Η περίοδος είναι μονοθεματική. Οτιδήποτε γράψεις ή πεις πέραν του κορονοϊού ακούγεται σαν να προέρχεται από άλλη εποχή. Το πριν ή το μετά εξαφανίστηκαν σαν ένα θαύμα, που κρύβει τις εικόνες και δυϊλίζει τη μέρα επιτρέποντας να περνούν μονάχα κάποιες ακτίνες. Σαν μια στρατιωτική δικτατορία που άφησε από τα βιβλία μόνο μερικές σελίδες προς ανάγνωση. Και ολημερίς εντρυφούμε σ’ αυτές.
Μέσα σε τόση μονομέρεια δεν είναι επικίνδυνο να μιλήσεις μόνο για άλλα θέματα, είναι εξ ίσου επικίνδυνο να μιλήσεις και για το προκείμενο. Δεν μπορείς ακόμα να το δεις, να το κατανοήσεις. Γεμίζει τόσο το οπτικό πεδίο ώστε δεν αφήνει περιθώριο να αναγνωρίσεις χρώματα, αποχρώσεις, αιτίες. Σαν φόβος που σκεπάζει τα επιμέρους, ακόμη και ένα μέρος από τα κύρια. Ή μήπως ακριβώς αυτό είναι φόβος; Σκορπισμένος παντού σε ανανεούμενες δόσεις και με την προβολή της ατομικής ευθύνης. Και με διάχυτες και καλά διοχετευόμενες απειλές (μέχρι και για έλεγχο αν είμαστε στο σπίτι από την παρακολούθηση των κινητών, προειδοποίησε ο Γερμανός), αλλά και προειδοποιήσεις “αγίων” για τις αμαρτίες που πληρώνουμε!
Αφού μας κατηχήσανε στο ατομικό, νικάει καθένας μόνος του, ή ακόμα πιο πολύ, νικάει όποιος είναι μόνος του, μετά μας ανέβασαν πίστα, μας επιβάλλουν μοναχικότητα, “μείνετε σπίτι”, ως “ατομική ευθύνη”, αλλά σε μια συλλογική συμβολή. Λαβύρινθος…
Σήκωσαν, λοιπόν αυτή τη βαριά πέτρα και την άφησαν στους ώμους μας. Εσύ οφείλεις, είπαν. Μα είμαι ασυνήθιστος σε τέτοια. Πως να σας εμπιστευτώ; Πως να εμπιστευτώ τον εαυτό μου; Πως να γεννήσω δημιουργία εγώ ο συνηθισμένος στην αποδοχή και στις αναθέσεις; Όσες φορές αποπειράθηκα με καταστείλατε με τις κραυγές σας. Και όχι μόνο…
Μέσα στην υποτίμηση του ανθρώπινου, καθώς μεγεθύνονταν οι δυνάμεις των τεχνολογικών εικόνων, με τις “άπειρες” δυνατότητες τους, μας εκπαίδευσαν στην αποδοχή του άγνωστου και των αποφάσεων του. Σαν θεϊκού. Οι αγορές και οι κυρίαρχοι μας αρκούσαν για να ρυθμίζεται η ζωή μας, με την δυσαρμονία της, η οποία ωστόσο συνιστούσε μια αρμονία.
Και τώρα μας εμπιστεύονται την τύχη μας. Πως να το εκλάβουμε; Ως μορφή αδυναμίας τους; Ως μορφή της δύναμης μας; Μπορούμε να την πιστέψουμε τόσο αναξιόπιστοι που γίναμε απέναντι στους εαυτούς μας, πλημμυρισμένοι από τις ήττες μας;
Σαν παλιά αμαρτία, ένα έγκλημα που καταδιώκουν οι ερινύες ουρλιάζοντας πίσω του, πίσω κι από τον φονιά, το αρχαίο τραγικό φονιά μεταξύ δικαιοσύνης και μοίρας. Μεταξύ του φονιά, της δικαιοσύνης και των τύψεων, μεσολαβούν οι θεοί, κάνοντας την ελευθερία μια πράξη πολύ ανεξάρτητη για να αντέχεται.
Όταν οι λοιμός έπεσε στην πόλη της Αθήνας, οι θεοί έδειξαν πως είχαν πολύ δυσαρεστηθεί από τον έκφυλο βίο μας. Ο Περικλής δεν μπορούσε να μας σώσει. Χάθηκε κι αυτός από την αρρώστεια μαζί με την Ασπασία (την ενεχόμενη ως ασεβή και ως άθεη) και τα δυό παιδιά του. Δεν είναι αυτό σημάδι των θεών;
Έτσι μας είπαν οι ιερείς και ζήτησαν να κάνουμε θυσίες, και πάνω στο βωμό και πάνω στη ζωή μας.
Τι μας ενδιαφέρει, τους Αθηναίους, αν μετά από πολλά χρόνια ο Περικλής θα μνημονεύεται ως η κλασική αρχαιότητα, το κάλος και η δημοκρατία; Τώρα εμάς μας απειλεί ο λοιμός. Και οι Σπαρτιάτες που πολιορκούν την πόλη. Αν δεν μας γονατίσει ο ένας θα μας κατακτήσουν οι άλλοι. Τώρα λοιπόν θυμήθηκαν να μας πουν πως όλα εξαρτώνται από εμάς. Τώρα που εμείς θέλουμε όσο ποτέ άλλοτε να εξαρτώνται όλα από τους άλλους.
Μα εμείς είμαστε ασυνήθιστοι. Κάποτε ξέραμε. Είχαμε το δήμο όπου συγκεντρωνόμαστε και μιλάγαμε ανεμπόδιστα. Είχαμε κόμματα που μας υποστήριζαν και τα υποστηρίζαμε και που μας έλεγαν -δεν ξέρω, το πίστευαν;- πως εμείς είμαστε η δυναμή τους, είχαμε επιτυχίες, ας πούμε τις αποικίες μας στη Σικελία και στα νησιά του Αιγαίου, είχαμε να λαβαίνουμε από μια γενική ευημερία που ήταν της πόλης αλλά και δική μας, είχαμε να πιστεύουμε στους εαυτούς μας. Αλλά απ’ όταν πέσαμε στην παρακμή, απ’ όταν χρωστάγαμε περισσότερα εμείς στις αποικίες από ό,τι οι αποικίες σε μας, απ’ όταν η γνώμη μας γινόταν χλεύη πια στην αγορά (και εν γένει στις αγορές), που αποφάσιζε (και αποφάσιζαν) χωρίς εμάς και κόντρα σ’ εμάς, απ’ όταν κάνανε ανυπόληπτα θεραπείες και γιατρούς, τον Ιπποκράτη, το Γαληνό, ακόμα και το θεό μας τον Ασκληπιό…
Απ’ όταν, με δυο λόγια, η δημοκρατία μας έπαψε, μείναμε κι εμείς να μηρυκάζουμε τις ήττες μας…
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος πως μπορεί να κερδηθεί με μηρυκασμούς;
Εκεί μας βρήκε ο λοιμός, να μας αποδεκατίσει. Επικαλούνταν τότε την ευθύνη, το παλιό κλέος της πόλης και κυρίως το υψηλό φρόνημα των ανθρώπων.
Κουτσά στραβά, από φιλότιμο, προσπαθήσαμε να ανταποκριθούμε. Επιστρατεύσαμε τις καλύτερες σκέψεις μας, ό,τι είχε απομείνει, τη φαντασία και την δόξα του παρελθόντος, κάναμε μια απόπειρα να σβήσουμε τις ήττες, δείξαμε μια κάποια εμπιστοσύνη και κυρίως αλληλεγγύη κι ανθρωπιά, αυτά δεν τα είχαμε ξεχάσει, πειθαρχήσαμε και πολεμήσαμε.
Κάτι καταφέραμε, εν τέλει. Κυρίως ξαναμάθαμε τη δύναμή μας. Τη δική μας, του Ιπποκράτη και του Γαληνού, των μικρών και των μεγάλων θεών μας, του δήμου και των ανθρώπων. Και κυρίως αρνηθήκαμε την εκδοχή πως έτσι πληρώναμε τια αμαρτίες μας. Τέτοιους εκδικητικούς θεούς δεν θέλαμε στη ζωή μας.
Οι Σπαρτιάτες έλυσαν την πολιορκία και αποχώρησαν. Δεν ξέραμε αν είναι από τη δύναμη μας ή από το φόβο της αρρώστειας. Πάντως έφυγαν. Κι η αρρώστεια έδειξε να υποχωρεί. Η πόλη ανάσανε. Και γύρισε πάλι στις παλιές συνήθειες. Σχεδόν μας ξέχασε εμάς. Τι σχεδόν, δηλαδή; Και με τους ίδιους παλιούς τρόπους συνέχισε τον πόλεμο.
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά εκμεταλλεύτηκαν την αφοσίωσή μας και τα μέτρα που αποδεχτήκαμε για να σωθούμε από λοιμό και Σπαρτιάτες, εναντίον μας. Τα έκαναν σχεδόν μόνιμα.
Έτσι έγινε η εκστρατεία στη Σικελία, που χάσαμε. Έτσι ηττήθηκε κι ο στόλος στους Αιγός ποταμούς. Έτσι βούλιαξε η Αθήνα. Και η δημοκρατία.
Αν είχαμε μάθει, οι Αθηναίοι, από την εποχή του λοιμού, ίσως να είχε πάει αλλιώς η Ιστορία.