Πηγή: Εφημερίδα Δρόμος
Στην επέτειο των εκατό ετών από την Οκτωβριανή Επανάσταση, άνοιξε μια εκτεταμένη συζήτηση για τις όψεις της επανάστασης αλλά και του σοβιετικού καθεστώτος ,που εδραιώθηκε από αυτήν την επανάσταση. Συχνά, η συζήτηση αυτή είχε χαρακτήρα αγιογραφίας παρά εμβάθυνσης στην μελέτη της σοβιετικής εμπειρίας Σε αυτό το σημείωμά μας, θα ρίξουμε λίγο φως σε μια σχετικά άγνωστη διάσταση: στη συστηματική προσπάθεια αναμόρφωσης του σοβιετικού ποινικού και σωφρονιστικού συστήματος από το 1922 ως το 1928 σε μια πιο κοινωνική και πιο ανθρώπινη κατεύθυνση, και εντός μιας λογικής ότι η κοινή εγκληματικότητα θα μπορούσε μέσα από την διαπαιδαγώγηση και την αλληλεγγύη να εξαλειφθεί. Ενώ το ζήτημα της υπερ-καταστολής της δεκαετίας του 1930 συζητιέται εκτενώς, μέσα από πολλές και ανταγωνιστικές συχνά προσεγγίσεις, αυτός ο κοινωνικός πειραματισμός έχει δυστυχώς ξεχαστεί.
Η διάκριση των πεδίων του κοινού και του «αντεπαναστατικού» εγκλήματος
Το πείραμα αυτό διεξήχθη αυστηρά στο πεδίο αυτού που αποκαλούμε «κοινό έγκλημα» ή κοινή- μη πολιτική εγκληματικότητα, και που σχετίζεται πιο καθαρά με την φτώχεια, την ταξική διαίρεση και την κοινωνική περιθωριοποίηση . Το πεδίο του πολιτικού εγκλήματος, το οποίο τότε προσδιοριζόταν ως «αντεπαναστατικό έγκλημα» ή ως «αντεπαναστατική δραστηριότητα», για λόγους που σχετίζονται και με την αντικειμενική προστασία της επανάστασης αλλά και με όψεις πρώιμης γραφειοκρατικοποίησης και σκλήρυνσης της επαναστατικής εξουσίας, έμεινε απολύτως διακριτό. Οργανώθηκε γύρω από το άρθρο 58 του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Σοβιετικής Δημοκρατίας και στην συνέχεια όλης της ΕΣΣΔ (βασική μορφοποίηση το 1928, σημαντική διεύρυνση το 1934) για την «αντεπαναστατική δράση». Δεν θα μπούμε στο ζήτημα αυτό, απλώς θα παρατηρήσουμε ότι ο ρόλος του άρθρου 58 Σοβιετικού ΠΚ ως «ασπίδας της επανάστασης» συνδέθηκε με μια ευρύτατη και αρκετά αόριστη σύλληψη της «αντεπαναστατικής δράσης», πράγμα που κατά την πολιτική κρίση της δεκαετίας του ’30 διευκόλυνε στο να διευρυνθούν εξαιρετικά οι «εχθροί της επανάστασης».
Το μεταρρυθμιστικό ποινικό και σωφρονιστικό ρεύμα απόψεων και θεσμών
Ξεκινώντας ιδίως από τον κορυφαίο μαρξιστή νομικό Εβγκένι Πασουκάνις και το έργο του «Μαρξισμός και Δίκαιο» , αλλά περιλαμβάνοντας και άλλους επιφανείς Μπολσεβίκους νομικούς ,όπως ο Νικολάι Κρυλένκο ( Nikolai Krylenko, από ένα σημείο και μετά Υπουργός Δικαιοσύνης) και ο Ευγένιος Σιρβίντ ( Evgeny Shirvindt), υπεύθυνος κατά την δεκαετία του 1920 των σωφρονιστικών θεσμών και του Ινστιτούτου Μελέτης του Εγκλήματος, διαμορφώθηκε ένα ρεύμα σκέψης που , πάντοτε στα πλαίσια του κοινού εγκλήματος, προσπάθησε να καταργήσει ουσιαστικά τον θεσμό της φυλακής. Ο πρώτος Ποινικός Κώδικας του 1918 δεν γνώριζε πια ούτε την κλασσική έννοια του «εγκλήματος» ούτε της «ποινής». Κατά τον Λένιν, που στήριξε αυτήν την προσπάθεια , «το έγκλημα είναι μια «υπερβολή» ( excess) , που πηγάζει από την καπιταλιστική κοινωνία, είναι μια μορφή ατομικιστικής και όχι επαρκούς κοινωνικής συνείδησης». Στην πορεία, το έγκλημα, μέσα από την ενίσχυση της κοινωνικής συνείδησης και της διαπαιδαγώγησης, θα εξαφανιζόταν. Η ποινή οριζόταν πια συνήθως ως «μέτρο κοινωνικής αναμόρφωσης» (κάτι αρκετά διαφορετικό από την δεκαετία του 1930, όταν θα επικρατούσε οριστικά το «μέτρο κοινωνικής προστασίας»). Οι Ποινικοί Κώδικες του 1918 και του 1922 προχώρησαν σε πολύ ρηξικέλευθα μέτρα :
-
Κατάργηση της έννοιας της «ποινής». Το μέτρο κοινωνικής αναμόρφωσης είχε ως ανώτατο όριο τα 5 χρόνια κράτησης, σε συνδυασμό με διαδικασία κοινωνικής εργασίας και διαπαιδαγώγησης. Αργότερα τα 5 χρόνια έγιναν 10, και κατά την δεκαετία του ’30, τα πάνω όρια έγιναν σχεδόν αόριστα. Στην τροποποίηση του ΠΚ του 1924, η «ποινή» ονομάσθηκε επίσημα «διόρθωση» ή «μέσο κοινωνικής προστασίας».
-
Κατάργηση της θανατικής ποινής το 1922-1923. Πολύ σύντομα αποκαταστάθηκε για λόγους «κρατικής ασφάλειας». Έχει, πάντως, την σημασία του ότι ως τα τέλη της δεκαετίας του 1920 δεν εφαρμοζόταν συχνά και, επίσης, δεν εφαρμοζόταν ποτέ στα μέλη των Μπολσεβίκων.
-
Η έννοια «αθώος» ή «ένοχος» καταργήθηκε.
Η κατεύθυνση αυτή της κατάργησης της φυλακής για το κοινό έγκλημα δεν ήταν καθαρά ακαδημαϊκού χαρακτήρα, αλλά εφαρμόσθηκε υλικά, ως το 1928 περίπου, σε σημαντικό βαθμό. Ενισχύθηκε σημαντικά η αποσυμφόρηση των φυλακών μέσω των μέτρων χάριτος ή αμνηστίας για πολλούς καταδίκους. Η έννοια της «τιμωρίας –ανταπόδοσης» εγκαταλείφθηκε, ενώ το έγκλημα αποδιδόταν πια αποκλειστικά στο δυσμενές κοινωνικό περιβάλλον και όχι σε κληρονομικούς ή βιολογικούς παράγοντες. Οι λομπροζιανές θεωρίες καταγγέλθηκαν ως αντεπαναστατικές .
Είναι ακόμη σημαντικό το ότι στην Ποινική Δικονομία και στο σωφρονιστικό δίκαιο εισήχθησαν σοβαρά μέτρα εξανθρωπισμού της έκτισης των «ποινών». Έτσι, απαγορεύθηκαν η απομόνωση του κρατουμένου, ο σκόπιμος υποσιτισμός του, η χρήση αλυσσίδων ή και χειροπεδών ακόμη, η στέρηση επισκέψεων, ιδίως δε τα βασανιστήρια. Προβλέφθηκαν βιβλιοθήκες και αναμορφωτικά θεάματα, ενώ η επίσημη γραμμή του κράτους στα 1922-1927 ήταν ότι στις φυλακές αλλά στα στρατόπεδα (όπου κυρίως κρατούνταν άτομα για «αντεπαναστατικά εγκλήματα» και ο πληθυσμός τους ήταν ακόμη περιορισμένος) δεν ασκούνταν καταναγκαστική εργασία , αλλά, κατά τον Σβιρίντ , μόνο εκούσια αναμορφωτική εργασία .
To πείραμα αυτό ήταν απόρροια της μαρξιστικής ανθρωπιστικής παράδοσης αλλά και των σκληρών εμπειριών των ίδιων των Μπολσεβίκων στις φυλακές και τα στρατόπεδα και τόπους εξορίας του τσαρισμού. Αποτελούσε μια ριζοσπαστική μεταφορά στις ρωσικές συνθήκες των υποσχέσεων του Διαφωτισμού για την θετική αναμόρφωση του εγκληματία (βλ. και σε Μ. Φουκώ «Επιτήρηση και τιμωρία- η γέννηση της φυλακής», Αθήνα 1989 , εκδόσεις Ράππα).
Η τελική αποτυχία της μεταρρύθμισης
Το πείραμα αυτό στα τέλη της δεκαετίας του ’20 διακόπτεται και οι απόψεις του Σιρβίντ επικρίνονται ως «ουτοπικές» . Η μεταρρύθμιση για λόγους σχετικούς με την φτώχεια και την κρίση των ειδών διατροφής , αλλά και την μη εκρίζωση των παλιών συνηθειών (σταθεροποίηση και αύξηση εγκληματικότητας) απέτυχε, με αποτέλεσμα από το 1922 ως το 1926 ο αριθμός των κοινών καταδίκων να ανεβαίνει σταθερά κατά έτος κατά 15-20%. Ενώ το 1917, μετά την επανάσταση, οι κοινοί κατάδικοι δεν υπερέβαιναν τις 25.000, το 1927 υπάρχουν 1.000.000 άτομα καταδικασμένα από τα ποινικά δικαστήρια και 1.600.000 καταδικασμένοι σε διοικητικές ποινές ( κυρίως εκτόπιση). Από την άλλη πλευρά, η Μεγάλη Στροφή, η οποία συνδυάζει από το 1928 και μετά την εντατική εκβιομηχάνιση και την κολλεκτιβοποίηση, τροποποιεί σημαντικά και τους κοινωνικούς συσχετισμούς αλλά και τις κρατικές προτεραιότητες. Η ελπίδα αυτή εγκαταλείπεται.