Η συζήτηση που ανοίγει για τα πενήντα χρόνια από την πτώση της εφτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας, στις 23 Ιουλίου 1974, δεν θα μπορούσε να μη συμπεριλάβει αυτό που συνήθως -και με τρόπο εντυπωσιακό- είτε παραβλέπεται είτε αναφέρεται «παρεμπιπτόντως»: την κατάσταση στην οποία βρισκόταν η εργατική τάξη και πώς αντιδρούσε στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα της εποχής. Μια παράλειψη ή έστω υποτίμηση εξαιρετικά σοβαρή και μάλιστα παράδοξη, όταν γίνεται από ανθρώπους που αναφέρονται στον μαρξισμό και υποτίθεται ότι αποδέχονται ως βάση των αναλύσεών τους την ταξική κοινωνική αντιπαράθεση.
Όπως έχω επισημάνει και με άλλες ευκαιρίες, μπορεί να διαβάσεις εξαιρετικά αξιόλογες μελέτες για ετούτη ή την άλλη ιστορική περίοδο, με πλούτο στοιχείων για την πολιτική κατάσταση και τις πολιτικές αντιπαραθέσεις, αλλά συνάμα με παραγνώριση της κοινωνικής βάσης πάνω στην οποία διεξάγονταν αυτές. Κατά συνέπεια και των εμπλεκόμενων κοινωνικών τάξεων και ιδιαίτερα των κυριαρχούμενων.
Θεωρώ πως έχει ξεχωριστή σημασία να δούμε τους όρους υπό τους οποίους εμπλεκόταν η εργατική τάξη στις ιστορικές εξελίξεις εκείνων των χρόνων, προκειμένου να κατανοήσουμε τους όρους διεξαγωγής της ταξικής πάλης. Στον βαθμό, βέβαια, που επιμένουμε στην αποδοχή της ως κινητήριας δύναμης της ιστορίας.
Καπιταλιστική ανάπτυξη και εργατική τάξη στη μεταπολεμική Ελλάδα
Το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο που χαρακτηριζόταν από την αλματώδη οικονομική ανάπτυξη, με πιο χαρακτηριστική την άνοδο της βιομηχανικής παραγωγής, η οποία, το 1966, με το 22,2% του ΑΕΠ, ξεπέρασε για πρώτη φορά τη γεωργική (21,9%) (1).
Καθοριστικοί παράγοντες που ευνόησαν τη μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη υπήρξαν η συντριβή της Αριστεράς και του λαϊκού κινήματος κατά τον Εμφύλιο, με συνέπεια «ένα σταθερό συσχετισμό δυνάμεων προς όφελος του κεφαλαίου, πράγμα που ανάμεσα στα άλλα συνεπάγεται μια σημαντική συμπίεση των μισθών σε μακροπρόθεσμη βάση», και «η διεθνοπολιτική συγκυρία του “ψυχρού πολέμου” (που) ευνοεί τη θέση της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα» (2).
Με πηγή την «υπεραξία που παράχθηκε με την ένταση της εκμετάλλευσης των εργατών και γενικότερα των εργαζομένων», δημιουργήθηκαν όροι για μια καπιταλιστική συσσώρευση «χωρίς προηγούμενο στα χρονικά του ελληνικού καπιταλισμού» (3). Είναι χαρακτηριστικό το ότι, ενώ στα 1950-74 είχαμε ετήσια αύξηση του ΑΕΠ κατά 6% (4), στα 1959-72 ο ετήσιος ρυθμός συσσώρευσης του κεφαλαίου τριπλασιάστηκε (5).
Ιδιαίτερα η περίοδος 1962-73 έχει χαρακτηριστεί «χρυσή εποχή του ελληνικού καπιταλισμού» (6), με τους ρυθμούς ανάπτυξης να είναι οι υψηλότεροι μεταξύ όλων των χωρών του ΟΟΣΑ, με εξαίρεση την Ιαπωνία και την Ισπανία (7). Συγκεκριμένα, στα 1963-73 ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης ήταν 7,8% (8). Στα 1960-65 ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ήταν 8,0%, έναντι 4,7% των τότε χωρών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ), και την επόμενη πενταετία 7,2%, έναντι 4,6% (9).
Την ίδια περίοδο και ταυτόχρονα με την τεράστιας έκτασης εσωτερική μετανάστευση από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα και κυρίως στο λεκανοπέδιο Αττικής, η μετανάστευση στο εξωτερικό προσέλαβε διαστάσεις που μόνο με αυτές του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα προς τις ΗΠΑ μπορεί να συγκριθούν. Υπολογίζεται ότι από το 1946 έως το 1977 μετανάστευσαν μόνιμα 1.282.500 άτομα, από τα οποία 1.044.735 μετανάστευσαν στα 1961-77 (10).
Σε πληθυσμό 7,5 έως 8,5 εκατομμυρίων, η μόνιμη μετανάστευση περισσότερων από ένα εκατομμύριο σημαίνει ποσοστό περίπου 15% και μάλιστα από τις πιο δυναμικές ηλικίες του πληθυσμού, 20-35 ετών και κυρίως 25-29 (11).
Η μετανάστευση δεν σταμάτησε ακόμη κι όταν, από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, είχε περιοριστεί η ανεργία, για να προκύψει μετά από λίγα χρόνια ακόμη και έλλειψη εργατικού δυναμικού. Η αιτία ήταν η τεράστια διαφορά των αποδοχών των εργαζομένων μεταξύ της Ελλάδας και των χωρών υποδοχής των μεταναστών.
Παρά την ονομαστική άνοδο κατά 129% των αμοιβών στην Ελλάδα, στα 1961-71, το 1972 η μέση ωριαία αμοιβή ήταν 18,40 δρχ., έναντι 58 δρχ. στη Δυτική Γερμανία, 44,30 στο Βέλγιο και 31,80 στην Ιταλία (12). Ακόμη και ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων διαπίστωνε ως αιτία μετανάστευσης την αισθητή διαφορά των αποδοχών, παρά τα περιθώρια απασχόλησης στην Ελλάδα στα 1971-72 (13). Παρ’ όλα αυτά, αν και η Χούντα ευνοούσε από το 1970 την παλιννόστηση, σύστηνε στους εργάτες «να μην έχουν απαιτήσεις ψηλών αμοιβών, επειδή αυτό ενέχει κινδύνους πληθωρισμού» (14).
Μολονότι το κατά κεφαλή εισόδημα από 38% του μέσου ευρωπαϊκού, το 1950, έφτασε το 1970 το 50% (15), στα μέσα της δεκαετίας του 1970 η ανισοκατανομή εισοδήματος ήταν μεγαλύτερη σε σχέση με τα μέσα της δεκαετίας του ’50 (16). Έτσι, το 1974, στο πλουσιότερο 20% αντιστοιχούσε το 48% του εισοδήματος και στο φτωχότερο 20% το 3% (17).
Η Ελλάδα ήταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα όπου οι εργαζόμενοι στη βιομηχανία δεν εργάζονταν λιγότερο από 48 ώρες τη βδομάδα (18), ενώ, ακόμη και το 1974, οι εργατικές αποδοχές εξακολουθούσαν να κατευθύνονται, κυρίως, στην κάλυψη βασικών αναγκών, με το 37,7% να δαπανάται στη διατροφή, το 13,3% στην κατοικία και το 12,2% στην ένδυση-υπόδηση (19). Όπως έχει επισημανθεί, στα 1967-73 με το βιομηχανικό προϊόν ανά εργάτη να αυξάνεται κατά 80%, το πραγματικό ημερομίσθιο δεν αυξήθηκε παρά 46% (20).
Με την εκδήλωση της διεθνούς οικονομικής κρίσης του 1973 θα επανεμφανιστεί στην Ελλάδα και το πρόβλημα της ανεργίας και θα πλήξει ιδιαίτερα τον κλάδο των κατασκευών. Η οικονομική κρίση έχει ως συνέπεια να βρεθεί η Ελλάδα στην πρώτη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ όσον αφορά τον πληθωρισμό, που εκτινάχθηκε το 1974 στο 33%, από ανώτερο 2,2% στα χρόνια 1961-1971 (21).
Το εργατικό κίνημα κατά τη δικτατορία και στη Μεταπολίτευση
Με την επιβολή της δικτατορίας το 1967, ανακόπτεται η ανάπτυξη του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος που είχε κάνει δυναμικά την παρουσία του ήδη από το 1960 και στα 1964-65 έφερε την Ελλάδα στην πρώτη θέση παγκοσμίως σε απεργιακή δραστηριότητα (22).
Αμέσως μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα, περίπου 800 συνδικαλιστές, στο σύνολό τους αριστεροί, εξορίστηκαν στη Γυάρο και τη Λέρο, και μέχρι το 1969 είχαν διαλυθεί, ως «αντεθνικά», 270 σωματεία, 3 Εργατικά Κέντρα και 3 Ομοσπονδίες (23). Σε όσες συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν διαλύθηκαν, είτε διατηρήθηκαν διοικήσεις που δήλωσαν αφοσίωση στο καθεστώς είτε διορίστηκαν νέες, αποτελούμενες από πρόσωπα ακροδεξιάς ιδεολογικοπολιτικής τοποθέτησης.
Η νέα ήττα του εργατικού και λαϊκού κινήματος, μόλις δεκαοχτώ χρόνια μετά την πολιτικοστρατιωτική συντριβή στον Γράμμο, είχε καταλυτικές συνέπειες στη διάθεση της εργατικής τάξης για αντίσταση, η οποία παρέμεινε κατά κύριο λόγο παθητική. Στάση που ενισχύθηκε στη συνέχεια και από τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, για λόγους τους οποίους αγνοούσε η μεγάλη πλειονότητα ακόμη και των ενεργών μελών και στελεχών του κινήματος.
Εντούτοις, δεν έλειψαν κάποιες επιμέρους εργατικές αντιστάσεις και κινητοποιήσεις, ενώ σημαντική δραστηριότητα ανέπτυξαν οι παράνομες οργανώσεις Αντιδικτατορικό Εργατικό Μέτωπο (ΑΕΜ, του ΚΚΕ εσωτερικού) και Ενιαία Συνδικαλιστική Αντιδικτατορική Κίνηση (ΕΣΑΚ, του ΚΚΕ), καθώς και πυρήνες αγωνιστών της εκτός των δύο ΚΚΕ επαναστατικής Αριστεράς (24).
Με τις απεργιακές κινητοποιήσεις να έχουν πυκνώσει κατά το 1973, η δυναμική συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων εργαζομένων, κυρίως νέων, σπουδαστών τεχνικών σχολών, μαθητών νυχτερινών γυμνασίων κ.ά. (25), είναι που προσέδωσε στην κινητοποίηση του Πολυτεχνείου τα χαρακτηριστικά της λαϊκής εξέγερσης.
Η μαζική συμμετοχή εργαζομένων στην εξέγερση φάνηκε και από το ότι μεταξύ των 24 νεκρών του τριημέρου από Παρασκευή 16 μέχρι Κυριακή 18 Νοεμβρίου, οι 6 ήταν εργάτες και οι 2 ιδιωτικοί υπάλληλοι. Από τους τραυματίες, οι εργάτες αποτελούσαν τη μεγαλύτερη ομάδα (26,7%) και μαζί με τους ιδιωτικούς υπαλλήλους (15,8%) έφταναν το 42,5% του συνόλου (26). Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το ότι αποτελούσαν την πλειονότητα μεταξύ των 866 συλληφθέντων, ανερχόμενοι σε 475 (ποσοστό 55%), στη μεγάλη τους πλειονότητα νέοι, όπως και οι νεκροί και οι τραυματίες (27).
Η καταστολή της εξέγερσης, η επιβολή εκ νέου του στρατιωτικού νόμου και η ανάδειξη στην εξουσία της σκληρής πτέρυγας της στρατιωτικής Χούντας που είχε επικεφαλής της τον διοικητή της ΕΣΑ Δημήτριο Ιωαννίδη, είχε ως συνέπεια, εκτός όλων των άλλων, και την ανακοπή των διεργασιών ανάπτυξης του διεκδικητικού κινήματος των εργαζομένων. Παρ’ όλα αυτά, η ανησυχία του καθεστώτος από την εκφρασμένη, πια, λαϊκή αντίθεση, που έγινε ακόμη πιο έντονη λόγω της σφαγής της νεολαίας στο Πολυτεχνείου, ανάγκασε την κυβέρνηση να δώσει, τον Δεκέμβριο, αύξηση 20% στα κατώτατα μεροκάματα.
Εντούτοις, από τις αρχές του 1974 και μέχρι την πτώση της δικτατορίας, τον Ιούλιο, πραγματοποιούνται κινητοποιήσεις ή γίνονται σοβαρές απόπειρες πραγματοποίησής τους, στους χώρους των εμποροϋπαλλήλων (που είχαν επιβάλει συνεχές ωράριο την Τετάρτη και το επέκτειναν και για τη Δευτέρα), των εργαζομένων στον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο Αθήνας-Πειραιά (που υποχωρούν, υπό το βάρος της τρομοκρατίας), των εργαζομένων στην Ολυμπιακή Αεροπορία, στα τρόλεϊ, στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών κ.λπ. Έντονες αγωνιστικές διαθέσεις εκδηλώνονται και από τους οικοδόμους, που αντιμετωπίζουν για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια σοβαρό πρόβλημα ανεργίας.
Η πτώση της δικτατορίας τον Ιούλιο 1974 γίνεται με την ομαλή παραχώρηση της εξουσίας από τη Χούντα στην προδικτατορική αστική πολιτική ηγεσία, χωρίς τη μεσολάβηση του λαϊκού παράγοντα. Ως συνέπεια, τόσο της αδυναμίας της διασπασμένης και μάλλον αποδιοργανωμένης Αριστεράς να παρέμβει, όσο και της απουσίας συγκροτημένου εργατικού – λαϊκού κινήματος.
Εντούτοις, η λαϊκή παρουσία ήταν εμφανής έστω και εμμέσως. Στην πραγματικότητα, η Μεταπολίτευση λειτούργησε «σαν μεσεγγυητής μεταξύ του λαϊκού κινήματος και του Στρατού, κάτω από την ηγεμονία βέβαια του αστικού πολιτικού προσωπικού και ειδικότερα του Καραμανλή». Επρόκειτο για «μια ηγεμονία που διαμορφώνεται στο έδαφος της “ανολοκλήρωτης νίκης” του λαϊκού κινήματος στο Πολυτεχνείο και στην αποτυχία του στρατού είτε να νομιμοποιήσει τη δικτατορία του (στην πρώτη φάση) είτε να επιλύσει το Κυπριακό (στη δεύτερη)» (28).
Στο πλαίσιο της αποχουντοποίησης και του εκδημοκρατισμού που ανέλαβε η κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» του Κωνσταντίνου Καραμανλή, εκδόθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1974 το Ν.Δ. 42, με το οποίο καταργήθηκαν οι νόμοι της στρατιωτικής δικτατορίας που αφορούσαν το συνδικαλιστικό κίνημα των εργαζομένων και κηρύχτηκαν παράνομες οι διοικήσεις που είχε επιβάλλει στις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Έτσι, στις 28 Σεπτεμβρίου, με δικαστική απόφαση, ορίστηκε νέα Διοίκηση στη ΓΣΕΕ, με επικεφαλής τους φιλοκυβερνητικούς συνδικαλιστές Νίκο Παπαγεωργίου, Χρήστο Καρακίτσο κ.ά. Είναι χαρακτηριστικό το ότι από τα 35 μέλη της νέας Διοίκησης μόνο 4 ανήκαν στην Αριστερά.
Με τις τιμές καταναλωτή να έχουν αυξηθεί κατά 24,5% στα 1973-74 (29), η αύξηση των μισθών και ημερομισθίων αποτέλεσε τον κύριο λόγο των εργατικών κινητοποιήσεων, που επανεμφανίζονται λίγους μήνες μετά την πτώση της δικτατορίας.
Η πρώτη μεταδικτατορική απεργία κηρύχθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1974 στο εργοστάσιο κατασκευής αλουμινένιων κουτιών για αναψυκτικά, της National Can στην Ελευσίνα, όπου εργάζονταν 500 εργάτες, μεταξύ των οποίων και 100 Πακιστανοί. Αφορμή υπήρξε η απόλυση εργάτη που πρωτοστατούσε στην ίδρυση σωματείου. Η πρώτη αυτή απεργία υπήρξε νικηφόρα και ο απολυμένος εργάτης επαναπροσλήφθηκε. Χαρακτηριστική ήταν η πρωτοσέλιδη κάλυψή της από τον Ριζοσπάστη (στις 9.10.1974) και από την Αυγή (10.10.1974).
Οι πιο σημαντικές απεργίες των τελευταίων μηνών του 1974 ήταν αυτή των εργαζομένων στην αμερικανική ΙΤΤ, που συνεχίστηκε επί δυόμισι μήνες, των τεχνικών της Siemens και των εργαζομένων στην ΕΘΥΛ-ΕΛΛΑΣ στη Θεσσαλονίκη, των τεχνικών Τύπου, των εργαζομένων στα Λιπάσματα Πειραιά, στη Χαλυβουργική, στην American Express, στον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο, στην ΗΒΗ στο Μαρούσι, στην Ολυμπιακή (όπου απήργησαν 8.500 εργαζόμενοι και σημειώθηκαν και συγκρούσεις με την αστυνομία) κ.ά., οι περισσότερες με νίκη των απεργών.
Αποτέλεσμα του πρώτου αυτού απεργιακού κύματος ήταν η υπογραφή, στις 26 Φεβρουαρίου 1975, Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, με την οποία οι ώρες εργασίας μειώνονταν σε 45 εβδομαδιαίως με μισθό 48ωρου και δίνονταν αυξήσεις 20%. Εντούτοις, νέοι απεργιακοί αγώνες ξέσπασαν, ήδη από τις αρχές του 1975, για αυξήσεις 30% στα κατώτερα όρια αποδοχών.
Οι πρώτες αυτές μεταδικτατορικές κινητοποιήσεις θα αποτελέσουν την απαρχή για την έκρηξη των εργατικών αγώνων των επόμενων χρόνων, με πρωτοπορία -για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος- το βιομηχανικό προλεταριάτο, μέσα από το μεγαλειώδες κίνημα του εργοστασιακού συνδικαλισμού.
- Ανδρέας Λύτρας, Προλεγόμενα στη θεωρία της ελληνικής κοινωνικής δομής, Νέα Σύνορα – Λιβάνη, Αθήνα 1993, σ. 164-165.
- David Close, Ελλάδα 1945-2004. Πολιτική, κοινωνία, οικονομία, Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 91.
- Γιάννης Μηλιός, Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Από την επέκταση στην ανάπτυξη, Εξάντας, Αθήνα 1988, σ. 316.
- Στέργιος Μπαμπανάσης – Κώστας Σούλας, «Μερικά νέα χαρακτηριστικά του ελληνικού καπιταλισμού», Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τ. 7-8 (1972).
- Θωμάς Μαλούτας – Δημήτρης Οικονόμου, Προβλήματα ανάπτυξης του κράτους πρόνοιας στην Ελλάδα: χωρικές και τομεακές προσεγγίσεις, Εξάντας, Αθήνα 1988, σ. 122.
- Ηλίας Ιωακείμογλου, Κόστος εργασίας, ανταγωνιστικότητα και συσσώρευση κεφαλαίου στην Ελλάδα, ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, Αθήνα 1993, σ. 43.
- Στο ίδιο, σ. 44. Γιάννης Μηλιός – Ηλίας Ιωακείμογλου, Η διεθνοποίηση του ελληνικού καπιταλισμού και το ισοζύγιο πληρωμών, Εξάντας, Αθήνα 1990, σ. 94-95.
- Βασίλης Πατρώνης, Ελληνική οικονομική ιστορία. Οικονομία, κοινωνία και κράτος στην Ελλάδα (18ος-20ός αιώνας), Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, Αθήνα 2015, σ. 212.
- Ιωσήφ Χασίδ, Ελληνική βιομηχανία και ΕΟΚ- ΙΟΒΕ, Αθήνα 1980, 1ος τ., πίνακας 14.
- Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών, Ανεργία και απασχόληση στην Ελλάδα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1991, σ. 157.
- Εθνικόν Κέντρον Κοινωνικών Ερευνών, Απόδημοι Έλληνες – Greeksabroad, Αθήνα 1972, σ. 18-24.
- Μάριος Νικολινάκος, Καπιταλισμός και μετανάστευση, Παπαζήσης, Αθήνα 1973, σ. 170.
- Ήρα Έμκε-Πουλοπούλου, Προβλήματα μετανάστευσης και παλιννόστησης, ΙΜΕΟ-ΕΔΗΜ, Αθήνα 1986, σ. 218.
- Μάριος Νικολινάκος, ό.π., σ. 171.
- Θεόδωρος Γεωργακόπουλος, Μακροοικονομικές ανισορροπίες της οικονομίας, στο Ανδρέας Κιντής (επιμ.), Η ελληνική οικονομία στο κατώφλι του 21ου αιώνα, Ιονική Τράπεζα, Αθήνα 1995, σ. 85.
- Σάκης Καράγιωργας – Θεοφάνης Πάκος, Κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, στο Η Ελλάδα σε εξέλιξη, Εξάντας, Αθήνα 1986, σ. 272.
- Στο ίδιο, σ. 275.
- Ντάντης-Λάζαρος Δουκάκης, Εργασιακές σχέσεις. Οικονομία και θεσμοί, Παπαζήσης, Αθήνα 1988, σ. 122.
- Βασίλης Καραποστόλης, Η καταναλωτική συμπεριφορά στην ελληνική κοινωνία, 1960-1975, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα 1983, σ. 340.
- Σάκης Καράγιωργας – Θεοφάνης Πάκος, ό.π., σ. 273.
- Δημήτρης Χαραλάμπης, Στρατός και πολιτική εξουσία. Η δομή της εξουσίας στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, Εξάντας, Αθήνα 1985, σ. 312-313.
- Σπύρος Σακελλαρόπουλος, Τα αίτια του απριλιανού πραξικοπήµατος. 1949-1967: Το κοινωνικό πλαίσιο της πορείας προς τη δικτατορία, Λιβάνη, Αθήνα 1998, σ. 236. Σεραφείμ Σεφεριάδης, «Διεκδικητικό κίνημα και πολιτική: Ο ελληνικός συνδικαλισμός πριν τη δικτατορία (1962-1967)», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τ. 12 (1998).
- Νίκος Μαραντζίδης, «Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών: Συνδικαλιστικές πρακτικές και ιδεολογία στο Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης στα χρόνια 1967-1974, Επιθεώρηση Διεθνών Σχέσεων, τ. 11 (1998).
- Γιώργος Αλεξάτος, Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Κοινωνική συγκρότηση και ταξικοί αγώνες, 1940-1990, Κουκκίδα, Αθήνα 2024, σ. 298 κ.έ.
- Γιώργος Αλεξάτος, Η άνοιξη της γενιάς μας. Απ’ την αφασία του Γουέμπλεϊ στα οδοφράγματα της εξέγερσης, στο Κεφαλονίτες και Ιθακήσιοι στην Εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 (επιμ. Πέτρος Πετράτος), Αργοστόλι 2008, σ. 75 κ.έ. Γιώργος Αλεξάτος, Μαρτυρία, στο Όλη νύχτα εδώ. Μια προφορική ιστορία της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου (επιμ. Ιάσονας Χανδρινός), Καστανιώτη, Αθήνα 2019, σ. 59 κ.έ.
- Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, Το ζήτημα των θυμάτων: Νεκροί και τραυματίες, στο Γιώργος Γάτος (επιμ.), Πολυτεχνείο ’73. Ρεπορτάζ με την ιστορία, 2ος τ., Φιλιππότης, Αθήνα 2004, σ. 46.
- Σόλων Γρηγοριάδης, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, 1941-1974, 3ος τ., Δικτατορία 1967-1974, Polaris, Αθήνα 2011, σ. 795.
- Χριστόφορος Βερναρδάκης – Γιάννης Μαυρής, «Οι ταξικοί αγώνες στη Μεταπολίτευση», Θέσεις, τ. 14 (1986).
- Τράπεζα της Ελλάδος, Τα πρώτα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος: 1928-1978, Αθήνα 1978, σ. 51-52.