Ο Γρέιχαμ Άλισον, διεθνούς κύρους καθηγητής διεθνούς πολιτικής στις ΗΠΑ, προέβλεψε με ακρίβεια την επερχόμενη σύγκρουση γιγάντων: ΗΠΑ και Κίνας. Καθώς δεν είναι μαρξιστής, βάσισε την ανάλυσή του στο εύστοχο σχήμα που ονόμασε ¨παγίδα του Θουκυδίδη”. Μια απερχόμενη δύναμη (ΗΠΑ) έρχεται σε αναπόφευκτη σύγκρουση με την ανερχόμενη (Κίνα), όπως ακριβώς είχε συμβεί ανάμεσα στη Σπάρτη και την Αθήνα στον πελοποννησιακό πόλεμο. Ο Άλισον κρούει επίσης τον κώδωνα του κινδύνου γιατί η σημερινή αντιπαράθεση ΗΠΑ – Κίνας μπορεί να οδηγήσει την ανθρωπότητα στον όλεθρο. Προτρέπει γι’ αυτό την αμερικανική ηγεσία σε μια συνετή και συναινετική διαχείριση της αντιπαράθεσης. Φαίνεται όμως πως δεν βρήκε ευήκοα ώτα, ούτε επί προεδρίας Τραμπ ούτε επί Μπάιντεν.
Οι τελευταίες εξελίξεις με αφορμή την επίσκεψη Πελόζι στην Ταϊβάν επιβεβαιώνουν ότι οι ΗΠΑ έχουν επιλέξει το δρόμο της αντιπαράθεσης. Η αμερικάνικη υπερδύναμη, βρισκόμενη στη δύση της, επιχειρεί δια της βίας (οικονομικής και στρατιωτικής) να κρατήσει τα κεκτημένα ή και να τα διευρύνει. Η Κίνα, από την άλλη, είναι η ανερχόμενη δύναμη. Σε λίγο θα είναι η πρώτη ισχυρότερη οικονομία στον πλανήτη ενώ μειώνει σταδιακά και το στρατιωτικό χάσμα ισχύος που τη χωρίζει από τις ΗΠΑ.
Είναι προφανές ότι η αντιπαράθεση για την Ταϊβάν είναι απλώς ένα μέρος της όλης σύγκρουσης, η οποία εκτείνεται από οικονομική άποψη σε όλο τον πλανήτη: από την Ασία και την Αφρική μέχρι τη Λατινική Αμερική και σε ένα βαθμό και την Ευρώπη, όπου η κινεζική οικονομική παρουσία έχει αυξηθεί και συνεχίζει να αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς. Χωρίς να παραγνωρίζεται η σημαντική οικονομική και γεωστρατηγική θέση και σημασία της Ταϊβάν, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η συγκεκριμένη διένεξη λειτουργεί σε ένα βαθμό προσχηματικά και σίγουρα ως θρυαλλίδα της γενικότερης σύγκρουσης.
Σύντομο ιστορικό
Για τη διευκρίνιση του ζητήματος έχουν σημασία μερικά βασικά ιστορικά δεδομένα. Το 1949, όταν επικράτησε η επανάσταση στην Κίνα, τα υπολείμματα του στρατού του εθνικιστικού Κουομιντάγκ μεταφέρθηκαν με τη βοήθεια των ΗΠΑ στην Ταϊβάν. Εκεί οι ακροδεξιοί εθνικιστές δεν ήταν διόλου ευπρόσδεκτοι από τους κατοίκους του νησιού καθώς το επαναστατικό κίνημα είχε αναπτυχθεί ραγδαία κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, όπως ακριβώς και στην ηπειρωτική Κίνα. Αυτό που ακολούθησε ήταν ένα λουτρό αίματος. Τα εθνικιστικά στρατεύματα κατέσφαξαν χιλιάδες κομμουνιστές, αντιιμπεριαλιστές, προοδευτικούς, δημοκράτες και άλλους αντιτιθέμενους στη δικτατορία του Κουομιντάγκ. Η δικτατορία του διάρκεσε μέχρι το 1987 όταν έδωσε τη θέση της σε μια μορφή ελεγχόμενου αστικού πολυκομματισμού.
Έτσι λοιπόν η Ταϊβάν, με τη στρατιωτική στήριξη των ΗΠΑ αποσχίστηκε από την υπόλοιπη Κίνα και αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος. Στο έδαφός της, πέρα από τα άλλα αμερικανικά οπλικά συστήματα, κατά καιρούς φιλοξενήθηκαν αμερικανικοί πυρηνικοί πύραυλοι οι οποίοι στόχευαν ευθέως τη ΛΔ Κίνας. Η Κίνα και η διεθνής κοινότητα δεν την αναγνώρισαν διπλωματικά ποτέ μέχρι σήμερα.
Πρέπει να σημειωθεί ότι στην Ταϊβάν σήμερα, εκτός από το τμήμα της άρχουσας τάξης που ιστορικά είναι συνδεδεμένο με τις ΗΠΑ, υφίσταται και ένα άλλο τμήμα το οποίο προσβλέπει στην ενίσχυση των δεσμών με την Κίνα και προοπτικά στην επανενσωμάτωση της Ταϊβάν στην υπόλοιπη Κίνα. Αυτό το ρεύμα έχει ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια καθώς η οικονομική ισχυροποίηση της Κίνας καθιστά προσοδοφόρα και ελκυστική αυτή την προοπτική.
Ιστορικά η de facto απόσχιση της Ταϊβάν είναι ουσιαστικά ένα κατάλοιπο της αποικιοκρατίας, προϊόν ιμπεριαλιστικής επέμβασης. Για τη σημερινή Κίνα βέβαια, η Ταϊβάν δεν είναι αποκλειστικά θέμα εθνικής ολοκλήρωσης. Στη χώρα δεν επικρατεί το σοσιαλιστικό σύστημα του 1950 αλλά ένας ιδιόμορφος γραφειοκρατικός, ισχυρός καπιταλισμός (βλ. Δ. Καλτσώνης, Το κράτος στην Κίνα (1949-2019), εκδ. Τόπος, 2019 και την εκεί παραπεμπόμενη βιβλιογραφία). Εκ των πραγμάτων η σύγχρονη Κίνα ενδιαφέρεται όχι μόνο για την Ταϊβάν αλλά για το συνολικό πλέγμα αντιθέσεων και συμφερόντων που τη χωρίζουν από τις ΗΠΑ.
Ποια διπλωματική θέση;
Σε κάθε περίπτωση η απόσχιση της Ταϊβάν αντιβαίνει τις θεμελιώδεις αρχές του Χάρτη του ΟΗΕ περί σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών. Αποτελεί παραβίαση παρόμοια με εκείνη του ψευδοκράτους στην κατεχόμενη Κύπρο, με την προσπάθεια ανακήρυξης του Κοσόβου ως ανεξάρτητου κράτους υπό τη σκέπη των νατοϊκών όπλων, ή με τη συνεχιζόμενη κατοχή της Παλαιστίνης.
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα η Ελλάδα δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να ακολουθήσει τις επικίνδυνες επιλογές των ΗΠΑ και των άλλων ΝΑΤΟϊκών συμμάχων για όξυνση των σχέσεων με την Κίνα. Η χώρα μας πρέπει να εργαστεί για την ειρήνη, να ταχθεί σθεναρά ενάντια στις αμερικανικές προκλήσεις στην Ταϊβάν, να διακηρύξει την προσήλωσή της στο διεθνές δίκαιο και στις αρχές του Χάρτη του ΟΗΕ. Αυτό σημαίνει στήριξη μιας πολιτικής ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών, άρα της ειρηνικής επίλυσης του ζητήματος της Ταϊβάν.
Σημαίνει επίσης, σε διπλωματικό επίπεδο, στήριξη της κινεζικής θέσης για μια Κίνα, την οποία στα λόγια τουλάχιστον αναγνωρίζουν όλες οι χώρες ακόμη και οι ΗΠΑ. Ως μικρή και ανίσχυρη χώρα έχουμε κάθε συμφέρον να επιμείνουμε στις αρχές του σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας όλων των κρατών, χωρίς βέβαια αυταπάτες για τις προθέσεις και το ρόλο της Κίνας.
Η υποστήριξη μιας τέτοιας πολιτικής είναι στην πραγματικότητα ασύμβατη με την παραμονή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, στον επιθετικό αυτό οργανισμό που συστηματικά παραβιάζει το διεθνές δίκαιο όπου γης. Αυτό είναι το ζητούμενο για τον ελληνικό λαό.
*O Δημήτρης Καλτσώνης είναι καθηγητή θεωρίας κράτους και δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο