Η ανατροπή του Έβο Μοράλες οδήγησε, όχι μόνο σε μια μεταβατική κυβέρνηση, αλλά σε ένα νέο πολιτικό και κοινωνικό μπλοκ που επιδιώκει να «επανιδρύσει» τη χώρα, σβήνοντας όσο το δυνατόν περισσότερα ίχνη, σύμβολα και πολιτικές των τελευταίων 14 ετών.
Η σημερινή κατάσταση της Βολιβίας μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο αν ληφθεί υπόψη η ακόλουθη ιδέα του κοινωνιολόγου Fernando Calderón: «Στη Βολιβία το κράτος είναι πολύ αδύναμο και η κοινωνία είναι πολύ ισχυρή». Αυτό εξηγεί τόσο τις ιδιαιτερότητες της πτώσης του Προέδρου Έβο Μοράλες, που δεν θα αναλύσουμε εδώ, όσο και τα γεγονότα των δύο πρώτων μηνών της μετάβασης την οποία προκάλεσε.
«Το κράτος της Βολιβίας είναι αδύναμο» σημαίνει ότι τα θεσμικά του όργανα δεν διαθέτουν μια συμπαγή οντότητα και εργαλειοποιούνται εύκολα από ομάδες πίεσης και πολιτικές δυνάμεις. Σημαίνει επίσης ότι οι κανόνες δεν υπαγορεύονται ούτε εφαρμόζονται μέσω ρυθμισμένων και απρόσωπων διαδικασιών, αλλά με υποκειμενικό τρόπο και σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα ισορροπία δυνάμεων.
Από τα παραπάνω συνάγεται το νόημα της αντίθετης φράσης. «Η κοινωνία της Βολιβίας είναι ισχυρή» καθώς συχνά επιβάλλεται στο Κράτος και το χρησιμοποιεί για τους σκοπούς της.
Συμπτωματικά, η Βολιβία είναι η δεύτερη χώρα με περισσότερα λυντσαρίσματα, μόνο μετά τη Γουατεμάλα. Σε ένα λυντσάρισμα, η κοινωνία καθιστά περιττό το κράτος ή αναστέλλει τη δράση του προκειμένου να εφαρμόσει, αυτόνομα, την δική της αντίληψη για δικαιοσύνη.
Αυτή η αντίληψη είναι πρωτόγονη, διότι βασίζεται σε μια ηθικολογική αρχή, εφαρμόζει το lextalionis (οφθαλμόν αντί οφθαλμού) και προκαλείται από το φόβο μιας εξωτερικής απειλής. Τα θύματα των λυντσαρισμάτων είναι συνήθως ξένα άτομα, άνθρωποι που θεωρούνται ύποπτοι επειδή δεν ανήκουν στην ίδια ομάδα με αυτούς που λυντσάρουν, των οποίων, η ανόητη πίστη στη δική τους ηθική ανωτερότητα μπλοκάρει την ικανότητά τους να κατανοούν και να συναισθάνονται ανθρώπους που υποφέρουν και διαμαρτύρονται για τα βάσανά τους. Όταν ενεργοποιηθεί αυτό το μπλοκάρισμα, οι πιο φοβερές υπερβολές ενθαρρύνονται από το πλήθος που χειροκροτεί και προστατεύει τους πιό άγριους ενώ θεωρεί ύποπτους ή χλευάζει τους πιό μετριοπαθείς και απρόθυμους.
Οι μεσαίες τάξεις της Βολιβίας θεωρούσαν το λυντσάρισμα ως άγρια πρακτική, χαρακτηριστική των αυτόχθονων, με την οποία δεν είχαν καμία σχέση. Ωστόσο, η στάση τους απέναντι στους ηγέτες της προηγούμενης κυβέρνησης και τα στελέχη και μέλη του Κινήματος προς τον Σοσιαλισμό (MAS) μπορεί να χαρακτηριστεί ως σταδιακό ή προοδευτικό λυντσάρισμα.
Αυτό ξεκίνησε πριν από την πτώση του Μοράλες, όταν οι νεοσύστατες «ομάδες κρούσης» εναντίον του πρώην προέδρου, που αυτοαποκαλούνται «Η Αντίσταση», άρχισαν να αναζητούν και να επιτίθενται σε μέλη του MAS στις κύριες πόλεις της χώρας. Αυτές οι ομάδες είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί εξ’ αιτίας της δολοφονίας από σφαίρα, από μέλη του MAS, δύο διαδηλωτών, στο Μοντέροστις 29 Οκτωβρίου, εν μέσω των διαμαρτυριών που ακολούθησαν τις εκλογές. Στις 7 Νοεμβρίου η «Αντίσταση» απήγαγε για λίγες ώρες τη δήμαρχο της περιοχής Βίντο στην Κοτσαμπάμπα, την Πατρίσια Άρσε, και την υπέβαλε σε δημόσιο εξευτελισμό(όπως πάντα συμβαίνει με τα λυντσαρίσματα). Το ότι η Άρσε δεν έχασε τη ζωή της οφείλεται στο ότι ένα τηλεοπτικό συνεργείο κατέγραψε τους απαγωγείς της. Τις επόμενες ημέρες, με στόχο να πιέσουν τους αξιωματούχους της κυβέρνησης να παραιτηθούν και να βαθύνει η κρίση, ομάδες πολιτών έβαλαν φωτιά, στο Ποτοσί, στο σπίτι της μητέρας του Υπουργού Μεταλλείων, CésarNavarro, και απήγαγαν τον ανιψιό του. Συνέλαβαν επίσης, στην ίδια πόλη, τον αδελφό του VictorBorda, προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων. Στο Ορούρο, επιτέθηκαν στα σπίτια της αδελφής του Έβο Μοράλες και του κυβερνήτη της περιοχής, VíctorHugoVásquez.
Αυτά τα γεγονότα συνοδεύονταν από το «λυντσάρισμα» των οπαδών του MASστα κοινωνικά δίκτυα, όπου κυριαρχούν οι πιο εύποροι τομείς του πληθυσμού. Οι επιθέσεις που προϋπήρχαν εναντίον των αριστερών ψηφιακών χρηστών, προσκείμενων στην κυβέρνηση ή απλά επικριτών της αντι-θεσμικής και ρατσιστικής τροπής που αποκτούσε ο αγώνας κατά της «δικτατορίας» του MAS, πήραν φρενήρη χαρακτήρα. Τα δίκτυα πλημμύρισαν με μηνύματα μίσους, καταγγελίες, ψευδείς κατηγορίες και κατασκευασμένες πληροφορίες που δημιουργήθηκαν για να τρομοκρατήσουν τους χρήστες και να τους στρέψουν ενάντια στο MAS.
Μετά την παραίτηση του Μοράλες, το απόγευμα της 10ης Νοεμβρίου, οι οπαδοί του προχώρησαν σε βίαιες διαδηλώσεις στο Ελ Άλτο και τη Λα Παζ και έβαλαν φωτιά σε ένα εργοστάσιο, ένα σταθμό λεωφορείων, διάφορα κτίρια της αστυνομίας και τα σπίτια του πρύτανη του Πανεπιστημίου της Λα Παζ, WaldoAlbarracín, και της δημοσιογράφου CasimiraLema. Αυτές οι εκτροπές δεν αντιμετωπίστηκαν από την Αστυνομία η οποία παρέμεινε αποδιοργανωμένη από την ανταρσία που είχε εκδηλωθεί στις τάξεις της τις προηγούμενες ημέρες. Ούτε ο στρατός έδρασε, που για λόγους που δεν έχουν ακόμα διευκρινιστεί, προτίμησε να περιμένει στα στρατόπεδα μέχρι τις 11 Νοεμβρίου το βράδυ.
Το γεγονός ότι οι γειτονιές της Λα Παζ παρέμειναν ανυπεράσπιστες κατά τη διάρκεια αυτών των 36 ωρών, ειδικά εκείνες που γειτνιάζουν με την περιφέρεια όπου κατοικεί αγροτικός πληθυσμός, μερικές από τις οποίες είναι πολύ πλούσιες, επανέφεραν το «φόβο της ιθαγενικής επίθεσης» στη νοοτροπία πολλών οικογενειών, παράλογο αποτέλεσμα μιας μακράς ιστορίας ρατσισμού και εθνοτικών συγκρούσεων. Αρκετοί άνδρες οπλίστηκαν με μαχαίρια και παλούκια, βγήκαν έξω και έστησαν οδοφράγματα για να υπερασπιστούν τις γειτονιές τους εναντίον των «ορδών» των αγροτών – όπωςτους αποκαλούσαν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης –οι οποίοι, υποτίθεται, κατέβαιναν από το Ελ Άλτο για να λεηλατήσουν τα σπίτια τους και να βιάσουν και να σκοτώσουν τους κατοίκους τους. Όταν, τελικά, στρατός και αστυνομία άρχισαν να περιπολούν στους δρόμους, χαιρετίστηκαν με ανακούφιση που γρήγορα μετατράπηκε σε φανατική συμπόρευση στο πλευρό τους.
Η μεσαία τάξη της Λα Παζ και του Ελ Αλτο – και, λόγω φυσικής ταύτισης, αυτή των άλλων πόλεων της χώρας – η οποία ήδη ήταν δυσαρεστημένη με την αριστερά εξ αιτίας των αποκλεισμών, των καταχρήσεων και της αδεξιότητα της κυβέρνησης του ΜΑS και επίσης λόγω της πεποίθησής της ότι υπήρξε «μνημειώδης απάτη» στις εκλογές, στράφηκε εντελώς προς τα δεξιά. Από τη στιγμή εκείνη και μετά, η κύρια ανησυχία της δεν ήταν άλλη από την ειρήνευση της χώρας μέσω της αδυσώπητης στρατιωτικής καταστολής οποιασδήποτε δύναμης και οποιασδήποτε πράξης που υπεράσπιζε τον Μοράλες, το MAS ή την προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων.
Η ένταση αυτού του αισθήματος ήταν τέτοια που κατέπνιξε τις οποιεσδήποτε «ρεπουμπλικανικές» φιλοδοξίες που είχαν εκφράσει αυτές οι τάξεις, επιβεβαίωσε στον στρατό την ορθότητα της απόφασής του της 10ης Νοεμβρίου να μην υπερασπιστεί τον συνταγματικό πρόεδρο και προσέφερε στην πολιτική ελίτ, στην αντιπολίτευση μέχρι τότε, για πρώτη φορά σε δύο δεκαετίες, μια ατζέντα που θα μπορούσε να υλοποιηθεί με ευρεία λαϊκή υποστήριξη.
Η JeanineAñez, δεύτερη αντιπρόεδρος της Γερουσίας και, ως εκ τούτου, η ανώτατη πολιτική αρχή που παρέμενε στη χώρα μετά τη διάλυση της κυβέρνησης του MAS, ανήκε στη «σκληρή πτέρυγα» της Νομοθετικής Συνέλευσης. Σχημάτισε την κυβέρνησή της με άλλα «γεράκια» και με εκπροσώπους των διαφόρων τομέων της κινητοποιημένης μεσαίας τάξης, πολλοί από τους οποίους προέρχονται από τη Σάντα Κρούς, το Μπένι και την Ταρίχα. Η Añez τους κάλεσε τόσο λόγω προσωπικής συνάφειας – κατάγεται από το Μπένι – όσο και επειδή αυτές οι περιοχές αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος της εξέγερσης εναντίον του Μοράλες. Ο σχηματισμός αυτής της κυβέρνησης επίσπευσε την προσγείωση, σε όλες τις εξουσίες του Κράτους εκτός από τη Δικαστική (για λόγους που θα εξηγηθούν παρακάτω), μιας νέας πολιτικής ελίτ. Μια ελίτ που είναι διαφορετική από εκείνη του MAS λόγω της ταξικής και περιφερειακής προέλευσής της, όπως εξηγήσαμε ήδη, αλλά και επειδή είναι πιο ομοιογενώς «λευκή». Αντιθέτως, είναι ίδια με την προηγούμενη όσον αφορά την επιθυμία της(«επαναστατική» πριν και «αντεπαναστατική» τώρα, αν θέλουμε να υιοθετήσουμε τη μαρξιστική ορολογία) να «επανιδρύσει» τη χώρα, να εξαφανίσει την κληρονομιά των τελευταίων 14 ετών και να μονοπωλήσει την πολιτική εξουσία.
Αρκετοί σπεκουλάρουν ότι δεν θα είχαμε οδηγηθεί σ΄αυτή την κατάσταση εάν η πρόεδρος της Ανώτατης Βουλής, AdrianaSalvatierra, του MAS, δεν είχε παραιτηθεί μαζί με τους Μοράλες και Άλβαρο Γκαρσία Λινέρα. Αυτή η θεωρία όμως δεν λαμβάνει υπόψη ότι, υπό τις πολιτικές συνθήκες εκείνης της στιγμής, ήταν εξαιρετικά απίθανο να γίνει σεβαστή η κυβέρνηση ενός στελέχους του MAS, τόσο από τους ανθρώπους που παρέμεναν κινητοποιημένοι και απαιτούσαν την ολοκλήρωση του λυντσαρίσματος, όσο και από τους ίδιους τους στρατιωτικούς και τους αστυνομικούς οι οποίοι εκείνη τη στιγμή το μόνο που μπορούσαν ήταν να οδηγήσουν την εξέγερση στο τελικό της στάδιο, όποιο κι αν ήταν αυτό.
Από την αρχή, η νέα κυβέρνηση χαρακτήρισε το MAS «ναρκοτρομοκράτη» και τη διαχείρισή του, «ναρκοκυβέρνηση». Αυτές οι έννοιες έγιναν μέρος της κοινής λογικής που προέκυψε από τη συνδυασμένη δράση των δικτύων, των μέσων μαζικής ενημέρωσης και του συναγωνισμού μεταξύ πολλών διανοουμένων – ακόμη και αριστερών – για να δικαιολογήσουν με περισσότερα και καλύτερα επιχειρήματα μια μετάβαση που «δεν ήταν πραξικόπημα αλλά απάτη (εκλογική)».
Λόγω της αδυναμίας του Κράτους στην οποία αναφερθήκαμε, οι εισαγγελείς και οι δικαστές – ξεκινώντας από εκείνους του Συνταγματικού Δικαστηρίου και φτάνοντας μέχρι εκείνους του τελευταίου επαρχιακού δικαστηρίου – όλοι τους διορισμένοι με τον ένα ή άλλο τρόπο από την προηγούμενη κυβέρνηση, εναρμονίστηκαν με την νέα τάξη πραγμάτων. Κανένας δεν επέδειξε την παραμικρή αντίσταση ή κριτική στις εντολές των νικητών. Αντιθέτως, προσπάθησαν με ιδιαίτερο ζήλο να σβήσουν τα ίχνη του παρελθόντος μέσω της επιμελούς συμβολής τους σε μια«ειρήνευση» η οποία γίνεται αντιληπτή ως υποδειγματική τιμωρία των κοινωνικών κινημάτων και των ατόμων που υποστήριζαν το προηγούμενο καθεστώς. Έτσι, η Δικαιοσύνη έγινε «γκιλοτίνα» στην υπηρεσία των νέων ηγετών και των κοινωνικών δυνάμεων που εκπροσωπούσαν.
Η «ειρήνευση» κόστισε τη ζωή σε τουλάχιστον 29 διαδηλωτές, εκατοντάδες τραυματίες και χιλιάδες κρατούμενους. Η κυβέρνηση εξέδωσε διάταγμα – στη συνέχεια καταργήθηκε – για να απαλλάξει τον στρατό από την ποινική ευθύνη για τις συνέπειες της καταστολής. Την ίδια στιγμή, αρνήθηκε ότι οι θάνατοι προκλήθηκαν από τις δυνάμεις της τάξης. Η εισαγγελική αρχή υποστήριξε αυτή την απίθανη δήλωση. Η «Αντίσταση» κινητοποιήθηκε εναντίον των αντιπροσώπων της Διαμερικανικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (CIDH) οι οποίοι έφθασαν στη Βολιβία για να διερευνήσουν τα συμβάντα. Η αστυνομία δεν έκανε τίποτα για να προστατεύσει τις οικογένειες των θυμάτων που έπρεπε να καταθέσουν ενώπιον αυτής της επιτροπής από τις αντιτιθέμενες ομάδες. Η συντριπτική πλειοψηφία των μέσων μαζικής ενημέρωσης πληροφορούσε, χωρίς να ερευνήσει άλλες πηγές πέρα από τις επίσημες, ότι στη Σακάμπα (10 ιθαγενείς νεκροί) και τη Σενκάτα (10 ιθαγενείς νεκροί) «ένοπλες ομάδες» είχαν σκοπό να διαπράξουν «τρομοκρατικές επιθέσεις». Αυτή η εκδοχή υποστηρίχθηκε μέχρι και από τους «μαρξιστές» καθηγητές του πανεπιστημίου, καταδεικνύοντας σε ποιο βαθμό η φωνή των ιθαγενών χωρίς μόρφωση ή χρήματα θα αποσιωπούνταν κατά τη νέα ιστορική περίοδο.
Αυτή η διαδοχή γεγονότων δείχνει, εξ αρχής, πώς ένα σύνολο κοινωνικών, πολιτικών, πνευματικών και επικοινωνιακών δυνάμεων διαρθρώθηκε για να κυριαρχήσει στην κοινωνία. Με άλλα λόγια, η ανάδυση ενός νέου μπλοκ εξουσίας στη Βολιβία.
Αυτό το μπλοκ αποτελείται από τις στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις, τη Δικαιοσύνη, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα πανεπιστήμια, τους οργανισμούς και τα ινστιτούτα των μεσαίων και ανώτερων τάξεων (σε εξέχουσα θέση, οι επιτροπές πολιτών και το δίκτυο των ομάδων κρούσης «Η Αντίσταση» αλλά και επαγγελματικές ενώσεις, αδελφότητες, σέχτες, κοινωνικές λέσχες κ.λπ.).
Στο μπλοκ αυτό συμμετέχουν με δικαίωμα «λόγου και ψήφου» οι ηγέτες και οι πολιτικές δυνάμεις της δεξιάς και της ακροδεξιάς, είτε παλιές (πρώην Πρόεδρος JorgeQuiroga), είτε σχετικά πρόσφατες (MDS, Κοινωνικό Δημοκρατικό Κίνημα, που είναι το κόμμα της Προέδρου Añez και πολλών υπουργών) ή νεοφερμένοι (οι πολιτικοί ηγέτες LuisFernandoCamacho και MarcoPumari οι οποίοι αποτελούν την πολιτική αναφορά της «Αντίστασης»). Τα κόμματα του κέντρου όπως η ComunidadCiudadana (Kοινότητα Πολιτών), του πρώην προέδρου και πρώην προεδρικού υποψηφίου CarlosMesa και η UnidadNacional (Εθνική Ενότητα) του SamuelDoriaMedina, είχαν περιορισμένη συμμετοχή στη διαπραγμάτευση της προεδρικής διαδοχής, αυτή την περίοδο υποστηρίζουν την Añez χωρίς να συμμετέχουν στην κυβέρνησή της.
Οι αιτίες για τις οποίες το νέο μπλοκ εξουσίας έχει αφοσιωθεί στην εξάλειψη – το λυντσάρισμα – του εχθρού γύρω από το οποίο συγκροτήθηκε είναι δύο: α) η ανάγκη να προσαρμοστεί, με λαϊκίστικο τρόπο, στην εκδικητική διάθεση της μεσαίας τάξης η οποία κυριαρχεί στη σκηνή μετά τη νίκη της επί των κοινωνικών κινημάτων, υποστηρικτών του MAS και β) ο ήδη αναφερθής «επανιδρυτικός» χαρακτήρας του.
Οι μορφές αυτού του λαϊκισμού είναι επίσης δύο τύπων:
– Δικαστικός λαϊκισμός: υπάρχει ένα συστηματικό και μαζικό κυνήγι των πρώην κρατικών λειτουργών και των πρώην αξιωματούχων του MAS, από τον ίδιο τον Μοράλες, που διώκεται για εξέγερση και τρομοκρατία (η οποία τιμωρείται με τη μέγιστη ποινή φυλάκισης 30 ετών), τους υπουργούς του, μερικοί από τους οποίους έχουν καταφύγει στην πρεσβεία του Μεξικού στη Λα Παζ, μέχρι και τους αγγελιοφόρους, τις μπέιμπι σίτερ, τους συμβολαιογράφους και τους συγγενείς υψηλόβαθμων αξιωματούχων τους οποίους κατηγορούν για τη βοήθειά τους (να μεταφέρουν χαρτιά, να συντάσουν συμβολαιογραφικές πράξεις, να παίρνουν χρήματα από την τράπεζα γι’ αυτούς). Ταυτόχρονα, ερευνάται η περιουσία 600 πρώην υπουργών, πρώην αντιπροέδρων, πρώην διευθυντών, κυβερνητών και δημάρχων του MAS προκειμένου να βρεθούν ύποπτες κινήσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν οποιονδήποτε από αυτούς να διογκώσει τον μακρύ κατάλογο των διωκόμενων για διαφθορά που ήδη υπάρχει.
Οι δικαστές πιέζονται να προφυλακίσουν όλους εκείνους στους οποίους αποδίδονται ευθύνες. Επαναλαμβάνοντας πρακτικές της κυβέρνησης του MAS, οι πολιτικές αρχές θεωρούν ότι ένας κατηγορούμενος είναι ένοχος για ότι κατηγορείται. Η Añez ζήτησε από το Κοινοβούλιο να ακυρώσει έναν νόμο του Απριλίου 2019 ο οποίος είχε ως στόχο να παρεμποδίσει την προληπτική φυλάκιση υπόπτων.
Ο AndrónicoGutiérrez, ηγέτης των συνδικάτων των κοκαλέρος και ένας από τους πιθανούς υποψηφίους του MAS για την προεδρία στις επόμενες εκλογές, ανακοίνωσε ότι στις 22 Ιανουαρίου, ημερομηνία που ολοκληρώνεται η θητεία του Μοράλες, θα ξεκινήσει ένα νέο στάδιο «ειρηνικής αντίστασης στον φασισμό»με τη διοργάνωση κινητοποιήσεων διαμαρτυρίας. Σε απάντηση, η κυβέρνηση τον απείλησε προσωπικά και ξεκίνησε εκ νέου τις στρατιωτικές περιπολίες μετανκ και άλλα οχήματα, ύμνους και παρελάσεις που προκαλούν τα χειροκροτήματα των περαστικών, οι οποίοι είναι μπερδεμένοι και φοβισμένοι από διάφορες εκστρατείες παραπληροφόρησης στα κοινωνικά δίκτυα που προειδοποιούν για την επανάληψη των «επιθέσεων των μασίστας» και προτρέπουν «να τραβήξουν φωτογραφίες και βίντεο και να τα διακινήσουν αμέσως εάν δουν κάτι ύποπτο».
Σε μια προσπάθεια περιορισμού του κατασταλτικού κύματος, η πλειοψηφία του MAS στο κοινοβούλιο, ψήφισε έναν Νόμο για την Τήρηση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ο οποίος απαιτεί από την κυβέρνηση της Añez να καταβάλει αποζημιώσεις στις οικογένειες των θυμάτων, καλεί τους πολιτικούς που αισθάνονται αδίκως διωκόμενοι να ασκήσουν προσφυγές ενώπιον της Δικαιοσύνης και να εγγυηθεί την ελευθερία έκφρασης. Παρά τον πλατύ χαρακτήρα αυτού του νόμου, το κυβερνών κόμμα τον απέρριψε, δηλώνοντας ότι αυτό που στην ουσία επιδιώκει είναι η «ατιμωρησία» των «ναρκωτρομοκρατών».
Ο υπουργός Εσωτερικών της Κυβέρνησης, ArturoMurillo, έχει μετατραπεί σε έναν από τους πλέον δημοφιλείς συνεργάτες της Προέδρου Añezστον σχεδιασμό σκληρών απειλητικών ενεργειών («ανθρωποκυνηγητό», απειλητικά «περάσματα» μπροστά από υπόπτους κ.λπ.) και καθημερινών συλλήψεων λόγω των οποίων τώρα εργάζεται για την «επέκταση των φυλακών».
– Κατασταλτικός λαϊκισμός: Οι ομάδες πολιτών «Αντίσταση» έχουν την έγκριση της Αστυνομίας να επιβάλουν το δικό τους νόμο στους δρόμους. Ο Μοράλες τις θεωρεί «παραστρατιωτικές και φασιστικές ομάδες». Αυτές οι οργανώσεις πολιτών έχουν καθημερινή δραστηριότητα γύρω από την πρεσβεία του Μεξικού στη Λα Παζ. Τα μέλη τους κάνουν βάρδιες για να ελέγχουν τα αυτοκίνητα που μπαίνουν και βγαίνουν στην LaRinconada (ακριβή γειτονιά πλουσίων), όπου βρίσκεται.
«Η Αντίσταση» συνέλαβε ανεπίσημα – και επίσης παράνομα, αλλά με την υποστήριξη της Αστυνομίας και της Εισαγγελίας – τον πρώην υπουργό Εσωτερικών CarlosRomero: ομάδες πολιτών περικύκλωσαν το σπίτι του, έκοψαν το νερό και την πρόσβαση σε τρόφιμα και στη συνέχεια περικύκλωσαν την κλινική όπου κατέφυγε, παρόλο που δεν υπήρχε καμμία κατηγορία εναντίον του. Ένας δικηγόρος, που ενδιαφερόταν να βρει μια θέση στο νέο πολιτικό σύστημα, επωφελήθηκε της κατάστασης (πολλοί από αυτούς τους «αμερόληπτους υπηρέτες της Δικαιοσύνης» περιφέρονται αναζητώντας τρόπους για να κινήσουν διαδικασίες εναντίον μελών του MAS για να λάβουν κάποιο όφελος) και η Εισαγγελία κατέληξε να τον κατηγορεί για διαφθορά και να τον συλλάβει, αυτή τη φορά με νόμιμο τρόπο.
Η «Αντίσταση» αποτελείται από πολίτες της μεσαίας τάξης και νεαρούς φοιτητές που, κατά τη διάρκεια της κρίσης, έσπευσαν με παλούκια, κράνη και αυτοσχέδιες ασπίδες να επιτεθούν στις διαδηλώσεις εργαζομένων και αγροτών που προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν τις διαμαρτυρίες ενάντια στη «μνημειώδη εκλογική απάτη».
Το νέο μπλοκ εξουσίας δεν έχει παρά ελάχιστους βουλευτές αλλά έχει την ικανότητα να παρεμποδίζει και να διαιρεί την κοινοβουλευτική ομάδα του MAS. Η εξουσία του, λοιπόν, είναι απόλυτη. Σε μόλις δύο μήνες, παρά τη ρητορική για μια «προσωρινή κυβέρνηση», έχει αντιστρέψει τον προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής, ευθυγραμμίζοντας τη Βολιβία με τις Ηνωμένες Πολιτείες που προσφέρουν και πάλι οικονομική συνεργασία (ο Πρόεδρος Τραμπ είπε ότι η στήριξη της Βολιβίας είναι «ζωτικής σημασίας» για τα συμφέροντα της χώρας του). Έχει επίσης αλλάξει τις αρχές της οικονομικής πολιτικής καθώς απελευθέρωσε τις εξαγωγές από τους κρατικούς ελέγχους που είχαν επιβληθεί από την προηγούμενη διοίκηση, μείωσε την τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στις βιομηχανίες και τους μεγάλους καταναλωτές κατά μεγαλύτερο ποσοστό από ό,τι στους μικρούς και έβγαλε τις κρατικές επιχειρήσεις από την προνομιακή θέση στην οποία βρίσκονταν.
Όπως φαίνεται από τις πολιτικές του, το νέο μπλοκ επιδιώκει να οδηγήσει τη βολιβιανή κοινωνία προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που ακολουθούσε το προηγούμενο μπλοκ εξουσίας, συνεχίζοντας την – σταθερή, σε ολόκληρη την ιστορία της Βολιβίας –κίνηση ενός εκκρεμούς. Στην περίπτωση αυτή, το εκκρεμές πηγαίνει από ένα ασταθή και σπάταλο κρατισμό, από τον οποίο ωφελήθηκε – νόμιμα και παράνομα –μια εθνικιστική και λαϊκή ελίτ (μιγάδες και αυτόχθονες), προς έναν καπιταλισμό εκλεκτών, επίσης σπατάλο, που θα ευνοήσει – νόμιμα και παράνομα – μια «αξιοκρατική» (δηλαδή λευκή) και συντηρητική ελίτ.
Ως εύγλωττα σύμβολο αυτής της στροφής, η στρατιωτική σχολή που ονομαζόταν «JuanJoseTorres»,προς τιμήν ενός Προέδρου της χώρας ο οποίος δολοφονήθηκε από το Σχέδιο Κόνδωρ, δεν θα διδάσκει πλέον «αντιιμπεριαλιστικά» θέματα και θα αλλάξει το όνομά της σε «Ήρωες του Ñancahuazú», το οποίο αναφέρεται στους στρατιωτικούς που συνέλαβαν και σκότωσαν τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα το 1967.
Το νέο μπλοκ στην εξουσία είναι εκεί για να μείνει, ανεξάρτητα από το ποιά από τα μέλη του καταλήξουν να κερδίσουν τις εκλογές της 3ης Μαΐου. Ένας νικητής από το κέντρο ίσως να περιόριζε τις πιο επιθετικές πλευρές του. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εάν σε αυτές τις εκλογές νικητής ήταν το MAS – κάτι που μοιάζει απίθανο – το αποτέλεσμα δεν θα αναγνωριζόταν ούτε θα γινόταν αποδεκτό. Είναι μάταιες οι ψευδαισθήσεις σχετικά με ένα «εκλογικό θαύμα» που, από την εξορία, τρέφει ο Μοράλες. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει σήμερα το κίνημά του θα συνεχιστούν καθ’ όλη τη διάρκεια της εκλογικής περιόδου. Η ήττα του MAS είναι βαθιά και θα έχει διάρκεια (και, εν μέρει, οφείλεται στα προσωπικά λάθη του Μοράλες τα οποία θα έκανε καλά να παραδεχτεί). Όποιος επιθυμεί να κατανοήσει αυτό που συμβαίνει στη Βολιβία πρέπει να καταφύγει στη λατινοαμερικανική ιστορία του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα. Δεν υπάρχει κάτι πιό πρόσφατο με το οποίο μπορεί να συγκριθεί.
Ιανουάριος 2020
Πηγή: https://nuso.org/articulo/Bolivia–derecha–Evo–Morales/