Μάρτιος του 1944. Με τις πλάτες του Γερμανού κατακτητή, τα Τάγματα Ασφαλείας τρομοκρατούν τις γειτονιές της Αθήνας. Ο λαός βιώνει ένα νέο τρόμο, τα μπλόκα.
Στην Καλογρέζα των 2.400 ψυχών λειτουργούν επιταγμένα ανθρακωρυχεία και εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας. Οι Γερμανοί χρειάζονται το κάρβουνο, οι εργάτες έχουν ανάγκη τα συσσίτια. Μέσα στα εργοστάσια και κάτω από τη γη δημιουργούνται οι πρώτοι πυρήνες της εαμικής αντίστασης. Ξεσπούν απεργίες. Γίνονται σαμποτάζ. Η πάλη από εργατική μετατρέπεται σε αντιφασιστική.
Σε διαδήλωση, στις 2 Σεπτεμβρίου 1943, στη Νέα Ιωνία σκοτώνονται από την αστυνομία ο Παναγιώτης Γεωργίου και τρεις εργαζόμενοι ανθρακωρύχοι. Το έγκλημα δεν μένει ατιμώρητο. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1943, η ομάδα περιφρούρησης λαϊκών αγωνιστών εκτελεί στη γέφυρα της Σαφράμπολης τον ταγματάρχη χωροφυλακής Δημήτρη Αλεξόπουλο, που διέταξε το πυρ κατά των διαδηλωτών.
Το Μπλόκο μετράει αντίστροφα.
Ξημερώματα της 15ης Μαρτίου 1944, χωροφυλακή, Τάγματα Ασφαλείας και ειδική ασφάλεια με συνοδεία Γερμανών ζώνουν την Καλογρέζα. Χωροφύλακες και ασφαλίτες, πυροβολώντας στον αέρα και πετώντας χειροβομβίδες, ξεχύνονται, μπαίνουν σε σπίτια, δέρνουν τους νοικοκυραίους και αρπάζουν το βιος τους. Οι Γερμανοί δεν επεμβαίνουν, παρακολουθούν και απαθανατίζουν τα γεγονότα.
Παρόντες είναι ο Αλέξανδρος Λάμπου, διευθυντής της Ειδικής Ασφάλειας, ο Γιάννης Πλυτζανόπουλος, διοικητής των Ταγμάτων Ασφαλείας, και ο Κωνσταντίνος Γκίνος, διοικητής της Χωροφυλακής. Τους κατευθύνει ο απόστρατος Γιώργος Μωραΐτης που γνωρίζει πρόσωπα στην περιοχή.
Συγκεντρώνουν τους άνδρες από 14 ετών και πάνω. Τους κατεβάζουν στην πλατεία της εκκλησίας. Ο Λάμπου περιφέρεται με την εικόνα της Παναγιάς και απειλεί. Έχουν κατάλογο και φωνάζουν ονόματα. Όσοι βγαίνουν, τους παίρνουν για εκτέλεση.
Πρώτον εκτελούν τον Παναγιώτη Μικρόπουλο, έναν εικοσάχρονο από το Ηράκλειο. Ύστερα κι άλλους. Τους πηγαίνουν στο ρέμα, στο εκτελεστικό απόσπασμα με επικεφαλής το μοίραρχο Κωνσταντίνο Παπακώστα. Ως τις τέσσερις το απόγευμα σκοτώνουν άλλους είκοσι έναν! Τα πτώματα, παραμορφωμένα από τη χαριστική βολή στο πρόσωπο, αναγνωρίζονται με δυσκολία.
Το Σαββάτο, 18 Μαρτίου 1944, κυκλοφορεί έκτακτη έκδοση του Ριζοσπάστη, με εκτενή αναφορά στο θέμα. Την Τρίτη, 21 Μαρτίου 1944, το Εργατικό Βήμα με τίτλο “Η ΚΑΛΟΓΡΕΖΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΙΑ“.
Φεύγοντας, οι εισβολείς παίρνουν ομήρους. Εκατόν πενήντα πάνε στις φυλακές Χατζηκώστα, εξήντα στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Οι περισσότεροι αφήνονται ελεύθεροι την επομένη. Στο Χαϊδάρι μένουν δεκατέσσερις. Στις 25 Μαΐου 1944, στέλνουν έντεκα με μια αποστολή χιλίων ατόμων στη Γερμανία, στο Νόιεμγκάμμε, έξω από το Αμβούργο. Τους ντύνουν με ριγωτές στολές και τους αφαιρούν τα ονόματα. Κάθε κρατούμενος έχει το δικό του αριθμό. Πολλοί πεθαίνουν δουλεύοντας. Τα κουφάρια τους τα καίνε στο κρεματόριο. Οι όμηροι του Μπλόκου στέλνονται στη Βρέμη για να δουλέψουν στην κατασκευή του καταφυγίου για υποβρύχια Βάλεντιν. Σε ενάμιση χρόνο χάνουν εκεί τη ζωή τους περισσότεροι από δύο χιλιάδες εργάτες, ανάμεσα τους και δεκαέξι Έλληνες.
Στις 26 Μαρτίου 1945, το καταφύγιο βομβαρδίζεται από τη βρετανική αεροπορία και εγκαταλείπεται. Ο πόλεμος χάνεται. Οι Γερμανοί αδειάζουν τα στρατόπεδα, για να εξαφανίσουν τις αποδείξεις. Χιλιάδες κρατούμενοι φορτώνονται σε τρία αραγμένα πλοία, στον κόλπο του Λούμπεκ, στην Βαλτική. Δύο υπερωκεάνια, το Καπαρκόνα και το Ντόιτσλαντ, και το φορτηγό Τίλμπεκ μετατρέπονται σε πλωτές φυλακές. Επάνω στο Καπαρκόνα βρίσκονται πάνω από 4.500 κρατούμενοι.
Στις 3 Μαΐου 1945 και ενώ ο πόλεμος στη στεριά έχει τελειώσει, τα πλοία δέχονται επίθεση βρετανικών αεροπλάνων. Χιλιάδες κρατούμενοι πνίγονται. Άλλοι καίγονται, ενώ άλλοι πυροβολούνται. Απολογισμός: πάνω από 7.000 νεκροί!
Από τους Έλληνες, τρεις κατάφεραν να βγουν ζωντανοί, ο Σπύρος Πασάλογλου, ο Λευτέρης Αυγουστίδης και ο Νίκος Λιαρούτσος. Οι άλλοι, Κώστας Δασκαλόπουλος, Δημήτρης Νίνος, Παναγιώτης Νικολαΐδης, Χρίστος Χριστοφορίδης, Πέτρος Πετρίδης, Κώστας Συμεωνίδης, Νίκος Μαυρίδης και Συμεών Μπαλόγλου, δεν γύρισαν πότε.
Ο φάκελος του Καπαρκόνα φυλάσσεται στα αρχεία της βρετανικής αεροπορίας. Σφραγίζεται για εκατό χρόνια. Τα ερωτήματα μένουν.
Η δίκη για το Μπλόκο αρχίζει στις 5 Νοεμβρίου 1946, στο Γ’ Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων. Η απόφαση του δικαστηρίου, στις 5 Μαΐου του 1947 κάνει τα κόκκαλα των εκτελεσθέντων να τρίζουν! Αθώοι οι περισσότεροι των κατηγορουμένων!!!
Ένοχοι κηρύσσονται μόνο ο διοικητής της Ειδικής Ασφαλείας Αλέξανδρος Λάμπου και ο διερμηνέας Σπύρος Κωνσταντινίδης.
Και οι δύο καταδικάζονται στην ποινή του θανάτου. Οι ποινές δεν εκτελούνται…
Στο βίντεο που ακολουθεί στο τέλος του κειμένου, ο αφηγητής μάς μεταφέρει το ιστορικό του Μπλόκου της Καλογρέζας, με πληθώρα ιστορικών φωτογραφιών της εποχής.
•Κείμενα του Κώστα Χαλέμου,
•Αφήγηση του Πολύκαρπου Πολυκάρπου,
•Βίντεο μοντάζ του Μίμη Σινέκογλου,
•Ηχογράφηση του Σ. Κουσκούνη (Studio Wavemusic)
Δημιουργήθηκε το 2018, για λογαριασμό του Δήμου Ν̈έας Ιωνίας, ύστερα από επιθυμία του Δημάρχου Ηρακλή Γκότση.