Ο φασισμός επιδιώκει τους κοινούς στόχους της άκρας Δεξιάς με τρόπους που οι άλλες μερίδες της συνήθως αποφεύγουν, και πρώτα – πρώτα στήνοντας μαζικό κίνημα
Φασισμός είναι το κινηματικό κομμάτι της άκρας Δεξιάς. Άκρα Δεξιά είναι ο πολιτικός χώρος που επιδιώκει να ξαναφέρει την ακραία κοινωνική και πολιτική ανισότητα που επικρατούσε στις ευρωπαϊκές κοινωνίες πριν από τη Γαλλική Επανάσταση. Οργανώνει τη συστηματική μεταβίβαση πόρων και εξουσίας από τους πολλούς στους λίγους, από τους αδύναμους στους ισχυρούς, από τους φτωχούς στους πλούσιους. Συχνά μεταφέρει στις χώρες της μητρόπολης μορφές ωμής εκμετάλλευσης και εξουσιαστικής επιβολής που πρωτοδιαμόρφωσαν οι ευρωπαϊκές άρχουσες τάξεις στις ανυπεράσπιστες αποικίες τους. Είναι κληρονόμος της αντεπανάστασης που κρυσταλλώθηκε στην πορεία του δέκατου ένατου αιώνα και ήρθε στο ευρωπαϊκό προσκήνιο τον εικοστό, μετά τη σοβιετική νίκη κι ενώ ο καπιταλισμός δεν είχε πλέον περιθώρια γεωγραφικής επέκτασης.
Ο φασισμός επιδιώκει τους κοινούς στόχους της άκρας Δεξιάς με τρόπους που οι άλλες μερίδες της συνήθως αποφεύγουν, και πρώτα – πρώτα στήνοντας μαζικό κίνημα. Θέλει λοιπόν νομιμοποίηση μεταξύ των λαϊκών στρωμάτων και ζητά ενεργή στράτευση στις οργανώσεις του, που εφαρμόζουν παραστρατιωτικού τύπου βία. Ακριβώς επειδή στρατολογεί από το λαό μολονότι δουλεύει κι αυτός για το κεφάλαιο, όπως κι οι άλλες μερίδες της άκρας Δεξιάς, χρειάζεται μηχανισμούς που θα του επιτρέψουν να ριζώσει μεταξύ των εργαζομένων.
Ο συνδικαλισμός είναι ένας από αυτούς αλλά χρησιμοποιεί και άλλους, και συχνά προσαρμόζει κατάλληλα συνθήματα και οργανωτικές μεθόδους που δανείζεται από την αριστερά. Συνδικαλιστικά σώματα έχουν και οι μη φασιστικές μερίδες της άκρας Δεξιάς, αλλά τα χρησιμοποιούν διαφορετικά. Ο φασισμός τα κάνει φυτώρια των ταγμάτων εφόδου του.
Ο φασισμός έχει βέβαια και άλλες διαφορές από την υπόλοιπη ακροδεξιά, για παράδειγμα από τη νεοσυντηρητική ακροδεξιά, ή από τη νεοφιλελεύθερη ακροδεξιά που σήμερα κυβερνά φορώντας το προσωπείο του Σύριζα. Αφενός έχει πιο συγκρουσιακή δυναμική και αφετέρου λόγος ύπαρξής του από τη σκοπιά του κεφαλαίου είναι να εκτρέψει την οργή όσων πλήττονται από την κρίση εναντίον κάποιων αδύναμων δήθεν εχθρών (πιο βολικοί για αυτόν το σκοπό είναι σήμερα οι πρόσφυγες) και να τσακίσει την Αριστερά.
Βασική μέθοδός του για να συσπειρώσει υποστηρικτές είναι η μαζική κινητοποίηση. Χρειάζεται λοιπόν selling points, χειροπιαστά επιχειρήματα για να πουλήσει στις μάζες. Αν εμείς τον αφήσουμε να τα βρει, οι εργοδότες του θα του δώσουν αμέσως προαγωγή και αύξηση.
Ένα τέτοιο χειροπιαστό επιχείρημα είναι ότι δήθεν αγωνίζεται για τα συμφέροντα των εργαζομένων, και αυτό ακριβώς προσπαθεί ν’ αποδείξει κατεβάζοντας δήθεν συνδικαλιστές υποψήφιους. Δεν τον ενδιαφέρουν φυσικά οι εργατικές κατακτήσεις, ούτε καταρχάς πόσα θα είναι τα ποσοστά του. Επείγεται όμως να δώσει την εντύπωση ότι νοιάζεται, ότι πράγματι προσπαθεί, εικόνα που μετά θα «πουλήσει» σε κόσμο που δεν έχει άμεση εμπειρία της πραγματικής συνδικαλιστικής του παρουσίας, όπως παλιότερα «πούλησε» τις γιαγιάδες που δήθεν βοηθούσαν οι χρυσαυγίτες να βγάλουν τα λεφτά τους από τα ΑΤΜ.
Αυτήν ακριβώς την εικόνα πρέπει εμείς να τον εμποδίσουμε να φτιάξει. Αν κατεβάσει στις εκλογές μια συνδικαλιστική παράταξη και πάρει ένα ελάχιστο ποσοστό, ας πούμε 1%, θα είναι ήττα μας, όχι νίκη μας. Γιατί θα έχει τότε εμπεδώσει το μείζον επιχείρημά του, ότι δήθεν αγωνίζεται για τους εργαζόμενους, φτιάχνοντας εθνικό συνδικαλισμό, και θα το χρησιμοποιήσει για να νομιμοποιηθεί συνολικά. Κινείται, αντίθετα από εμάς δυστυχώς, με σχέδιο, και σημασία έχει αυτήν τη στιγμή η ιδέα, όχι το ποσοστό. Δεν αντλεί τόσο από τα ποσοστά τη δύναμή του, όσο από την πολιτική και οικονομική στήριξη της άρχουσας τάξης.
Για τον ίδιο λόγο το ζεύγος Μιχαλολιάκου – Ζαρούλια φωτογραφήθηκαν, προβάλλοντας την εικόνα της δήθεν χριστιανικής οικογένειας, μαζί με τον Άνθιμο. Τούς ενδιαφέρει να νομιμοποιηθεί η Χρυσή Αυγή ως συνομιλήτρια της εκκλησιαστικής ιεραρχίας κι έτσι αφενός να ενταχθεί επίσημα στο πλέγμα εξουσίας και αφετέρου να στερεώσει τη θέση της μεταξύ των συντηρητικών πολιτισμικά στρωμάτων. Το νόημα της συνάντησης συμπυκνωνόταν ακριβώς στην ίδια τη συνεύρεση και στην εικόνα που κυκλοφόρησε μάλλον, του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης πλαισιωμένου από την αγία οικογένεια, παρά στη γενικόλογη ανακοίνωση που ακολούθησε. Έτσι κάνουν αυτοί πολιτική, και δεν θα τους σταματήσουμε αν δεν την αναγνωρίσουμε με τους δικούς της όρους. Αντί να υποτιμούμε τη σημασία τέτοιων χειρονομιών, ας θυμηθούμε πόσο εύγλωττα μίλησε το κεράκι που άναψε ο Καραμανλής μετά τις πυρκαγιές της Πελοποννήσου, και πόσο τον βοήθησε να κερδίσει τις εκλογές του 2007.
Η Ελλάδα έχει την ατυχία να ελέγχεται από μια αδίστακτη αποικιοκρατικών και ναζιστικών καταβολών Ευρωπαϊκή Ένωση, και από μια άρχουσα τάξη που η ιστορική της διαμόρφωση σε βάθος χρόνου τής έμαθε να μεταχειρίζεται με ασυνήθιστη σκληρότητα τον ίδιο της το λαό – ας θυμηθούμε απλώς τις επιλογές της από το 1912 ως το 1974. Πολλοί απορούν που ανακόπηκε η άνοδος του φασισμού μετά το 2013 μολονότι ισχυροί παράγοντες τήν διευκόλυναν, όπως για παράδειγμα ότι βιώνουμε την οικονομική κρίση πιο σκληρά από κάθε άλλη ανεπτυγμένη χώρα και ότι η αστυνομία φασιστοκρατείται με ευθύνη και συναπόφαση όλων των κυβερνητικών κομμάτων. Ένας σημαντικός λόγος ήταν ότι το αντιφασιστικό κίνημα συγκροτήθηκε έγκαιρα, έθεσε στρατηγικούς στόχους, διέκρινε σωστά το αδύνατο σημείο της Χρυσής Αυγής, της έφραξε το δρόμο στους …δρόμους και ανάγκασε την κυβέρνηση να την οδηγήσει στα δικαστήρια. Ενώ το ΚΚΕ δεχόταν αναπάντητα χαστούκια κι ο Σύριζα επέμενε να παρουσιάζει την ανάπτυξη του φασισμού σαν δήθεν πολιτισμική καθυστέρηση και απόκλιση από το ευρωπαϊκό κεκτημένο, που θα αντιμετωπιζόταν με επιμορφωτικές καμπάνιες.
Ενώ κρατά χαμηλό προφίλ μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, η Χρυσή Αυγή δεν έχει αλλάξει, ακριβώς το αντίθετο. Σχεδιάζει πάντοτε τον αφανισμό των αντιπάλων, παραμένει οργανωμένη με βάση την αρχή του ηγέτη, τη Fuehrersprinzip, εξακολουθεί να ενισχύεται από τα ίδια ολιγαρχικά κέντρα εξουσίας, και συσπειρώνει δυνάμεις αξιοποιώντας την οικονομική καταστροφή που βιώνει ο λαός, τον θεσμικά και μιντιακά ενορχηστρωμένο αντιπροσφυγικό ρατσισμό, και τη δυσφήμιση της ίδιας της ιδέας της Αριστεράς που επάγεται η καθημερινή λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση κυνικά και συστηματικά ενισχύει τον φασισμό για να κόψει ψήφους από το αντίπαλο κόμμα της δεξιάς.
Ξεχάστε τα κολλητηλίκια Βίτσα και Κασιδιάρη, για τα οποία επικαλέστηκε θεσμικές δικαιολογίες.
Είδατε τον Σύριζα να καταδικάζει τη συνεύρεση των Μιχαλολιάκων με τον Άνθιμο; Ούτε εγώ.
Αν αύριο τους ανοίξει το δρόμο στα συνδικάτα ας μην απορήσουμε. Ας ξέρουν όμως οι συνδικαλιστές της δήθεν Αριστεράς πως, αντίθετα από την παρέα του Τσίπρα, οι ίδιοι θα μείνουν στο έλεος του Λαγού και του Καιάδα αν αύριο ευοδωθεί και αυτό το βαθυστόχαστο σχέδιό της. Αν βάλει πόδι στα συνδικάτα ο φασισμός κάνουμε άλλο ένα βήμα προς την κατεύθυνση της Ουκρανίας.