Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ
Για να απαντηθεί το ερώτημα πρέπει πρώτα να απαντηθεί ένα άλλο: τι σημαίνει πρόοδος; Για τον ελληνικό λαό θα σήμαινε ότι θα μπορεί να απολαμβάνει σχέσεις ειρήνης και φιλίας με τη γειτονική χώρα και παράλληλα να ασκεί τα κυριαρχικά δικαιώματα που δικαιούται με βάση το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, πρώτα απ’ όλα με την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ. και με την κατανομή της ΑΟΖ με βάση τα κριτήρια της Σύμβασης. Για το τουρκικό κατεστημένο πρόοδος σημαίνει ότι θα μπορεί να επιβάλλει -σε ένα βαθμό τουλάχιστον- τις αντίθετες με το διεθνές δίκαιο αξιώσεις του.
Μπορεί να υπάρξει πρόοδος στις σχέσεις των δύο χωρών προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση; Με δεδομένες τις εγχώριες και διεθνείς συνθήκες δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος με την έννοια της κατοχύρωσης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Μπορεί να υπάρξει πρόοδος με την έννοια της ικανοποίησης κάποιων τουρκικών επιδιώξεων αλλά αυτό θα σήμαινε μια μείζονα πολιτική κρίση για όποια ελληνική κυβέρνηση προέβαινε σε περαιτέρω υποχωρήσεις.
Κατά συνέπεια ένα πολύ πιθανό σενάριο είναι αυτό της φαινομενικής στασιμότητας, της αέναης συζήτησης με την τουρκική πλευρά με παράλληλα de facto πάγωμα της υπάρχουσας κατάστασης. Όμως, η στασιμότητα αυτή ενέχει στην πραγματικότητα μια ακόμη υποχώρηση της ελληνικής πλευράς. Αυτό συμβαίνει γιατί οι συνομιλίες δεν γίνονται μόνο επί του μοναδικού υπαρκτού ζητήματος της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ αλλά και επί άλλων αξιώσεων της Τουρκίας, όπως επίσης προϋποθέτουν ως δεδομένη την άρνηση της Τουρκίας να δεχτεί ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη στα 12 ν.μ. Το κλίμα αυτό προλειαίνει ουσιαστικά το έδαφος στην ελληνική κοινή γνώμη για περαιτέρω υποχωρήσεις, υπό τη διακριτική πάντοτε παρότρυνση του συμμαχικού παράγοντα.
Υπάρχει όμως και το σενάριο της σταδιακής υπέρβασης της στασιμότητας. Αλλά αυτό απαιτεί ριζική στροφή. Σημαίνει ότι η χώρα μας θα ασκήσει ουδετερόφιλη, πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Όσο είμαστε δεδομένοι σύμμαχοι, όσο αναζητάμε καταφύγιο στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ, που αποδεδειγμένα παίζουν διπλό παιχνίδι, τόσο η πίεση για υποχωρήσεις θα μεγαλώνει.
Στο κάτω κάτω γιατί να μην παραδειγματιστούμε από την Τουρκία η οποία αναπτύσσει σχέσεις με τη Ρωσία και την Κίνα; Αντίθετα η Ελλάδα ακολουθώντας πιστά το ΝΑΤΟ στρέφεται ολοένα και εντονότερα εναντίον τους. Ωθεί τις χώρες αυτές στην αγκαλιά της Τουρκίας, χάνει ευκαιρίες πιθανών συνεργασιών και συγκλίσεων. Ο κόσμος όμως δεν είναι πλέον μονοπολικός. Υπάρχουν οι χώρες BRICS, η Ομάδα των 77, που διαδραματίζουν αυξανόμενο ρόλο και που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν διπλωματικά.
Μια πολιτική ειρήνης, μακριά από στρατιωτικούς συνασπισμούς και εμπλοκή σε διενέξεις των μεγάλων δυνάμεων, θα προσέδιδε ένα υψηλό ηθικοπολιτικό κύρος στην ελληνική εξωτερική πολιτική και θα μπορούσε να εξασφαλίσει τις απαραίτητες διπλωματικές συνεργασίες για την υποστήριξη των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.