Έχει μείνει σαν μία από τις πιο μελανές σελίδες στην ελληνική πολιτική ιστορία. Ως η αποκορύφωση εκείνων των μεθοδεύσεων που είχαν αρχίσει ήδη από τα χρόνια της Κατοχής, για την παραβίαση της λαϊκής θέλησης και την παλινόρθωση του προπολεμικού καθεστώτος. Που δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί παρά μόνο με τη βίαιη συντριβή του γιγάντιου εαμικού κινήματος, εκείνης της ευρύτατης συσπείρωσης αριστερών πολιτικών και λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων, που έθετε ως στόχο την Εθνική Απελευθέρωση και την κατάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας, ως προϋποθέσεων για τον κοινωνικό μετασχηματισμό.
Κατά παράβαση και σ’ αυτό το σημείο της Συμφωνίας της Βάρκιζας, της 12ης Φεβρουαρίου 1945, το δημοψήφισμα για το πολιτειακό ζήτημα (τη μορφή του πολιτεύματος, ως βασιλευόμενης ή αβασίλευτης δημοκρατίας) δεν πραγματοποιήθηκε, όπως είχε συμφωνηθεί, μέσα στο 1945 και πριν από τις βουλευτικές εκλογές. Μεθοδεύοντας τη νόθευση της λαϊκής βούλησης, οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις και οι Βρετανοί προστάτες τους επέλεξαν την πρόταξη των βουλευτικών εκλογών, ώστε, μέσω της τρομοκρατίας και της νοθείας της λαϊκής ψήφου, να έχουν αναδειχθεί σε νομότυπη κυβέρνηση.
Οι εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 έγιναν ακριβώς υπό τέτοιες συνθήκες και με την αποχή του συνόλου των αριστερών δυνάμεων και μέρους του βενιζελογενούς Κέντρου, που αρνήθηκαν, έτσι, τη νομιμοποίηση των εκ των προτέρων δεδομένων αποτελεσμάτων. Η αποχή έδωσε, με τη σειρά της, τη δυνατότητα ακόμη μεγαλύτερης κοινοβουλευτικής δύναμης στις πιο συντηρητικές, αντιδραστικές και αντιδημοκρατικές δυνάμεις.
Η ανάδειξη μιας κυβέρνησης της σκληρής Δεξιάς, στην οποία περίοπτες θέσεις κατείχαν πρωτοκλασάτα στελέχη της δικτατορίας Γλύξμπουργκ-Μεταξά και εκπρόσωποι του κατοχικού δωσιλογισμού, ακολουθήθηκε από την ένταση της κρατικής και παρακρατικής τρομοκρατίας, την οποία θεσμοποίησε το διαβόητο Γ΄ Ψήφισμα του Ιουνίου 1946. Υπολογίζεται ότι από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο –στο μεσοδιάστημα μεταξύ εκλογών και δημοψηφίσματος- δολοφονήθηκαν περίπου 500 αγωνιστές του εαμικού κινήματος και της Αριστεράς, ενώ άλλοι 2.000 τραυματίστηκαν βαριά, από ξυλοδαρμούς και κάθε είδους βασανιστήρια. Επρόκειτο για τα αποτελέσματα της ανεξέλεγκτης και καλυπτόμενης από τις κρατικές αρχές, δράσης δεκάδων παρακρατικών τρομοκρατικών συμμοριών που λειτουργούσαν ως παράλληλη εξουσία, κυρίως στην ύπαιθρο.
Ταυτόχρονα, κατά το δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου, πραγματοποιήθηκαν 42 εκτελέσεις, μετά από αποφάσεις στρατοδικείων, και 13.000 φυλακίσεις και εκτοπίσεις στα στρατόπεδα συγκέντρωσης που δημιουργήθηκαν κυρίως σε ξερονήσια του Αιγαίου.
Ήταν προφανές ότι το δημοψήφισμα θα διεξαγόταν υπό συνθήκες ανάλογες μ’ αυτές των εκλογών του Μαρτίου. Εντούτοις, το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων που αντιτάσσονταν στην επάνοδο του Γεώργιου Γλύξμπουργκ στον θρόνο -όχι μόνο λόγω της καθοριστικής συμβολής του στην εγκαθίδρυση και διατήρηση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936, αλλά και γιατί ήξεραν πως θα αποτελούσε σταθερό εγγυητή της εξουσίας της Δεξιάς- αποφάσισαν να καλέσουν τον λαό σε συμμετοχή στο δημοψήφισμα. Ήδη από το 1945 με πρωτοβουλία του ΕΑΜ και ενεργό συμμετοχή και άλλων αριστερών δυνάμεων και δημοκρατικών προσωπικοτήτων, λειτουργούσαν οι Δημοκρατικοί Σύλλογοι, πρόεδρος της Πανελλαδικής Ομοσπονδίας των οποίων ήταν ο βενιζελικής προέλευσης στρατηγός Αλέξανδρος Οθωναίος.
Αν πάρουμε υπόψη ότι ήδη αναπτυσσόταν στα βουνά το πρόπλασμα του Δημοκρατικού Στρατού για τη διεξαγωγή ένοπλου αγώνα, ο λόγος του καλέσματος και από το ΕΑΜ για συμμετοχή στο δημοψήφισμα αναφέρθηκε σε άρθρο του ηγέτη του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη, στον «Ριζοσπάστη» στις 25 Αυγούστου:
«Αν ολόκληρη η δημοκρατική παράταξη από τη δεξιά ώς την αριστερή της άκρη συμφωνούσε, η πιο σωστή θέση θάταν η γενική δημοκρατική αποχή. Μια όμως και για τους γνωστούς λόγους η παράταξη της δημοκρατίας δεν μπορεί να εκφραστεί ενιαία και συμπαγής με την αποχή, η Κ.Ε. του ΕΑΜ και οι Αριστεροί Φιλελεύθεροι, αποφάσισαν, πολύ σωστά, να διατηρήσουν τη δημοκρατική ενότητα με τη συμμετοχή στο δημοψήφισμα».
Είναι προφανές ότι το ΚΚΕ, παρά το ότι ήδη είχε αρχίσει την ένοπλη αντίσταση για την απόκρουση της κρατικής και παρακρατικής τρομοκρατίας, δεν ήθελε να κόψει κάθε γέφυρα με μια ενδεχόμενη πολιτική λύση της κρίσης, σε συνεργασία με δυνάμεις του λεγόμενου δημοκρατικού Κέντρου.
Έτσι, σε έκφραση της αντίθεσης στη βασιλική παλινόρθωση κάλεσε σε ενιαίο δημοκρατικό μέτωπο, εκτός από τα κόμματα του ΕΑΜ και το συνεργαζόμενο μαζί του Κόμμα των Αριστερών Φιλελευθέρων, το ΣΚ-ΕΛΔ των Σβώλου – Τσιριμώκου, την Ένωση Δημοκρατικών Αριστερών του Γιάννη Σοφιανόπουλου και τα βενιζελογενή κόμματα που συγκροτούσαν το Κέντρο. Με εξαίρεση το Κόμμα των Βενιζελικών Φιλελευθέρων του Σοφοκλή Βενιζέλου και το Κόμμα των Εθνικών Φιλελευθέρων του δωσίλογου Στυλιανού Γονατά, που είχαν ταχθεί υπέρ της βασιλείας.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν το αναμενόμενο. Η εκτεταμένη τρομοκρατία και η νοθεία, που κυριάρχησαν ιδιαίτερα στην επαρχία, έφεραν το 68,3% των ψηφοφόρων να τάσσεται υπέρ της επανόδου του Γλύξμπουργκ. Την αντίθεσή του εμφανίστηκε να εκφράζει μόλις το 31,7%. Είναι προφανές πως η αλχημεία απέφυγε την επανάληψη του προηγουμένου του 1935, όταν και πάλι σε δημοψήφισμα για την επάνοδο του βασιλιά εμφανιζόταν φιλοβασιλικό το… 98%! Πάντως, λίγα χρόνια μετά, στις πρώτες μετεμφυλιακές εκλογές του Μαρτίου 1950, οι πολιτικές δυνάμεις που είχαν υποστηρίξει την επάνοδο του βασιλιά δεν πήραν περισσότερο από 45%.
Η επάνοδος του βασιλιά, σε μια κρίσιμη περίοδο κατά την οποία είχε αρχίσει ήδη η ένοπλη εμφύλια αντιπαράθεση, αποτέλεσε σημαντικό στοιχείο για τη διαμόρφωση της ελληνικής πραγματικότητας για τουλάχιστον δύο δεκαετίες μετά. Ο θρόνος θα λειτουργούσε σταθερά ως ένας από τους βασικούς πυλώνες του καθεστώτος που είχαν τεθεί υπεράνω του Συντάγματος και της θεσμικά κατοχυρωμένης λειτουργίας του πολιτεύματος. Οι άλλοι δύο πυλώνες θα ήταν ο στρατός και ο ξένος παράγοντας, οι Αμερικάνοι.
Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά την αναμφισβήτητη βία και νοθεία που έκρινε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, οι δυνάμεις του Κέντρου, στο σύνολό τους, αναγνώρισαν την επάνοδο του βασιλιά ως νόμιμη. Η διεξαγωγή του αγώνα κατά της Αριστεράς, που έπαιρνε απροκάλυπτα, πια, χαρακτηριστικά εμφυλίου πολέμου, ήταν και γι’ αυτές προτεραιότητα πιο σημαντική από τον σεβασμό της ελεύθερης έκφρασης της λαϊκής θέλησης.