22.1 C
Athens
Παρασκευή, 4 Οκτωβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Μικρασιατικός πόλεμος: «το μεγαλύτερο κακούργημα»

 

 

Αυτές τις μέρες ολοκληρώθηκε η ελληνική συντριβή το 1922. Η Μεγάλη Ιδέα θα πνιγεί στα παράλια της Μικράς Ασίας.
Ως ελάχιστο φόρο τιμής σε αυτούς που μάτωσαν για ξένες (ταξικά) σημαίες και συμφέροντα, δίνοντας τη μάχη ενάντια στον πόλεμο στο μέτωπο, αναρτούμε απόσπασμα από την απόφαση του Α΄ Συνεδρίου των Παλαιών Πολεμιστών με τίτλο “Τί ζητούν οι Παλαιοί Πολεμιστές και τα Θύματα Στρατού’ (6 Μάη 1924)

Μικρασιατική Εκστρατεία.
Όσοι έβαψαν τα χέρια τους με το αίμα του λαού που χύθηκε στην Ουκρανία, οι υπεύθυνοι του μεγάλου εγκλήματος ζήτησαν να δικαιολογηθούν και είπαν: η εκστρατεία της Ουκρανίας έγινε για να πάμε στη Μικρασία και ν’ «απελευθερώσουμε» κι εκεί τους «δούλους αδελφούς» κατά το συνηθισμένο τροπάρι.

 

Και τώρα πρέπει να ξαναγυρίσουμε τη θύμησή μας σ’ εκείνη την εποχή του μικρασιατικού πολέμου και ν’ αναπολήσουμε εκείνο το κακούργημα που όλοι οι πολιτικοί, ανεξαρτήτως χρωματισμού, διέπραξαν, το μεγαλύτερο κακούργημα που διαπράχθηκε ποτέ εις βάρος του λαού μας και του έθνους μας. Η μικρασιατική εκστρατεία του 1919 – 1922 έχει τούτη την ιστορική, μπορούμε να ειπούμε, σημασία, ότι απογύμνωσε από κάθε απατηλό πρόσχημα τη λεγόμενη «εθνική» πολιτική όλων των κομματικών μερίδων που κυβέρνησαν τη χώρα.

 

Για μας που ζήσαμε στο μέτωπο το Μικρασιατικό τα χρόνια αυτά, που δοκιμάσαμε στο κορμί μας επάνω όλα τα βασανιστήριά του και τις φρικαλεότητές του – ό,τι και να γραφεί, ό,τι και να ειπωθεί είναι εντελώς περιττό. Την αλήθεια που ολάκερη και γυμνή ξεπρόβαλε κάθε μέρα στα έκπληκτα μάτια μας, φωτισμένη απ’ τα πυρά των μαχών και επάνω στα καπνισμένα ερείπια της χώρας εκείνης – την αλήθεια για τον πόλεμο δεν έχουμε ανάγκη να τήνε γνωρίσουμε στα χαρτιά ούτε να την ακούσουμε από το στόμα των ρητόρων. Με τα μάτια μας είδαμε ένα λαό κατεστραμμένο από τους μακρούς πρωτύτερους πολέμους να σέρνεται πότε από τη μια και πότε απ’ τήν άλλη κομματική μερίδα σε μια καινούρια πολεμική περιπέτεια, τέτοια που ένας λογικός άνθρωπος σήμερα βλέποντας την απέραντή της έκταση σταματά και ερωτά τον εαυτό του : Έγκλημα ή παραφροσύνη; Με τα μάτια μας είδαμε το ψέμα το εθνολογικό : οι Έλληνες δεν αποτελούσαν σ’ όλες εκείνες τις περιφέρειες ούτε το ένα πέμπτο και στα μέρη που ήσαν πιο συγκεντρωμένοι δεν έφθαναν ούτε στο ήμισυ του άλλου πληθυσμού1. Με τα μάτια μας είδαμε να πέφτουν και να σακατεύονται τ’ αδέλφια μας κατά δεκάδες χιλιάδων, συρμοί ατέλειωτοι και καραβάνια να διατρέχουν τη χώρα εκείνη του θανάτου και του στεναγμού, γεμάτα από σαπισμένα κρέατα και πηχτό αίμα. Με τα μάτια μας είδαμε όλο τον πλούτο της χώρας μας, τον ιδρώτα του λαού το συσσωρευμένο, να καίεται σαν πυροτέχνημα στο πρόσταγμα των διπλωματών της Δύσεως και εστεμμένων κακούργων και όλες τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της να υποθηκεύονται από το κράτος στους τραπεζίτες της Ευρώπης και της Αμερικής για να εξασφαλισθούν τα μέσα για τη συνέχιση της καταστροφής.

 

Και επιτέλους με τα μάτια μας είδαμε, ότι ο πόλεμος εκείνος ο «απελευθερωτικός», αφού πολλές χιλιάδες ελευθέρωσε στέλνοντάς τες στον άλλο κόσμο, ερήμωσε όλη τη Μικρασιατική χώρα από το Εσκή – Σεχήρ, Αφιόν Καραχισσάρ και Αϊδίνι έως τα παράλια, υπέβαλε σε ανεκδιήγητα μαρτύρια όλους τους πληθυσμούς της χώρας αδιακρίτως φυλής και θρησκεύματος, ξεσπίτωσε και μετέβαλε σε αξιοθρήνητα ανδράποδα, επάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους και έφερε μια γενική εξάρθρωση και ένα οικονομικό αδιέξοδο στη χώρα και στο κράτος.

 

Επάνω στα ερείπια των πολέμων. Η μεταπολεμική κόλασή μας.
Και τώρα που έπαψε ο κρότος του πυροβόλου, ας ρίξουμε το βλέμμα μας γύρω – γύρω.

 

Κάθε μέρα και πιο καθαρά βλέπουμε τα καταστρεπτικά αποτελέσματα των πολέμων να πιέζουν σα φοβεροί εφιάλτες τη ζωή των αποστρατευμένων και γενικά όλων των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Μια γενική και μόνιμη κρίση, μια αρρώστια αγιάτρευτη έχει ενσκήψει σ’ όλο τον τόπο. Όλα είναι ξεχαρβαλωμένα και κράτος και κοινωνία και οικονομία κι οικογένεια. Σε κάθε βήμα του κανένας, όπου κι αν γυρίσει τα μάτια, συναντά εμπρός του κι ένα από τα χίλια – δυο χαλάσματα που σώριασαν οι πόλεμοι. Χιλιάδες άνθρωποι που γύρισαν απ’ τον πόλεμο και δε βρίσκουν δουλειά να ζήσουν και πεινούνε. Εξαθλίωση, λειψή τροφή και τεράστιο μεγάλωμα των ασθενειών και του αριθμού των μικρών παιδιών του λαού που πεθαίνουν κάθε μέρα. Η κοινωνική αθλιότητα και η ανέχεια μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο τη ζητιανιά, την πορνεία, τον αριθμό των εγκληματιών και οι φυλακές δε φθάνουν για να τους χωρέσουν.

 

Εξευτελισμένο το εθνικό νόμισμα και η τιμή του συναλλάγματος με τρομακτικές διακυμάνσεις. Μια σπείρα χρηματιστών παίζει πασέττα στη ράχη του λαού και κάνει τη ζωή του ακόμη προβληματικότερη. Δημόσιο χρέος που ξεπερνά τα είκοσι δύο εκατομμύρια και επιβάλλει στον προυπολογισμό του Κράτους τεράστια βάρη, βάρη που το Κράτος χωρίς να τολμά να τα φορτώσει στους μεγάλους πλουτοκράτες και τυχάρπαστους κερδοσκόπους των πολέμων, κοιτάζει να τα βγάλει από τον ιδρώτα του ιδίου εκείνου λαού, με το αίμα του οποίου διεξήγαγε τις πολεμικές του επιχειρήσεις. Φόροι άγριοι επάνω στα είδη πρώτης ανάγκης, φόροι που βυζαίνουν το λαό σε ό,τι τρώει, σε ό,τι φορεί κλπ. Τα θύματα των πολέμων, οι σακάτηδες, οι φθισικοί και οι δυστυχισμένες υπάρξεις που έχασαν τους προστάτες των στον πόλεμο, τραβούνε την πιο φρικτή και βασανιστική ζωή του αποκλήρου, και το Κράτος που είναι η μόνη αιτία της δυστυχίας των, δεν τους παρέχει ούτε ό,τι τους χρειάζεται για να μην πεθάνουν (450 δραχμές σ’ ένα εντελώς ανίκανο σακάτη, με 100% αναπηρία!).

 

Οι παλαιές «δημοκρατικές» μέθοδοι εγκαταλείφθηκαν από τα πολιτικά κόμματα, οι λεγόμενες λαϊκές ελευθερίες κατάντησαν κοροϊδία του λαού και δεν υπάρχει μέσο καταπιέσεως, βίας και τρομοκρατίας που να μη χρησιμοποιείται εις βάρος του. Κράτος γινομένο τσιφλίκι του πρώτου τυχόντος δημαγωγού τσαρλατάνου, οι κρατικές υπηρεσίες εμπόρευμα στα χέρια του και επιτέλους μια ολόκληρη σειρά αργομίσθων παρασίτων του δημοσίου ταμείου, η οποία ακολουθεί καθεμία κομματική φατρία στο ανεβοκατέβασμα στην εξουσία.

 

Εκείνο όμως που εμείς οι παλαιοί πολεμιστές και τα θύματα του στρατού πρέπει να προσέξουμε περισσότερο είναι τα παρακάτω τρία ξεχωριστά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της περιόδου αυτής ύστερ’ από τους πολέμους:

Πρώτον. Μια τάξη από τραπεζίτες, μεγάλους εφοπλιστές, βιομήχανους, μεγαλεμπόρους, γαιοκτήμονες (τσιφλικάδες), προμηθευτές πολεμικών ειδών, αφού θησαύρισε άφθονα εύκολα κέρδη κατά το διάστημα των πολέμων και εκμεταλλεύθηκε κάθε εσωτερική ανωμαλία για να κερδοσκοπήσει επάνω στις ανάγκες του πληθυσμού, τώρα κρατεί στα χέρια της συγκεντρωμένες τεράστιες οικονομικές δυνάμεις, (χρηματιστικά κεφάλαια, γη, εργοστάσια, πλοία, μεγάλες οικοδομές κλπ.) δηλαδή κρατεί στα χέρια της σχεδόν ολοκληρωτικά τη ζωή του λαού.

 

Δεύτερον. Κάθε μέρα και περισσότερο μεγαλώνουν οι αιτίες νέων πολέμων και οι σημαντικές δυνάμεις της χώρας κατασπαταλούνται σε νέες πολεμικές προετοιμασίες. Και

Τρίτον. Η τάξη των αξιωματικών παρ’ όλο το γερό χτύπημα που πήρε με τη μικρασιατική της ήττα, ωστόσο όχι μονάχα δεν έχασε τη δύναμη αλλά αφού κυριάρχησε με τη λεγομένη «Επανάσταση του 1922», στερεώθηκε, αναπτύχθηκε, πήρε μεγάλα προνόμια, έθεσε σ’ εφαρμογή ένα σχέδιο τελείας στρατιωτικοποιήσεως του τόπου και, το σπουδαιότερο, θρονιάσθηκε για καλά στη ράχη μας κι έγινε ένας αποφασιστικός παράγων μέσα στην πολιτική ζωή του τόπου, παράγων που μεταφέρει τις μεθόδους της κτηνώδους στρατοκρατικής βίας από τους στρατώνες και τις στρατιωτικές σχολές στην υπηρεσία των διαφόρων τυράννων κι εκμεταλλευτών του λαού.

Το γκρέμισμα των ψευτοπατριωτικών ιδανικών σε διεθνή κλίμακα. Ιμπεριαλισμός.
Μονάχα ένας άνθρωπος που δε γνωρίζει τίποτε από το τι γίνεται στον κόσμο μπορεί να νομίσει, ότι όσοι αναφέρουμε παραπάνω συμβαίνουν μονάχα στην Ελλάδα. Βέβαια, τα φαινόμενα αυτά, οι μεταπολεμικές πληγές, έτσι όπως τις περιγράψαμε με λίγα λόγια, έχουνε και μερικά σημεία καθαρώς ελληνικά, αλλά στο σύνολό τους είναι γενικά συμπτώματα μιας καταστάσεως που επικρατεί σ’ όλον τον κόσμο σήμερα. Και ειδικά στις μεγάλες χώρες του παλαιού και του νέου κόσμου.

Ας ξαναγυρίσουμε λιγάκι στην εποχή που κηρύχθηκε ο πόλεμος ο ευρωπαϊκός, στα 1914. Όλοι μας θυμόμαστε καλά τους περίφημους λόγους που διαλαλούσαν οι ρήτορες και που έγραφαν οι διάφορες εφημερίδες. Τα «δίκαια των εθνικοτήτων», το «δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως των λαών», η «διεθνής δικαιοσύνη», γι’ αυτά έλεγαν οι διάφορες κυβερνήσεις πως έγινεν ο πόλεμος. Και η καθεμιά κυβέρνηση προσπαθούσε να πείσει το λαό της ότι αυτή έχει το δίκαιο με το μέρος της. Κι έγινε ο πολεμος εκείνος και οι λαοί σφάζονταν επί τέσσερα και περισσότερα χρόνια. Κι όταν τέλειωσε το μακελειό και το τηλεβόλο σταμάτησε, οι λαοί ρωτήθηκαν : Γιατί όλη αυτή η κοσμοχαλασιά; Μα απάντηση καμιά δε βρήκανε.

 

Τώρα πια είναι έξω από κάθε αμφιβολία, ότι οι παλαιές εκείνες ψευτιές περί δικαιοσύνης διεθνούς και ελευθερίας των λαών και τα παρόμοια, ξεσκεπάσθηκαν. Κανένας λαός δεν τα πιστεύει πια. Αφού οι λαοί παραπλανήθηκαν απ’ αυτές και σύρθηκαν στο μεγάλο αλληλοσπαραγμό, ήλθε ο καιρός, ήλθαν τα πράγματα τα ίδια τους άνοιξαν τα μάτια και είδανε την αλήθεια τη μεγάλη. Είδανε δηλαδή καθαρά ότι στον πόλεμον εκείνο δεν επρόκειτο για τα συμφέροντα τα δικά τους για τις ελευθερίες και για τα δικά τους δίκαια, παρά ο πόλεμος εκείνος ήταν μια σύγκρουση τρομακτική μεταξύ δύο ληστρικών ομάδων, της ανταντικής και της μεσευρωπαϊκής (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία – Γερμανία, Αυστρία), που μάλωναν ποια θα κατακτήσει και θα υποδουλώσει τον κόσμον όλο.

 

Μια φούχτα μεγάλοι τραπεζίτες μέσα σε καθεμία από τις μεγάλες Δυνάμεις κατόρθωσε πρώτα – πρώτα να κατανικήσει όλους τους άλλους ντόπιους συναγωνιστές της και να τους απορροφήσει και να νικήσει μέσα στη χώρα της. Κι ο κρατικός μηχανισμός ακόμη βρέθηκε στα χέρια της. Του Κράτους η ζωή στα χέρια βρισκότανε αυτής της κλίκας των καρχαριών του τραπεζιτικού κεφαλαίου. Τα όργανα του Κράτους άνθρωποί της. Κι ο τύπος όλος εξαγορασμένος απ’ αυτήν. Στην άσβυστή της δίψα για καινούρια κέρδη, η κλίκα αυτή των μεγαλοτραπεζιτών ζήτησε κι άλλες χώρες, έξω απ’ τη δική της, χώρες ανεκμετάλλευτες, τις αποικίες. Και ζήτησε αυτές τις χώρες για να τοποθετήσει, τα περίσσια της κεφάλαια, για να ληστεύσει τις πρώτες ύλες τους και για να εκμεταλλευθεί το ζωντανό τους υλικό, τα φτηνά εργατικά τους χέρια.

 

Μα κείνο που ζητούσε της μιας Δυνάμεως η κεφαλαιοκρατική κλίκα, το ίδιο το ζητούσαν και της άλλης Δυνάμεως οι τραπεζιτικοί καρχαρίες. Κι οι χώρες οι ανεκμετάλλευτες του κόσμου δεν είναι απέραντες. Έτσι σ’ αυτές τις τάσεις τις αρπαχτικές οι διάφορες ιμπεριαλιστικές συμμορίες (συνασπισμοί των κεφαλαιοκρατών περισσοτέρων Δυνάμεων) δεν ημπορούσαν παρά να έλθουν σε μοιραία σύγκρουση. Κι οι συμμορίες αυτές οι εθνικές, έχοντας ως αντιπροσώπους τα κράτη, τις «πατρίδες», με το στρατό τους κι όλα της καταστροφής τα όργανα, ρίχνονται η μια κατεπάνω στη άλλη. Κι αυτών βεβαία των συγκρούσεων τα έξοδα δεν έρχονται να τα πληρώσουν άλλοι παρά μόνον οι λαοί με το δικό τους το αίμα το αθώο.

 

Μέσα από μια τέτοια σύγκρουση συμφερόντων ιμπεριαλιστικών βλέψεων, γεννήθηκε το αλησμόνητο εκείνο ανθρωπομακελειό του 1914 – 1918. Παρόμοιο δεν είχεν αντικρύσει ποτέ ο κόσμος. Τριανταένα κράτη έλαβαν μέρος σ’ αυτό, 13 εκατομμύρια άνθρωποι βρήκαν το θάνατο σύμφωνα με τις τελευταίες στατιστικές (τρεις φορές περισσότεροι από τους σκοτωμένους όλων των πολέμων από τα 1800 έως τα 1900) και εκατοντάδες χιλιάδων χαροκαμμένα θύματα δημιουργήθηκαν. Για τεσσεράμισι χρόνια ο κόσμος, ο «πολιτισμένος» κόσμος του 20ου αιώνος, είχε ξαναγυρίσει στους πιο μακρινούς χρόνους της βαρβαρότητος, στην εποχή της ανθρωποφαγίας.

 

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ