ΠΗΓΗ: tovima.gr
Σε πρόσφατη Έκθεση του ΟΟΣΑ (Tax Wedges,2023) επισημαίνεται ότι ο μέσος ονομαστικός μισθός στην Ελλάδα αυξήθηκε μόλις1,5% το 2022, ενώ ο πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά 7,4%, αφού ο πληθωρισμός για το έτος 2022 ήταν 9,6%. Επίσης, στην ίδια Έκθεση αναφέρεται ότι το ποσοστό του μισθού που αναλογεί σε φόρο και ασφαλιστικές εισφορές των μισθωτών στην Ελλάδα είναι 37,1%, όσο σχεδόν (37%) είναι μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ.
Έτσι, από τα στοιχεία αυτά αναδεικνύεται ότι η άποψη που διατυπώνεται στην Ελλάδα ότι το μισθολογικό κόστος είναι πολύ υψηλό, επηρεάζοντας αρνητικά την επενδυτική δραστηριότητα, δεν ισχύει. Η Ελλάδα βρίσκεται ακριβώς στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ και οι ανεπτυγμένε χώρες ξεπερνούν κατά πολύ τη χώρα μας στο ύψος του μη μισθολογικού κόστους της μισθωτής εργασίας, χωρίς να επηρεάζουν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, σε αντίθεση με αυτό που κατά καιρούς υποστηρίζεται στη χώρα μας.
Επιπλέον, ένα σημαντικό συμπέρασμα είναι η διεύρυνση των ανισοτήτων στην Ελλάδα, όπως αυτή μετριέται με τον δείκτη Gini (Eurostat 2022). Ετσι παρατηρείται (2019) στην Ελλάδα η μικρότερη εισοδηματική ανισότητα με τον δείκτη Gini να είναι ίσος με 31 μονάδες και το 2021 να προσεγγίζει τις 32,4 μονάδες (8η υψηλότερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μεγαλύτερη κατά 1,9 μονάδες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο).
Η σύγκριση των στοιχείων της έρευνας του ΟΟΣΑ για τη φορολογική επιβάρυνση και τις ασφαλιστικές εισφορές των μισθωτών με τα στοιχεία της Eurostat μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι ανεπτυγμένες χώρες, ενώ παρουσιάζουν μεγαλύτερη επιβάρυνση στο μη μισθολογικό κόστος, είναι αυτές οι οποίες έχουν μικρότερες ανισότητες και μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη από την Ελλάδα. Και αυτό επειδή, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat (2020), το 10% των πλουσιότερων πολιτών στην Ελλάδα κατείχαν, κατά την περίοδο 2009-2019, το 41% του πλούτου, ενώ ο πλούτος των νοικοκυριών (πλούτος νοικοκυριού και όχι ατομικός) μειώθηκε σχεδόν στο ήμισυ.
Επίσης, από έρευνα του ΟΟΣΑ για τους κινδύνους για τους οποίους ανησυχούν περισσότερο οι πολίτες (Risks that Matters Survey, 2018), προκύπτει ότι σε όλες τις χώρες-μέλη του διεθνούς οργανισμού οι πολίτες σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα ως βασικό κίνδυνο θεωρούν και ανησυχούν για τη συνταξιοδότηση και την επάρκεια του συνταξιοδοτικού εισοδήματος.
Ειδικότερα, στην Ελλάδα όπου το μέσο συνολικό ποσοστό αναπλήρωσης μειώθηκε κατά την περίοδο των μνημονίων από 90% (2009) σε 65%(2023), σε συνδυασμό με την εκτεταμένη ευελιξία της αγοράς εργασίας και τις μειώσεις στις ασφαλιστικές εισφορές στο μέλλον, ο συγκεκριμένος κίνδυνος θα διευρυνθεί δεδομένου ότι θα επιδεινωθεί το μελλοντικό επίπεδο διαβίωσης των εργαζομένων όταν θα συνταξιοδοτηθούν, ιδιαίτερα όταν οι απώλειες εσόδων εξ αυτού του λόγου δε θα αναπληρωθούν από τη θεσμοθέτηση της κρατικής χρηματοδότησης των συνταξιοδοτικών και των κοινωνικών παροχών.
Ο κ. Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι ομότ. καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου. Ο κ. Βασίλειος Γ. Μπέτσης
είναι δρ Παντείου Πανεπιστημίου.