Η περίοδος της Μεταπολίτευσης και κυρίως η δεκαετία του ’80, χαρακτηρίστηκε από βαθιές αλλαγές, που βελτίωσαν σε σημαντικό βαθμό την κοινωνική θέση των γυναικών. Παράλληλα με τις σημαντικές νομοθετικές ρυθμίσεις, διαμορφώθηκε και ιδεολογικό και πολιτισμικό κλίμα που ευνοούσε μετατοπίσεις από παραδοσιακές συντηρητικές αντιλήψεις και συμπεριφορές.
Οι κυριότερες ρυθμίσεις προς όφελος των εργαζομένων γυναικών έγιναν με τους νόμους 46/1975 και 133/1975 για την ισότητα στις εργασιακές σχέσεις και κυρίως για ίση αμοιβή για ίση εργασία, που ολοκληρώθηκαν με τον νόμο 1414/1984, όπως και με τον νόμο 1576/1985, που επικύρωνε τη Διεθνή Σύμβαση Εργασίας 156, για ισότητα ευκαιριών και μεταχείρισης των εργαζομένων και των δύο φύλων με οικογενειακές υποχρεώσεις. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνταν και ο νόμος 1342/1983 για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών.
Με δεδομένες αυτές τις εξελίξεις, εντυπωσιάζει το ότι η συμμετοχή των γυναικών στον Οικονομικά Ενεργό Πληθυσμό όχι μόνο δεν παρουσιάζει αύξηση, αλλά σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, οι γυναίκες αποτελούσαν το 33% του ΟΕΠ, το 1961, για να περιοριστούν στο 27,1% το 1981 (1). Έτσι, ενώ μεταξύ 1971 και 1981 οι εργαζόμενοι άντρες αυξάνονται κατά 10,9% (από 2.330.000 σε 2.585.000), οι εργαζόμενες γυναίκες αυξάνονται μόνο κατά 5,9% (από 905.000 σε 960.000) (2).
Η εξέλιξη αυτή οφείλεται, κυρίως, στη μείωση της γυναικείας απασχόλησης στη γεωργία από 33,5% το 1961 σε 22,7% το 1981 (3), που δεν αντισταθμιζόταν από την αύξηση της απασχόλησής τους στον δευτερογενή και τον τριτογενή τομέα. Στον πρώτο προστέθηκαν 30.000 εργαζόμενες γυναίκες, αντιπροσωπεύοντας το 7,5% του συνόλου της αύξησης της απασχόλησης, και στον δεύτερο 214.000, το 42% της αύξησης (4).
Συνολικά, υπήρξε αύξηση του ποσοστού των μισθωτών εργαζόμενων γυναικών, από το 27% του συνολικού εργατικού δυναμικού το 1971, στο 31% το 1981 και στο 35,6% το 1986 (5). Έτσι, το 1981 το 82%, άρα η τεράστια πλειονότητα των εργαζόμενων γυναικών, ήταν μισθωτές (6), ποσοστό που δείχνει και τον περιορισμένο αριθμό των γυναικών που ήταν αυτοαπασχολούμενες κι ακόμη περισσότερο εργοδότριες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το μεγαλύτερο ποσοστό γυναικείας απασχόλησης στη βιομηχανία κατά τη δεκαετία του ’80 εντοπίζεται στη Θράκη, αποτελούμενο από φτηνό ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, προερχόμενο, κυρίως, από τη μουσουλμανική μειονότητα (7).
Κατά τη δεκαετία 1971-1981, ενώ οι γυναίκες που απασχολούνταν στη γεωργία μειώνονταν κατά 4,8% ετησίως, παρατηρούνταν αύξηση κατά 1,2% στα χειρωνακτικά επαγγέλματα πέραν του πρωτογενούς τομέα και κατά 4,3% στα μη χειρωνακτικά, με τις υπαλλήλους γραφείου να αυξάνονται κατά 6,9 ετησίως. 4,3% ήταν η ετήσια αύξηση στα μη χειρωνακτικά επαγγέλματα και κατά τη δεκαετία 1981-1991, και οι γυναίκες υπάλληλοι γραφείου αυξάνονταν κατά 4%. Έτσι, ενώ το 1981 οι γυναίκες υπάλληλοι γραφείου ήταν 79 έναντι 100 ανδρών, το 1991 ήταν 102 (8). Αξίζει να αναφερθεί και το ότι οι γυναίκες, ήδη από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, αποτελούσαν το 40% των τραπεζοϋπαλλήλων και την πλειονότητα των εργαζομένων στις ξένες τράπεζες (9).
Εντούτοις, είναι οι άντρες που ακόμη και μετά την εισαγωγή της πληροφορικής καταλαμβάνουν τις εξειδικευμένες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, ενώ οι γυναίκες περιορίζονται σε «εργασίες που χρειάζεται αυτόματος χειρισμός» (10).
Γενικώς και παρά τις νομοθετικές ρυθμίσεις όλης αυτής της περιόδου και ιδιαίτερα των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του ’80, οι γυναίκες αποτελούν φτηνή εργατική δύναμη, καλύπτοντας θέσεις εργασίας χωρίς εξειδίκευση και προοπτική εξέλιξης, ενώ σε σημαντικό ποσοστό απασχολούνται σε εποχιακές ή πρόσκαιρες εργασίες. Είναι χαρακτηριστικό το ότι 8 στους 10 απασχολούμενους σε εργασίες φασόν ήταν γυναίκες (11). Έτσι, είναι οι γυναίκες που καλύπτουν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της διάχυτης εκβιομηχάνισης, ιδιαίτερα στους κλάδους της κλωστοϋφαντουργίας, της ένδυσης και της υπόδησης, που δεν καταγραφόταν στις επίσημες στατιστικές (12).
Χαρακτηριστικό της περιόδου είναι και η σταθερότητα της παραμονής των γυναικών στην εργασία, αλλά και η κατακόρυφη μείωση των ανήλικων εργαζομένων, που φαίνεται κι από το ότι ενώ το 1974 υπήρχαν περισσότερες εργαζόμενες ηλικίας 14-19 ετών, απ’ ότι στις ηλικίες 45-64, το 1985 συνέβαινε το αντίθετο (13). Παρ’ όλα αυτά, ήταν πολλές οι γυναίκες που σταματούσαν τη δουλειά λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων. Σύμφωνα με σχετική έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, που έγινε στα 1983-1985, το 75% αυτών που έπαυαν να εργάζονται το έκαναν μετά τον γάμο ή τη γέννηση του πρώτου παιδιού (14).
Σε άλλη έρευνα, που έγινε στα 1981-1982 στην εργατούπολη της Νέας Ιωνίας, μεταξύ ανδρών, γυναικών και παιδιών, προτεραιότητα για τις γυναίκες ήταν η οικογένεια και για τους άντρες το εισόδημα. Εντούτοις, οι γυναίκες τόνιζαν και την ανεξαρτησία που αποκτούσαν μέσω του εισοδήματος, καθώς και την προοπτική της σύνταξης (15).
Το εργατικό δυναμικό στο σύνολο των γυναικών 15-64 ετών, από το 33% της περιόδου 1974-1979, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΟΚ ήταν το 45,6%, ανέβηκε κατά τη δεκαετία του ’80 στο 44%. Πλησίασε, δηλαδή, κατά πολύ το 49,7%, που ήταν το αντίστοιχο ποσοστό της ΕΟΚ (16).
Και αυτή την περίοδο οι αποδοχές των γυναικών εξακολούθησαν να είναι κατά πολύ μικρότερες απ’ αυτές των αντρών, κυρίως λόγω του ότι καταλάμβαναν θέσεις λιγότερο αμειβόμενες. Έτσι, το 1978 οι εβδομαδιαίες αποδοχές των εργατών ήταν κατά μέσο όρο 3.246 δραχμές, έναντι 2.091 των αντρών, και οι μηνιαίες αποδοχές των αντρών υπαλλήλων 22.119 δραχμές, έναντι 12.517 των γυναικών (17). Δέκα χρόνια αργότερα, το 1988, οι εργαζόμενοι άντρες έπαιρναν κατά μέσο όρο 125.000 και οι γυναίκες 80.000 (18).
Με το πρόβλημα της ανεργίας να αποκτά σημαντικές διαστάσεις κατά τη δεκαετία του ’80, οι γυναίκες αποτελούσαν το 43,7% των ανέργων το 1982 και το 61,2% το 1989 (19), αν και έφταναν λίγο παραπάνω από τα δύο τρίτα του συνόλου των εργαζομένων, με μεγάλο μέρος των ανέργων γυναικών να είναι νέες κάτω των 25 ετών. Εντούτοις, τα στοιχεία αυτά δεν είναι ακριβή, καθώς, όπως είδαμε, οι γυναίκες που απασχολούνταν σε φασόν συνήθως δεν καταγράφονταν, ενώ και πολλές νεοεισερχόμενες στην αγορά εργασίας δεν δήλωναν άνεργες (20).
Στην αλλαγή της καθημερινότητας της ζωής των γυναικών εκείνα τα χρόνια συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό ο οικιακός εξοπλισμός με συσκευές που τις διευκόλυναν, καθώς εξακολουθούσαν να είναι επιφορτισμένες με τις δουλειές του νοικοκυριού. Συγκεκριμένα, στα 1981-1982 το 95,8% των νοικοκυριών διέθετε κουζίνα ηλεκτρική ή υγραερίου, το 95,4% ηλεκτρικό ψυγείο και το 57,3% πλυντήριο (21).
Από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης σημαντική ήταν η ανάπτυξη των φορέων του μαζικού γυναικείου κινήματος, με κυριότερους την Ομοσπονδία Γυναικών Ελλάδας (ΟΓΕ), την Ένωση Γυναικών Ελλάδας (ΕΓΕ) και την Κίνηση Δημοκρατικών Γυναικών (ΚΔΓ), που συνδέονταν, αντιστοίχως, με το ΚΚΕ, το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ εσ. Προσανατολισμένη, κυρίως, στην παρέμβαση στον χώρο των εργαζόμενων γυναικών, η ΟΓΕ συνέβαλε στη συγκρότηση γυναικείων τμημάτων στα συνδικάτα και της Συντονιστικής Επιτροπής Εργαζομένων Γυναικών (ΣΕΕΓ), όπως και στην ίδρυση πλήθους γυναικείων συλλόγων στις εργατικές-λαϊκές συνοικίες.
Η ΕΓΕ, απ’ την πλευρά της, συνέβαλε σε πολύ μεγάλο βαθμό στη στήριξη και εκλαΐκευση των μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ στο Οικογενειακό Δίκαιο, προκαλώντας τη οργή της Δεξιάς, που έκανε λόγο για… «Αίγες»!
Με περιορισμένη απήχηση σε σχέση με τις άλλες δύο οργανώσεις, η ΚΔΓ, παρά τις όποιες αρχικές ταλαντεύσεις της, στήριξε τις θέσεις του νέου φεμινιστικού κινήματος από το οποίο, τελικά, αφομοιώθηκε. Τις θέσεις αυτές πρόβαλλαν αυτόνομες κινήσεις, που συγκροτήθηκαν κυρίως από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, θέτοντας συνολικότερα ζητήματα σχέσεων των δύο φύλων, κριτικής των ανδροκρατικών κοινωνικών δομών, απελευθέρωσης της γυναικείας σεξουαλικότητας κ.λπ. (22).
Οι προβληματισμοί αυτοί επηρέασαν και τις κινήσεις του παραδοσιακού γυναικείου κινήματος, με εξαίρεση την ΟΓΕ. Σύμφωνα με την Αλέκα Παπαρήγα, ηγετικό στέλεχος της ΟΓΕ και του ΚΚΕ, αν η σεξουαλική απελευθέρωση έμπαινε «σε ίση μοίρα με τα προβλήματα απασχόλησης», οι γυναίκες «θα μετέφεραν την πάλη τους από το εργοστάσιο στο σπίτι» (23).
Χαρακτηριστικό της μεταπολιτευτικής πολιτικής ζωής είναι και το ότι ενώ μέχρι το 1974 η μόνη γυναίκα που συμμετείχε σε κυβέρνηση ήταν η Λίνα Τσαλδάρη, στα 1956-1958, στα 1974-1989 οι γυναίκες υπουργοί και υφυπουργοί ήταν οχτώ. Μία στην κυβέρνηση Καραμανλή στα 1977-1980, εφτά στις κυβερνήσεις Παπανδρέου, στα 1981-1989, και μία στην κυβέρνηση Τζανετάκη, το 1989 (24).
Οι γυναίκες εξακολουθούν, όπως και προδικτατορικά, να ψηφίζουν δεξιότερα από τους άντρες (25), ενώ εκδηλώνουν και μικρότερο ενδιαφέρον απ’ αυτούς για την πολιτική. Σύμφωνα με σχετική έρευνα του 1985, ενδιαφέρον για την πολιτική εξέφρασε το 52,1% των γυναικών, έναντι 63,9% των αντρών (26).
Αν και γενικότερα το ποσοστό των γυναικών που συμμετείχαν στο συνδικαλιστικό κίνημα ήταν πολύ περιορισμένο σε σχέση με αυτό των αντρών, οι γυναίκες δεν απουσίασαν από τους μικρούς και μεγάλους εργατικούς αγώνες. Συχνά, μάλιστα, επιδείκνυαν και ιδιαίτερη μαχητικότητα, που ανέτρεπε πολλά από τα στερεότυπα ως προς τα χαρακτηριστικά των δύο φύλων.
Ιδιαίτερη μαζικότητα εμφανιζόταν στον κατεξοχήν γυναικείο κλάδο του ιματισμού, με χαρακτηριστική την περίπτωση του Συνδικάτου Ιματισμού Βόρειας Ελλάδας, στο οποίο εντασσόταν το 80-85% των χιλιάδων εργαζομένων του κλάδου (27). Ελεγχόμενο από το ΚΚΕ και με πρόεδρο τη νεαρή συνδικαλίστρια Δέσποινα Χαραλαμπίδου, το Συνδικάτο είχε συγκροτήσει πλήθος επιτροπών σε εργασιακούς χώρους, αποτελούμενων από γυναίκες. Εντούτοις, οι διακρίσεις σε βάρος των γυναικών εκφράζονται και στο συνδικαλιστικό
κίνημα. Είναι εντυπωσιακή η εξαιρετικά χαμηλή αντιπροσώπευσή τους στις διοικήσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, από τα 45 μέλη της Διοίκησης της ΓΣΕΕ, μόνο 2 ήταν γυναίκες, ενώ στη 13μελή Εκτελεστική Επιτροπή δεν συμμετείχε ούτε μία γυναίκα.
Αυτό συνέβαινε ακόμη και σε οργανώσεις κλάδων με μεγάλη γυναικεία συμμετοχή, όπως ο τραπεζοϋπαλληλικός. Από τα 75 μέλη του Γενικού Συμβουλίου της ΟΤΟΕ οι γυναίκες ήταν μόνο δύο και από τα 17 μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής μόνο μία. Και το ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι ότι το ίδιο συνέβαινε και σε οργανώσεις κλάδων κατεξοχήν γυναικείων. Έτσι, στη 19μελή Διοίκηση της Ομοσπονδίας Κλωστοϋφαντουργών συμμετείχαν μόλις δύο γυναίκες, αν και αποτελούσαν το 80% των εργαζομένων του κλάδου. Κάπως καλύτερη, αν και επίσης προβληματική, ήταν η αντιπροσώπευση στην Ομοσπονδία Ιματισμού. Με το 85% του κλάδου να αποτελείται από γυναίκες, στη Διοίκηση της Ομοσπονδίας συμμετείχαν 9, σε ένα σύνολο 17 μελών (28).
1. ΕΣΥΕ, Συνοπτική στατιστική επετηρίδα 1989 – Αθήνα 1990.
2. Εφημ. «Η Αυγή», 4/11/1984.
3. Χάρις Συμεωνίδου, Γεγονότα του κύκλου ζωής και γυναικεία απασχόληση – Περιοδ. «Σύγχρονα Θέματα», τ. 40, 1989.
4. Ξανθή Πετρινιώτη, Η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό και η περίπτωση της Ελλάδας – Περιοδ. «Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών», τ. 74, 1989.
5. Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών, Ανεργία και απασχόληση στην Ελλάδα – Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1991, σ. 147.
6. Χριστίνα Αθανασιάδου – Στεφανία Πετροπούλου – Γεωργία Μιμίκου, Οι συνθήκες της γυναικείας απασχόλησης στην Ελλάδα: 1880-2000 – Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας, Αθήνα 2001, σ. 16.
7. Ντίνα Βαΐου – Κωστής Χατζημιχάλης, Τοπικές αγορές εργασίας και άνιση ανάπτυξη στη Βόρεια Ελλάδα – Περιοδ. «Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών», τ. 77, 1990.
8. Μαγδαληνή Παντελή, Δεδομένα και αναλύσεις για τη συμμετοχή της γυναίκας στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα: 1961-2017 – Μεταπτυχ. εργασία, Πανεπιστήμιο Αιγαίου 2018, σ. 18, 22 και 45.
9. Αθανάσιος Τσακίρης, Ο συνδικαλισμός των εργαζομένων στις τράπεζες στην Ελλάδα (1974-1993) – Διδακτ. διατριβή, ΕΚΠΑ, Αθήνα 2006, σ. 247-248.
10. Μαρία Στρατηγάκη, Τεχνολογικές εξελίξεις και ειδικεύσεις με «φύλο» – Περιοδ. «Σύγχρονα Θέματα», τ. 40, 1989.
11. Χριστίνα Αθανασιάδου – Στεφανία Πετροπούλου – Γεωργία Μιμίκου, Οι συνθήκες της γυναικείας απασχόλησης στην Ελλάδα: 1980-2000 – Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας, Αθήνα 2001, σ. 15-16.
12. Ντίνα Βαΐου – Κωστής Χατζημιχάλης, ό.π.
13. Δημήτρης Καραντινός, Ανοικτή ανεργία και αστικές αγορές εργασίες (1974-1985) – Περιοδ. «Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών», τ. 70, 1988.
14. Χριστίνα Αθανασιάδου – Στεφανία Πετροπούλου – Γεωργία Μιμίκου, ό.π., σ. 39.
15. Τζένη Καβουνίδη, Ο έλεγχος της εργασίας της γυναίκας – Περιοδ. «Σύγχρονα Θέματα», τ. 40, 1989. 16. Σπύρος Σακελλαρόπουλος, Η Ελλάδα στη μεταπολίτευση: Πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις 1974-1988 – Λιβάνη, Αθήνα 2001, σ. 457.
17. Κωνσταντίνος Δρακάτος, Ο μεγάλος κύκλος της ελληνικής οικονομίας (1945-1995) – Παπαζήσης, Αθήνα 1997, σ. 130.
18. ΕΣΥΕ, Συνοπτική στατιστική επετηρίδα 1989, ό.π.
19. Κωνσταντίνος Δρακάτος, ό.π., σ. 107.
20. Χριστίνα Αθανασιάδου – Στεφανία Πετροπούλου – Γεωργία Μιμίκου, ό.π., σ. 14-15.
21. Ξανθή Πετρινιώτη, ό.π.
22. Για τις οργανώσεις του μεταπολιτευτικού γυναικείου κινήματος και τις θέσεις τους, Γιώργος Αλεξάτος, Ιστορικό λεξικό του ελληνικού εργατικού κινήματος – δ΄ έκδ. Κύμα, Αθήνα 2017, σ. 98. Επίσης, Βασιλική Χάλαζα, Οι γυναίκες στη Μεταπολίτευση (1975-1987). Κράτος πρόνοιας και οικογενειακό δίκαιο – Διπλ. εργασία, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος 2008.
23. Αλέκα Παπαρήγα, Το γυναικείο κίνημα και ο νεοφεμινισμός – Εφημ. «Ριζοσπάστης», 7/2/1980.
24. Επρόκειτο για τις Άννα Συνοδινού και Άννα Ψαρούδα-Μπενάκη, από τη Ν.Δ., και τις Μελίνα Μερκούρη, Μαρία Κυπριωτάκη-Περράκη, Ρούλα Κακλαμανάκη, Βάσω Παπανδρέου, Σύλβια Ακρίτα και Ειρήνη Λαμπράκη, από το ΠΑΣΟΚ.
25. Μάρω Παντελίδου – Μαλούτα, Οι Ελληνίδες και η ψήφος: το φύλο της ψήφου και η ψήφος του γυναικείου φύλου – Περιοδ. «Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών», τ. 73, 1989.
26. Της ίδιας, Ελληνική πολιτική κουλτούρα: όψεις και προσεγγίσεις, – Περιοδ. «Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών», τ. 75, 1990.
27. Ντίνα Βαΐου – Κωστής Χατζημιχάλης, ό.π.
28. Εφημ. «Η Αυγή», 8/3/1985.