Αν η Δύση είχε αναγνωρίσει τα νόμιμα, στρατηγικά συμφέροντα της Ρωσίας, δηλαδή, αν είχε αναγνωρίσει ότι η Ουκρανία και η Γεωργία είναι ζωτικής σημασίας για τη Μόσχα, τότε η κρίση θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.
Η Ουκρανία από τον Απρίλιο έχει μπει στον τέταρτο κατά σειρά χρόνο εσωτερικής πολιτικοοικονομικής αναταραχής και ενόπλων συγκρούσεων στις πλούσιες ανατολικές της ρωσόφωνες επαρχίες. Μιας σύγκρουσης που μετά από αλλεπάλληλες ειρηνευτικές συμφωνίες και επαναλαμβανόμενες εκεχειρίες έχει μετατραπεί σε «παγωμένη σύγκρουση» χωρίς να υπάρχει στον ορίζοντα προοπτική επίλυσης.
Παράλληλα, η Ουκρανία παρακολουθεί ανήμπορη την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία, αλλά και έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, η οποία έχει επιβάλει μια σειρά κυρώσεων σε βάρος της Μόσχας.
Εκτός από το βαρύ ανθρώπινο κόστος, η σύγκρουση έχει βυθίσει την Ουκρανία σε μια βαθιά και συνεχώς επιδεινούμενη οικονομική κρίση, με αποτέλεσμα το Κίεβο να ζητήσει τη συνδρομή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο του έδωσε το 2015 δάνειο ύψους 17,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ποια όμως είναι η πρωταρχική και γενεσιουργός αιτία της κρίσης ;
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν η Δύση άρχισε να μιλάει για επέκταση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ προς τα ανατολικά, η Ρωσία είχε καταστήσει σαφές και με κάθε τρόπο ότι αυτό ήταν μη αποδεκτό.
Το ΝΑΤΟ και η ΕΕ κατάφεραν να προωθήσουν χωρίς συνέπειες την ενσωμάτωση στους κόλπους τους της Πολωνίας, της Τσεχίας, της Σλοβακίας, της Ουγγαρίας, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και των Βαλτικών Δημοκρατιών.
Από τη στιγμή που το ΝΑΤΟ έβαλε στόχο να εντάξει στους κόλπους του ως μέλη την Ουκρανία και τη Γεωργία και να τις μετατρέψει σε προχωρημένα φυλάκια της Δύσης κατά της Ρωσίας, η Μόσχα ενεργοποίησε τις κόκκινες γραμμές που είχε χαράξει.
Δεν πρέπει δε να μας διαφεύγει ότι γεωγραφικά οι χώρες αυτές εφάπτονται των συνόρων της Ρωσίας .Έτσι εξηγείται η σφοδρή και σχεδόν ακαριαία αντίδραση της Μόσχας που φάνηκε με την έκρηξη του πόλεμου του 2008 (με την Γεωργία), την προσάρτηση της Κριμαίας και την εξέγερση των ρωσόφωνων Ουκρανικών επαρχιών λίγα χρόνια μετά.
Αν η Δύση είχε αναγνωρίσει τα νόμιμα, στρατηγικά συμφέροντα της Ρωσίας, δηλαδή, αν είχε αναγνωρίσει ότι η Ουκρανία και η Γεωργία είναι ζωτικής σημασίας για τη Μόσχα, τότε η κρίση θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.
Η Ουάσιγκτον έχει αναπτύξει ως διπλωματική επιχειρηματολογία το επιχείρημα, ότι η Μόσχα δεν δικαιούται να θέτει βέτο στις διεθνείς σχέσεις ανεξάρτητων και κυρίαρχων κρατών όπως η Ουκρανία, η Γεωργία και άλλες.
Αυτό το διπλωματικό επιχείρημα είναι σαθρό και ανόητο σε υπερθετικό βαθμό. Γιατί κάθε υπερδύναμη ενδιαφέρεται και αναμιγνύεται ζωηρά στην εξωτερική πολιτική των γειτόνων της και δεν υπάρχει περίπτωση η Ρωσία να ανεχθεί την ένταξη της Ουκρανίας σε μια συμμαχία όπως το ΝΑΤΟ που ήταν ο ορκισμένος εχθρός της επί 45 χρόνια.
Για τους αμερικανούς πολιτικούς ηγέτες και διπλωμάτες αυτό θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρο και κατανοητό. Οι ΗΠΑ από τις 2 Δεκεμβρίου του 1823 για την προάσπιση της εθνικής τους κυριαρχίας και ασφάλειας εφαρμόζουν μέχρι και σήμερα με θρησκευτική ευλάβεια το Δόγμα Μονρόε.
Αυτό με λίγα λόγια λέει ότι είναι αδιανόητο μια μακρινή, υπερδύναμη, από την Ευρώπη ή από την Ασία, να μεταφέρει και να εγκαταστήσει τις στρατιωτικές της δυνάμεις στη Βόρεια και Νότια Αμερική και ειδικά στα σύνορα με τις ΗΠΑ.
Γιατί λοιπόν οι Ρώσοι να δεχθούν αυτό που οι Αμερικανοί θεωρούν απαράδεκτο για τον εαυτόν τους, δηλαδή μεταφορά και εγκατάσταση στρατιωτικών δυνάμεων άλλης υπερδύναμης κοντά στα σύνορά τους
;
Ο πρόεδρος Πούτιν σε δηλώσεις του για το Ουκρανικό ζήτημα έχει αναφερθεί κατ’ επανάληψη και με έμφαση για της εξεγερμένες πλούσιες από κάθε άποψη ρωσόφωνες επαρχίες της Ανατολικής Ουκρανίας, απονέμοντας τους τον τίτλο της κρατικής οντότητας. Αυτό είναι άραγε σημάδι ότι η Ρωσία έχει θέσει σαν στόχο της να διχοτομήσει την γειτονική της Ουκρανία;
Προσωπικά εκτιμώ ότι η στρατηγική του προέδρου Πούτιν εστιάζεται στη λογική της αποδιοργάνωσης της Ουκρανίας ως λειτουργικού κράτους και στο να την εξουθενώσει οικονομικά και πολιτικά, εκτός και αν το Κίεβο σταματήσει την ενταξιακή του διολίσθηση προς την Δύση.
Το μήνυμα του Πούτιν είναι ένα και ξεκάθαρο. Αν η Δύση επιμείνει στην προσπάθεια ενσωμάτωσης της Ουκρανίας σε ΝΑΤΟ και ΕΕ η Ρωσία θα φτάσει στα άκρα.
Άρα, Ουκρανοί και Δυτικοί έχουν μια απλή επιλογή: είτε να οπισθοχωρήσουν επιλέγοντας τη λύση μιας ουδέτερης Ουκρανίας, η οποία θα μπορέσει να αναπτυχθεί και να ευημερήσει, είτε να συνεχίσουν τη σημερινή τους πορεία με αποτέλεσμα την καταστροφική απορύθμιση της Ουκρανίας ως λειτουργικού κράτους.
Ένα πρώτο σημάδι προς την κατεύθυνση της εξομάλυνσης είναι και η πραγματοποιηθείσα προ ημερών συνάντηση στο Σότσι της Ρωσίας μεταξύ του Βλαντίμιρ Πούτιν και της Άνγκελα Μέρκελ, δηλαδή μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ.
Έτσι, κατά την διάρκεια της συνάντησης αναγνωρίστηκε και από τις δυο πλευρές η πολυπλοκότητα της κατάστασης που επικρατεί στην Ουκρανία και ειδικά στις εξεγερμένες ανατολικές επαρχίες και συμφώνησαν στη διατήρηση του σημερινού στάτους κβο, που προβλέπεται από την συμφωνία Μινσκ-2. Παρέπεμψαν δε, την όποια αναθεώρηση της σημερινής όπως την χαρακτήρισαν «προσωρινής κατάστασης» σε έναν χρονικό ορίζοντα για μετά από τις Γερμανικές εκλογές του φθινοπώρου και όταν εμφανιστούν νέες ευκαιρίες.
Lupo di mare