H υποστήριξη του δεξιού λαϊκισμού είναι η απάντηση της μεσαίας τάξης στη διπλή κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού και της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Αυτή την άποψη εκφράζει ο Τζέρομ Ροος στο άρθρο του στο ROAR Magazine στις 9 Νοεμβρίου το οποίο παρουσιάζουμε παρακάτω.
Η νίκη του Τραμπ δείχνει τη φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων να παραπαίει
Ο κόσμος ζει έναν πολιτικό σεισμό. Είναι σίγουρο ότι η νίκη του Ντ. Τραμπ στις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ είναι ένα σημείο καμπής για την αμερικανική πολιτική ζωή και για την φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη που εγκαθιδρύθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα πράγματα δεν θα είναι ίδια μετά από αυτήν τη νίκη. Είναι ωστόσο κρίσιμο να θυμόμαστε ότι αυτή η στιγμή προετοιμάζεται εδώ και πολύ καιρό.
Τα τελευταία χρόνια οι δύο πυλώνες της μεταπολεμικής παγκόσμιας τάξης: οι παγκόσμιες καπιταλιστικές αγορές και οι φιλελεύθεροι δημοκρατικοί θεσμοί, αδυνατίζουν σταθερά, κάτω από την πίεση μιας δομικής χρηματοπιστωτικής κρίσης και μιας βαθιάς κρίσης νομιμοποίησης του νεοφιλελεύθερου πολιτικού κατεστημένου. Το εκλογικό σοκ της προηγούμενης εβδομάδας [εχθές] υποδεικνύει ότι αυτή η διπλή κρίση φτάνει πια σε μια κορύφωση. Ο ίδιος ο Τραμπ πιθανότατα θα μετακινηθεί και θα προσαρμοστεί αλλά η κρίση, της οποίας είναι προϊόν, θα ενισχυθεί και θα ξεπεράσει τις ρυθμιστικές και εξισορροπητικές δυνατότητες ακόμα και του ισχυρότερου κράτους του κόσμου. Κινούμαστε πλέον σταθερά προς ένα είδος «παγκόσμιου συστημικού χάους», το οποίο προέβλεψαν οι κοινωνιολόγοι Τζιοβάνι Αρρίγκι και Μπέβερλι Σίλβερ στις αρχές του αιώνα.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να ξεδιαλύνουμε έναν επικίνδυνο μύθο με μεγάλη επιρροή, και να απαλλαγούμε από αυτόν. Η άνοδος του Τραμπ δεν μπορεί να αποδοθεί απλώς στις υποτιθέμενες εξτρεμιστικές και οπισθοδρομικές απόψεις της αμερικανικής εργατικής τάξης. Στις ΗΠΑ, τουλάχιστον, η υποστήριξη του δεξιού λαϊκισμού φαίνεται ότι είναι η απάντηση της μεσαίας τάξης στην διπλή κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού και της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Όπως σημειώνει ο Πωλ Μέισον, «ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε την προεδρία όχι εξαιτίας της λευκής εργατικής τάξης αλλά επειδή εκατομμύρια αμερικανοί πολίτες της μεσαίας τάξης, με καλή εκπαίδευση, κοίταξαν μέσα τους και αντίκρισαν, αφού έβγαλαν όλα τα περιτυλίγματα, έναν λευκό ρατσιστή να δείχνει τα δόντια του. Και μαζί ανεξάντλητα κοιτάσματα μισογυνισμού».
Ήταν η μεσαία τάξη, κυρίως άνδρες, που έδωσαν την προεδρία στον Τραμπ. Η πλειοψηφία αυτών που βγάζουν λιγότερα από 50.000 δολλάρια τον χρόνο ψήφισαν την Κλίντον· η πλειοψηφία αυτών που βγάζουν περισσότερα τον Τραμπ. Σχεδόν δύο στους τρεις άνδρες, ποσοστό 63% συνολικά, ψήφισαν τον ακροδεξιό υποψήφιο. Αλλά παρόλο που αυτά τα στοιχεία αποκαλύπτουν όντως μια ανησυχητική πραγματικότητα σχετικά με τον ρατσισμό που είναι βαθιά ριζωμένος στην καρδιά της αμερικανικής κοινωνίας, πρέπει να δούμε τη δημοτικότητα του Τραμπ στο σωστό της μέγεθος. Συνολικά ο Τραμπ πήρε λιγότερες ψήφους σε σχέση με αυτές που είχαν πάρει ο Μπους, ο Ρόμνεϊ ή ο ΜακΚέιν. Δεν είναι ο Τραμπ που κέρδισε επειδή είναι δημοφιλής. Είναι η Κλίντον που έχασε επειδή είναι εξαιρετικά αντιδημοφιλής.
Σ.τ.Ε.: Το παραπάνω γράφημα δεν δείχνει τον τελικό αριθμό ψήφων για την αναμέτρηση του 2016. Από βιασύνη αρκετοί δημοσιογράφοι και αναλυτές έδιναν αυτή την εικόνα χωρίς να έχει καταμετρηθεί το σύνολο των ψήφων. Τελικά το δίδυμο Κλίντον-Τραμπ κινήθηκε πάνω από τη γραμμή των 60.000.000 με τον Τραμπ να συγκεντρώνει 60.350.241 ψήφους. [Τελευταία ενημέρωση: 13 Νοεμβρίου 2016] Συνεπώς δεν ισχύει αυτό που γράφει ο συντάκτης για τον Τραμπ, ότι δηλαδή πήρε λιγότερες ψήφους από τους προηγούμενους υποψήφιους των Ρεπουμπλικών στις δύο προηγούμενες αναμετρήσεις. Αυτό βέβαια δεν αλλάζει τη γενική εικόνα: μετά την εκτίναξη των Δημοκρατικών με τη μεγάλη νίκη του Ομπάμα το 2008 ακολουθεί μια πορεία μείωσης της εκλογικής τους βάσης. Ενώ η εκλογική βάση των Ρεπουμπλικανών κινείται στα 60.000.000 (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι οι ίδιοι άνθρωποι που ψηφίζουν σταθερά το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα) οι Δημοκρατικοί βρίσκονται σε μια πορεία πτώσης χάνοντας είτε προς την αποχή είτε προς την πλευρά των Ρεπουμπλικανών.
Η ερώτηση που πρέπει να θέτουμε αυτή τη στιγμή είναι γιατί πολλοί λευκοί, οι οποίοι ανήκουν στη μεσαία τάξη δεν έχουν κανένα πρόβλημα να ψηφίσουν έναν υποψήφιο, ο οποίος είναι ανοιχτά ρατσιστής και σεξιστής, όπως ο Τραμπ. Για να απαντήσουμε στην ερώτηση αυτή, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τη διαπλοκή οικονομικών και πολιτισμικών παραγόντων. Η ακαδημαϊκή βιβλιογραφία σχετικά με τον δεξιό λαϊκισμό και την εχθρότητα ενάντια στους μετανάστες διαχωρίζει αυτούς τους παράγοντες μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα είναι βαθιά συνδεδεμένοι: το άγχος της επιβίωσης, το οποίο προκαλείται από μια έντονη οικονομικο-κοινωνική ανασφάλεια, φέρνει έναν βαθιά ριζωμένο εθνοκεντρισμό στην επιφάνεια. Μια διαπεραστική αγωνία, την οποία προκαλεί η αναδιοργάνωση της κοινωνίας, που επιβάλλεται εδώ και δεκαετίες από τον νεοφιλελευθερισμό, και η οικονομική κρίση, που διαρκεί χρόνια, κάνουν τη μορφή ενός ισχυρού ηγέτη και την αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων πολύ εκλυστικά για πολλούς.
Παρόλο που ο Τραμπ δεν είναι ούτε χαρισματικός ούτε ειλικρινής, ο Νόαμ Τσόμσκυ είχε βασικά προβλέψει έξι χρόνια νωρίτερα τη γενική εξέλιξη, που θα οδηγούσε σε έναν «παρανοϊκό» δεξιό Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο που θα κέρδιζε τις εκλογές:
«Έαν εμφανιστεί κάποιος χαρισματικός και ειλικρινής, θα αρχίσουν τα δύσκολα. εξαιτίας της διάψευσης, των ματαιωμένων προσδοκιών, του δικαιολογημένου θυμού και της απουσίας οποιασδήποτε συνεκτικής απάντησης. Τι θα πρέπει να σκεφτούν οι άνθρωποι αν κάποιος τους πει «Έχω μια απάντηση, έχουμε έναν εχθρό»; Εκεί ήταν οι Εβραίοι. Εδώ θα είναι οι παράνομοι μετανάστες και οι μαύροι. Θα μας πουν ότι οι λευκοί άνδρες είναι μια καταδιωκόμενη μειονότητα. Θα μας πουν ότι πρέπει να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους και την τιμή του έθνους. Οι στρατιωτικές δυνάμεις θα εξυψωθούν. Άνθρωποι θα ποδοπατηθούν. Η ισχύς μιας τέτοιας κίνησης θα είναι συντριπτική. Και αν αυτό συμβεί θα είναι πιο επικινδύνο από όσο ήταν η Γερμανία. Η Γερμανία ήταν ισχυρή αλλά είχε ακόμα πιο ισχυρούς ανταγωνιστές. Δεν πιστεύω ότι όλο αυτό είναι πολύ μακριά. Αν οι δημοσκοπήσεις είναι ακριβείς, δεν είναι οι Ρεπουμπλικάνοι αλλά οι ακροδεξιοί Ρεπουμπλικάνοι, οι παρανοϊκοί Ρεπουμπλικάνοι που θα σαρώσουν στις επόμενες εκλογές».
«Η διάψευση, οι ματαιωμένες προσδοκίες, ο δικαιολογημένος θυμός» που οδήγησαν στη νίκη του Τραμπ έχουν τις ρίζες τους όχι μόνο στην κακή διάχειριση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και στη «Μεγάλη Ύφεση» (Great Recession) που την ακολούθησε, αλλά πηγαίνουν πίσω στις τέσσερις δεκαετίες οικονομικής παγκοσμιοποίησης και απαξίωσης της δημοκρατίας που προηγήθηκαν της κρίσης. Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο. Εξάλλου, αν ο Τραμπ ήταν απλώς ένα σύμπτωμα της οικονομικής κρίσης, μια σταθερή οικονομική ανάπτυξη θα μπορούσε να τον υπονομεύσει. Αλλά αν, αντίθετα, η άνοδός του είναι στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα μιας πολύ πιο βαθιά ριζωμένης αντίφασης του παγκόσμιου καπιταλισμού και της φιλελεύθερης δημοκρατίας, οι παράγοντες που συντέλεσαν στην εκλογική του νίκη θα συνεχίσουν να δρουν – και η κίνηση εναντίωσης στο κατεστημένο θα συνεχίσει να εντείνεται.
Στο βιβλίο του The Great Transformation (ΣτΜ: «Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός», στα ελληνικά από τις εκδόσεις Νησίδα), ο Καρλ Πολάνι εντοπίζει ένα πολύ παρόμοιο σύνολο εξελίξεων που οδήγησαν στην κατάρρευση της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων στις αρχές του εικοστού αιώνα. Όπως επισημαίνει, η άνοδος του φασισμού δεν ήταν απλώς το αποτέλεσμα της Μεγάλης Ύφεσης (Great Depression), αλλά, σημαντικότερο, της εκτεταμένης απελευθέρωσης των παγκόσμιων αγορών στο πρώτο κύμα παγκοσμιοποίησης στα τέλη του δέκατου έννατου αιώνα. Σύμφωνα με τον Πολάνι, η αποδέσμευση των οικονομικών σχέσεων από τον έλεγχο των κοινωνικών περιορισμών, η εμπορευματοποίηση πλευρών της ζωής, οι οποίες είχαν μείνει ως τότε προστατευμένες από «τα καπρίτσια της αγοράς», και η εντεινόμενη κοινωνική ανασφάλεια την οποία προκαλούσε αυτός ο «μεγάλος μετασχηματισμός» κίνησαν τελικά την ανάπτυξη εθνικιστικών κινημάτων που αντιστρατεύονταν τον οικονομικό φιλελευθερισμό – ένα λαϊκό αντι-κίνημα ενάντια στο κοσμοπολίτικο μεγάλο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, το οποίο προσωποποιήθηκε με το ρατσιστικό στερεότυπο του άπληστου Εβραίου, και ενάντια στο πολιτικό κατεστημένο της εποχής.
Ο Ντ. Τραμπ, ο δισεκατομυριούχος εργολάβος και μεσίτης με τον υπερπολυτελή, αντισυμβατικά κοσμοπολίτικο τρόπο ζωής, σαφώς και δεν είναι ένας φασίστας ή εθνικο-σοσιασιλιστής, όπως αυτοί της δεκαετίας του ’30. Αλλά ενώ η ιστορία ποτέ δεν επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο, υπάρχει μια τουλάχιστον σημαντική πλευρά της σημερινής πραγματικότητας, η οποία ταιριάζει με την εποχή που αναλύει ο Πολάνι. Αυτό που βλέπουμε τη στιγμή αυτή μοιάζει να είναι το πρώιμο στάδιο μιας μακράς διαδικασίας πολιτικού κατακερματισμού, ιδεολογικής πόλωσης και θεσμικής αποσάρθρωσης, η οποία θα επισφραγιστεί από ένα εντεινόμενο συστημικό χάος και την κλιμάκωση μιας ευρείας πολιτικής σύγκρουσης. Δεν είναι γενικώς απίθανο αυτές οι εξελίξεις να κορυφωθούν και να οδηγήσουν σε μια βαθμιαία κατάρρευση της Pax Americana, με τρόπο παρόμοιο όπως η παγκόσμια κρίση του Μεσοπολέμου σήμανε το τέλος της Pax Britannica.
Με άλλα λόγια, η κρίση αυτή είναι δομική – και ο Τραμπ δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μεμονωμένο φαινόμενο. Ανάμεσα στο Μπρέξιτ, τη Λεπέν, το ακροδεξιό κόμμα «Εναλλακτική για την Γερμανία» (AfD), τη Χρυσή Αυγή, τον Γκέερτ Βίλντερς και τον Βίκτωρ Όρμπαν, οι εθνικιστές ακροδεξιοί κερδίζουν δύναμη και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Αν συμπεριλάβουμε το πραξικόπημα στη Βραζιλία και το αντιπραξικόπημα του Ερντογάν στην Τουρκία, μπορούμε να δούμε πώς η ίδια γραμμή ανάλυσης επεκτείνεται και σε αναδυόμενες αγορές. Η πολιτική κρίση και αταξία την οποία προβλέπουν οι Αρρίγκι και Σίλβερ γενικεύεται ολοένα. Είναι σαφές ότι η κρίση της δημοκρατίας στα έθνη-κράτη και η αναβίωση του οικονομικού εθνικισμού είναι διεθνή φαινόμενα. Ο πολιτικός οικονομολόγος Μαρκ Μπλιθ σωστά αναφέρεται σε αυτά με τον όρο «Global Trumpism» (παγκόσμιος τραμπισμός).
Αυτές οι βαθιές πηγές αντισυστημικής οργής θα συνεχίσουν να κυλούν, και πρέπει να περιμένουμε στους επόμενους μήνες και χρόνια και νέες εκπλήξεις – ίσως με αιχμή την Ιταλία, όπου ο πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι βρίσκεται αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο να χάσει το συνταγματικό δημοψήφισμα αργότερα φέτος, και πιθανώς να επαναφέρει έτσι την κρίση χρέους που υποφώσκει στην ευρωζώνη από τότε που οι κυβερνήσεις της ΕΕ συνέτριψαν μια ακόμα ολιγόζωη αντισυστημική κυβέρνηση στην Ελλάδα τον περασμένο χρόνο. Μικρή αμφιβολία μπορούμε να έχουμε ότι το 2016 θα περάσει στην ιστορία ως το πολιτικό αντίστοιχο του 2008. Η κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού και της φιλελεύθερης δημοκρατίας θα συνεχίσει να βαθαίνει, και τα πράγματα θα χειροτερεύσουν πολύ ακόμα προτού αρχίσουν να γίνονται λίγο καλύτερα.
Την απάντησή μας σε αυτή την κρίση πρέπει να την καθοδηγεί η παρατήρηση του Βάλτερ Μπένγιαμιν ότι η άνοδος κάθε φασισμού είναι πάντα η ένδειξη για την αποτυχία μιας επανάστασης. Τώρα περισσότερο από ποτέ χρειαζόμαστε μια αριστερά που θα έχει ξαναβρεί τις δυνάμεις της και δυνατά κινήματα για να χτίσουν συλλογική εξουσία από τα κάτω. Μόνο μια ριζοσπαστική δημοκρατία μπορεί να καθαρίσει τα ερείπια της αποσυντιθέμενης φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων και να νικήσει την εθνικιστική δεξιά προτού αυτή βλάψει αθεράπευτα τον πλανήτη και την ανθρωπότητα. Τώρα είναι η ώρα που οργανωνόμαστε και εντείνουμε την πάλη μας.
Μετάφραση: Στέλιος Χρονόπουλος
* Ο Τζέρομ Ροος (jeromeroos.com) είναι ο ιδρυτής του ROAR Magazine, και μεταδιδακτορικός ερευνητής στο τμήμα πολιτικής οικονομίας του πανεπιστημίου του Καίμπριτζ.