10.1 C
Athens
Πέμπτη, 13 Φεβρουαρίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Η Μεγάλη Ιδέα στην Ουκρανία: Ο δρόμος για την καταστροφή (Β΄μέρος: Η στρατιωτική επιχείρηση), του Σπύρου Αλεξίου


 

Τον Γενάρη του 1919 η Ελλάδα, με απόφαση της κυβέρνησης Βενιζέλου, συμμετείχε στην εκστρατεία των δυτικών ιμπεριαλιστικών χωρών στην εκστρατεία στην Ουκρανία, κατά της νεαρής τότε Σοβιετικής Ένωσης. Η εκστρατεία κατέληξε σε πανωλεθρία των ιμπεριαλιστών που εγκατέλειψαν την Ουκρανία την άνοιξη του1919. Το kommon.gr δημοσίευσε αποσπάσματα από το βιβλίο του Σπύρου Αλεξίου «Μεγάλη Ιδέα! 1844 -1922» για τις συνθήκες που οδήγησαν στην Ουκρανία (kommon.gr/istoria/item/6422-i-megali-idea-stin-oukrania-o-dromos-gia-tin-katastrofi-gr). Σήμερα δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα μας το Β΄ απόσπασμα από το βιβλίο του Σπύρου Αλεξίου που αναφέρεται στην στρατιωτική επιχείρηση και την ταπεινωτική ήττα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

 

H στρατιωτική επιχείρηση

Με επείγον στρατιωτικό τηλεγράφημα προς το Α’ Σώμα Στρατού, που εκείνη την περίοδο στρατοπέδευε στην Ανατολική Μακεδονία, ορίστηκαν επακριβώς οι οδηγίες της άμεσης αναχώρησης για τη Ρωσία. Στις 15 Γενάρη 1919, το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα, έχοντας τυπικά επικεφαλής τον υποστράτηγο Κ. Νίδερ, ξεκίνησε για την Ουκρανία. Τα πρώτα τμήματά του αποβιβάστηκαν στην Οδησσό της «Μεσημβρινής Ρωσίας» στις 20 Γενάρη 1919. 

«Η συνολική δύναμη του ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος που αποφασίστηκε να σταλεί ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία ανερχόταν σε 35 χιλιάδες άνδρες, όμως δεν πρόλαβαν να μεταφερθούν και να πάρουν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις παρά 23.351 στρατιώτες και αξιωματικοί».[1]

Οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί του Σώματος ήταν επιλεγμένοι ενώ υπήρξαν και  εθελοντές από μονάδες του Ελληνικού Στρατού. Ο Γιάννης Κορδάτος αναφέρει ότι οι αξιωματικοί που επιλέγονταν έπρεπε να είναι αφοσιωμένοι στο βενιζελικό κόμμα:

«…με εμπιστευτική εγκύκλιο ρωτήθηκαν ορισμένοι αξιωματικοί αν θέλουν να πάρουν μέρος στην εκστρατεία της Ουκρανίας. Οι πρώτοι που δήλωσαν πως θέλουν να πάρουν μέρος ήταν ο Γεώργιος Κονδύλης, ο Νικόλαος Πλαστήρας και ο Νεόκοσμος Γρηγοριάδης»[2]

Επίσης, είχε γίνει και ανάλογη προπαγάνδα ενάντια στους μπολσεβίκους που έιχε και θρησκευτική διάσταση: Ο αρχιμανδρίτης Φωστίνης, που ακολουθούσε τα ελληνικά στρατεύματα, «γύριζε από τάγμα σε τάγμα και από λόχο σε λόχο, βγάζοντας πύρινους λόγους ενάντια στους μπολσεβίκους και καλώντας τους στρατιώτες να μη στασιάσουν»[3].

Ο Νεόκοσμος Γρηγοριάδης καλούσε σε συμμετοχή στην εκστρατεία για 

«ν’ απαλλαγούμε από τις Ερινύες των Αθηνών και της Λαμίας και των Θηβών (σ.σ. την αντίσταση δηλαδή της Παλιάς Ελλάδας στην Αντάντ) και να βρούμε τον δρόμο της τιμής και της αμοιβής στων Αρεοπαγιτών [= των συμμαχικών κυβερνήσεων] τα μάτια»[4]

Από τα μέσα Ιανουαρίου μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου 1919 οι ελληνικές δυνάμεις αποβιβάζονταν στην περιοχή της Οδησσού. Ακριβέστερα, οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες αποβιβάζονταν καθώς  ο αρχηγός του Εκστρατευτικού Σώματος Κ. Νίδερ και οι δύο διοικητές των μεραρχιών (2ης και 13ης) Εμ. Βλαχόπουλος και Ιακ.  Νεγρεπόντης δεν ακολούθησαν τις μονάδες και παρέμειναν στη Θεσσαλονίκη. Οι Έλληνες στρατιώτες  κλήθηκαν να πολεμήσουν χωρίς τους διοικητές τους. Είναι εκπληκτικό πως η «ηγεσία» του εκστρατευτικού σώματος δεν είχε πρόσβαση σε καμία πληροφορία σχετικά με την κατάσταση στη Ρωσία και το γενικότερο επιχειρησιακό σχεδιασμό. Δεν γνώριζε ούτε καν σε ποια λιμάνια αποβιβάζονταν οι ελληνικές μονάδες. Αυτό καθορίζονταν εν πλω, μετά το πέρασμα από την Κωνσταντινούπολη από τις εκεί εγκατεστημένες γαλλικές αρχές!

Η κατάσταση που συνάντησαν στην Οδησσό ήταν αποκαρδιωτική. Στα μέσα Ιανουαρίου 1919 στην περιοχή υπήρχαν δύο γαλλικές Μεραρχίες, «σκιά της πραγματικής των δυνάμεως», άλλωστε η γαλλική δύναμη δεν ξεπέρασε ποτέ τις 25.000 άνδρες. Υπήρχαν ακόμη ο στρατός των « Εθελοντών» του Ντενίκιν που δεν ξεπερνούσε τις 3.000 και ήταν «ανάξιος λόγου στρατιωτικά», σύμφωνα με τις αναφορές Ελλήνων αξιωματικών καθώς και η 4η πολωνική Μεραρχία, με φανερά αισθήματα αντιπάθειας προς τους Ρώσους και έκδηλη επιθυμία επαναπατρισμού.[5]

Με φανερή λοιπόν την έλλειψη αξιόμαχων δυνάμεων, αυτός ο «ακήρυχτος πολέμος» κατά των Μπολσεβίκων για να ελπίζει σε επιτυχία της προϋπέθετε ισχυρά τοπικά ερείσματα, που τόσο οι Γάλλοι όσο και ο Denikin στερούνταν. Η παρουσία τους είχε διαμορφώσει μια τραγική κατάσταση για την τοπική κοινωνία: Η αγροτική παραγωγή ήταν μειωμένη στο ελάχιστο, η βιομηχανία είχε σταματήσει και φόροι δεν εισπράττονταν από πουθενά.[6] Στην ίδια την Οδησσό οι τράπεζες είχαν κλείσει και κάθε εμπορική δραστηριότητα είχε παραλύσει. Βασικά είδη διατροφής, όπως το σιτάρι, και πρώτες ύλες, όπως το κάρβουνο και το πετρέλαιο ήταν σε έλλειψη.[7] Το συγκοινωνιακό δίκτυο που συνέδεε την πόλη με την αγροτική ενδοχώρα υπολειτουργούσε, εξαιτίας της έλλειψης καυσίμων. Αποτέλεσμα ήταν η εμφάνιση σοβαρού επισιτιστικού προβλήματος, μιας και η τροφοδοσία μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσω της θαλάσσιας οδού.[8]

Την ίδια στιγμή στην πόλη είχαν συρρεύσει χιλιάδες πρόσφυγες ανεβάζοντας τον αριθμό των κατοίκων στο ασύλληπτο νούμερο του 1.000.000! Αποτέλεσμα ήταν η διαφθορά, η μαύρη αγορά και η εγκληματικότητα να οργιάζουν. Φυσικά, όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, τα προβλήματα δεν ήταν κοινά για όλους. Σημαντικό ποσοστό των «προσφύγων» ήταν αξιωματούχοι του πρώην τσαρικού καθεστώτος, πλούσιοι αστοί και επιχειρηματίες, δημόσιοι υπάλληλοι, αξιωματικοί διαφόρων βαθμίδων και «εκπεσόντες» αριστοκράτες που είχαν μαζί τους αρκετά από τον κλεμμένο πλούτο.  Η πόλη με τα πολυτελή θέατρα και την όπερα, τα καφέ, τα εστιατόρια και τους οίκους ανοχής παρείχε εξαιρετικές δυνατότητες «ψυχαγωγίας». Έτσι η Οδησσός είχε

«…πολυβόλα εις τα καίρια σημεία της πόλεως και ρωσικά μπαλέτα εις τα πολυθόρυβα κέντρα της […] Πολυτέλεια αφάνταστος και στυγνή δυστυχία! Αι αίθουσαι των θεάτρων, των κινηματογράφων, των χοροδιδασκαλείων υπερπλήρεις κόσμου, και περιδέραια αξίας χιλιάδων ρουβλίων κοσμούν τους τραχήλους εξώμων κυριών»»[9], όπως σημείωνε ο στρατηγός Κ. Νίδερ. 

Οι ελληνικές μονάδες ανέλαβαν σχεδόν αποκλειστικά την άμυνα της Οδησσού, αφού είχαν επανδρώσει την πρώτη γραμμή όλων των επιμέρους μετώπων. Αυτό προβλημάτισε τους διοικητές των μονάδων, που έβλεπαν να καλύπτονται με ελληνικές δυνάμεις οι ανεπάρκειες  των Γάλλων και των « οι οποίοι είχαν και την αποκλειστική ευθύνη της εκστρατείας. η αναλογία γαλλικών και ελληνικών δυνάμεων υπήρξε ιδιαίτερα ανισομερής, με τους Έλληνες να αποτελούν τα 2/3 και προς το τέλος των επιχειρήσεων ακόμη και τα 3/4 των μικτών αποσπασμάτων. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του «μικτού» αποσπάσματος της Χερσώνας, συνολικής δύναμης 1.150 ανδρών, το οποίο αποτελούταν από 850 Έλληνες και 300 Γάλλους. Κάτω από αυτούς τους όρους η δράση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος δεν ήταν απλά βοηθητική, όπως διατεινόταν η κυβέρνηση του Βενιζέλου, αλλά πρωταγωνιστική γεγονός που εκτός των αναμενόμενων απωλειών γεννούσε εχθρότητα και για τους ελληνικής καταγωγής κατοίκους της περιοχής.

 

Η απογοήτευση και το «μπολσεβίκικο πνεύμα»

Αναμενόμενο ήταν να εκδηλωθούν όλα όσα φοβούνταν αυτοί που σχεδίασαν αυτήν την εκστρατεία. Η αίσθηση της εγκατάλειψης (θυμίζουμε πως οι στρατηγοί διοικούσαν από τη …Θεσσαλονίκη) τροφοδοτήθηκαν και από μια σειρά άλλων προβλημάτων, όπως το ζήτημα της αποστράτευσης, την έλλειψη αλληλογραφίας με την Ελλάδα και τις σκληρές κλιματολογικές συνθήκες, σε μια χώρα άγνωστη και αφιλόξενη, της οποίας η πλειοψηφία των κατοίκων αντιμετώπιζε με εχθρότητα την επέμβαση των ξένων δυνάμεων. Παντού κυριαρχούσε ένα αίσθημα ανασφάλειας και μια διάχυτη ματαιότητα, οι στρατιώτες φυσικά δεν κατανοούσαν την πολιτική σκοπιμότητα της παρουσίας τους στην Ουκρανία.

 Είναι ενδεικτική η προσωπική μαρτυρία Έλληνα στρατιώτη, του Χρήστου Καραγιάννη από το σύνταγμα Ευζώνων ο οποίος, όπως φαίνεται από το «Ημερολόγιο» που εξέδωσε, κάθε άλλο παρά είχε σχέση με τους μπολσεβίκους και την κομμουνιστική ιδεολογία. Αναφέρει στο Ημερολόγιό του το εξής περιστατικό, που συνέβη με στρατιώτη ο οποίος απευθυνόμενος σε συναδέρφους του είπε:

«Πού πηγαίνετε βρε αδέλφια, καλύτερα μην πάτε στο μέτωπο γιατί οι μπολσεβίκοι είναι πάρα πολλοί και είμαστε και είσαστε χαμένοι.»

«Τότε ο διοικητής μας οργισμένος βγάζει το περίστροφό του και σκότωσε το παλληκάρι μπροστά στα μάτια όλων μας. Κρίμα.»[10] Ο διοικητής ήταν ο Γεώργιος Κονδύλης όμως η απάνθρωπη συμπεριφορά του δεν εξέφραζε το σύνολο των αξιωματικών. Γράφει σε άλλο σημείο ο Καραγιάννης για τους αξιωματικούς:

 «…είναι μετανοιωμένοι που δήλωσαν να ακολουθήσουν την εκστρατεία στη Ρωσία. Γιατί οι αξιωματικοί ρωτήθηκαν αν ήθελαν να πάνε στη Ρωσία (…) κι όσοι δήλωσαν ν’ ακολουθήσουν την εκστρατεία κατά των Ρώσων Μπολσεβίκων τους έδωσε το κράτος 1.000 δραχμές αμοιβή επιπλέον του τακτικού των μισθού. Τώρα έχουν όλοι μετανοιώσει (…) Μεταχειρίζονται τους στρατιώτες, που δεν τους ρώτησε κανείς, όλο με το καλό»[11] 

Αν αυτό ήταν το κλίμα μεταξύ των αξιωματικών, εύκολα καταλαβαίνει κανείς ποιο ήταν το κλίμα μεταξύ των στρατιωτών.

Στις αναμνήσεις ενός εφέδρου αναφέρεται:

 «Οι στρατιώται πλείστων τμημάτων ήρχισαν να γογγύζουν, κατόπιν να υβρίζουν τον υπεύθυνον της καταστάσεώς των ταύτης, τελευταίον δε να μη δίδουν καμμίαν σημασίαν εις τας συμβουλάς των Αξιωματικών τους και, το χειρότερον, οι θρασύτεροι τούτων ήρχισαν αναφανδόν ουχί μόνον να υβρίζουν αλλά και να πυροβολούν, ούτω δε το κακόν των πυροβολισμών μετεδόθη εις τα πλείστα σχεδόν των τμημάτων», «Επί ώρας ολοκλήρους μέσα εις το σκότος και την αγωνίαν εκείνην τα πέριξ εδονούντο εκ των ριπτομένων πυροβολισμών, χειροβομβίδων και οπλοβομβίδων, έσχομεν δε και θύματα συνεπεία των πυροβολισμών».[12]

Όταν ένα στράτευμα εξαχρειώνεται, συνήθως στρέφεται κατά του πληθυσμού. Το ελληνικό στράτευμα χρησιμοποιήθηκε περισσότερο ως δύναμη καταστολής του ντόπιου πληθυσμού που τασσόταν όλο και περισσότερο με την πλευρά των Μπολσεβίκων. Ο Εύζωνας Χρήστος Αλεξόπουλος γράφει στο Ημερολόγιό του:

««Πιάνομιν 15 από να χωργίον πολίτες κι στον λόχον τους πιγέναμι. Τους δέρνομι! Ξύλο πολύ τους ρίχνομι για να μαρτιρίσουνε εάν υπάρχων μπολσοβίκι μέσα σ’ ικίνα τα χωργιά. Κανής δεν μαρτίραγι! Τους γδέναμι, τους δέναμι καλά τα χέρια τους κι τους βγέναμι κι τους ντοφικέγαμι έναν-έναν στον αγέραν, για να μαρτηρίσουν! Αφόσον όσα ξέραμι τους κάναμι κανές δεν μαρτυρούσε, τους πέρναμι στην φιλακίν, τους στήλαμι στων Οδισόν»[13]

Ο ίδιος γράφει ότι στη Λιζίνκα, κωμόπολη που είχε αντισταθεί στους Γάλλους, ο ταγματάρχης Λεωνίδας Σπαής έδωσε στους άντρες του 

«το ελέφτερο να κάνουν ό,τι μπορέσουν»· ακολούθησε άγρια λεηλασία, διανθισμένη με βιασμούς: «Οτη τον κοστάριζι [=γουστάριζε] τον κάθη εύζωναν έπιρνεν. […] Οτη βρίσκαν τα τρόγαν! Ρούβλια κιρίος μαζέβαν υ ευζώνη, μικρά πράγματα. Αλι τες δεσπινήδες παλέβαν, τες πιάναν από τα βζιά! Εγινε τέλος μέσα σι κίνην την πόλιν μιγάλιν παραλυσίαν»[14]

Η πιο ακριβής παρουσίαση του κλίματος που επικρατούσε δίνεται από τον συνταγματάρχη Χρήστο Τσολακόπουλο, διοικητή του 34ου συντάγματος πεζικού:

Οι άνδρες καταπονούνται και ευρίσκονται διαρκώς εν κινδύνω. Δυσφορούν πολύ, μη βλέποντες άλλον στρατόν Συμμαχικόν ή Ελληνικόν να έρχεται και θεωρούν εαυτούς εγκαταλελειμμένους […] ουδεμία πρόνοια σοβαρά ανάλογος της καταστάσεως λαμβάνεται και τα πάντα βαίνουν μοιραίως και τυχαίως. Δεν έχω καμμίαν είδησιν περί των τμημάτων μου, άτινα διαθέτει η Γαλλική Διοίκησις εις μεγάλας εντεύθεν αποστάσεις, χωρίς να μου λέγει προς τίνα σκοπόν αποστέλλονται και δια πόσον χρόνον. Ούτε έχω πλέον καμμίαν διοίκησιν ή επικοινωνία μετ’ αυτών. […] Ουδέποτε μοι εδόθη σαφής και αληθώς στρατιωτική διαταγή, ούτε διεφωτίσθην από τους αρμοδίους περί της καταστάσεως […] Ουδέν μέτρον λαμβάνεται σοβαρόν εν τη πόλει. Πλήρης Αναρχία. Δια μίαν έτι φοράν διαμαρτύρομαι δια την κατάστασιν ταύτην και παρακαλώ θερμώς να ληφθώσι σύντονα μέτρα υπέρ του στρατού μας, όστις είνε ανάξιος τοιαύτης τύχης. Έφθασα εις το σημείον, πέραν του οποίου θα σκεφθώ, εάν πρέπη τυφλώς να υπακούω εις ασαφείς, επικινδύνους και υπόπτους διαταγάς ανθρώπων μη γνωριζόντων τι κάμνουν και τι θέλουν. Θα σκεφθώ πλέον πως θα αποθάνω και εγώ και εκείνοι, που μου ενεπιστέφθητε […] Εάν αυτό που γίνεται είνε πολιτική (που δεν το πιστεύω) είνε άτιμον και δεν θα το εννοήσω ποτέ. […] Εννοώ κάλλιστα τα εθνικά συμφέροντα, δια τα οποία τοσάκις έχυσα το αίμα μου και δια τούτο υπέμεινα μέχρι αυτού του αξιοθρηνήτου σημείου. Αλλά δεν αντέχω πλέον. Εάν δε σταλή άλλος Ελληνικός στρατός ενταύθα, παρακαλώ να με αντικαταστήσετε, διότι φοβούμαι μήπως κάμμω καμμίαν ζημίαν. Άλλως τε και η υγεία μου είνε πολύ κακή πλέον. Εδοκίμασα όλας τας πικρίας. Φθάνει!»[15]

Αυτή ήταν η μία πλευρά, η άλλη ήταν αυτό το καταραμένο «μπολσεβίκικο πνεύμα» που έτρεμαν εξίσου βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί.  «Εχω την αίσθηση ότι ζω επάνω σε ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί από τη μια στιγμή στην άλλη […] Μέσα στην πόλι στέλλουμε τμήματα κάτω στο λιμάνι στα εργατικά κέντρα και πιάνουμε επικινδύνους Μπολσεβίκους», θυμάται για την Οδησσό ο ανθυπολοχαγός Γιάγκος Δραγούμης.[16] Ο εύζωνας Χρ. Καραγιάννης αναφέρει πως το πρώτο πράγμα που μάθαιναν μόλις αποβιβάζονταν στην Οδησσό ήταν πως «Ολη η πόλη είναι Μπολσεβίκοι, ώς κι οι γυναίκες, ακόμη πιο επίφοβες. Μπορεί να σας παρασύρουν και να σας δολοφονήσουν»[17] Ο αρχιμανδρίτης Φωστίνης είναι πιο …συγκρατημένος στις εκτιμήσεις του για τις πολιτικές προτιμήσεις των κατοίκων της Οδησσού: «τα δύο τρίτα των κατοίκων είναι μπολσεβίκοι»[18]

Οι μπολσεβίκοι από την πλευρά τους δεν κάθονταν με σταυρωμένα χέρια, γνώριζαν φυσικά και την ταξική σύνθεση των στρατευμάτων που είχαν εισβάλλει αλλά και την κατάσταση στο εσωτερικό τους. Συγκροτήθηκαν από τον Δεκέμβρη του 1918 μια σειρά από «Επιτροπές Διαφώτισης» των ξένων στρατιωτών. Στην Οδησσό η σχετική Επιτροπή διέθετε 10 επιμέρους «εθνικά» τμήματα, με ιδιαίτερη στόχευση φυσικά σε Έλληνες και Γάλλους στρατιώτες.[19] Σε προκήρυξη που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από την Ελληνική Κομουνιστική Ομάδα Οδησσού αναφερόταν:

«Με ποιους είστε: με τους εργάτες ή με τους καπιταλιστές; Αν είστε εργάτες, οφείλετε να είστε μαζί μας, γιατί κι εμείς είμαστε εργάτες […]Πολεμάμε για να σταματήσουμε την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο… για να ξυπνήσουμε τους εργαζόμενους όλης της Γης, να καταργήσουμε τους στρατούς και τους πολέμους… για ένα καλύτερο μέλλον, δικό σας και των παιδιών σας!»[20]

Στην Οδησσό κυκλοφορούσε και η εφημερίδα «Κομμουνιστής», η οποία τυπωνόταν και στα Ελληνικά, εκδιδόταν κάθε 10 μέρες σε 5.000-10.000 αντίτυπα. Με οργή ο στρατηγός των «λευκών» Σούλγκιν διαπίστωνε πως βρισκόταν «σε κάθε γωνιά της Οδησσού»[21]

Η κατάσταση αυτή ήταν αναμενόμενο να εκφραστεί με λιποταξίες ακόμη και με προσχωρήσεις στον Κόκκινο στρατό. Τον Απρίλη του 1919 «εμφανίστηκαν στην επαναστατική επιτροπή της Σεβαστούπολης πενήντα Ελληνες του εκστρατευτικού σώματος οι οποίοι εξέφρασαν την επιθυμία τους να προσχωρήσουν στον Κόκκινο Στρατό»[22]

Είναι ιδιαίτερα σημαντική η επιστολή που έστειλε ο Γάλλος υποστράτηγος Μπουρύ στον Ελληνα συνταγματάρχη Χρ. Τσολακόπουλο – Ρέμπελο:

«Το γραφείον πληροφοριών του στρατηγείου μου επληροφορήθη ασφαλώς ότι οι Ελληνες στρατιώται έχουν έλθει εις συμφωνίαν με τους Μπολσεβίκους και όχι μόνο δεν θα πολεμήσουν εναντίον των, όταν αυτοί επιτεθούν, αλλά θα ενωθούν μετ’ αυτών. Σας παρακαλώ να λάβητε σύντομα μέτρα προς πρόληψιν και ματαίωσιν των σχεδίων τούτων του εχθρού»[23] 

Η προσχώρηση Ελλήνων στρατιωτών στους μπολσεβίκους επιβεβαιώνεται και απ’ τον αντισυνταγματάρχη Νεόκοσμο Γρηγοριάδη, διοικητή του ΙΙ Συντάγματος ΠΖ του Εκστρατευτικού Σώματος. Το ελληνικό – εθνικιστικό – δαιμόνιο όμως βρήκε τη λύση για την αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων: Ο Γρηγοριάδης όχι μόνο παραδέχεται τη λιποταξία ενός δεκανέα και δύο στρατιωτών, αλλά αποκαλύπτει πως «σκηνοθέτησε» τη… δολοφονία τους, για να μην ακολουθήσουν και άλλοι το παράδειγμά τους! Γράφει αυτός ο πιστός υπηρέτης της «Μεγάλης Ιδέας» και των «ελληνοχριστιανικών ιδανικών»:

 «Τρόμαξα μια μέρα, που μου ανάφεραν στη Σεβαστούπολη, πως ελιποτάκτησεν ένας δεκανέας και δυο στρατιώτες – είναι κολλητικό το παράδειγμα – τους εξελόγιασεν η μπολσεβίκικη προπαγάνδα. Έπρεπε να κοπεί το κακό στην αρχή του. Φωνάζω τον αξιωματικό Καραδήμα, των πληροφοριών, και του λέγω κρυφά, χωρίς να πάρει κανείς άλλος είδηση, να ματώσει ένα χιτώνιο κι ένα πουκάμισο, αφού τους βάλει τον αριθμό μητρώου του δεκανέα λιποτάκτη και να κρύψει τη νύχτα με καμιά εξάρτυση (λουριά φυσιγγιοθηκών) σε κανένα απόμερον ακατοίκητο σπίτι. Να κάνει όμως καλά την ηθοποιία του – να μου τα φέρει λαχανιασμένος, τάχα βρίσκοντάς τα το πρωί, σε πολλούς μπροστά, φωνάζοντας, πως είχε πληροφορίες, ότι οι Μπολσεβίκοι κρατούσαν τον δεκανέα και τους δυο άνδρες σ’ ένα παλιόσπιτο, πήγε με συνοδεία, και να τι βρήκε – τους εσκότωσαν οι άτιμοι!»[24]

 

Η φυγή ήταν ακόμη πιο ντροπιαστική

Αν αναζητήσουμε μία αληθινή μάχη σε αυτήν την ντροπιαστική εκστρατεία θα αναφέραμε τη μάχη της Χερσώνας.  843 Έλληνες και 120 Γάλλοι στρατιώτες συγκρούστηκαν στο διάστημα 17-24 Φεβρουαρίου με τους μαχητές του αταμάνου Γκριγκόριεφ και τον εξεγερμένο ντόπιο πληθυσμό. Στην ημερήσια διαταγή του 34ου Συντάγματος η μάχη αναγορεύεται σε ηρωική σελίδα ισάξια των Θερμοπυλών και μάλιστα πιο ένδοξη αφού οι 300 του Λεωνίδα έπεσαν απλώς «αμυνόμενοι του πατρίου εδάφους», ενώ οι 117 νεκροί της Χερσώνας θυσιάστηκαν «υπέρ συμπάσης της ανθρωπότητος»[25].

Η πραγματικότητα ήταν κάπως διαφορετική. Σύμφωνα με τον συνταγματάρχη Καρακασσώνη, που αντικατέστησε τον Τσολακόπουλο στη διοίκηση του 34ου συντάγματος, «ο αταμάνος κι οι σύντροφοί του ρίχτηκαν στη μάχη με «πελέκεις, σφύρας και δρέπανα».[26]

Όπως παραδέχεται και αυτός ακόμα ο φανατικός ιεροκήρυκας αρχιμανδρίτης Φωστίνης:

«Από παντού έχουν επιτεθή [κατά] των στρατιωτών μας, από τους δρόμους, από τις θύρες των σπιτιών, από τα υπερώα, από τα παράθυρα, από τους εξώστας, με όπλα, με πιστόλια, με πολυβόλα, με χειροβομβίδες, ακόμη και με παλαιά σίδερα και με πέτρες και με ό,τι άλλον ετύχαινε μπροστά των· όλος ο κόσμος και οι πόρνες ακόμη από τους οίκους ανοχής πυροβολούν εναντίον των στρατιωτών μας»[27] 

Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν καλά για τους «απόγονους του Λεωνίδα». Ο Καρακασσώνης με αφοπλιστική ειλικρίνεια αναφέρεται στην εκκαθάριση ενός:

«εντελώς κατωκημένου τμήματος της πόλης, μετά την αντίστασιν, ην προέβαλον οι μπολσεβικίζοντες πολίται, Εβραίοι και αστυφύλακες εκ των οικιών και των προαυλίων αυτών δι’ όπλων και χειροβομβίδων» η εντεταλμένη μονάδα εφοδιάστηκε «διά ποσότητος βενζίνης κι άρχισε να πυρπολή τας ανθισταμένας οικίας»[28].

Παρά τις «ηρωικές» αυτές πράξεις τους τα «συμμαχικά» στρατεύματα συνετρίβησαν και εγκατέλειψαν πανικόβλητα την πόλη καταφεύγοντας στα Γαλλικά πλοία και εγκαταλείποντας τον εξοπλισμό τους: πυροβόλα, πολυβόλα, αποσκευές αξιωματικών, κλινοσκεπάσματα, μαγειρικά σκεύη και αμάξια, αφού πρώτα σκότωσαν ό,τι πρόλαβαν από τα μεταγωγικά ζώα τους. Όπως διευκρινίζει, εκφράζοντας τη λύπη του, ο συνταγματάρχης Καρακασσώνης αυτοί που την πλήρωσαν ήταν οι «φιλήσυχοι πολίτες» που επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν την πόλη που πια ελεγχόταν από τους μπολσεβίκους. Μετατράπηκαν «εις μάζας αμόρφους από τα υπερμεγέθη βλήματα» των Γαλλικών αντιτορπιλικών![29]

Αντίστοιχη ήταν η εικόνα και στη Σεβαστούπολη. Αφηγείται ο Νεόκοσμος Γρηγοριάδης πως με την έναρξη της επίθεσης του Κόκκινου στρατού «οι Μπολσεβίκοι μέσα στασιάζουν. Σχεδόν από κάθε σπίτι μάς τουφεκούν με τουφέκια και πολυβόλα».[30] Η φρουρα της Σεβαστούπολης λίγα σπίτια θα προλάβει να κάψει, αποχώρησε γρήγορα και ανάιμακτα.

Καλύτερα από τα επίσημα κείμενα το κλίμα το περιγράφουν τα ημερολόγια των στρατιωτών, όπως του Χρίστου Σκούρτη από την Κορινθία που πήρε μέρος στη μάχη του Μάλι Μπουγιαλίκ στις 24 Μαρτίου:

 «Τότε λοιπόν παίρνομε δρόμο και είπα “βόηθα Παναγία μου και θα έρθω να σε λειτουργήσω”. Οσοι γλυτώσαμε τροχάδη το πήραμε 20 χιλιόμετρα για 1 ώρα».[31]

Μετά από τις διαδοχικές αυτές ήττες η Οδησσός αποκόπηκε πλήρως από την ενδοχώρα. Με τις δυνάμεις τους σε διάλυση οι Γάλλοι ήταν αναγκασμένοι να καταβάλουν κάθε προσπάθεια, ώστε να αποφύγουν μια στρατιωτική πανωλεθρία. Στις 20 Μαρτίου έφτασε στην Οδησσό ο Franchet d’ Espérey, αντικαθιστώντας το στρατηγό Henri Berthelot. Ο d’ Espérey αναδιοργάνωσε το σχέδιο άμυνας και πήρε όλα εκείνα τα μέτρα που προοιωνίζονταν την οριστική εγκατάλειψη της εκστρατείας.

Στις 25 Μαρτίου, στο συμμαχικό συμβούλιο στο Παρίσι, οι ηγέτες της Entente συμφώνησαν ομόφωνα «να μη σπαταλήσουν άλλες δυνάμεις για τη διατήρηση μιας τόσο επισφαλούς θέσης.». Τί κομψός τρόπος να περιγράψεις μια πανωλεθρία! Έτσι, αποφασίστηκε η εκκένωση της Οδησσού και η παροχή στήριξης στη Ρουμανία, η οποία και αναγορεύτηκε σε νέο προπύργιο της μάχης κατά του Μπολσεβικισμού.[32]

Και το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα; Η παρούσα στην Ουκρανία ελληνική διοίκηση αγνοούσε τον επαναπροσδιορισμό της συμμαχικής πολιτικής., κανείς δεν ασχολήθηκε να τους ενημερώσει. Ο Βενιζέλος βρισκόταν στο Παρίσι.  «Θορυβημένος από τις εξελίξεις»  ο «εθνάρχης» έδωσε εντολή στο στρατηγό Νίδερ να μεταβεί «άνευ αναβολής» στην Οδησσό, προκειμένου να αναλάβει προσωπικά τη διοίκηση του ελληνικού στρατού, να κρίνει τον βαθμό επικινδυνότητας των επιχειρήσεων και να μειώσει το ρίσκο για τον ελληνισμό. Στα τέλη Μαρτίου! Κι αφού όλα είχαν κριθεί![33]

Τον Νίδερ ακολούθησαν και οι διοικητές των Μεραρχιών, υποστράτηγοι Βλαχόπουλος και Νεγρεπόντης, κι αυτοί από τη Θεσσαλονίκη διοικούσαν.  Ταυτόχρονα ξεκίνησε από τη Ρουμανία και ο Βασίλης Δενδραμής, ως πολιτικός εκπρόσωπος της Ελλάδας, με την εντολή να «προστατεύσει τον ελληνισμό». Στις 26 Μαρτίου η αποστολή Νίδερ έφτασε στην πολιορκούμενη Οδησσό, ουσιαστικά για να οργανώσει την απεμπλοκή του ελληνικού στρατού του με το μικρότερο δυνατό κόστος.

Στις 31 Μαρτίου 1919 η γαλλική διοίκηση ενημέρωσε τους προξένους των διαφόρων εθνοτήτων για την απόφαση εγκατάλειψης της εκστρατείας.. Έως τις 5 Απριλίου το σύνολο των συμμαχικών στρατευμάτων είχε ξεκινήσει την αργή και κοπιαστική πορεία υποχώρησης προς τη Βεσσαραβία. Στις 6 Απριλίου ο Grigoriev εισήλθε θριαμβευτής στην πόλη.

Να κλείσουμε αυτό το κεφάλαιο με την πιο μαύρη, μεταξύ πολλών, σελίδα αυτής της εκστρατείας: Στη Σεβαστούπολη ο  Ελληνικός στρατός άνοιξε πυρ κατά των ντόπιων εργατών και Γάλλων ναυτών που διαδήλωναν μαζί υπέρ της σοβιετικής εξουσίας και κατά της επέμβασης. Δώδεκα ναύτες και έξι εργάτες έπεσαν νεκροί, προκαλώντας τη μήνη και κατακραυγή του ντόπιου πληθυσμού αλλά και των ναυτών του γαλλικού στόλου. Ορισμένα πλοία μάλιστα θα σηκώσουν αργότερα κόκκινη σημαία, αναγκάζοντας τη γαλλική κυβέρνηση να αποσύρει άρον άρον συνολικά τα στρατεύματά της συνολικά από τη Νότια Ουκρανία. Τα γεγονότα καταγράφονται αναλυτικά από τον Αντρέ Μαρτί που ήταν  μηχανικός αξιωματικός στο θωρηκτό Jean Bart, το πλήρωμά του οποίου στασίασε τον Απρίλη του 1919.[34]

 

Χρειάζεται άραγε αποτίμηση;

Η εκστρατεία στην Ουκρανία ήταν η μεγαλύτερη σε μέγεθος αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων σε επιχειρήσεις εκτός Ελλάδας  (εξαιρουμένης φυσικά της Μικρασιατικής εκστρατείας) ξεπερνώντας ακόμη και τη συμμετοχή στον πόλεμο της Κορέας, τη δεκαετία του 1950. Οι συνολικές απώλειες του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος ανήλθαν σε 398 νεκρούς και 657 τραυματίες.

Από την επίσημη ιστορία επιχειρήθηκε η υποβάθμιση της σημασίας της και ο χαρακτηρισμός της ως μεμονωμένο στρατιωτικό επεισόδιο, «πρελούδιο» της μικρασιατικής περιπέτειας, με «αντίδωρο» τη Σμύρνη.[35] Σύμφωνα με τον Κ. Διώγο « ήταν η κορύφωση μιας πολύπλευρης και πολυετούς πολιτικής, που έκανε χρήση όλων των μέσων, διπλωματικών και στρατιωτικών, με τελικό στόχο την εθνική και εδαφική ολοκλήρωση, όπως αυτή υπαγορευόταν από τα οράματα της Μεγάλης Ιδέας» και εκφραζόταν μέσω του δόγματος των συμπλεόντων συμφερόντων με τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία.»[36]

Στην πραγματικότητα η εκστρατεία στη Νότιο Ρωσία ήταν η πιο πιστή, κυνική και απαλλαγμένη από αστεία ιδεολογήματα εφαρμογή της «Μεγάλης Ιδέας»: Η χρήση κάθε μέσου, διπλωματικού και στρατιωτικού, ηθικού και – κατά κανόνα – ανήθικου με σκοπό της επέκταση των συνόρων σε περιοχές οικονομικού και γεωστρατηγικού ενδιαφέροντος για την αστική ελληνική τάξη. Και είναι πολύ σημαντικό πως εμπνευστής και καθοδηγητής αυτής της συμμετοχής υπήρξε ο πιο προβεβλημένος εκπρόσωπός της, ο Ελευθέριος Βενιζέλος.

Παρά τις προσπάθειες φιλικών προς αυτόν ιστορικών να τον εμφανίσουν από «απρόθυμο» και «διστακτικό» ως και «αμέτοχο», η ιστορική αλήθεια είναι αμείλικτη. Συνειδητά, ασκώντας μυστική διπλωματία, καταπατώντας κάθε δημοκρατική διαδικασία και παραπλανώντας ακόμη και τη Βουλή, ο Βενιζέλος πρόσφερε εθελοντικά τον ελληνικό στρατό θυσία για τα συμφέροντα των αγγλογάλλων ευελπιστώντας στη στήριξή τους στις μεγαλοιδεατικές, επεκτατικές φιλοδοξίες της ελληνικής αστικής τάξης. Είναι ενδεικτικό πως παρά το πρωτοφανές πολιτικό και στρατιωτικό φιάσκο όχι απλώς δεν προβληματίστηκε αλλά αντίθετα, σε μια κίνηση υψηλού συμβολισμού, θα στείλει απευθείας από την Οδησσό το ντροπιασμένο εκστρατευτικό σώμα να αποβιβασθεί στη Σμύρνη τον Μάη του 1919.

Αυτόν τον συμβολισμό οφείλουμε να τον αναδείξουμε: Η Μικρασιατική εκστρατεία αποτελεί ενιαίο ιστορικό προτσές με την εκστρατεία στην Ουκρανία. Παρά τις σημαντικές διαφορές στα χαρακτηριστικά και στους στόχους η λογική είναι η ίδια. Άλλωστε αυτό δεν αποτελεί ανακάλυψη, οι πρώτοι που το σηματοδότησαν ήταν οι ιδεολογικοί εκφραστές της «Μεγάλης Ιδέας». Ας επαναλάβουμε το σύνθημα με το οποίο ξεκίνησε η εκστρατεία στην Ουκρανία: « Ο δρόμος για την Μικρά Ασία περνά από την Ουκρανία».

Μερικές επισημάνσεις ακόμη: Δεν είναι μόνο η επίσημη ιστοριογραφία που σιωπά. Το κορυφαίο αυτό ιστορικό γεγονός υποβαθμίζεται κι από καινοφανείς θεωρίες περί «μη εξάρτησης» της Ελλάδας από ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Η περιπέτεια στην Ουκρανία αποτελεί την καλύτερη απόδειξη πως η εξάρτηση δεν ήταν μια συγκυριακή διαδικασία αλλά δομικό στοιχείο της συγκρότησης, λειτουργίας και ιδεολογίας του ελληνικού κράτους, της άρχουσας τάξης του και τελικά της ίδιας της «Μεγάλης Ιδέας». Να υπενθυμίσουμε πως την περίοδο 1913  – 1923 η Ελλάδα βίωσε τον αιματηρό Διχασμό. Στην περίπτωση αυτή, ο Διχασμός καταλάγιασε.

Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε τον νέο παράγοντα που έρχεται στο προσκήνιο στη διεθνή σκηνή αλλά και στο εσωτερικό της χώρας, το εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα. Η παρουσία της Σοβιετικής Ένωσης αλλάζει ριζικά το διεθνές σκηνικό και επηρεάζει φυσικά και το εσωτερικό κάθε χώρας. Στην Ελλάδα αυτοί που ανοιχτά αντιτάχθηκαν στην εκστρατεία ήταν το νεοσύστατο Σ.ΕΚ.Ε., οι κοινωνικές οργανώσεις και ο τύπος που επηρέαζε. Αυτό λειτούργησε καταλυτικά για τον ιδεολογικό προσανατολισμό τους που θα εκφραστεί και με τη στάση τους στην Μικρασιατική εκστρατεία

 

[1]Κώστας Αυγητίδης, «Η στρατιωτική επέμβαση των καπιταλιστικών χωρών ενάντια στη σοβιετική Ρωσία και η Ελλάδα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1999, σελ. 135

[2]  Γιάννης Κορδάτος, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμ. ΧΙΙΙ, εκδ. «20ός Αιώνας», Αθήνα, 1959, σελ. 521

[3] Ορφέας Οικονομίδης, «H Ουκρανική Εκστρατεία και οι Ελληνες φαντάροι», «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», τχ. 11/1977, σελ. 56

[4] Νεόκοσμος Γρηγοριάδης, «Ο στρατός μας στα ξένα», Σμύρνη 1919, εκδ. Τυπογραφείον «Αμαλθείας», σελ. 35

[5] Κ. Διώγος, ο,π.

[6] Έκθεση Σταυριδάκη προς Πολίτη, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο ( ΕΛΙΑ ), Αρχείο Βενιζέλου / Φακ. 9.5 /, Σεβαστούπολη 20 Μαρτίου 1919, αρ. 40, σ. 4.

[7] Παναγιώτης Ι. Παναγιωτόπουλος, Αναμνήσεις Εκ Του Μακεδονικού, Ουκρανικού και Μικρασιατικού Μετώπου, Αθήνα: εκδ. Ιωλκός, 2003, σ. 51-52.

[8] Κ. Διώγος, ο.π.

[9] Κωνσταντίνος Νίδερ, «Η Εκστρατεία της Ουκρανίας», Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 1, Αθήνα, 1927, αρ. 6-36

[10]  Χρήστος Καραγιάννης, «Το ημερολόγιον Χρήστου Καραγιάννη 1918-1922», εκδ. «Απόστολος Αποστολόπουλος», Αθήνα 1976, σελ. 51

[11]Χρήστος Καραγιάννης, ο.π., σελ. 71

[12] Τάσος Κωστόπουλος, «Ο στρατός μας που πήγε στην Κριμαία», Εφημερίδα των Συντακτών, 14/04/2019

[13] Χρήστου Αλεξόπουλου, «Το ημερολόγιο του εύζωνα Χρήστου Αλεξόπουλου», εκδ. Ξυράφι, Καβάλα 2011, σ. 54

[14] Ο.π. σελ. 55

[15] Αρχείο Διέυθυνσης Ιστορίας Στρατού (Δ.Ι.Σ.), Τσολακόπουλος προς τη II Μεραρχία, εν Οδησσώ τη 8/21 Φεβρουαρίου 1919, φάκ. 264 

[16] Τ. Κωστόπουλος, ο.π.

[17] Χρ. Καραγιάννης, ο.π., σελ. 60

[18] Παντελεήμων Φωστίνης, «Ο ελληνικός στρατός στη Ρωσσία» Πειραιάς 1988, εκδ. Αθως, σελ. 238

[19]Κώστας Αυγητίδης, ό.π., σελ. 254-255

[20] Ο.π., σελ. 238 -239

[21] Ο.π., σελ. 241,244

[22]  Δημήτρης Καταϊφτσής, «Ελληνες στην Κριμαία του ρωσικού εμφυλίου πολέμου (1918-1921)», «Ιστορικά Θέματα», τ.119, σελ.75

[23] Ορφέας Οικονομίδης, «H Ουκρανική Εκστρατεία και οι Ελληνες φαντάροι», «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», τχ. 11/1977, σελ. 56-57 και «Ριζοσπάστης», 19-7-1929

[24] Π. Α. Ζάννας, «Εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία 1919», εκδ. «Ερμής», Αθήνα 1982, σ. 151-152

[25] Αρχείο της Π.Σ. Δέλτα,  «Β’. Νικόλαος Πλαστήρας», Αθήνα 1979, εκδ. Ερμής, σελ. 130 -131
[26] Πέτρος Καρακασσώνης, «Ιστορία της εις Ουκρανίαν και Κριμαίαν υπερποντίου εκστρατείας τω 1919», Εν Αθήναις 1933, Τύποις Α.Θ. Λαμπρόπουλου, σελ. 64

[27] Π. φωστίνης, ο.π., σελ. 226 -227

[28] Π. Καρακασσώνη, ο.π., σελ. 83

[29] Ο.π., σελ. 89 -91

[30] Τ. Κωστόπουλου, ο.π.

[31] Ο.π.

[32] Κ. Διώγος, ο.π.

[33] Μουσείο Μπενάκη, «Αρχείο Βενιζέλου», Βενιζέλος προς Υπουργείο Εξωτερικών, Φακ. 17,  , Λονδίνο, 15/28 Φεβρουαρίου 1919 

[34] Αντρέ Μαρτί, «Το έπος της Μαύρης Θάλασσας», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2013

[35]  Γιάννης Γιαννουλόπουλος, Η ευγενής μας τύφλωσις, εκδ. Βιβλιόραμα,  Αθήνα 1999, σ. 253-254.

[36] Κ. Διώγος, ο.π.

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ