ΧΑΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ του Στρατή Τσίρκα σε θεατρική διασκευή του Άρη Λάσκου και σκηνοθεσία Βαλάντη Φράγκου στο θέατρο «Πορεία»
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το πολιτικό θέατρο επιβάλλει την παρουσία του στις σκηνές μας, γεγονός που δεν είναι χωρίς σημασία στους φορτισμένους καιρούς μας.
Ιδίως με τη θεατρική μεταφορά λογοτεχνικών έργων που παίρνουν θέση στο άμεσο πολιτικό παρελθόν της χώρας μας.
Η συνομιλία σκηνής και λογοτεχνικών κειμένων, έχει ήδη δημιουργήσει «σχολή», έτσι που πια αυτό το οποίο κρίνεται είναι η επιτυχημένη ή όχι θεατρική μεταφορά των καταστάσεων και των χαρακτήρων του έργου, εκεί που η δράση συμβαίνει στο «εδώ και τώρα» και όχι το αν είναι δόκιμο ή όχι το εγχείρημα.
Το «αφηγηματικό θέατρο», στηριγμένο και στον αυτοσχεδιασμό αλλά και το σωματικό θέατρο, αποτελούν αναγνωρίσιμες πλέον φόρμες που διακονούνται με επιτυχία από τους νέους και νέες σκηνοθέτες μας.
Ενδεικτικά να αναφέρουμε πως την τρέχουσα περίοδο επαναλαμβάνεται για τέταρτη συνεχή χρονιά η θεατρική μεταφορά του έργου του Χρόνη Μίσσιου «Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς», σε μια εμπνευσμένη, συγκινητική αλλά συνάμα σύγχρονη σκηνοθεσία της Σοφίας Καραγιάννη στο Σύγχρονο Θέατρο. Μια παράσταση αφιέρωμα στους εξόριστους αγωνιστές της εθνικής αντίστασης και του εμφύλιου, σε κείνη τη δρακογεννιά που δε λύγισε, δεν υπέγραψε δήλωση μετανοίας, δεν πρόδωσε τα νιάτα της, ούτε στα γεράματα.
Η ίδια σκηνοθέτης υπέγραψε και τη μεταφορά του κειμένου της Κίττυς Αρσένη «Μπουμπουλίνας 18» στην Πειραιώς 260 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών 2025, με πρωταγωνίστρια την ανιψιά της συγγραφέως και ηθοποιού Αμαλίας Αρσένη, κόρης του Γεράσιμου Αρσένη. Όλα σα να δένονταν σε κείνη την καλή παράσταση για τα βασανιστήρια επί χούντας.
Για δεύτερη χρονιά συνεχίζει και η παράσταση με το έργο «Εντολή» της Διδώς Σωτηρίου στο Θέατρο “Theatre Nous-Creative Space”, σε διασκευή και σκηνοθεσία Νάντιας Δαλκυριάδου.
΄Όπως είναι γνωστό, ο Νίκος Μπελογιάννης μετά την ήττα του ΔΣΕ, εγκαταστάθηκε σαν πολιτικός πρόσφυγας στην Πολωνία.
Τον Ιούνιο του 1950 επέστρεψε κρυφά στην Ελλάδα με σκοπό να ανασυγκροτήσει τις οργανώσεις του παράνομου τότε ΚΚΕ στην Αθήνα. Στις 20 Δεκεμβρίου 1950, συνελήφθη και δικάστηκε για το γεγονός ότι ήταν μέλος του ΚΚΕ με βάση τον Αναγκαστικό Νόμο 509/1947, σύμφωνα με τον οποίο το ΚΚΕ είχε κηρυχθεί παράνομο θεωρούμενο ως εγκληματική οργάνωση. Κατηγορήθηκε, επίσης, ως κατάσκοπος της Σοβιετικής Ένωσης.
Από το έργο ξεπηδάει η συγκλονιστική ιστορία του Νίκου Μπελογιάννη που οδηγήθηκε το 1952 στο εκτελεστικό απόσπασμα, τις πιο σκοτεινές ώρες του μετεμφυλιακού κράτους. Ο Μπελογιάννης με το χαμόγελό του και ένα γαρύφαλλο στο χέρι δείχνει στους στρατοδίκες πώς νικάει ένας αποφασισμένος άνθρωπος, ένας άνθρωπος που πιστεύει στο δίκαιο αγώνα του, την ίδια τη βαριά του ήττα στο πολεμικό πεδίο. Και είναι αυτή η τελευταία του συνεισφορά στον αγώνα για επιβίωση αλλά και περηφάνεια του λεηλατημένου λαϊκού κόσμου της γενιάς του.
Συνεχίζεται επίσης η «Μητέρα του Σκύλου» του Παύλου Μάτεσι σε σκηνοθεσία του Κώστα Γάκη και διασκευή Ηρώς Μανέ (που υποδύεται τη θρυλική Ραραού) και Κατερίνας Γιαννάκου στο θέατρο «Ακροπόλ». Μία αντιηρωική εξιστόρηση της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας κυρίως λίγο πριν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μεταπολεμικά, από τον εμφύλιο έως τη μεταπολίτευση. Η ιστορία από την πλευρά των απλών, φτωχών ανθρώπων, αυτών που ουσιαστικά δεν την διαμορφώνουν αλλά την υφίστανται. Εκδομένο το έργο το 1990 σα να συνομιλεί λογοτεχνικά με το «Τρίτο Στεφάνι» του Κ. Ταχτσή.
Για πρώτη φορά μεταφέρθηκε στη σκηνή του θεάτρου «Πορεία» και το εμβληματικό τελευταίο μυθιστόρημα του Στρατή Τσίρκα «Η Χαμένη Άνοιξη» (είχε μεταφερθεί με επιτυχία στην τηλεόραση το 1995 σε σκηνοθεσία Χριστόφορου Χριστοφή).
Ο συγγραφέας της τριλογίας «Ακυβέρνητες πολιτείες», ο μυθιστοριογράφος του αριστερού κινήματος της Μέσης Ανατολής, του θριάμβου του ΕΑΜ κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και της βαριάς ανείπωτης ήττας στον εμφύλιο, γράφει την αρχή μια νέας τριλογίας, που θα είχε τίτλο «Δίσεκτα χρόνια», αυτά δηλαδή που οδήγησαν στη χούντα των συνταγματαρχών, αλλά και τα χρόνια της δικτατορίας και της μεταπολίτευσης.
Πρόλαβε να δημοσιεύσει το 1976 μόνο το πρώτο βιβλίο, την Χαμένη Άνοιξη.
Το ιστορικό πλαίσιο της εποχής προσομοιάζει με τη φωτιά. Ζεσταίνει και καίει. Ψήνει ψωμί και καταστρέφει. Καλοκαίρι του 1965.
20 ταραγμένες μέρες, από τις 4 έως τις 23 Ιουλίου που θα μείνουν στην ιστορία ως τα Ιουλιανά του ‘65.
Μέσα σε μια καυτή Αθήνα λοιπόν, επιστρέφει από την εξορία ο Ανδρέας, παλιός αγωνιστής, κομμουνιστής, μετά από 18 χρόνια εξορίας στην Τασκένδη.
Νιώθει την Αθήνα ως την πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου, ελπίζει, θεωρεί μέσα στον καυτό Ιούλιο, ότι η χώρα έχει μια ευκαιρία για τη δημοκρατία. Ότι δικαιούται μιάν Άνοιξη.
Εκεί συναντιέται με δύο γυναίκες που σηματοδοτούν και δύο ξεχωριστούς τρόπους ζωής και ιδεολογίας, ανάλογα με την καταγωγή και τη βιωμένη ιστορία της καθεμιάς. Τη Φλώρα, μια κοσμοπολίτισσα με διασυνδέσεις με τον ξένο παράγοντα, τους στρατιωτικούς, τους ξένους δημοσιογράφους και διανοούμενους αλλά και αντίστοιχους Έλληνες. Ο νευρωτικός της χαρακτήρας, η στρεβλή σχέση της με το σώμα, τη ζωή και την αξιοπρέπεια και η υστερική αντιμετώπιση των δυσκολιών, η αγοραία προσέγγιση του έρωτα και η αυτοκαταστροφική της μανία, έρχονται σε αντίθεση με την άλλη γυναίκα, τη νεαρή φοιτήτρια ιατρικής, τη Λαμπράκισσα Ματθίλδη, που αποπνέει την υγεία του λαμπρού αττικού ουρανού, του ήλιου, του φωτός, της νέας γενιάς.
Ανάμεσά τους ο σχεδόν σε ρόλο όχι Τειρεσία αλλά αρσενικής Κασσάνδρας, παλιός συναγωνιστής του, ο επιλεγόμενος Κακομοίρας, μποέμ καλλιτέχνης που προοιωνίζει όλα τα κακά της μοίρας του τόπου, ως μία αμφιλεγόμενης ηθικής αλλά και ψυχικής ισορροπίας προσωπικότητα της Αθήνας του ‘60, που κινείται ανάμεσα σε έναν εσμό πρακτόρων, επωνύμων Αθηναίων, ανθρώπων της Πρεσβείας κλπ.
Ο Ανδρέας θα έρθει σε επαφή με το παρελθόν, με την αστική του οικογένεια που συμμετέχει στο κόμμα της Ένωσης Κέντρου, αλλά και με τη θεία του, μια παλιά αγωνίστρια που προσπαθεί να τον προστατέψει, προειδοποιώντας τον για τα χειρότερα και τη ροπή των κομμάτων του Κέντρου στη συναλλαγή με το βαθύ σύστημα, ενώ ένας ολόκληρος λαός θα βρίσκεται στους δρόμους για να υπερασπίσει το Σύνταγμα και τη δημοκρατία.
Το Παλάτι διώχνει τον εκλεγμένο πρωθυπουργό, οι κατασταλτικές δυνάμεις του κράτους χτυπούν τις διαδηλώσεις και σκοτώνουν το Σωτήρη Πέτρουλα στις 21 Ιουλίου.
Η Ελλάδα αλλάζει ραγδαία, οι ξένες δυνάμεις βυσσοδομούν, το Κυπριακό καίει και βουλευτές του κεντρώου κόμματος μηχανορραφούν μαζί με το παλάτι εναντίον του εκλεγμένου πρωθυπουργού, ο λαός φωνάζει «Μητσοτάκη κάθαρμα», ονοματίζοντας τον αρχηγό των αποστατών.
Κανείς δεν μπορεί να μείνει αμέτοχος ούτε συνειδησιακά αδρανής, επιβεβαιώνοντας τον Mario Vitti, που έγραψε: «Από ένα σημείο και μετά, τα πρόσωπα μετατίθενται στο παρασκήνιο και πρωταγωνίστρια, πλέον, γίνεται η Ιστορία.»
Αυτό που πετυχαίνει ο συγγραφέας είναι να συνδυάζει την μυθοπλασία με τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα, να καταδεικνύει τον πυρετό των αλλαγών στη χώρα και την πόλη, την κοινωνική κινητικότητα, την εξέλιξη από την καθυστερημένη κοινοτική ηθική του πολέμου, σε έναν ενδιαφέροντα νεωτερικό κόσμο αλλά και τη χυδαιότητα της αστικής τάξης και των εκπροσώπων της.
Είναι επίσης κάπως πρόσωπα σε εκκρεμότητα, άλλοι ξένοι από καταγωγής, άλλοι ξένοι από εσωτερική ερημιά και ο έξω κόσμος, η ιστορία τους σημαδεύει στην καρδιά.
«Έξω βρωμάει πραξικόπημα», πώς να μην αναμειχθείς;
Ο ήρωάς μας θέλει να προστατέψει την αγωνιστική κοινωνική «ηθική» με τις εαμίτικες καταβολές, χωρίς να μένει στάσιμος στις καθυστερημένες αντιλήψεις. Ταυτόχρονα ο συγγραφέας φέρνει στο προσκήνιο τις διαφορετικές θέσεις της «νόμιμης» αριστεράς, τόσο για τα γεγονότα όσο και όσον αφορά στις προβλέψεις για την εξέλιξη αυτών των γεγονότων. Ο ίδιος είναι με την πλευρά εκείνων που προκρίνουν την ενότητα των δυνάμεων της αριστεράς με κείνες του κέντρου, προκειμένου να αποφευχθεί η δικτατορία.
Αυτό που κάνει το μυθιστόρημα ενδιαφέρον είναι ότι οι ήρωες του συγγραφέα δεν αποτελούν προφάσεις για έκθεση των ιδεών του, αλλά ζώντα πρόσωπα που παλεύουν να ζήσουν, ν’ αναπνεύσουν.
Σε ένα απόλυτα λιτό σκηνικό, με βίντεο από τα Επίκαιρα της εποχής, μας μεταφέρεται το κλίμα της Αθήνας και οι τεράστιες διαδηλώσεις που σημάδεψαν τη μεταπολεμική πολιτική ιστορία του τόπου.
Κινηματογραφική πλοκή, εναλλαγή δράσης ανάμεσα σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους —τον Εθνικό Κήπο, την πλατεία Συντάγματος, τους δρόμους και τα καφενεία της Αθήνας, που αποτελούν τόπους συνάντησης αλλά και ιστορικούς τόπους της Αθήνας αλλά και τον ιστορικό χώρο δράσης.
Έξι ηθοποιοί και ένας αφηγητής αναλαμβάνουν να μεταφέρουν στη σκηνή όλη την Ιστορία που αποτελεί και τον βασικό πρωταγωνιστή.
Αυτοί οι έξι ηθοποιοί θα παίξουν όλους τους ρόλους.
Ανδρέας ο Δημήτρης Πασσάς, Φλώρα η Ελένη Ζαραφίδου, Ματθίλδη η Καλλιόπη Παναγιωτίδου, Κακομοίρας ο Άρης Λάσκος και θεία του Ανδρέα, καθώς και ως Εβραία η Γιούλη Τσαγκαράκη.
Μπορούμε να πούμε ότι ο σκηνοθέτης μετάφερε πολύ ζωντανά στη σκηνή τα πολιτικά δρώμενα. Αυτά με τα οποία επικοινωνεί έως σήμερα ο θεατής. Και αυτό είναι το προσόν της παράστασης. Η οποία είχε ένταση, ρυθμό, έξαρση.
Εκεί που η παράσταση δεν προχώρησε είναι στο ψυχολογικό και πολιτισμικό τοπίο τόσο των ηρώων όσο και της πόλης.
Δεν ήταν μάλλον στις προθέσεις του σκηνοθέτη να μπει βαθιά σε κείνη την παράξενη γοητεία από τη μια της διαστροφής και του αυτοεξευτελισμού μιας τάξης υπό πίεση, φόβο και ταραχή και από την άλλη ενός υγειούς κόσμου, μιας νεολαίας που ανέτειλε πάνω από τα ερείπια του εμφυλίου, με σθένος, καθαρή ματιά και δύναμη.
Γιατί στο μυθιστόρημα του Τσίρκα σκιαγραφείται μία Αθήνα υπό εξέλιξη και εκσυγχρονισμό, με την τέχνη, τη μουσική, τα στέκια της νεολαίας, μια καινούργια γενιά σε άνθιση, αλλά και την ξένη επιδρομή με τα διεφθαρμένα της ήθη που ομοίως επελαύνουν και διεκδικούν την πολιτιστική αλλοτρίωση ενός πανάρχαιου λαού.
Στην παράσταση ευφυώς παρουσιάζεται ο όγκος του Χίλτον, νέα κατασκευή που ορθώνεται ως ξένος φαλλός που βιάζει το τοπίο της πόλης και σηματοδοτεί ένα είδος αστικής χυδαιότητας και μια Πλάκα που ρέπει στον φτηνό τουρισμό, αλλά έως εκεί. Δεν κατόρθωσε η σκηνοθεσία να εκφράσουν οι ήρωες το υπαρξιακό τους πρόβλημα, τη σχέση τους με την ίδια την Ιστορία που αναγκαστικά τους «μαρκάρει».
Θεωρώ επίσης πως δεν ήταν απόλυτα πετυχημένη και η διανομή. Εκτός από την Γιούλη Τσαγκαράκη που πραγματικά κατάφερε να μας μεταφέρει αυθεντικά την αγωνία της «θείας», αλλά και την κατάρρευση της επιβιωσάσης από τα στρατόπεδα θανάτου Εβραίας.
Η Γιούλη Τσαγκαράκη απέδειξε για άλλη μια φορά ότι είναι εξαιρετική ηθοποιός.
Υ.Γ. Ο «Κακομοίρας» υπήρξε πραγματικό πρόσωπο. Πρόκειται για τον ζωγράφο Στέλιο Αναστασιάδη που σκιαγραφείται από τους μελετητές του ως «ο τελευταίος Μποέμ της Αθήνας», ο οποίος εκτός από ζωγράφος ήταν μάγειρας και ηθοποιός. Μεγάλος χιουμορίστας, είρων και περιθωριακός. Έζησε για χρόνια στη Βόρεια Ευρώπη και στην Βουδαπέστη, όπου το 1950 κλείστηκε σε ψυχιατρείο, λόγω «σοβαρής κατάθλιψης». Επέλεξε να επιστρέψει στην Αθήνα, «την πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου». Προφανώς ήταν κι αυτός αναμεμειγμένος στην Αντίσταση, αν και κατόπιν είχε περίεργες διασυνδέσεις και γνωριμίες με πρόσωπα του δικτατορικού καθεστώτος.
Ο καθηγητής Ιστορίας της τέχνης Νίκος Χατζηνικολάου που τον μελέτησε απεφάνθη πως η Χαμένη Ανοιξη του Στρατή Τσίρκα είναι «ένα κακό, κομματικό βιβλίο, που αναφέρεται στον Στέλιο Αναστασιάδη με βαθιά περιφρονητικό τρόπο». Όμως λέγεται επίσης, από όσους τον γνώριζαν, πως ο ίδιος θα διαφωνούσε απόλυτα με τον κο Καθηγητή.

