Με αφορμή τα 76 χρόνια από τα Δεκεμβριανά, θα επιχειρήσω να κάνω μια εκτίμηση της διπλής ένοπλης επανάστασης με την μεταξύ τους βέβαια σχετική διακριτότητα σε στόχους και σε πολιτικές δυνάμεις που πήραν μέρος ή και πρωταγωνίστησαν: Της ΕΑΜικής της περιόδου ‘42-‘45 και η συνέχειά της, με την τρίχρονη εποποιία ‘47-‘49 του Δημοκρατικού Στρατού.
Το ενδιαφέρον και η επιστροφή στην ιστορία γίνεται όχι για να παραθέσουμε γεγονότα, αλλά κυρίως να τα ερμηνεύσουμε και να βγάλουμε συμπεράσματα για αυτά που έρχονται.
Στο ΕΑΜικό έπος που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του ΚΚΕ αποκαλύπτεται η αχαλιναγώγητη δύναμη των ιδεών. Αυτές είναι που κινούν τελικά τα νήματα της ιστορίας.
Στα απελευθερωμένα από τον ΕΛΑΣ χωριά και αργότερα από το Δημοκρατικό Στρατό, επιχειρήθηκαν ανολοκλήρωτες επαναστατικές πολιτικές μετάβασης στην εργατική δημοκρατία με βάση τις αρχές: Πηγή εξουσίας είναι ο λαός.
Η Γενική Συνέλευση όλων των κατοίκων είναι το ανώτατο όργανο και κύριος φορέας της εξουσίας. Η διοικητική εξουσία ασκείται από την Επιτροπή Λαϊκής Αυτοδιοίκησης, όργανο αιρετό, ανακλητό, υπόλογο στη Γενική Συνέλευση. Το αξίωμα συμμετοχής σε αυτήν είναι τιμητικό, άμισθο και υποχρεωτικό. Η δικαστική εξουσία περνάει στα χέρια του λαού μέσω εκλεγμένων και ανακλητών δικαστών. Διακηρύσσεται και προωθείται η ισότητα ανδρών και γυναικών, η ισότητα των εθνικών μειονοτήτων. Αναγνωρίζεται η εργασία ως θεμελιώδης κοινωνική λειτουργία και δικαίωμα.
Εκδίδονται αποφάσεις για τη διανομή της γης, την εκμετάλλευση των δασών, την εθνικοποίηση των μεγάλων τραπεζών και ξένων εταιρειών. «Συμβάσεις κρατικές και προνόμια που παραχωρήθηκαν σε ξένους και που είναι ασυμβίβαστα με το λαϊκό και εθνικό συμφέρον δεν αναγνωρίζονται από τη λαϊκή εξουσία».
Το πρόγραμμα και οι στόχοι γύρω από τους οποίους κρυφά ή φανερά στοιχήθηκε η πλειοψηφία του Ελληνικού λαού, ήταν βέβαια εκτός των πλαισίων ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού.
Επομένως η διπλή ένοπλη επανάσταση που στην εξέλιξη της επιχείρησε να πάρει μέτρα και πολιτικές που διατάρασσαν ή απείλησαν να διαταράξουν τους βασικούς νόμους εξέλιξης του καπιταλισμού στην Ελλάδα, έπρεπε πάση θυσία να συντριβεί ιδεολογικά, πολιτικά και φυσικά. Η συντριβή της ήταν όρος για την απρόσκοπτη ανάπτυξη του Ελληνικού καπιταλισμού. Ήταν επίσης μια από τις προϋποθέσεις περιορισμού των επαναστάσεων και του μέλλοντος τους στην Ευρώπη.
Για τη συντριβή της ενεργοποιήθηκαν για πέντε ολόκληρα χρόνια, τρεις καπιταλιστικοί κρατικοί σχηματισμοί. Ο Ελληνικός με το παρακράτος του και το ραγδαία ανασυγκροτούμενο κράτος, ο Βρετανικός που παρενέβει πριν το τέλος του πολέμου και πριν καν ολοκληρωθεί η αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα και ο Αμερικάνικος με την παγκόσμια πρώτη στη χρήση ναπάλμ, την οργάνωση του Νταχάου της Μακρονήσου, των εκκενώσεων χωριών, τους συμβούλους και την απεριόριστη οικονομική βοήθεια.
Μετά την άρνηση του Γ. Παπανδρέου να δεχθεί τον άμεσο αφοπλισμό των ταγμάτων ασφαλείας, το ΕΑΜ καλεί τον λαό της Αθήνας σε ειρηνική διαδήλωση στις 3 Δεκέμβρη του ‘44. Στο κέντρο της Αθήνας κατεβαίνουν 500.000 λαού απαιτώντας τον αφοπλισμό των προδοτικών ταγμάτων ασφαλείας, συνεργατών των ΝΑΖΙ. Όμως τα σχέδια των Εγγλέζων και της εναπομείνασας Κυβέρνησης Παπανδρέου είναι ήδη από καιρό έτοιμα.
Πνίγουν στο αίμα την ειρηνική διαδήλωση σκοτώνοντας 33 και τραυματίζοντας τουλάχιστον 144 άμαχους. Ξεκινάει η δεύτερη κατοχή της χώρας από τους Εγγλέζους, με 80.000(!) στρατό, τανκς και βομβαρδιστικά.
Το μέγεθος των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που απαιτήθηκαν για την αντιμετώπιση της εν δυνάμει επανάστασης οδηγεί στο συμπέρασμα πως το πρωταρχικό χαρακτηριστικό της εννιάχρονης εποποιίας ήταν η επικινδυνότητα για την αστική πολιτική της διπλής αγροτοεργατικής επανάστασης.
Βέβαια το κρίσιμο και αποφασιστικό για την τελική έκβαση του αγώνα ήταν φυσικά η πολιτική του ΚΚΕ. Αυτός ο «λεπτός» διαχωρισμός έχει την αξία του. Θυμίζουμε πως η τότε γενική πολιτική των Κομμουνιστικών Κομμάτων καθορίστηκε από το 7ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το ΄35 με τη στρατηγική του Αντιφασιστικού Λαϊκού Μετώπου. Στρατηγική που συνοδεύεται με πολιτική συμμαχιών από τη σοσιαλδημοκρατία ως τη δημοκρατική πτέρυγα της αστικής τάξης και τις προοδευτικές αστικές δυνάμεις.
Μια ορισμένη στρατηγική Αντιφασιστικής ενότητας ήταν βέβαια αναγκαία στη διάρκεια αυτής της περιόδου και στην εξέλιξη του πολέμου. Όμως έτσι δημιουργήθηκαν ψευδαισθήσεις και προσδοκίες για ευρύτερο «δημοκρατικό αντιφασιστικό στρατόπεδο». Αυτή η ταχτική οδήγησε σε απαράδεκτους συμβιβασμούς με την αστική τάξη (Λίβανος, Καζέρτα, Βάρκιζα ) και πρόσθεσε νέες δυσκολίες στη «μισή» και τελικά αδιέξοδη πολιτική του 7ου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Τα ΚΚ – και το ΚΚΕ που ακολουθούσε πιστά αυτή την πολιτική – υποτίμησαν τόσο τη ταξική πάλη μέσα στα μπλοκ της Αντίστασης όσο και τον ίδιο τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Οι ταλαντεύσεις της ηγεσίας οδήγησαν σε πισωγυρίσματα και εγκληματικές καθυστερήσεις στην κήρυξη και στους στόχους του ΕΑΜ, καθώς και σε εμμονή «για ομαλές δημοκρατικές εξελίξεις» του δεύτερου αντάρτικου.
Η στρατηγική που χαράχτηκε απαιτούσε αντικειμενικά απομάκρυνση από τις «επαναστατικές χίμαιρες» και μετατόπιση σε αγώνα για «ειρήνη και δημοκρατία». Αποθάρρυνε το εγχείρημα κατάληψης της εξουσίας μετά την αποχώρηση των ναζί από τις κατεχόμενες χώρες όπου οι Κομμουνιστές ήταν κοινωνικά ισχυροί (Ελλάδα, Γαλλία, Ιταλία).
Εξαίρεση αποτέλεσαν τα Κομμουνιστικά Κόμματα που συγκρότησαν νωρίς διαφορετική και ανεξάρτητη στρατηγική και κατάφεραν να πετύχουν τους στόχους τους (Γιουγκοσλαβία και Κίνα).
Εν κατακλείδι, γνώμη μου είναι πως η βάση της μη κατάληψης της εξουσίας από το ΕΑΜ αμέσως μετά την υποχώρηση του Γερμανικού στρατού ήταν κυρίαρχα η επέμβαση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων αλλά και η πολιτική συμμαχιών που εφαρμόσθηκε από το ΚΚΕ (με εξαίρεση τη γραμμή του Άρη).
Η κριτική προσέγγιση των γεγονότων της εποχής ίσως αποτελέσει πηγή συμπερασμάτων για τις μελλούμενες και επιδιωκόμενες επαναστάσεις.