Δυστυχώς, κάθε λογική ανασυγκρότησης προσκρούει στη λογική απαίτηση (διατύπωσης) προαπαιτουμένων· όχι προϋποθέσεων. Κάθε ειλικρινής προσπάθεια σύνθεσης των όποιων αριστερών υπολειμμάτων σε νέα, χρονικά, προτάγματα οφείλει να είναι ανοικτή στα όποια ενδεχόμενα.
Η εποχή του ιδεολογικού αναχωρητισμού εξακολουθεί να είναι «επίκαιρη». Δεν είναι όμως υποχρεωτική. Αντιθέτως, σήμερα μπορούμε μετ’ ασφαλείας να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως τίποτα (μα τίποτα) δεν μπορεί να περιχαρακώσει την ανάγκη να συνευρίσκονται οι σύντροφοι στο κοινωνικό περιθώριο –όπου έτσι κι αλλιώς μπορούμε να επικοινωνούμε τις ανάγκες μας, χωρίς να γινόμαστε άλλοθι αλλότριων σκοπιμοτήτων– ελεύθεροι θρησκευτικών πεποιθήσεων, ιδεολογημάτων, ψυχαναγκασμών, «πρέπει» και κάθε μορφής προϋποθέσων.
Για να το πω ωμά: αν, προκειμένου να υπάρξει πολιτικός διάλογος, προηγείται να έχουν συμφωνήσει οι συνδιαλεγόμενοι/ες,… ε, τότε, μην περιμένουμε να πάει μακριά η βαλίτσα.
Ωστόσο, ο διάλογος για την «ανασυγκρότηση της κομμουνιστικής προοπτικής» εν μέσω προϊούσης κοινωνικής αποδιαλύσεως και αποσύνθεσης του τυμπανιαίου πτώματος που έχει καταντήσει η Αριστερά σε όλον τον παλαιό δυτικό κόσμο –μήδε της επαναστικής εξαιρουμένης (εάν κι εφόσον αναγνωρίζουμε ιστορικές καταβολές στα πολιτικά φαινόμενα)– απαιτεί αυστηρή οριοθέτηση.
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, είναι η ανάγκη αδήριτη να συζητάμε, πέραν του γιατί, πρωτίστως το πώς και το τι. Με άλλα λόγια, πέραν των εγκυκλοπαιδικών-ακαδημαϊκών αναλύσεων, της ατέρμονης θεωρητικολογίας και των ιδεολογιών που επιβεβαιώνουν ότι τζάμπα βραχνιάζαμε κάμποσα χρόνια, η λογική συνεπαγωγή της διαπίστωσης πολιτικού ελλείμματος είναι η αναζήτηση πολιτικών απαντήσεων. Αυτή είναι η κοινή ταυτότητα όσων συνευρίσκονται σε συναντήσεις, όπως η σημερινή.
Ως συνήθης απόληξη όλων των ανωτέρω παραμένει το μεσοδιάστημα μεταξύ δύο επαναλήψεων μιας, εκ προοιμίου, «τελετουργικής» διαδικασίας – και την οποία, αγωνιωδώς, οι συμμετέχοντες προσπαθούν να αποφύγουν. Μας αδικεί οπωσδήποτε η θεώρηση της αποτυχίας ως αναπόφευκτης. Πιο πολύ όμως απογοητεύει η «στατιστικώς βεβαία» ανώμαλη προσγείωση στην πραγματικότητα. Κι επειδή δεν μπορούμε την πραγματικότητα να καταργήσουμε, μήτε την αδυναμία πολιτικής παρέμβασης να υποκαταστήσουμε, καταφεύγοντας σε λογικές κινηματισμού, ή/και κοινοτισμού, ή/και «προσωπικών» πολιτικών, καλόν θα ήτο να επιχειρείται εγκαίρως η εννοιολογική αποσαφήνιση της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας, ώστε ο διάλογος να μην εκτραπεί είτε σε πολυλογία είτε σε μεταξύ μας ζύμωση.
Άρα, χωρίς προϋποθέσεις μεν εντός πλαισίου δε και όπου οι διοργανωτές κατοχυρώνουν (όπως κατά τη γνώμη μου οφείλουν να κάνουν) τη θεματική, το σκοπό και τα μέσα επίτευξης – ως προαπαιτούμενα για να μη γίνεται η πολιτική συζήτηση κουβέντα για την κουβέντα, αχταρμάς, ευκαιρία αυτοεπιβεβαίωσης ή συνώνυμης γκρίνιας . Και κάτι ακόμη: η αναζήτηση προϋποθέσεων ανατρεπτικής πολιτικής παρέμβασης (εδώ δικαιολογείται η χρήση του όρου) στη σημερινή εξαιρετικά δύσβατη συγκυρία για όλη την υπαρκτοανύπαρκτη Αριστερά διευκολύνεται τα μάλλα εάν, μπαίνοντας στον κόπο της σχετικής συζήτησης, αφήσουμε στην είσοδο –μαζί με το πολύ βαρύ φορτίο των ιδεολογικών μας αποσκευών– ναρκισσισμό και κυρίως βεβαιότητες.
Στα προαπαιτούμενα του διαλόγου συμπεριλαμβάνονται:
– Η εννοιολογική αποσυμφόρηση της πολιτικής πρότασης από τα ιδεολογικά επιφαινόμενά της . Οι ιδεολογίες είναι χρήσιμες (ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή κατά την οποία, και παρά την κρίση, ο μεταμοντερνισμός εξακολοθουθεί να γοητεύει και πολλούς/ές συντρόφους και συντρόφισσες)· εντούτοις δεν είναι πολιτική. Ακριβολογώντας, θα έλεγα ότι είναι άλλοθι της δεξιάς σοσιαλδημοκρατίας στην ειδεχθέστερη μορφή της, όταν αυτή μετατρέπει τη γνώση σε υπερπαραπληροφόρηση, τον εργάτη σε απασχολήσιμο και τον πολίτη σε μαζάνθρωπο, δικαιολογεί τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις ονομάζοντάς τες ανθρωπιστική βοήθεια, υπεραμύνεται της κάθε ραισιστικής πολιτικής εν ονόματι του δημοσίου συμφέροντος κ.λπ.
– Επίσης κι εν προκειμένω, η διατύπωση πολιτικής αντιπρότασης οφείλει να αποσαφηνίζει τον στρατηγικό στόχο από τα ζητήματα τακτικής, αλλά και χωρίς να παραιτείται από αυτόν. Κυρίως όμως, απαιτείται απάντηση στην πράξη όσον αφορά την υπαρκτή πιθανότητα συνύπαρξης στατηγικών και προγραμματικών αιτημάτων (π.χ. θέματα δημοκρατίας, αυτοδιαχείρισης-αυτοδιεύθυνσης).
Σε κάθε περίπτωση πάντως, λογικές αναγωγής των κάθε λογής διεκδικήσεων στη Δευτέρα Παρουσία οφείλουν να αποκλεισθούν από κάθε περαιτέρω συζήτηση ως αυτόχρημα δεξιές κι ευλόγως ψυχιατρικού ενδιαφέροντος. Συνώνυμη διατύπωση: ούτε στον σοσιαλισμό, ούτε στον κομμουνισμό, μήτε αναθέτοντας σε μαμά, κόμμα, Θεό να γίνουν πρόκειται ό,τι εμείς δεν κάνουμε στο εδώ και τώρα (ισχύει και για τις θεωρητικές επεξεργασίες και για τις «κομματικές» συγκροτήσεις).
– Η αποστασιοποίηση της συνολικής πολιτικής πρότασης από προγραμματικές διατυπώσεις τεχνοκρατικού χαρακτήρα οι οποίες (χωρίς να λένε επί της ουσίας οτιδήποτε τόσο για τα επιμέρους όσο και για τα γενικότερα ζητήματα, λειτουργούσες μεταξύ αιτηματολογίου κι ευχετηρίου), καταλήγουν να εντάσσονται στους καθεστωτικούς μηχανισμούς ιδεολογικής χειραγώγησης. Συνώνυμη διατύπωση: ο εγκλεισμός συντρόφων σε (πολλάκις πανεπιστημιακούς) γυάλινους πύργους εμπεριέχει τον κίνδυνο μίας άλλης μορφής αναχωρητισμού, δηλαδή την αποϊδεολογικοποίηση της πολιτικής, εξίσου –αν όχι περισσότερο– επικίνδυνη να υπονομεύει κάθε μορφή συγκρότησης, αλλά και κάθε αγώνα.
– Ο υπογράφων κρίνει αναγκαίο να καταβάλλεται προσπάθεια ξεπεράσματος –μέσα σε κάθε διάλογο– καθιερωμένων παρατακτικών αντιλήψεων (συνήθως σταλινογενούς προελεύσεως), που βολεύουν ως καταφύγιο, αλλά οδηγούν, με σχεδόν μαθηματική ακρίβεια, σε επί του πρακτέου αδιέξοδα. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι ο λόγος ήταν, είναι και θα είναι μορφή πράξης. Ο υπογράφων προτείνει ο κάθε διάλογος να εμπεριέχει τη βλάσφημη κι αιρετική δυνατότητα, τουλάχιστον ως σοβαρή πιθανότητα, να αναθεωρούνται οι συνεπαγωγές, οι οποίες προκύπτουν από το splitting θεωρίας-πράξης, καθοδήγησης-συμμετοχής, ανάλυσης-σύνθεσης και από τη συνακόλουθη διάσταση μεταξύ κοινωνικού και πολιτικού.
Τα παραπάνω ορίζουν την απολύτως υλιστική θέση πως η πολιτική, καταρχήν, είναι μέσα στη ζωή και δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την όποια μεταφυσική. Έτσι άλλωστε μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα ξεπεράσουμε την ακραία σεχταριστική λογική της ανάθεσης σε θεσμούς, κόμματα-αποκόμματα, θεωρητικολογία, εξειδίκευση στο περιτύλιγμα επαναλαμβανόμενων ιδεοληψιών, «κοινωνικά κινήματα», της πολιτικής, ως και ατομική δέσμευση-υπευθυνότητα (εδώ μιλάμε για προϋπόθεση). Έτσι άλλωστε (ο υπογράφων θεωρεί μόνον έτσι), η κάθε επιδιωκόμενη συγκρότηση μπορεί να έχει ανατρεπτικά-αντικαθεστωτικά-σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά και να μην αυτοεξαντλείται σε «κομμουνιστικά μνημόσυνα».
– Η ανάλυση της μορφής της σημερινής πραγματικότητας δεν μπορεί να αντίκειται στη σύνθεση προτεινόμενων αντιδομών. Η μετάβαση, όμως, σε άλλες σχέσεις παραγωγής και κοινωνικής οργάνωσης (έστω υπό τη μορφή δυαδικής εξουσίας) απαιτεί επίπονη και εμπεριστατωμένη καταγραφή των δεδομένων της ενεστώσης πραγματικότητας, που, ωστόσο, αλλάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Προκύπτει από τη διαπίστωση αυτή εγγενής αντίφαση; Φοβούμαι πως ναι, και θεωρώ ότι είναι μείζον θέμα το τι έχει ο καθένας μας στο κεφάλι του ως προεικόνα της πραγματικότητας.
Από αυτή τη σκοπιά διαχρονική απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα δεν υπάρχει. Η μόνη εκδοχή δυνατότητας επίλυσης στην πράξη («just do it and then think it») είναι ότι έγινε έναν αιώνα πριν –τον 11° του 1917– οπότε υλοποιήθηκε το σύνθημα «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ εργατών-αγροτών-στρατιωτών» για να σταματήσει ο πόλεμος, να μοιρασθεί η γη και να εφαρμοσθεί το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης. Προτείνω να προσέξουμε ότι τα παραπάνω δεν αποτελούσαν προγραμματικό «κατεβατό», αλλά πολιτικές θέσεις, τις οποίες οι άνθρωποι πραγματικά εννοούσαν. Ωσαύτως (και προς αποφυγήν παρεξηγήσεων), προτείνω όπως «βασανιστικά» επανελέγχεται η κάθε πολιτική θέση ως δυνητικώς επιρρεπής στην ταυτολογία-αυτοαναφορά.
– Συνακόλουθα –και με κάποιες επιφυλάξεις– προτείνω υπό μορφήν ερωτημάτων δικές μου παρατηρήσεις, σαν συμπλήρωση υποθετικού περιγράμματος-thème (αρκεί η επιγραμματική παράθεση στρατηγικών επιλογών-στόχων κι όπου το ζητούμενο είναι να γίνονται «πενηνταράκια»):
1. Η πολιτική είναι συγκεκριμένη απάντηση στη συγκυρία· δεν είναι η τέχνη του εφικτού, δεν είναι επάγγελμα, δεν είναι επιστήμη, δεν είναι τρόπος ζωής και κυρίως ( αντιστρέφοντας τη γνωστή διατύπωση) δεν είναι ο πόλεμος με άλλα λόγια .
2. Πρωταρχική προϋπόθεση της πολιτικής είναι το timing. Ό,τι σήμερα είναι σωστό, αύριο μπορεί να είναι τελείως λάθος.
3. Άλλη βασική προϋπόθεση είναι ότι δεν υπάρχει πολιτική υπεράνω της κοινωνίας όπου συγκρούονται ομαδοποιημένα συμφέροντα. Κατά συνέπεια δεν υφίσταται διαταξική πολιτική.
4. Η κάθε τάξη-κοινωνική ομάδα, το κάθε κοινωνικό στρώμα, αναζητώντας συμμάχους, απευθύνονται εξ ανάγκης στο διαταξικό εθνικό ακροατήριο – χωρίς να χρειάζεται να γίνονται αρεστοί στην όποια πλειοψηφία.
5. Η κάθε πολιτική καθορίζεται από τη δυνατότητα (ή την αδυναμία της) να αναφέρεται στην παραγωγή, την παραγωγή υπεραξίας, την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, την επικρατούσα ιδιοκτησιακή λογική στη σχέση με τον άλλο, τους μηχανισμούς ιδεολογικής χειραγώγησης και να περιγράφει εναλλακτικές κοινωνικές δομές.
6. Δεν υπάρχει αριστερή πολιτική δίχως να απαντά στα συγκεκριμένα.
7. (Πέραν του διακοσμητικού χαρακτήρα) δεν υπάρχει αριστερή πολιτική που να αρνείται την προοπτική της πλήρους κοινωνικοποίησης της παραγωγής (και των υπηρεσιών), της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας – και υπό τη συλλογική της μορφή (αν όχι πρωτίστως υπό την τελευταίαν αυτή) και της κατάργησης του κληρονομικού δικαίου.
8. Δεν υπάρχει αντιϊμπεριαλισμός χωρίς γεωπολιτική μετάφραση.
9. Δεν υπάρχει διεθνισμός που να μην αναγνωρίζει το δικαίωμα να έχει πατρίδα κάθε λαός και το δικαίωμα στον κοινοτικό πολιτισμό για κάθε άνθρωπο.
10. Δεν υπάρχει κομμουνιστική-σοσιαλιστική προοπτική που να μην αναγνωρίζει τη διεύρυνση της δημοκρατίας ως απόλυτη προτεραιότητα και που να μην την υπερασπίζεται άνευ όρων και παντού.