Μα ετούτοι δεν κιοτέβουνε, το δίκιο τους το παίρνουν,
στήνοντας φλάμπουρο τρανό κι αιώνια τιμημένο
του Μήτσου Βλάχου το κορμί, σκιάχτρο μαζί κι ελπίδα
πάνω απ’ του Βάλτου τα χωριά και το Ξηρόμερο όλο
ν’ αναθυμιέται η αγροτιά, πώς το ψωμί κερδιέται.
Το 1962 είναι η χρονιά κατά την οποία ο ελληνικός καπιταλισμός εισέρχεται στη «Χρυσή Εποχή» -σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του Ηλία Ιωακείμογλου (1)- της ραγδαίας μεταπολεμικής ανάπτυξής του, που κράτησε μέχρι το 1973. Ήδη, έχει κλείσει η πρώτη περίοδος της οικονομικής ανασυγκρότησης και η δημιουργία της αναπτυξιακής υποδομής, και το ελληνικό κεφάλαιο επενδύει δυναμικά σε μια σειρά τομείς (εμπορική ναυτιλία, κατασκευές, βιομηχανία κ.λπ.), έχοντας εξασφαλίσει εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους μεγάλης κερδοφορίας.
Οι όροι αυτοί σχετίζονται άμεσα με τους κοινωνικο-πολιτικούς συσχετισμούς που διαμόρφωσε η ήττα του λαϊκού επαναστατικού κινήματος το 1949. Η αναπτυξιακή απογείωση του ελληνικού καπιταλισμού συμβαδίζει με την παρατεταμένη και εξαιρετικά εκτεταμένη εξαθλίωση μεγάλων τμημάτων των εργαζόμενων λαϊκών τάξεων και ιδιαίτερα της εργατικής τάξης και των μικροκαλλιεργητών αγροτών. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 το βιοτικό επίπεδο αυτού του κόσμου παραμένει απελπιστικά χαμηλό και η εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση φαίνεται να αποτελεί τη μόνο διέξοδο.
Τσακισμένο από τα χρόνια του Εμφυλίου, το λαϊκό κίνημα και οι μαζικές του οργανώσεις αντιμετωπίζουν ένα πλέγμα αντιδημοκρατικών θεσμικών και εξωθεσμικών περιορισμών και απαγορεύσεων, και οι λαϊκοί διεκδικητικοί αγώνες βρίσκονται σταθερά αντιμέτωποι με την αστυνομική βία και καταστολή.
Εξαιρετικά σοβαρά είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι καπνοπαραγωγοί, που αποτελούν το 1/5 του συνόλου των αγροτών και μάλιστα το πιο φτωχό. Πολύ μικροί κλήροι, άρα και μικρός όγκος παραγωγής, εκβιασμοί από τους καπνεμπόρους για καθήλωση των τιμών αγοράς του καπνού, υπερχρέωση στην Αγροτική Τράπεζα, αλλά και στους μαγαζάτορες των χωριών, που έδιναν «βερεσέ» τους περισσότερους μήνες, περιμένοντας να πληρωθούν όταν θα πωλούνταν ο καπνός. Τον ίδιο καιρό οι καπνέμποροι, οι καπνοβιομήχανοι και οι εξαγωγείς καπνού συσσώρευαν υπερκέρδη που συναγωνίζονταν αυτά του εφοπλιστικού και του κατασκευαστικού κεφαλαίου.
Απελπισμένοι από την άρνηση της κυβέρνησης Καραμανλή (που είχε προέλθει από τις εκλογές βίας και νοθείας του προηγούμενου χρόνου) να ορίσει τιμές στοιχειωδώς ικανοποιητικές για την παραγωγή του 1961, οι καπνοπαραγωγοί της Ακαρνανίας, και πιο συγκεκριμένα των χωριών του Ξηρομέρου και του Βάλτου που βρίσκονταν κοντά στον Αχελώο, πραγματοποίησαν το Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου κινητοποίηση στην Εθνική Οδό Αγρινίου-Αμφιλοχίας. 400 από αυτούς κατέλαβαν τη γέφυρα του Αχελώου στο 24ο χιλιόμετρο, κοντά στο χωριό Σφήνα, κόβοντας τη συγκοινωνία από και προς την Ήπειρο.
Για τη διάλυση των συγκεντρωμένων και την απώθησή τους από τη γέφυρα επιστρατεύθηκε όλη, σχεδόν, η δύναμη της Χωροφυλακής της Αιτωλοακαρνανίας, ενώ οχτώ στρατιωτικά αεροπλάνα τύπου «Ντακότα» απογειώθηκαν από τον Άραξο, μεταφέροντας ενισχύσεις και από τη Χωροφυλακή της Αχαΐας.
Οι χωροφύλακες, με πλήρη πολεμική εξάρτυση, προσπάθησαν να διαλύσουν τη συγκέντρωση των καπνοπαραγωγών με δακρυγόνα, αλλά βρέθηκαν αντιμέτωποι με βροχή από πέτρες που τους υποχρέωσε σε υποχώρηση. Και τότε τον λόγο πήραν τα όπλα.
Από τους πυροβολισμούς της Χωροφυλακής σκοτώθηκε ο 30χρονος Δημήτρης Βλάχος από το χωριό Λεπενού. Συνολικά, υπήρξαν 29 τραυματίες, 12 χωροφύλακες και 17 αγρότες. Μεταξύ των τραυματιών ήταν και ένα δεκάχρονο παιδί, ο Στάθης Μπίλιας, από το χωριό Μαχαλά (Φυτειές), που πυροβολήθηκε στην κοιλιά. Όπως έγινε γνωστό τις επόμενες μέρες, ο μεν 30χρονος Δημήτρης Βλάχος δολοφονήθηκε από χωροφύλακα που γονάτισε και στόχευσε εναντίον του, ο δε 11χρονος Στάθης Μπίλιας δέχτηκε πυροβολισμό από διερχόμενο τζιπ της Χωροφυλακής, σε απόσταση 4 χιλιομέτρων από το σημείο των επεισοδίων (2).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η δολοφονική επίθεση έγινε παρουσία του νομάρχη και των εισαγγελέων Αγρινίου και Μεσολογγίου, αλλά και του βετεράνου χίτη βουλευτή της ΕΡΕ, Νίκου Φαρμάκη, στενού συνεργάτη, αργότερα, της στρατιωτικής δικτατορίας.
Μετά τη βίαιη διάλυση της συγκέντρωσης στη γέφυρα του Αχελώου, οι χωροφύλακες κατευθύνθηκαν προς το χωριό Στάνος, όπου διαδήλωναν 3.000 κάτοικοι και αγρότες από άλλα κοντινά χωριά. Πολλοί απ’ αυτούς, μάλιστα, είχαν κατεβεί στην κινητοποίηση με τα όπλα των ΤΕΑ, που τους είχε εμπιστευτεί το κράτος για την αντιμετώπιση του κομμουνισμού!
Η Χωροφυλακή περικύκλωσε το χωριό και ήταν έτοιμη για ένοπλη αντιπαράθεση, η οποία αποφεύχθηκε, μετά από επίσημες διαβεβαιώσεις ότι θα αποχωρήσει και δεν πρόκειται να διωχθεί κανένας από τους οπλοφόρους πολίτες. Εντούτοις, επί πολλές μέρες κατόπιν η περιοχή βρισκόταν σε αναστάτωση, με καθημερινές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις στις πλατείες των χωριών, αλλά και στο Αγρίνιο και το Μεσολόγγι.
Η κινητοποίηση των καπνοπαραγωγών της Ακαρνανίας, που έμεινε στην Ιστορία ως «εξέγερση του Ξηρομέρου και του Βάλτου», πυροδότησε την έκρηξη αγροτικών αγώνων σε ολόκληρη την Ελλάδα κατά την επόμενη περίοδο. Σε συνδυασμό με τους μεγάλους εργατικούς και νεολαιίστικους αγώνες εκείνων των χρόνων, και ιδιαίτερα με το γιγάντιο κίνημα δημοκρατικής αντίστασης για τον τερματισμό του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης που είχε επιβληθεί από την περίοδο του Εμφυλίου, οι αγροτικοί αγώνες έδωσαν και το δικό τους στίγμα στη σύντομη άνοιξη που ανέκοψε βίαια το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.
- Ηλίας Ιωακείμογλου, Κόστος εργασίας, ανταγωνιστικότητα και συσσώρευση κεφαλαίου στην Ελλάδα (1960-1992) – ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Αθήνα 1993, σ. 43.
- Εφημερίδα «Ελευθερία», 11 Σεπτεμβρίου 1962.