Μέχρι την πρώτη κατάληψη της Νομικής, το αντιδικτατορικό κίνημα πορευόταν σε στεγνό τοπίο. Λίγους μόλις μήνες πριν ξεσπάσουν τα μαζικά γεγονότα, η απογοήτευση και η ιδέα πως η χούντα θα μείνει τριάντα χρόνια, ήταν κυρίαρχη ακόμα και στους δραστήριους φοιτητικούς κύκλους.
«Η χαμένη γενιά του ’50», μας αποκαλούσαν παλιοί Λαμπράκηδες, εκείνοι που είχαν ζήσει τη δόξα της δεκαετίας του ’60, τη μεγάλη πολιτιστική άνθιση, τη μεγάλη επαναφορά της Αριστεράς στο πολιτικό προσκήνιο – η Χαμένη άνοιξη του Τσίρκα ήρθε μετά. Ύστερα γίναμε η γενιά του Πολυτεχνείου, εκείνη που έκανε μια εξέγερση και έζησε τη δόξα της και που αργότερα έπρεπε να απολογείται γι’ αυτό, αλλά με πολλές έννοιες μια κερδισμένη γενιά, όχι όπως η επόμενη που τραγούδαγε ο Πορτοκάλογλου, «της μεταπολίτευσης καημένη γενιά».
Βέβαια όσοι χρησιμοποιούν την ιδέα των γενεών, δεν το κάνουν αθώα, για λόγους ευκολίας στην ιστορική αναφορά. Με τον όρο γενιά θέλουν να τα περιλάβουν όλα, και τον Τζιαντζή και τον Λαλιώτη, και τον Κάππο και τη Δαμανάκη, και το Γαϊτανίδη και τον Ανδρουλάκη. Και μέσα στο χυλό οι πρώτοι να εξομοιωθούν με τους δεύτερους. Με αυτόν τον τρόπο εκδικούνται τα γεγονότα, διαβρώνουν τη μνήμη και υπονομεύουν το παρόν.
Πριν λίγες εβδομάδες στην αίθουσα της παλιάς Βουλής πραγματοποιήθηκε εκδήλωση μνήμης για τον Κώστα Κάππο. Συγκεντρώθηκαν αρκετοί άνθρωποι, πολλοί απ’ αυτούς συγκρατούμενοι ή σύντροφοι εκείνης της εποχής. Οι άνθρωποι που βασανίστηκαν σκληρά. Ήταν όλοι γενιά του Πολυτεχνείου. Εκείνοι δημιούργησαν, πρωταγωνίστησαν και όρισαν την πορεία των γεγονότων τότε. Οι πιο πολλοί, οι πλείστοι, δεν είναι ενταγμένοι σε πολιτικούς σχηματισμούς, αλλά τους συναντώ πάντα σχεδόν στις μεγάλες διαδηλώσεις. Και δηλώνουν έτοιμοι αν κληθούν να ξαναπιάσουν το νήμα. Δεν γράφουν γι’ αυτούς οι εφημερίδες και δεν απασχολούν τα πρωινάδικα. Ούτε κατέλαβαν πολιτικές ή άλλες θέσεις.
Στην πραγματικότητα όμως, εκείνοι που προβλήθηκαν, που πήραν τις θέσεις και τα ποσά που τους αντιστοιχούν, δεν αναδείχτηκαν άδικα εκεί. Είναι εκείνοι οι οποίοι εξέφρασαν το Πολυτεχνείο που ηττήθηκε. Την εξέγερση που έμεινε στη μέση. Γιατί όπως πάντα και το Πολυτεχνείο ήταν δυο βασικά ρεύματα. Το ρεύμα που ήθελε να πάει ως το τέλος, ως μια συνολική ανατροπή, κι εκείνο που ήθελε να μείνει στους εξωραϊσμούς του πολιτικού οικοδομήματος. Νίκησε το δεύτερο. Αν και στην ουσία, όπως συμβαίνει πάντα, η αντίσταση στη χούντα, το Πολυτεχνείο και τα όνειρα μιας επαναστατημένης γενιάς, δεν χώρεσαν στα μικρομεσαία σχέδια της μεταπολίτευσης. Διεκδίκησαν και διεκδικούν να επιστρέψουν ακέραια. Και όπως συμβαίνει πάντα, εκεί και τότε, όπως εδώ και τώρα, όπως και αύριο, θα παλεύουν οι δυο γραμμές, εκείνη που ζητάει να εντάξει τις προσδοκίες της στην καθημερινότητα (όπως την συναποτελούν οι κοινωνικοί συμβιβασμοί, οι οικονομικές επιδιώξεις και οι πολιτικοί σχεδιασμοί) και εκείνη που επανεπενδύει συνεχώς τους κόπους της, προσβλέποντας στην επόμενη φορά (και πάντα, αδιάκοπα, σε μια επόμενη).
Επειδή, όσο περνούν τα χρόνια ξεχνάμε τα γεγονότα όσοι τα έζησαν και τα αγνοούν όσοι τα έμαθαν ως Ιστορία, θα ήταν καλό να ξύσουμε μνήμες και πληγές. Το τοπίο της περιόδου της δικτατορίας δεν ήταν ένας κόσμος καθολικής αντίστασης, έστω σιωπηρής. Όπως συμβαίνει πάντα, το μεγάλο μέρος των Ελλήνων, υπό την επίδραση του παραλυτικού φόβου και υπό το βάρος του συντριπτικού χτυπήματος που έδωσε η χούντα στις ανέτοιμες και παραπλανημένες από τις αυταπάτες τους δυνάμεις της Αριστεράς, έμεινε μακριά ως το τέλος από την ενεργή αντίσταση. Υπήρχαν άλλωστε και εκείνοι που πολλαπλώς ωφελήθηκαν. Η φαυλοκρατία των πολιτικών που υποσχόταν να πατάξει η χούντα, αντικαταστάθηκε από τη φαυλοκρατία και τη διαφθορά της στρατιωτικής εξουσίας. Φυσικά εκ των υστέρων όλοι είχαν κάτι να πουν για την αντίστασή τους. Όπως πάντα. Ακόμα και στο Πολυτεχνείο, τη στιγμή της μεγάλης έξαρσης γύρω από το κατειλημμένα ιδρύματα και στις τρεις πόλεις, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, ήταν στην καλύτερη περίπτωση 20.000-30.000 άνθρωποι. Σε αυτές τις στιγμές της κρίσης, το ένα ζήτημα και βασικό, είναι το πόσοι ακολουθούν την πρωτοπορία στους δρόμους, το δεύτερο, από μια άποψη αποφασιστικό, οι πολλοί που βρίσκονται με κάποιον τρόπο αλληλέγγυοι, οι οποίοι δεν τολμούν την υπέρβαση, αλλά και δεν ανέχονται να ζουν άλλο υπό την προηγούμενη κατάσταση και το τρίτο, εκείνοι που θέλουν την κατάσταση, λιγότερο ή περισσότερο, βολεύονται ή έχουν συμφέροντα μαζί της, αλλά παραλύουν υπό την επίδραση του γενικού κλίματος. Πρέπει να βρεθεί κανείς σε αυτή τη στιγμή για να καταλάβει τη μεγάλη ηθική, ψυχολογική και πολιτική σημασία αυτών των συσχετισμών και διαθέσεων.
Αλλά μέχρι την πρώτη κατάληψη της Νομικής, το αντιδικτατορικό κίνημα πορευόταν σε στεγνό τοπίο. Λίγους μόλις μήνες πριν ξεσπάσουν τα μαζικά γεγονότα, η απογοήτευση και η ιδέα πως η χούντα θα μείνει τριάντα χρόνια, ήταν κυρίαρχη ακόμα και στους δραστήριους φοιτητικούς κύκλους. Υπό αυτή την έννοια, κάθε μαζική αντίσταση φάνταζε χίμαιρα, μια ονειροφαντασία ανθρώπων που δεν πάταγαν τα πόδια τους στη γη. Οι πιο ευφάνταστοι, ρομαντικοί και, ας το πούμε, ηρωικοί, που δεν ήθελαν να κάθονται με σταυρωμένα χέρια, έβλεπαν τις βομβιστικές επιθέσεις ως τον μόνο αποτελεσματικό τρόπο να γίνεται θόρυβος, τουλάχιστον. Έτσι θα διασωζόταν και η τιμή της χώρας στο εξωτερικό και ποιος ξέρει, ίσως να αφυπνίζονταν οι ληθαργικοί Έλληνες. Από την άλλη πλευρά, οι ηγεσίες της διασπασμένης Αριστεράς, αδυνατώντας να κατανοήσουν τις δυναμικές που μπορεί να αναπτύξει το μαζικό κίνημα, εξασκούνταν σε πολιτικές προτάσεις πάσης φύσεως συνεργασιών με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, περιμένοντας περισσότερο τις αλλαγές από πάνω, παρά από την καταλυτική δράση ενός μαζικού κινήματος. Ιδιαίτερο παραλυτικό ρόλο είχε η πολιτική του ΚΚΕ Εσωτερικού, που πιο εμφαντικά και ακραία εξέφραζε τη γραμμή του συμβιβασμού.
Ακόμα και όταν αυτό το κίνημα πήρε τα μαζικά του χαρακτηριστικά με τις καταλήψεις της Νομικής, τότε που οι βόμβες έπαψαν να είναι η πιο ηχηρή μορφή αντίστασης και οι οργανώσεις που επέλεγαν αυτή τη μορφή εντάσσονταν στο κίνημα, και πάλι η σύγκρουση κυρίως μεταξύ Ρήγα Φεραίου και ΚΝΕ βρισκόταν στο αν μπορεί να μεταφερθεί ο αγώνας μέσα στα πανεπιστημιακά ιδρύματα με τη συγκρότηση μισονόμιμων, μισοπαράνομων φοιτητικών επιτροπών. Ο Ρήγας Φεραίος επέμενε σε μορφές οργάνωσης εκτός πανεπιστημίων, με πολιτιστικές δραστηριότητες και παρόμοιες, κάπως νομιμοποιημένες μορφές. Φυσικά μέσα σε καθεστώς παρανομίας, ούτε πάντα σαφείς ήταν οι διατυπώσεις των πολιτικών γραμμών μέσα στο ζωντανό κίνημα, ούτε μπορούσαν να πειθαρχήσουν τα μέλη. Αμέσως μόλις άρχισαν οι πρώτες συγκεντρώσεις στα πανεπιστήμια, Κνίτες, ρηγάδες, εκκετζήδες και άλλοι, βρέθηκαν στις καταλήψεις, με τον ίδιο ενθουσιασμό, με την ίδια αυτοθυσία. Ποιος όμως είπε πως η ενότητα που κερδιζόταν με πολύ μεγάλη δυσκολία, δεν είχε συγκρούσεις, ρωγμές, ρήξεις, θυμούς, υπονομεύσεις και όλα αυτά τα γνωστά; Και αδιάκοπη προσπάθεια να ηγεμονεύσει η μια γραμμή; Αν φανταστεί κανείς την πορεία προς το Πολυτεχνείο, αλλά και το ίδιο το Πολυτεχνείο ως μια συναυλία αγγέλων, δεν θα έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Κι ωστόσο διαμορφωνόταν μια ενότητα ικανή να οργανώσει τον αγώνα, να αναλύει συνεχώς τα δεδομένα, να διαμορφώνει κοινή πολιτική γραμμή, να χειρίζεται την επίθεση και την άμυνα, σε συνθήκες σχεδόν πολεμικής έντασης. Να συγκρούεται και να επανενώνεται. Πάντα με τις παρεπόμενες φθορές.
Είναι γνωστό πως το Πολυτεχνείο δεν ξεκίνησε με ένα συνολικό στρατηγικό σχέδιο ανατροπής. Η άποψη της ΚΝΕ, την οποία θεωρώ ακόμα σωστή, ήταν πως μια μεγάλη έκρηξη έπρεπε να συμβεί λίγο καιρό αργότερα, καθώς εκείνη ακριβώς την περίοδο βρισκόταν σε εξέλιξη μια χειμαρρώδης διαδικασία δημιουργίας οργανώσεων, μισονόμιμων, μισοπαράνομων, φορέων, εργατικών, επιστημονικών, πολιτιστικών, η οποία διαμόρφωνε έναν τρομερό πανελλαδικό ιστό, πιθανότατα ικανό να προκαλέσει μια πανελλαδική εξέγερση. Και κυρίως, που μπορούσε να μεταφέρει το κέντρο του αγώνα από τη φοιτητική νεολαία και τα πανεπιστήμια, στην εργατική τάξη. Λίγους μήνες μετά όλα θα ήταν διαφορετικά. Μια τέτοια εξέλιξη θα όριζε με άλλο τρόπο το πολιτικό τοπίο και τότε και μετέπειτα. Αλλά, κι αυτό είναι ένα ακριβό μάθημα στην Ιστορία, τα γεγονότα δεν έρχονται όταν τα παραγγέλνεις.
Μπορεί λοιπόν η κατάληψη του Πολυτεχνείου να ξάφνιασε τη στιγμή που έγινε τις δυνάμεις του συστήματος και τις δυνάμεις της αντίστασης. Αλλά μέσα στα σπλάχνα του περιείχε τη γενιά και την ιδέα της συνολικής ανατροπής. Δεν ήταν η ανατροπή της χούντας το μόνο αίτημα. Μπορεί οι συνθήκες να το έκαναν κυρίαρχο. Αλλά ταυτόχρονα και ουσιαστικά, ο στόχος ήταν η ανατροπή ενός συστήματος που καταφεύγει στις χούντες, με στρατιωτικό ή άλλο ένδυμα. Δεν ήταν το όνειρο των εξεγερμένων η αποκατάσταση μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας του τύπου της μεταπολίτευσης, η οποία οδηγεί σε αυταρχισμούς, κρίσεις, αντιδημοκρατικές υποτροπές. Όπως έγραφε ο Κώστας Τζιαντζής στο περίφημο άρθρο του:
«Η αντιδικτατορική πάλη χωρίζεται σε δυο περιόδους και σε δυο γενικά παρατάξεις, αντίθετες μεταξύ τους, αλλά και σφιχταγκαλιασμένες στον πολιτικό χώρο και στο χρόνο. Η πρώτη είναι η περίοδος και η παράταξη των λυγμών της προδομένης δημοκρατίας. Η δεύτερη (κυρίως από το ’71 και μετά) είναι η περίοδος – η παράταξη μιας νέας επαναστατικής επαγγελίας που αρχίζει να τραγουδά σε διάφορες παραλλαγές. Στην πρώτη ηγεμονεύουν οι διαμαρτυρίες για τον καταποντισμένο εκσυγχρονισμό του μεταπολεμικού αστικού συστήματος… Η δεύτερη παράταξη φωτίζεται από τις παλιές και τις καινούργιες υποσχέσεις των αντάρτικων, απ’ τον κόκκινο Οκτώβρη και τα μαύρα μάτια του Τσε, απ’ τις ξαναγεννημένες, σοφές και ταυτόχρονα αμάθητες επαναστατικές απόπειρες σαν του Μάη. Είναι αυτή που γεννιέται μες στα χαράματα μιας νέας ιστορικής εποχής, της καθαυτό, θα λέγαμε, “εργατικής εποχής” της ανθρωπότητας, με λίγα λόγια τη σημερινής εποχής».
Είναι αυτή η δεύτερη παράταξη που δεν νίκησε το ’73 και που δοκίμασε και δοκιμάζει ακόμα, τις πικρές γεύσεις ηττών και διαψεύσεων, αλλά και ταυτόχρονα εκδικείται με μια ήττα που ισοδυναμεί με νίκες.
Ίσως εδώ, σε ένα λογικά αντιφατικό σχήμα, που ως φραστικό εύρημα αγγίζει την παραδοξολογία, βρίσκεται το ουσιαστικό στοιχείο της ιστορικής προοπτικής. Το Πολυτεχνείο ουσιαστικά δεν ολοκληρώθηκε τότε. Αυτό του στοίχησε. Η δημοκρατία που ήρθε διέψευσε τις προσδοκίες. Επί σχεδόν 40 χρόνια εκμαύλισε ανθρώπινες ψυχές και καταβαράθρωσε μια ολόκληρη κοινωνία. Στη φθορά και την πτώση της επιδίωξε να συμπαρασύρει όλες τις ελπίδες που γέννησε εκείνη η εξέγερση. Δεν το κατόρθωσε. Το φάντασμα επιστρέφει και ζητάει να εκδικηθεί. Η δεύτερη εκείνη παράταξη εμφανίζεται και πάλι στο ιστορικό προσκήνιο, όχι για να θάψει τα πτώματα των προσδοκιών της, αλλά για να ξαναθέσει τα ερωτήματα και να διεκδικήσει και πάλι τις απαντήσεις.
Αν όλα αυτά δεν πιστοποιούν το πώς υπάρχουν ήττες που, αν και δεν ισοδυναμούν με νίκη, δημιουργούν τις προϋποθέσεις γι’ αυτήν, τότε τίποτα δεν αξίζει να θυσιάσει κανείς στο παρόν για να εξασφαλίσει το μέλλον. Πολύ περισσότερο αν δεν αντιληφθεί πως υπάρχουν πολλές φορές νίκες, οι οποίες οδηγούν σε καταστροφή, όμοια με εκείνη την παλιά ιστορία και παραβολή για τον βασιλιά της Ηπείρου, τον Πύρρο.
ΤΟ ΕΞΕΓΕΡΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΝΟΕΜΒΡΗ ΣΦΡΑΓΙΣΕ ΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
Πριν μερικές ημέρες η τηλεόραση μετέδωσε σε επανάληψη μια συνέντευξη του Λεωνίδα Κύρκου. Το θέμα δεν είναι το πρόσωπο αλλά οι ιδέες που εξέφρασε. Σε μια συνέντευξη συνόψισε στην ακραία τους εκδοχή όλα τα χαρακτηριστικά της ηττημένης και ηττοπαθούς Αριστεράς, εκείνης της «πρώτης παράταξης», που την πρώτη περίοδο της δικτατορίας, μέχρι περίπου το 1970, διεκδίκησε να ηγεμονεύσει στο αντιδικτατορικό κίνημα. Μιας Αριστεράς ικέτισσας στο πολιτικό σύστημα, για έναν μικρό ρόλο στην παράσταση του αστικού πολιτικού έργου. Η οποία, γι’ αυτό, σερνόταν πάντα στην πιο συμβιβαστική εκδοχή των γεγονότων, από την Εθνική Αντιδικτατορική Ενότητα με τον Καραμανλή το 1974, έως την υπεράσπιση του σχεδίου Ανάν μαζί με το Γιωργάκη Παπανδρέου και την υπεράσπιση των μνημονίων της ΔΗΜΑΡ.
Το Σεπτέμβρη του 1973, λίγο πριν το Πολυτεχνείο σαρώσει τα σχέδια της χούντας και του πολιτικού κατεστημένου για μια «ειρηνική» εναλλαγή, η ηγεσία του τότε ΚΚΕ Εσωτερικού στο στρατοδικείο διεμήνυε προς το πολιτικό σύστημα πως είναι έτοιμη να πάρει μέρος στο παιχνίδι, κάνοντας εμφατική πρόταση προς το βασιλιά για συνεργασία και καλοβλέποντας προς τη Συμβουλευτική Επιτροπή που είχε συστήσει η χούντα στο πλαίσιο του σχεδίου μετάβασης. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να διαψευστούν οι …σοφές απόψεις των «ρεαλιστών» της αριστερής πολιτικής. Δυο μήνες μετά, το Πολυτεχνείο ανέτρεψε όλους τους σχεδιασμούς. Το λαϊκό κίνημα, το οποίο η ηγεσία αυτής της Αριστεράς ποτέ δεν υπολήφθηκε, έδωσε την ημιτελή μεν αλλά αποφασιστική απάντησή του. Και μπορεί το άμεσο αποτέλεσμα να ήταν η σκλήρυνση της κατάστασης, τα τανκς του Ιωαννίδη, οι σαρωτικές συλλήψεις και τα τρομερά βασανιστήρια, με επιστέγασμα την κυπριακή τραγωδία, αλλά εκείνη η λαϊκή έξαρση που δεν μπήκε τροπαιούχος στα «Παλιά ανάκτορα», αλλά ξαναμαζεύτηκε στις παράνομες γιάφκες και στις καθημερινές της ασχολίες, με την πικρή γεύση των τόσων θανάτων και της ατελέσφορης προσπάθειας, έγινε ο ουσιαστικός πολιτικός πρωταγωνιστής κάθε πολιτικής πράξης από τότε.
Αν δεν είχε συμβεί το Πολυτεχνείο, η μετάβαση στο κοινοβουλευτικό αλισβερίσι θα γινόταν με μια συμφωνία των ανύπαρκτων πολιτικών δυνάμεων, των αδειανών στολών του παλιού πολιτικού κατεστημένου και της χούντας, με τους χουντικούς μηχανισμούς και τους ανθρώπους να ορίζουν τη μεταπολιτευτική λειτουργία του κράτους. Και με την πολιτική υποταγή του λαϊκού κινήματος.
Αν το πνεύμα της μεταπολίτευσης έγινε ο στόχος των κάθε είδους πρετεντεράκων όλα αυτά τα χρόνια, ήταν γιατί αυτό το ημιτελές Πολυτεχνείο στοίχειωνε την πολιτική ζωή και επέβαλε τους δικούς του όρους. Μέχρι το 1989, οπότε η επίσημη Αριστερά (δηλ. και το ΚΚΕ) ξαναμπήκε στο τσουκάλι των αστικών μαγειρεμάτων, δικαιώνοντας, επί τέλους, τις προσδοκίες του Λεωνίδα Κύρκου και διαψεύδοντας τις ελπίδες των κομμουνιστών, που άκουγαν ενεοί τον Χαρ. Φλωράκη να δηλώνει μπρος στα εκμαυλιστικά ραδιοτηλεοπτικά μικρόφωνα, αυτός ο ηρωικός καπετάνιος του εμφυλίου, πως η Αριστερά για πρώτη φορά στην Ιστορία της βρίσκεται στο πολιτικό προσκήνιο.
ΔΙΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΑΙΤΙΕΣ
Τα γεγονότα του παρελθόντος διαβάζονται έγκυρα και διατηρούν τη ζωτικότητά τους, μόνο όταν προβληθούν στο παρόν. Κι η ιστορία γράφεται και ξαναγράφεται και αξιολογείται όταν οι κάθε φορά νέες γενιές την μαθαίνουν γιατί την ζουν με το δικό τους τρόπο, στη δική τους εποχή και με τα δικά τους γεγονότα. Έτσι, εκείνη η γενιά έμαθε για την επανάσταση του ’21, την κατέβασε από το εικόνισμα των σχολικών αιθουσών και την έκανε δική της καθημερινότητα. Σε κάθε περίπτωση το ημιτελές Πολυτεχνείο του ’73, παρά τις σχολικές γιορτές και τις τιμές των επισήμων, διατήρησε τη γοητευτική και εξεγερτική του δύναμη όλα αυτά τα 39 χρόνια. Και τώρα γίνεται σημείο αναφοράς μιας εποχής που καλείται να ολοκληρώσει εκείνη την έναρξη.
Το Νοέμβρη του ’73 το δικτατορικό καθεστώς υπέστη ένα βαρύ πλήγμα, που σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση και το πρόβλημα νομιμοποίησής του, οδήγησε σε κρίση. Μπορεί η κρίση αυτή να αντιμετωπίστηκε προσωρινά με την αλλαγή φρουράς και τη χούντα Ιωαννίδη, αλλά επέστρεψε –την κρίση δεν την αντιμετωπίζεις με κολπάκια – βαθύτερη και αμείλικτη τον Ιούλιο του ’74. Ζήσαμε τότε αυτό που θεωρείται κλασικό για τις επαναστατικές εποχές. Όπου οι πάνω δεν μπορούσαν να κυβερνούν όπως πριν και οι κάτω δεν ήθελαν να κυβερνούνται όπως πριν. Για κάποιες ώρες η εξουσία κυκλοφορούσε στους δρόμους. Αλλά δεν ζούσαμε σε μια επαναστατική εποχή, το λαϊκό κίνημα δεν ήταν τόσο ισχυρό ώστε να επιβάλει τη θέλησή του, η Αριστερά δεν πίστευε σε μια ουσιαστική αλλαγή, δεν είχε χαράξει σοβαρή στρατηγική, η τακτική της βολόδερνε ανάμεσα στην πλατιά αντιδικτατορική ενότητα με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις και τη «νέα δημοκρατία» (την κατοπινή «πραγματική αλλαγή») και ούτε είχε επαρκείς δυνάμεις για να την επιδιώξει, συνεπώς η περιπλάνηση της εξουσίας στους δρόμους δεν τρόμαξε το σύστημα, που την οδήγησε με ασφάλεια στο τρίγωνο αμερικανική πρεσβεία – κτίριο της Βουλής – συγκρότημα Λαμπράκη, για να την παραδώσει αμόλυντη στον Κων. Καραμανλή.
Ένα ημιτελές θαύμα δεν είναι επαρκές και να οδηγήσει σε ένα ακέραιο αποτέλεσμα. Με αυτή την έννοια, για ακόμα μια φορά, μια μεγάλη έφοδος του λαϊκού κινήματος κατέληξε σε ένα αστικό παιχνίδι σε βάρος των λαϊκών συμφερόντων. Είναι άραγε της μοίρας μας; Αρνούμενοι να αποδώσουμε στη μοίρα τις ευθύνες μας, οφείλουμε σήμερα περισσότερο από ποτέ να εξιχνιάσουμε με μεθοδικότητα και διεισδυτικότητα ντετέκτιβ του Ντάσιελ Χάμετ, τις αιτίες που μας αφήνουνε λειψούς. Να εντοπίσουμε τις ιστορικές παθογένειες του κομμουνιστικού ρεύματος στην Ελλάδα, να ανασυγκροτήσουμε σε βάθος και ουσία τη σκέψη μας, να επαναδιατυπώσουμε το στρατηγικό πρόγραμμα και να χαράξουμε ευέλικτες, πειστικές και αποτελεσματικές πολιτικές τακτικές, ικανές να συσπειρώνουν, να οδηγούν και να νικάνε. Οι συσχετισμοί δεν μας ευνοούν. Επί περίπου 70 χρόνια το κομμουνιστικό κίνημα διαπαιδαγώγησε την εργατική τάξη σε μια λογική βελτίωσης και όχι ανατροπής του καπιταλισμού, σε μια λογική κυβερνητισμού και όχι σύγκρουσης. Αυτή η δεύτερη παράταξη της νέας επαναστατικής επαγγελίας που εξέφρασε το Πολυτεχνείο, οδηγήθηκε αιμάσουσα στα ιδεολογικά αποσπάσματα της διαπιστευμένης Αριστεράς, αλλά δεν έφυγε, δεν χάθηκε και κυρίως δεν απώλεσε την ελκτική της δύναμη, ανεξάρτητα από την πορεία, τις αδυναμίες και τα λάθη των φορέων και των ανθρώπων που προσπαθούν να την εκφράσουν.
Η κάθε εποχή γεννάει τις δικές της ανάγκες και δημιουργεί τις δικές της δυνατότητες. Το Πολυτεχνείο ήταν του καιρού του. Στην ουσία, αν θέλει να είναι κανείς ακριβής, το Πολυτεχνείο έθεσε τα ερωτήματα. Το τώρα καλείται να δώσει τις απαντήσεις. Η Ιστορία ποτέ δεν τελειώνει με λύσεις της μοίρας. Επανέρχεται, στοιχειώνει και διεκδικεί.
Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα ΠΡΙΝ 18/11/2012