμή στα 2 δολάρια και 33 σεντς, με τυπική στατιστική απόκλιση 0,52 του δολαρίου (ακόμη και η διάμεσος, που αποκλείει τις ακραίες τιμές, βρισκόταν πολύ κοντά και συγκεκριμένα στα 2,45). Προφανώς η στατιστική συσχέτιση δεν σημαίνει στατιστική αιτιότητα (correlation is not causation), αλλά προσφέρεται για μερικούς ενδιαφέροντες συλλογισμούς.
Η Αρχή της Πίτσας είναι μία από τις πολλές θεωρίες με τις οποίες οι οικονομολόγοι διασκεδάζουν το κοινό τους, χωρίς όμως να προδίδουν τις βασικές αρχές της επιστήμης τους. Θυμίζει μάλιστα τον περίφημο «δείκτη Bic Mac» με τον οποίο το περιοδικό Economist υπολογίζει την ισοτιμία αγοραστικής δύναμης μεταξύ δύο νομισμάτων (Purchasing Power Parity – PPP). Ο δείκτης συγκρίνει τη σχετική τιμή αγοράς του συγκεκριμένου χάμπουργκερ στα καταστήματα McDonald’s σε όλο τον κόσμο.
Η Αρχή της Πίτσας όμως προκαλεί και ορισμένους ταξικούς συνειρμούς. Όπως εξηγούσε πριν από μερικούς μήνες το δίκτυο Bloomberg, «η πίτσα είναι τόσο αγαπητή στη Νέα Υόρκη, ώστε όλοι πρέπει να πάνε στα ίδια μαγαζιά για να τη φάνε». Εργάτες και μεγαλοστελέχη στριμώχνονται στις ίδιες ουρές για ένα μεταμεσονύχτιο κομμάτι με τον ίδιο τρόπο που ο πατσάς στη Βαρβάκειο αγορά ενώνει Αθηναίους διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων. Η συγκεκριμένη διαπίστωση φαίνεται να επιβεβαιώνει την πεποίθηση ορισμένων ότι ο πληθωρισμός, που τώρα ωθεί την τιμή της πίτσας πάνω από τα τρία δολάρια το κομμάτι, πλήττει πάντα, πρωτίστως και αναπόδραστα τους φτωχούς – η αύξηση είναι αναλογικά αμελητέα για το εισόδημα ενός πλούσιου.
Γιατί όμως καταρρίφθηκε το 2022 η Αρχή της Πίτσας, που συνέδεε την τιμή της με τα εισιτήρια του μετρό; Η απάντηση είναι ότι το δημόσιο σύστημα μεταφορών της Νέας Υόρκης, το διοικητικό συμβούλιο του οποίου αποτελείται από εκπροσώπους της Πολιτείας, των κομητειών, των εργαζομένων αλλά και οργανώσεων πολιτών, διατήρησε την τιμή του εισιτήριου σταθερή στα 2,75 δολάρια παρά την άνοδο του πληθωρισμού. Ουσιαστικά μας θύμισε ότι η απόφαση για το ποια τάξη θα πληρώσει τις επιπτώσεις από τη γενικευμένη άνοδο των τιμών είναι σε τελική ανάλυση πολιτική και όχι οικονομική και πως πάντα υπάρχουν εργαλεία (όπως π.χ. η αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή) για να απορροφηθεί το κόστος για τα μεσαία και τα χαμηλά στρώματα.
Αν όμως ένα κομμάτι πίτσας προσφέρεται για αλληγορικές οικονομικές αναλύσεις, το ίδιο συμβαίνει και με το κουτί στο οποίο τη μεταφέρουμε. Την περασμένη εβδομάδα το περιοδικό The Atlantic υποστήριξε ότι τα χαρτονένια κουτιά της πίτσας αποτελούν μια απαρχαιωμένη εφεύρεση που δεν έχει βελτιωθεί ούτε κατ’ ελάχιστο τα τελευταία εξήντα χρόνια, παρά το γεγονός ότι αλλοιώνουν σε πολύ σημαντικό βαθμό τη γευστική απόλαυση – και μάλιστα ότι όσο πιο ακριβά και εξωτικά είναι τα υλικά της πίτσας τόσο μεγαλύτερη η ζημιά. «Το να πακετάρεις μια πίτσα των 40 δολαρίων (τόσο μπορεί να φτάσει στο Μανχάταν μια πίτσα με μοτσαρέλα ψημένη στους 480 βαθμούς Κελσίου) σε ένα χάρτινο κουτί είναι σαν να παρκάρεις μια Λαμποργκίνι σε ξύλινο στέγαστρο πριν περάσει ένας τυφώνας» σημείωνε το περιοδικό. Όπως εξηγούσε ο Άντονι Φάλκο, συγγραφέας του βιβλίου «Pizza Czar», ο βασικός λόγος είναι ότι το κουτί παγιδεύει την υγρασία των υδρατμών καταστρέφοντας την τραγανή υφή και κάνοντας την πίτσα «λαστιχένια» και ξερή ταυτόχρονα.
Ένας από τους λόγους για τον οποίους πιστεύεται ότι η καινοτομία στα κουτιά σταμάτησε στο 1966 (όταν η Domino’s παρουσίασε το χάρτινο κουτί όπως το γνωρίζουμε σήμερα), είναι ότι το 70% της αγοράς χαρτονιού στις ΗΠΑ ελέγχεται από πέντε εταιρείες, οι οποίες δεν θέλουν ανατροπές. Το ολιγοπώλιο συνεχίζεται όμως και στις πιτσαρίες όπου η Domino’s πραγματοποιεί το 40% των κατ’ οίκον παραδόσεων στην αμερικανική αγορά πίτσας, η οποία αγγίζει τα 44 δισεκατομμύρια δολάρια. Και με αυτό τον έλεγχο δεν έχει λόγο να πειραματιστεί με νέα κουτιά που θα προστατεύουν τη γεύση, αλλά με υψηλότερο κόστος.
Τα χάρτινο κουτί πίτσας ήταν το επιστέγασμα (κυριολεκτικά) της επανάστασης την οποία έφερε η μεταπολεμική Αμερική σε ένα προϊόν που εισήγαγαν Ιταλοί μετανάστες στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ού αιώνα. Εφτά δεκαετίες αργότερα, όμως, η πίτσα θα μπορούσε να συμβολίσει τoν περιορισμό της καινοτομίας, τη μείωση του brain gain λόγω των αυστηρών ελέγχων στη μετανάστευση, αλλά και την απροθυμία των κυβερνώντων να προστατεύσουν τους πολίτες από τις επιπτώσεις οικονομικών φαινομένων όπως ο πληθωρισμός. Ίσως τελικά η ζωή στις ΗΠΑ δεν είναι ένα κουτί σοκολατάκια, όπως έλεγε ο Φόρεστ Γκαμπ, στο οποίο δεν ξέρεις τι θα σου τύχει, αλλά ένα κουτί πίτσας το περιεχόμενο του οποίου κρύωσε απότομα.